You are on page 1of 206

Ε Ν Α Ο Ν Ε Ι Ρ Ο,

ΕΝΑ ΡΕΜΑΛΙ
ΚΑΙ Ο ΠΑΝΙΚΟΣ

ΣΥΝΘΕΣΕΙΣ ΠΑΡΑΤΟΝΙΚΗΣ
ΜΟΥΣΙΚΗΣ ΓΙΑ ΜΙΑ ΜΕΓΑΛΗ
ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ

Ώσπερ ζατρικίου
μεταφυσική
καί ευλαβής σπουδή
ΔΙΑ ΠΟΛΥ ΟΛΙΓΟΥΣ

Χ.Δ.Π. έγραφον
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

Περιεχόμενα
DISCANTUS ή ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ _________________________4
1 . stabat mater .....................................................................................8
2 . requiem (κατά ιωάννη) ..............................................................32

CONTRAPUNTO ή ΤΟ ΡΕΜΑΛΙ ____________________42


3 . aria non cantabile .....................................................................43
4 . bagatelle ........................................................................................50
5 . cadenza ............................................................................................54
6 . canon .................................................................................................62
7 . capriccio .........................................................................................68
8 . cressento .........................................................................................76
9 . fantasia ............................................................................................86
10 . fuga mixta ......................................................................................96
11 . improvisation ...........................................................................102
12 . metatropia ..................................................................................116

2 Χ.Δ.Π. έγραφον
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

Περιεχόμενα

13 . minuetto ......................................................................................122
14 . nocturne ....................................................................................134
15 . opus 77 ..........................................................................................144
16 . scherzo ........................................................................................152
17 . opus 3,14 .......................................................................................158
18 . serenata .......................................................................................164
19 . suita ...............................................................................................178

GLORIA Ή Ο ΠΑΝΙΚΟΣ _________________________196


20 . miserere ...............................................................................................197
21 . toccata occulta .............................................................................200

Χ.Δ.Π. έγραφον 3
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

DISCANTUS
ή
ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ

Μεγαλόπρεπα περάσματα
τών θεών πού δέν πιστεύω,
από σάς πιό μεγαλόπρεπος,
γαληνά σάς αγναντεύω

Κ. ΠΑΛΑΜΑΣ

4 Χ.Δ.Π. έγραφον
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ
QUERENS ME

Καί έμεινεν εν τή ερήμω ημέρας τεσσαράκοντα. Καί ουδέ


έφαγεν, ουδέ ήπιεν. Ήτο γάρ εστραμμένον άνω τό πνεύμα
αυτού.
Καί τή τεσσαρακοστή πρώτη, στρατιαί δαιμόνων
ανεφάνησαν καί ενέπαιζον αυτόν: ει σύ εί ο Είς, ο
Αναμενόμενος, δώσον ημίν προσταγήν καί υπακούσωμεν
σε.
Προσεπάθουν γάρ τά πνεύματα τά ακάθαρτα εμβαλείν
αυτόν εν αμφιβολία. Καί διά στιγμήν μίαν αμφέβαλλε.
Σμικρός γάρ ο χρόνος.
Συνελθείς πάραυτα, προσέταξε τούτα όπως εν τοίς ερέβοις
επιστρέψουσι.
Καί εγένετο κλαυθμός μέγας καί οδυρμός καί εκλονίσθη τό
στερέωμα διά τήν διαταγήν. Πλήν, σύν τοίς ρήμασι αυτού,
ούτως εγένετο.
Καί ενεφανίσθη ο αρχάγγελος ο εκπεσών καί αυτόν
επείραζεν ούτω: ελθέ μεθ' εμού. ίνα μή τήν οργήν καί τό
μίσος γευθείς. ίνα μή οφθαλμούς οικείων πλήρεις


Χ.Δ.Π. έγραφον 5
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ
QUERENS ME

δακρύων ίδης. ίνα μή αυτήν ταύτην τήν ζωήν καταγγείλης.


Καί ηρνήθη σφόδρα. Καί τού αρχαγγέλου τού μέλανος
αφανισθέντος, φωνή μεγάλη ηκούσθη εν τή ερήμω καί
είπεν αυτώ: στρατιάς δαιμόνων κατήγαγες, ο δέ άρχων
αυτών πρός σέ εταπεινώθη. ου γάρ εί εκ τών ανθρώπων.
σύ εί ο Υιός μου ο αγαπητός. τόδε ύπαγε αγγελείν τοίς
ανθρώποις. ότι λαλώ διά σού, σύ δέ εμοί λαλείς.
Καί απεκρίθη: γεννηθήτω τό θέλημα Σου.
Καί απήλθε εν μέσω τοίς ανθρώποις, αγγελείν ότι υιός
Θεού εκκέκλητο. Καί Εκείνω ελάλει αυτοίς.
Καί επέχαιρεν ο Πειρασμός ο Έσχατος, ο λαλήσας αυτώ
φωνή μεγάλη εν τή ερήμω. -

6 Χ.Δ.Π. έγραφον
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

Χ.Δ.Π. έγραφον 7
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

STABAT MATER

Ο Μέγας Ιερεύς κατέβηκε τά τελευταία σκαλιά τού


άμβωνα μέ κάποια μελαγχολία. Οι εναπομείναντες
πιστοί έβγαιναν διακριτικά -όπως πάντα- από τήν πύλη.
Κοίταζε τά πολλά γκρίζα κεφάλια. Τό εκκλησίασμα είχε
αρτηριοσκληρωθεί, είχε πετρώσει θά' λεγε κανείς, όπως οι
γρανιτένιοι τοίχοι πού σκέπαζαν τίς προσευχές τους τόσο
καιρό τώρα, τίς προσευχές τους γιά τήν Μεγάλη Υπόθεση,
τήν Μεγάλη Υπόσχεση.
Τόσες χιλιάδες χρόνια ν' ανάβει τήν δάδα, αυτήν τήν
μενεξελιά φλόγα αφοσίωσης, αυταπάρνησης, καθήκοντος
κι υπερηφάνειας στά στενά, μικρόψυχα κεφάλια τους,
τόν είχαν άραγε καταβάλλει; Τόν είχαν άραγε κουράσει;
Όχι, ήταν σίγουρος, δέν ήταν κούραση. Απογοήτευση
μήπως; Ασυναίσθητα τό βλέμμα του γύρισε πρός τό ιερό.
Τό έμβλημα τής Μεγάλης Μέρας τόν κοίταζε αόριστα, γιά
πρώτη ίσως φορά. Πλησίασε. Η καρδιά του λαχταρούσε
τόσο ν' ακούση τά παλιά λόγια: "Είμαι περήφανος γιά
σένα". Αυτό τό βράδυ όμως τό έμβλημα σιωπούσε.


8 Χ.Δ.Π. έγραφον
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

STABAT MATER

Κι όμως, τά δύσκολα χρόνια είχαν πιά περάσει. Ο


σκοτεινός μεσαίωνας τής πίστης τους, τότε πού εκκλησίες
τους ήταν μονάχα οι καρδιές τους, τότε πού τά λόγια
τά ιερά περνούσαν από στόμα σέ αυτί σέ σκοτεινά
δρομάκια, ή υπόγεια καί σοφίτες σκονισμένες, μέ τόν
φόβο τού Απόλυτου Εξουσιαστή, τού πανταχού παρόντα
Εξουσιαστή νά παγώνει τά μέλη τους, καμμιά φορά
καί τίς ψυχές τους, ναί, τά χρόνια εκείνα είχαν πιά
περάσει. Καθόλου εύκολα. Καθόλου ανώδυνα. Έρριξε
μιά ματιά στά εικονοστάσια τών μαρτύρων. Τό είχε δεί
τό χαμόγελο στά ματωμένα χείλη τους, τήν είχε δεί τήν
άτρομη ματιά τους τήν παραμονή... Πάντα υπάρχει μιά
παραμονή, σκέφτηκε πικραμένα. Πόσα όμως θύματα!
Πόσα κορμιά σκεπασμένα μέ χώμα αναλογούσαν σ'
όποιον επέζησε;Δύο, πέντε, δέκα; Ο Εξουσιαστής δέν ήξερε
τόν οίκτο. Τί βλακεία του, αχνογέλασε. Παρόλο όμως τό
αίμα πού κόστισε ο αγώνας τους, η καρδιά του δέν λύγισε
ποτέ. Ναί, ήταν κι αυτός αμείλικτος απ' τήν πλευρά του.


Χ.Δ.Π. έγραφον 9
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

STABAT MATER

Στήν πίστη, στήν υπομονή, στήν καταδίκη όσων έσφαλλαν,


κάποιων ακόμα πού πρόδωσαν.
Ακούμπησε τό κεφάλιτου στό παγωμένο μάρμαρο τού
βωμού, νά δροσίση τό μέτωπο του. Ίδρωνε. Κοίταξε πάλι
τό Έμβλημα.
Μήπως γέρασα; αναρωτήθηκε. Πρέπει νά είχε γεράσει.
Γιατί τό έμβλημα τής Μεγάλης Υπόσχεσης δέν φλογιζότανε
πιά σάν τό κοίταζε, δέν ανέμιζε πάνω από ποτάμια, από
χωράφια σταχυασμένα καί γαλήνιες λίμνες, από σπιτάκια
ασπρισμένα καί χαρούμενα. Τό έμβλημα δέν διαχεότανε
πιά πίσω από χιλιάδες ανθρώπινα πρόσωπα πού
χαμογελούσαν -μερικά ήταν καί δακρυσμένα- μπροστά
στόν σίγουρο ερχομό καί τήν επαλήθευση τής Μεγάλης
Υπόσχεσης. Οι νεκροί τους πισωγύρισαν στό μυαλό του
μέ κάποια ζήλεια. Κάποιος αντίλαλος ακούστηκε από τό
μακρινό του παρελθόν. Ποιός ήτανε, ο Μιχαήλ Αγγελος
άραγε, πού φοβήθηκε μήπως η μεγάλη παράταση τής ζωής
τού στερήσει τήν ουράνεια βασιλεία;


10 Χ.Δ.Π. έγραφον
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

STABAT MATER

Σφίχτηκε η καρδιά του. Αποτραβήχτηκε. Βεβήλωνε τόν


χώρο μέ τίς σκέψεις του. Μιά βαριά κούραση τόν κυρίευσε
σ' όλο του τό κορμί.
Πότε; ΠΟΤΕ; Τρόμαξε κι ο ίδιος. Αυτός νά ρωτήσει ΑΥΤΟ;
Θυμήθηκε πώς χτύπησε στά νιάτα του τήν λέξη
"άπιστε!" κατάμουτρα σέ κάποιον συναγωνιστή -
αγαπημένο φίλο- πού τόλμησε νά αναρωτηθεί κι εκείνος
τό ίδιο. Τί είχε απαντήσει τότε; "Ανάμεσα μας δέν υπάρχει
θέση γιά όποιον αμφιβάλλει".
Λίγο αέρα! Πνιγόταν. Βγήκε στήν πύλη. Νύχτωνε γιά
τά καλά. Χάϊδεψε τά σκαλίσματα τής πόρτας. Δέν
ήταν όλα αλήθεια όσα ιστορούσαν, τό ήξερε. Πόσο τ'
αγαπούσε όμως στά μάτια τών άλλων, τών νέων ειδικά,
πού μάθαιναν τά όσα έγιναν μέσα απ' αυτά κι απ' τόν
παρόμοιο τρόπο πού τούς τά αφηγούνταν. Λιγόστευαν
λίγο τόν τελευταίο καιρό, αλλά πόσο τρομερή ήταν η
αφοσίωση τους στήν Μεγάλη Ιδέα! Τρομερή; Πώς σκέφτηκε
αυτήν τή λέξη; Ιερή, θά ήταν πιό σωστό νά σκέφτεται. Πιό
σωστό; Γιά ποιόν;

Χ.Δ.Π. έγραφον 11
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

STABAT MATER

Η κούραση έκανε τά πόδια του νά τρέμουν. Κάθησε στά


σκαλοπάτια. Ένα ελαφρό αεράκι φύσηξε. Πόσο όμορφα
μύριζε! Τί ακριβώς μύριζε; Τίποτα, καμμιά συγκεκριμένη
μυρωδιά. Ήταν απλά η μυρωδιά πού κουβάλαγε
ένας απαλός αέρας ένα καλοκαιριάτικο δειλινό. Γιατί
όμως τόν τρόμαζαν τά μάτια τών νέων; Τέτοιο βλέμμα είχε
καί τό Ζαρκαδάκι. Όχι, λάθος, δέν ήταν ίδιο, όχι πάντως
όταν κοίταζε τό έμβλημα. Ήταν ίδιο όταν κοίταζε αυτόν,
όταν μιλούσε γιά τήν Μεγάλη Μέρα, γιά τό τί έπρεπε νά
πληρώσουν όλοι τους γιά νά ξημερώσει η Μεγάλη Μέρα.
Καί τού χαμογελούσε σάν τελείωνε, ίσως όχι ειδικά σ'
αυτόν, ίσως χαμογελούσε σ' αυτό πού ερχόταν, σ' αυτό
πού ήταν όλοι τους ταγμένοι. Τόν τρόμαζαν στ' αλήθεια τά
μάτια της; Ναί, μά ήταν κάποιος άλλος τρόμος. Κάποιος
αλλόκοτος τρόμος γιά τό χαμόγελο της σάν τελείωνε
τό κήρυγμα. Καί πόνος (γιατί νά τό κρύψει πιά;), πόνος
επειδή τά μάτια της ομολογούσαν πώς ναί, θά τήν δούμε
τήν Μεγάλη Μέρα κι όλα θά γίνουν όπως τά περιγράφεις,


12 Χ.Δ.Π. έγραφον
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

STABAT MATER

όλα θ' ανατριχιάζουνε απ' τήν πολλή τήν ευτυχία, όλα


θά ριγούν από τήν ευτυχή ευόδωση τών προαιώνιων
προσδοκιών. Πόσο ντρεπόταν τίς στιγμές αυτές! Γιά τίς
σκέψεις του. Γιά ό,τι ένιωθε. Γιά ό,τι ήταν. Αυτός,
ο αφοσιωμένος, ο αδιάφθορος, ο οδηγητής! Ντρεπόταν
τόσο πολύ πού ποτέ του δέν είχε τολμήσει νά κάνει
φωναχτά αυτές τίς σκέψεις, ποτέ δέν είχε τολμήσει νά
ονοματίσει αυτά τά μεγάλα σκούρα μάτια μέ τίς μώβ
σκιές όπως τά έβλεπε, όπως τά αισθανόταν, όπως... ναί,
όπως τά αγαπούσε!
Όμως πρός τί νά τά κρύβει πλέον όλα αυτά; Τό
Ζαρκαδάκι δέν ζούσε πιά. Από χτές κοιμόταν. Ναί,
κοιμόταν, αυτή είναι η λέξη. Μόνο τά παιδιά τρομάζουν
μέ τίς λέξεις; Ναί, καμμία άλλη λέξη άς μήν λεχθεί, παρά
μόνον πώς κοιμόταν.
Όμως τά μάτια της είχαν κλείσει, γιά πάντα. Γιατί; Γιατί
παραπάτησε από τά λίγα σκαλοπάτια; Γιατί τό
ξανθόμαλλο κεφαλάκι νά χτυπήσει σ' εκείνη εκεί τήν


Χ.Δ.Π. έγραφον 13
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

STABAT MATER

κόχη; Κοίταξε πρός τό εσωτερικό. Πικραμένα. Όχι, δέν


ρώταγε. Τό έμβλημα απαντούσε σ' όλα τά γιατί. Η Μεγάλη
Υπόσχεση δέν είχε απορίες, δέν άφηνε κενά, απέκλειε
κάθε ανεξήγητο. Δεκάδες χρόνια μ' αυτές τίς λίγες
κουβέντες στήριζε τόν δρόμο του καί τόν δρόμο τών
άλλων. Οχι, δέν ήταν μόνο κουβέντες, τά πίστευε. Τόσο
πού η πίστη του εύκολα μεταδινόταν καί στούς άλλους,
κολλητικά, σάν παιδική αρρώστεια. Δέν ρώταγε. Ίσως
γιατί φοβόταν τήν απάντηση. Ίσως γιατί φοβόταν τήν
σιωπή.
Κι όμως ο θάνατος τού είχε γίνει -έτσι πίστευε- σχεδόν
φίλος. Πόσες φορές χαιρέτισε ανθρώπους πού ήξερε
πώς βάδιζαν στήν ύστατη ώρα τους; Χωρίς λύπη, χωρίς
τύψεις, σχεδόν μέ περηφάνεια. Οι άνθρωποι πού άξιζαν,
πέθαιναν πάντοτε γιά κάτι. Πρός τί οι γογγυσμοί; Οι
υπόλοιποι πέθαιναν όπως έζησαν, αδιάφορα, αθόρυβα,
τόσο μακριά του πού ο θάνατος τους έμοιαζε μάλλον μέ
οριστική μετανάστευση, τίποτε παραπάνω.


14 Χ.Δ.Π. έγραφον
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

STABAT MATER

Μήπως ο ίδιος ήταν αθώος από τό αίμα άλλων; Όχι.


Περιφρονούσε τίς φτηνές ψυχές πού δένονται μέ τήν ζωή,
πού σέρνονται καί μαζί τους σέρνονται καί τά σάλια τους
πίσω της. "Μέγα προσπτύσαντες τώ ζείν, άπιμεν...".
Ο αρχαίος στωϊκός -ή επικούρειος;- τόν συντρόφευε τόσα
δύσκολα χρόνια πού τελικά έγινε ένα μαζί του. "Δώσε
τόση αξία στήν ζωή σου, όση σού χρειάζεται γιά νά τήν
απαρνηθείς". Ποιανού ήταν άραγε τά λόγια;
Τήν Μέρα εκείνη θά δικαιωνόταν. Τήν Μέρα εκείνη
όλοι καί όλα θά έβρισκαν τήν δικαίωση τους. Εκεί, στά
καταπράσινα λιβάδια, στίς ανεμώνες, στόν αιώνιο
φλοίσβο... Όλοι; Κι εκείνη; Καί τό Ζαρκαδάκι;
Ένα αστέρι έπεσε. Ενας διάττων. Δεκάδες χρόνια, μιά
ζωή ολόκληρη, ήταν ένα κομμάτι από μετεωρίτη, τυχαίο,
πού εκπυρώθηκε μέσα στήν γήϊνη ατμόσφαιρα. Δέν ήταν
πιά. Αυτό τό βράδυ ήταν ένα αστέρι πού γκρεμίστηκε
καί χάθηκε, όπως ίσως είναι δίκαιο νά συμβαίνει στήν
ομορφιά τών άστρων. Στήν ομορφιά τών άστρων; Ποιά
τερατώδη ομορφιά μπορεί νά γεννήσει ο θάνατος, ο

Χ.Δ.Π. έγραφον 15
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

STABAT MATER

χαμός; Ποιά ομορφιά απάνθρωπη;


Σηκώθηκε καί βημάτισε λίγο. Κάτι είχε σπάσει μέσα του.
Κοίταξε τά μακρινά φώτα πού τρεμόσβυναν. Κρύα, μέ
τό κρύο πού' χουν οι σπηλιές. Άξιζαν; Άξιζαν τήν στιγμή
αυτή; Όχι, δέν τό εννοούσε έτσι ακριβώς. Ποτέ δέν άξιζαν.
Άξιζε αυτό πού τούς περίμενε. Άξιζε αυτό πού τήν Μεγάλη
Μέρα θά σαρκωνόταν σ' αυτούς. Αλλά... ακόμα κι αυτό,
άξιζε τήν σιωπή του;
Λίγο νερό! Τού κόπηκε η αναπνοή. Γύρισε πρός τό ταπεινό
δωμάτιο του. Βαριά σύννεφα μαζεύονταν στό βάθος τού
ορίζοντα. Καλοκαιριάτικο ξέσπασμα. Νά δροσίση η γή!
Νά δροσίση. Κι ύστερα... γιατί; Γιατί νά παραπατήση; Δέν
αποτέλειωσε. Στό δωμάτιο μπροστά τόν περίμενε ο βοηθός
του, ένας ακόμη από τούς μή απορούντες, τούς πιστούς.
"Ωρα νά ετοιμαστείτε γιά τήν βραδινή λειτουργία". Είναι
πράγματι ώρα, σκέφτηκε.

Ντύθηκε αργά, τελετουργικά κι άδειασε κάθε σκέψη απ'


τό μυαλό, δένοντας κουμπιά καί ζώνες κι ευλογώντας τά

16 Χ.Δ.Π. έγραφον
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

STABAT MATER

σύμβολα πού τόν περίζωναν.


Μπήκε στόν χώρο τού ιερού καί προσκύνησε τό
έμβλημα. Διεξήγαγε τά προκαταρκτικά, ενώ τά μάτια
του ερευνούσαν τά μάτια τών ήδη συγκεντρωμένων
πιστών, τά πρόσωπα τους τά σκαμμένα από πρίν γιά
τήν μεγάλη αγρύπνια πού τούς περίμενε γιά νά τιμήσουν
τούς μάρτυρες τους, τούς νεκρούς τους. Μερικοί ανάμεσα
τους τούς είχαν προλάβει, όπως κι ο ίδιος. Κανα-δυό
απ' αυτούς έλειπαν. Κοίταξε τούς νεώτερους. Τό μυαλό
τους ανάδευε τίς μνήμες τών χαμένων, τίς όποιες μνήμες
έφτασαν σ' αυτούς. Κι άστραφτε ο φωτοστέφανος πού θά
τούς χάριζαν, πού θά τούς τύλιγε ευλαβικά εκείνη τήν
μακρίσκιωτη νύχτα. Έβλεπε τήν ζήλεια καί τόν σεβασμό
στά σφιγμένα χείλη τους, πού τά' σφιγγαν όπως κι εκείνος
πρίν από τόσα χρόνια, όταν ξεκίνησαν χωρίς μάρτυρες
γιά νά τούς ενανθρωπίσουν μέσα στόν χρόνο καί στά όσα
τούς περίμεναν.
Προσπάθησε νά παραμερίση τίς σκέψεις του.


Χ.Δ.Π. έγραφον 17
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

STABAT MATER

Εξαγνίσθηκε. Πρόφερε τίς καθιερωμένες φράσεις


υποταγής μπροστά στό έμβλημα κι ανέβηκε στό βήμα,
ενώ τά βλέμματα όλων στρέφονταν επάνω του, πάνω
στό μάρτυρα πού επέζησε τού ιερού αγώνα. Κι ένιωθε
τόν οίκτο τους, τόν οίκτο γιά τό πού η επιβίωση του τόν
απέκλεισε από τούς Εκλεκτούς πού θά τιμούσαν.
Ανέβηκε κι ακούμπησε γερά στό περβάζι. Τούς έψαξε
στά μάτια αργά-αργά. Όλων ζητούσαν. Όλων κάτι
περίμεναν. Ποιός ανάμεσα τους θά συγχωρούσε τόν
Ιερέα άν έκλαιγε επειδή έτυχε νά δεί νά γκρεμίζεται ένα
αστέρι; Ώ, έλαμπαν τά μάτια τους, γιατί άκουγαν ήδη
στίς καρδιές τους τά λόγια γιά τήν Μεγάλη Υπόσχεση
πού ήξεραν πώς θά ξεστόμιζε σέ λίγο. Έλαμπαν πού θά
τούς χάριζε τήν σιγουριά γιά τούς νεκρούς πού σέρναν
πίσω τους, μάρτυρες όσο καί εχθρούς. Έλαμπαν, γιατί
η ζωή τους όλη ήταν ένα τάφος πού σκάβανε αργά καί
μόνο η Ανάσταση θά χρύσωνε τόν κασμά πού χτύπαγε
τήν κάθε τους στιγμή καί θά'κανε τόν γδούπο αρμονία.
Ναί, κι αυτός ήταν έτοιμος νά δαφνοστεφανώσει κάθε

18 Χ.Δ.Π. έγραφον
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

STABAT MATER

φέρετρο, νά μυρώσει κάθε πτώμα, νά δικαιώσει τούς


τύμβους πού αποτελούσανε τό παρελθόν. Έτοιμος γιά
όλους τούς νεκρούς, γιά όλους εκτός από ένα. Κι αυτόν
τόν ένα δέν τόν μοιραζόταν -γιά πρώτη του φορά- μαζί
τους, ήταν ολοκληρωτικά δικός του. Κανένα στεφάνι δέν
θά τόν δικαίωνε τήν Μέρα εκείνη. Ένα παραπάτημα. Ήταν
ένα παραπάτημα. Ένα μικρό παραπάτημα πού στεκόταν
τώρα απειλητικό γιά τόν κόσμο πού δέν καταλαβαίνει
τό ανεξήγητο, πού δέν δέχεται τό μοιραίο, ή τό αιώνια
τραγικό, γιά τόν κόσμο του.
Τό πρόσωπο της τρικύμισε στά μάτια του. Στηρίχτηκε.
Έτρεμε. "Αδελφοί", ξανακούστηκε η φωνή του. Κόμπιασε.
Μερικοί αλληλοκοιτάχτηκαν. Τούς τρόμαζε απόψε
ο Μέγας Ιερέας. Κάτι σάν φοβέρα αντηχούσε αυτή η
φθαρμένη λέξη. "Αδελφοί", ξανάπε. Ένας-δυό σκέφτηκαν
τά φαντάσματα πού κύκλωναν τόν ιερέα τους, πού θά'
πρεπε νά τόν κυκλώνουν τουλάχιστον αυτό τό βράδυ,
καί τού μισοέδωσαν δίκιο. "Αδελφοί, αδελφοί μέσα στό


Χ.Δ.Π. έγραφον 19
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

STABAT MATER

όνειρο, τό πένθος καί τό αίμα", ξανακούστηκε βαριά η


φωνή του. Μερικοί έξυναν τό μάγουλο τους, ή τήν μύτη
τους, αμήχανα. Κάμποσοι άλλοι έμπλεκαν νευρικά τά
δάχτυλα τους. "Δεδικαίωνται οι νεκροί μας, μάς λέει τό
έμβλημα, δεδικαίωνται οι διανοίξαντες τό μονοπάτι τής
Μέρας πού ο ήλιος θά είναι κοινός καί πανανθρώπινος,
δεδικαίωνται οι εργάτες τής μεγάλης Υπόσχεσης.
Νά' φταιγε άραγε τό ύψος τού άμβωνα; Διέκρινε κιόλας
μιά υποχθόνια εχθρότητα νά τρεμοπαίζει σέ κάμποσα
πρόσωπα. Κι άλλοι είχαν λιθοβοληθεί επάνω στόν ίδιο
άμβωνα κι ο ίδιος είχε λιθοβολήσει έναν απ' αυτούς. Αλλά
τά μάτια της τού χαμογελούσαν μές από τ' αδειασμένα
βλέφαρα της, όπως τότε .... δέν ζήταγε τίποτε, τά μάτια της
ήταν η μεγαλύτερη υπόσχεση, η μενεξελιά φλόγα ...
"Αδελφοί, ένα παραπάτημα διέκοψε τήν λειτουργία τών
μαρτύρων, ένα παραπάτημα απεκάλυψε τό κρυμμένο
νόημα τού μονοπατιού, ένα παραπάτημα σημείωσε,
στιγμάτισε τό ιερό Έμβλημα μας. Αδελφοί, ένα


20 Χ.Δ.Π. έγραφον
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

STABAT MATER

παραπάτημα ερωτά τήν μεγάλη Υπόσχεση. Ρωτάει ανόητα,


όπως ρωτάνε τά παιδιά. Ρωτάει μ' εμπιστοσύνη σ' εμάς
πού σταθήκαμε ο κόσμος του, όπως ρωτάνε τά παιδιά.
Ρωτάει ρισκάροντας τά πάντα, όπως κάνουν μονάχα τά
παιδιά".
Ήταν πιά φανερό. Προδοσία! Καμμία άλλη λέξη δέν
ταίριαζε. Τά μάτια όλων είχαν διασταλεί. Οι ανάσες
βάραιναν. Οι κλειδώσεις στούς καρπούς άσπριζαν.
"Αδελφοί, μάς αλυσσοδένει ένα χρέος μέ τό παραπάτημα,
μ' αυτό τό ανεξήγητο, τό ηλίθιο, τό απαράδεκτο
παραπάτημα. Άς μήν τό αρνηθούμε, αδελφοί, άς μήν τό
προσπεράσουμε, άς μήν γυρίσουμε αλλού τά μάτια".

Δέν τούς έβλεπε πιά. Τό πρόσωπο της κοιμόταν. Ανέπνεε


τόσο ήσυχα πού τό στήθος της ούτε πού κουνιόταν. Μόνο
αυτή μπορούσε νά κοιμάται τόσο ήσυχα. Τότε τόν είδε!
Μπήκε σάν οποιοσδήποτε άλλος από τήν μεγάλη πύλη.
Μά ήταν σίγουρα αυτός! Τό σχήμα του, τό πρόσωπο


Χ.Δ.Π. έγραφον 21
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

STABAT MATER

του, ο μανδύας του, τά εμβλήματα, ήταν όλα όπως τά


προμαρτυρούσαν οι Γραφές. Ακόμα καί στά ρουθούνια
τους χτύπησε η προκαθορισμένη μυρωδιά. Ηταν ο
Αγγελιαφόρος!
Εκείνος πού κανείς πιά δέν περίμενε στά σοβαρά τήν
εμφάνιση του. Εκείνος πού θά σήμαινε τήν ώρα τής
πραγμάτωσης τής μεγάλης Υπόσχεσης. Εκείνος πού θά
εσάλπιζε γιά τήν δικαίωση τών νεκρών. Εκείνος πού
θά προμηνούσε τήν μεγάλη, τήν αιώνια Ανατολή. Άχ,
πόσες φορές είχε λαχταρήσει μέ τήν φαντασία του τήν
εμφάνιση του! Κι αυτός νά κηρύσσει από τόν άμβωνα γιά
τόν ερχομό του. Καί νάτον! Στά μάτια του διάβαζε κανείς
ότι η Συμφωνία είχε επιτέλους τηρηθεί, ότι η ώρα γιά τόν
θρίαμβο τής αναγκαιότητας πού είχαν υπηρετήσει είχε
έρθει.
Εκείνος, ο πρώτος καί τελευταίος Αγγελιαφόρος, κοίταζε
μέ τρυφερότητα τίς ράχες τών μικρών, τών ταπεινών, τών
καταδιωγμένων ένεκα τής στιγμής εκείνης. Ένα
ψιθύρισμα, σάν μιά θαλασσινή ανατριχίλα, διέτρεξε

22 Χ.Δ.Π. έγραφον
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

STABAT MATER

τό εκκλησίασμα. Οι ραχοκοκκαλιές μυρμήγκιασαν κι


ορθώθηκαν. Στράφηκαν πρός τήν πύλη όλοι. Κανείς δέν
είπε τίποτα. Όλοι τους γνώριζαν ποιός είναι, όλοι τους
γνώριζαν τά σημάδια τά ιερά τού ερχομού του. Κανείς
δέν ζητωκραύγασε, δέν γέλασε, δέν πήδηξε απ' τήν χαρά
του. Κανείς δέν χτύπησε στήν πλάτη τόν διπλανό, κανείς
δέν φίλησε τόν άλλο. Γιατί όλα είχαν πιά τελειώσει.
Ο αγώνας, η τρυφεράδα τού συντρόφου, η πίστη, όλα
είχαν πιά τελειώσει. Μερικοί μόνο δάκρυσαν. Τήν Μέρα
δέν τήν είχαν γνωρίσει ακόμα. Αλλά τό άλλο, αυτό πού
τέλειωσε, ναί, τού άξιζαν λίγα δάκρυα. Όχι λύπης, μήτε
μελαγχολίας, μερικά απλά, ανθρώπινα δάκρυα.
Ο αέρας πύκνωνε κιόλας από αναπνοές νεκρών. Κι
η δική τους αναπνοή γινόταν αγκομαχητό, καθώς σ'
ετοιμοθάνατο. Κι όμως δέν ήταν ο Χάροντας, ήταν τής
λύτρωσης ο Αγγελιαφόρος.
Κι εκείνος κοίταξε τόν Μεγάλο Ιερέα, τόν Μεγάλο
Εργάτη. "Σέ περιμέναμε", είπε ο Ιερέας ήσυχα. Εκείνη

Χ.Δ.Π. έγραφον 23
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

STABAT MATER

δέν τόν περίμενε πλέον. Εκείνη δέν είχε ετοιμάσει τήν


τρίβον αυτού. "Σέ περιμέναμε", ξανάπε λίγο αφηρημένα.
Κι άργησες, σκεφτόταν. Όχι μόνο γιά τό Ζαρκαδάκι, όχι.
Άργησες , είχες αργήσει πρίν νά ξεκινήσεις, γιά χιλιάδες,
γιά εκατομμύρια, γιά δισεκατομμύρια μάτια αγάπης πού
τό παραπάτημα τους τό δεχτήκαμε, πού χαμογέλαγαν
σάν άκουγαν γιά τήν Υπόσχεση, πού τά κοροϊδέψαμε γιά
τήν βασιλεία τού Ήλιου πού δέν θά τήν γνώριζαν ποτέ,
πού δέν πρόλαβαν ν' αρνηθούν τήν ζωή δίνοντας της μιά
δικαιολογία, γιατί κάποιο ηλίθιο παραπάτημα τούς
στέρησε κι αυτό ακόμα τό έσχατο προνόμιο. Κι εμείς
σιωπούσαμε μπροστά στήν σωτηρία τού κόσμου!
Δέν είπε όμως τίποτε απ' όλα αυτά. Ο άλλος δέν έδειξε νά
καταλαβαίνει. Κανένα ίχνος γιά τό άν είδε τήν καταγγελία
μές στά μάτια του. Κοίταξε πάλι πρός τούς πολλούς κι είπε
αργά καί σοβαρά: "Αύριο". Κι έφυγε, μέ βήμα αθόρυβο,
όπως ήρθε. Δυό-τρείς τράβηξαν πίσω του.
Άλλοι αναζητούσαν τά πρόσωπα τά πιό αγαπημένα γιά νά


24 Χ.Δ.Π. έγραφον
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

STABAT MATER

τούς στηρίξουν μέ τόν τρόμο τους, καθώς πού δίνει θάρρος


στήν μάνα τών παιδιών της ο τρόμος. Ψηλαφούσαν τόν
δρόμο τους, γιατί καθώς τά νεογέννητα δέν έβλεπαν
παρά σκιές, δέν άκουγαν παρά ένα βουητό, δέν ένιωθαν
άλλο από τήν ανάγκη γιά μιάν επαφή, από τήν δίψα ν'
ακουμπήσουν σ' ένα ανθρώπινο σώμα.

"Αδελφοί", ξανακούστηκε η φωνή τού Ιερέα. Κανείς δέν


άκουσε. Μερικοί έστεκαν αγκαλιασμένοι, μέ τά μάτια
τους άδεια νά φαντάζονται τό Αύριο, αυτό τό Αύριο
πού τόσο πάλεψαν νά δούν τόν ερχομό του. Σιγά-σιγά,
λές μπουσουλώντας γιά πρώτη φορά τά βήματα τους,
τραβούσαν κατά τήν πύλη, γιά νά τούς καταπιεί η νύχτα,
η τελευταία νύχτα. Τότε κι ο Ιερέας βρυχήθηκε! Κι ο ήχος
τής φωνής του θύμισε τίς σάλπιγγες, εκείνες τίς σάλπιγγες
πού θά ηχούσαν τό ξημέρωμα, καθώς τό προμηνύαν οι
Γραφές.
"ΓΙΑΤΙ;" Τήν λέξη ελάχιστοι κατάλαβαν.Γιατί δέν ήταν


Χ.Δ.Π. έγραφον 25
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

STABAT MATER

λέξη αρθρωμένη ανθρώπινα, μά πιότερο μούγκρισμα από


πληγωμένο ζώο. Είχε σκύψει πάνω από τόν άμβωνα κι
όσοι τόν έβλεπαν περίμεναν πώς θά χυθούν τά μάτια από
τίς κόχες τους στάζοντας αίμα καί χολή.
"Εσένα ρωτάω, μήν μού παριστάνεις τόν ανίδεο!" σφύριξε
ανάμεσα απ' τά δόντια του. Καί σάν κανείς δέν τού
απάντησε, ρίχτηκε από τόν άμβωνα καί κατρακυλώντας
στά σκαλιά όρμησε στό ιερό Βήμα κι άρπαξε τό Έμβλημα
από τήν Τράπεζα καί τ' ανασήκωσε στό ύψος τών ματιών
του. "Γιατί; Γιατί; Απάντησε!"
Μερικοί βιάστηκαν πρός τήν έξοδο. Δέν ήταν βέβαια
τώρα καιρός γιά βλασφημίες κι ιεροσυλίες. Στράφηκε
κι ο Ιερέας: "Σταθείτε, αδέλφια. Εδώ θά κρίνουμε τήν
Υπόσχεση πού ανατέλλει. Στήν σιγουριά τού θριάμβου
της, άς ζυγίσουμε τό δίκαιο της. Άν αφήσει ένα ΓΙΑΤΙ
αναπάντητο, τίποτε δέν άλλαξε. Υπεσχημένη κοροϊδία
θά τήν ονομάσω καί τήν συμφωνία μας θά ακυρώσω.
Εργάτες ήμασταν, αδέλφια, εργάτες, όχι δούλοι της.


26 Χ.Δ.Π. έγραφον
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

STABAT MATER

Είν' ώρα τό μισθό μας ν' απαιτήσουμε ακέριο. Ωστόσο,


η εκκλησία άδειαζε γοργά. Μακριά, μακριά από τό άγος,
σκέφτονταν οι ταπεινοί.
Είδε καί κατάλαβε ο Ιερέας. Γύρισε πάλι στό Έμβλημα:
"Γιατί; Γιατί έπρεπε νά παραπατήσει; Ποιός δικαιώνει
αυτόν τόν θάνατο; Τί κρύβεται πίσω από τό αναίτιο, τί
κρύβει η σιωπή σου;"
Περίμενε λίγο. Η καρδιά του δέν απάντησε. Γιατί βέβαια
ήξερε καλά πώς τά Εμβλήματα μιλάνε μόνο στίς καρδιές
μας. Καί τό σφεντόνισε στόν τοίχο καί τό σύντριψε σέ
κομματάκια μέταλλο καί ξύλο.
Ώ, πώς τού χαμογελούσε! Καί σάν τά χείλη της ν'
αργοκουνιόνταν, σάν κάτι νά ψιθύριζε.
Έσκισε τά διάσημα του. Χωρίς οργή, μ' όση τελετουργία
τά φόραγε από πάντα. Διάβαζε επάνω τους τά ιερά ρητά,
σχεδόν μέ απορία: ΚΡΥΒΟΜΑΙ ΜΕΣΑ ΣΑΣ ΣΑΝ ΣΩΤΗΡΙΑ.
ΣΚΛΑΒΟΙ, ΑΡΡΩΣΤΟΙ, ΑΔΙΚΗΜΕΝΟΙ ΟΙ ΠΙΣΤΟΙ ΜΟΥ.
ΣΚΛΑΒΟΙ, ΑΡΡΩΣΤΟΙ, ΑΔΙΚΗΜΕΝΟΙ ΟΙ ΟΔΗΓΟΙ ΜΟΥ.


Χ.Δ.Π. έγραφον 27
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

STABAT MATER

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΜΟΥ Ο ΘΡΙΑΜΒΟΣ ΣΑΣ, Ο ΘΡΙΑΜΒΟΣ ΣΑΣ ΤΟ


ΤΕΛΟΣ ΜΟΥ.
ΔΙ' ΕΜΟΥ ΤΟ ΦΩΣ ΚΑΙ ΤΟ ΦΩΣ ΑΓΩΝΑΣ ΕΣΤΩ.
Ανέβαινε σιγά καί πάλι στόν άμβωνα. Ένα σκαλοπάτι
σού ξέφυγε, σκεφτόταν. Καμμιά υπεσχημένη Βασιλεία
δέν μπορεί νά δικαιώσει ένα σκαλοπάτι, ένα παράλογο
σκαλοπάτι. Στηρίχτηκε στό περβάζι, ρακένδυτος πιά.
"Αδελφοί". Η εκκλησία ήταν σχεδόν άδεια. Ένας μόνον
άνθρωπος απέμενε.
"Αδελφοί", επέμενε, "αύριο ξημερώνει η Μεγάλη Μέρα. Οι
νεκροί, πού γι' αυτούς είχαμε συγκεντρωθεί εδώ, δέν μάς
έχουν πιά ανάγκη. Κανείς δέν μάς έχει πιά ανάγκη. Εμείς
όμως έχουμε από κάτι ανάγκη. Από' να λογαριασμό, από
μιά απολογία. Άς αφήσουμε αυτή τήν τελευταία νύχτα τήν
σκέψη μας νά συντροφέψει εκείνους πού πέθαναν αθώοι,
εκείνους πού δέν διάλεξαν, εκείνους πού δέν εργάστηκαν,
εκείνους πού ίσως μόνο γιά λίγο ονειρεύτηκαν,
εκείνους πού παραπάτησαν καί συντρίφτηκαν, όπως
παραπατούν τ' αστέρια καί συντρίβονται στό πέσιμο 
28 Χ.Δ.Π. έγραφον
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

STABAT MATER

τους. Γιά κείνους καί γιά μάς, άς μήν υπάρξει η γιορτή


τής Μεγάλης Μέρας. Εκείνοι κι εμείς δέν τήν δεχόμαστε,
δέν είναι δική μας. Άς μάς τήν επιβάλλουν. Άς μάς
υποχρεώσουν νά συρθούμε κάτω από τόν Ζυγό τής Κοινής
Αρμονίας. Γιατί εμείς δέν καταλαβαίνουμε. Κι απαιτήσαμε
νά καταλάβουμε. Κι απαιτούμε νά μάς εξηγηθούν τώρα
όλα. Γιατί η συγκατάθεση μας πρέπει νά τά εξαγοράσει,
νά τά εξαγιάσει όλα, κάθε μικρό παραπάτημα, κάθε
Ζαρκαδάκι πού σκοτώθηκε από τόν κυνηγό, από τόν
κυνηγό πού δέν μάς αποκαλύπτεται, από τόν κυνηγό πού
διασκεδάζει σκοτώνοντας, από έναν κυνηγό πού δέν
αποκαλύπτει τό πρόσωπο του. Ας μήν ζητωκραυγάσουμε
γιά έναν Εκτελεστή! Ας μήν ζητωκραυγάσουμε έστω καί γιά
τόν θεατή ενός ανόσιου φόνου.
Αδέλφια, διαψευσθήκαμε! Η Αγγελία δέν ήταν αληθινή. Η
Μεγάλη Μέρα κλείνει μέσα της τόν θάνατο τών αστεριών
κι εμείς δέν τό δεχόμαστε.
Άς μείνουμε στήν σκιά. Στήν σκιά πού απαιτεί νά γίνει
η ευτυχία ανθρώπινη. Στήν σκιά πού απαιτεί νά εξηγηθεί

Χ.Δ.Π. έγραφον 29
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

STABAT MATER

τό κάθε σκαλοπάτι. Άς μείνουμε πιστοί στήν νύχτα, όσο


η κάθε Ανατολή δέν λιώνει τόν πάγο τής καρδιάς μας.
Αδελφοί, κηρύσσω τώρα τήν θρησκεία τών άστρων πού
πέφτουν καί χαμογελούν, τήν χαμένη μας θρησκεία!
Αιώνια μακάριοι οι αθώοι μας νεκροί, έως ού δικαιωθούν
μές στίς καρδιές μας! Εχθρός μας προαιώνιος ο αναίτιος
θάνατος καί οι συνήγοροι του! Η αιμάσσουσα Αθωότητα
άς είναι ο οδηγός μας!"

Καί σάν χάθηκαν όλα τά οράματα από τά βλέφαρα του,


διέκρινε τόν μοναδικό άνθρωπο πού έστεκε ακόμα στό
μισόφωτο τών κεριών κι έκλαιγε. Κι αχνά τού θύμισε
κάποια άλλη μάνα -γιατί ήταν η μάνα εκείνης η μοναχική
μορφή-, κάποια μάνα πού τά δακρυσμένα μάτια της
είχαν κατηγορήσει κάποια άλλη Μεγάλη Υπόσχεση από
ένα μακρινό παρελθόν, από ένα ξεχασμένο παρελθόν,
από ένα παρελθόν πού κανείς ποτέ δέν κατάλαβε, από
ένα παρελθόν πού ίσως κανείς δέν στάθηκε άξιος νά
καταλάβει. -

30 Χ.Δ.Π. έγραφον
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

Χ.Δ.Π. έγραφον 31
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

REQUIEM (Κατά Ιωάννη)

ΘΕΣΙΣ: Παραστάς

Καί εκείνοι γεμίσαντες σπόγγον από όξους, καί


περιθέσαντες εις ύσσωπον, προσέφεραν εις τό στόμα
αυτού. Ότε λοιπόν έλαβε τό όξος ο Ιησούς, είπε,
Τετέλεσται καί κλίνας τήν κεφαλήν παρέδωκε τό πνεύμα. -

32 Χ.Δ.Π. έγραφον
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

REQUIEM (Κατά Ιωάννη)

ΑΝΤΙΘΕΣΙΣ: SANCTUS

Θυμάσαι πώς γνωριστήκαμε, Θεέ μου; Ναί, εκείνη τήν


νύχτα. Πώς προσπαθούσα νά Σέ βρώ τόσα χρόνια...
Πώς άκουγα τούς ραββίνους, πώς διάβαζα τίς Γραφές,
πώς κρυφόμπαινα στόν Ναό Σου... Δέν Σ' εύρισκα. Δέν
Σέ γνώριζα. Μά εκείνο τό βράδυ, μετά τό τόσο μάλλωμα
μέ τόν γέρο-δάσκαλο μου γιά Σένα... Βλέπεις, εκείνη τήν
εικόνα Σου μέ τά ξεραμένα αίματα στά γένεια Σου, δέν
μπόρεσα ποτέ μου νά τήν σεβαστώ. Ενώ εκεί, στήν άμμο
πού' ταν ακόμα ζεστή από τόν ήλιο τής ημέρας, γονάτισα
γιά πάντα καί Σέ φώναξα: Ελί, Ελοείμ, Ελιά,
Τετραγράμματε, Αδωναῒ, έλα κοντά μου!
Κι έκλαιγα κι Εσύ δέν ερχόσουν, θρυμμάτιζες τά Σόδομα,
δέν Σέ δεχόμουν κι έκλαιγα, μά Εσύ τιμωρούσες σέ επτά
γενιές καί δέν ερχόσουν, δέν Σέ δεχόμουνα, κι έκλαιγα, μά
Εσύ πυράκτωνες τίς φλόγες τής Γέεννας καί δέν ερχόσουν,
δέν Σέ δεχόμουνα...


Χ.Δ.Π. έγραφον 33
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

REQUIEM (Κατά Ιωάννη)

Κι απόκαμα από τό κλάμα κι ως έσκυψα, λάσπωσε τό


μέτωπο μου από τήν λάσπη πού' φτιαξαν τά δάκρυα μου
κι ... ήρθες! Ήρθες! Τόσα χρόνια Σέ φώναζα μέσα από τίς
Γραφές, μές απ' τήν Συναγωγή, μές απ' τόν Ναό καί δέν
ερχόσουνα. Κι ήρθες μέσα απ' τήν λάσπη τών δακρύων
μου!
Δέν ήσουνα σοφός μ' άσπρα πυκνά γένεια, δέν κρατούσες
τήν ρομφαία, μήτε τόν ζυγό. Όχι, είχες τά βουρκωμένα
μάτια μίας πόρνης, ήσουνα βρώμικος, ζητιάνος, μπεκρής,
μαστιγωμένος, ήσουνα λεπρός, φυλακισμένος κι
επαναστατημένος δούλος πού Σού μπήγαν τό καρφί
ανάμεσα στά σκέλια. Κι ήρθες εκεί! Χρόνια ολόκληρα
γύρναγα τά μάτια μου στόν ουρανό, δέν βρέθηκες εκεί
ποτέ Σου. Θέλανε νά' σουνα βροντή καί κεραυνός καί
καταιγίδες καί στερέωμα κι εγώ δέν Σ' εύρισκα. Κι όμως
ήρθες κι ήσουν η λάσπη πού μέ τύφλωνε, ήσουνα η άμμος
η ζεστή, ήσουνα η άμμος η παγωμένη, ήσουνα τό τσακάλι
πού ούρλιαζε απόμακρα κι ήσουνα τό κουφάρι πού


34 Χ.Δ.Π. έγραφον
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

REQUIEM (Κατά Ιωάννη)

ξέσκιζε τό τσακάλι.
Κι ήρθες! Καί σκέφτηκα τότε εκείνη τήν ερώτηση πού' θελα
νά σού κάνω πιό παλιά: "Αδωναί, πού σέ φωνάζουν καί
Θορά, είσαι ο μαστιγωτής ή τό μαστίγιο;" καί μ' έπιασαν
τά γέλια! Γιατί πιά Σέ είχα δεί! Γυμνό καί μέ βελούδα,
κουρελιασμένο καί μέ στέμμα, Εσύ νά μαστιγώνεις καί νά
μαστιγώνεσαι, βλάσφημος, ληστής, αιμοπότης, δούλος,
βιαστής καί δήμιος!
Καί Σ' έκραξα: Πατέρα...πατέρα, αδελφέ, γιέ μου, αίμα
μου!
Από τότε δέν έφυγες στιγμή από κοντά μου. Σάν ήλιος μέ
έκαιγες, σάν ιδρώτα Σέ σκούπιζα, σάν σκόνη μέ τύλιγες,
σάν νερό μέ ξεδίψαγες, σάν φαί μέ χόρταινες, σάν ύπνος
μέ ξεκούραζες, σάν πόθος μέ βασάνιζες, σάν κακία
μέ πλήγωνες, σάν αέρας μέ δρόσιζες, σάν ομορφιά μ'
ανακούφιζες, σάν αγάπη μ' έσπρωχνες, σάν ίσκιος μου μέ
στήριζες.
Μήν είδα, όχι ένα δέντρο, μά ένα φύλλο καί δέν Σέ


Χ.Δ.Π. έγραφον 35
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

REQUIEM (Κατά Ιωάννη)

γνώρισα; Μήν είδα μιάν ουλή, μία σταγόνα αίμα, ένα


κορμί νά γυαλίζει, ένα μορφασμό, μία πληγή καί δέν Σέ
γνώρισα; Μήν είδα τό στήθος μιάς μάνας, τά μάτια ενός
παιδιού, τά χείλη μιάς γυναίκας, τίς παλάμες ενός γέροντα
καί δέν Σού χαμογέλασα;
Θυμάσαι άραγε πώς γύρισα πίσω στόν γέροντα,
κλαίγοντας καί χορεύοντας κι ίσως ουρλιάζοντας;
Έκλαιγα απ' τήν χαρά μου πιά, γιατί δέν άντεχα,
ήσουνα πολύ βαρύς, μέ πλάκωσες καί δέν μπορούσα ν'
αναπνεύσω. Καί γέλαγα, γιατί Σέ είχα βρεί, δέν ήσουνα
στούς ουρανούς, ήσουνα πιά μαζί μου! Δέν ήσουνα η
Τιμωρία, ήσουν η Αγάπη, η Αγάπη, η Αγάπη!
Κι ο αγαθός γέροντας είχε τρομάξει, μήπως δαιμόνιο
μπήκε μέσα μου, από εκείνα πού τριγυρνούν ελεύθερα στήν
έρημο τά βράδια. Κι εγώ φώναζα: Δαιμόνιο, δαιμόνιο, ο
Γιαχβέ είναι δαιμόνιο! μά ο γέροντας δέν καταλάβαινε...
Όπως κι οι άλλοι... Πόσες φορές τούς μίλησα γιά Σένα;
Καί πόσο μέ πίκραιναν τ' άδεια τους μάτια! Τί είσαι; "Τί


36 Χ.Δ.Π. έγραφον
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

REQUIEM (Κατά Ιωάννη)

είναι ο Θεός;" μέ ρώταγαν καί ξαναρώταγαν. Τούς έλεγα:


"Αγάπη, Αγάπη, αυτό είναι, Αγάπη". Κι αυτοί πάλι καί πάλι:
"Ναί, αγάπη, αλλά τί είναι;"
Κι εγώ ζύγιζα τά μάτια τους, νά δώ τήν σπίθα εκείνου πού
κατάλαβε, τήν σπίθα τού παιδιού πού γελάει, τήν σπίθα
τού νέου πού κοιτάζει τήν αγαπημένη του... Μά ήσουν εκεί,
δέν μ' άφηνες πιά νά φύγω.
Έτσι συνέχισα νά τό φωνάζω. Ναί, τό φώναζα τρώγοντας
καί πίνοντας καί χαϊδεύοντας τά κεφάλια τους κι αυτό
δέν μού τό συγχώρεσαν ποτές τους. Μόνο όταν πήρα
τό μαστίγιο, ώ! τότε μέ πόση ευκολία μέ δέχτηκαν, Σέ
δέχτηκαν! Τότε, μέ πόση ευκολία Σ' αναγνώρισαν! Δέν
καταλάβαιναν ότι χτύπαγα Εσένα, ότι μάτωνα τίς πλάτες
Σου, όχι, ο άγγελος ο εκπεσών έπρεπε νά' ναι κάποιος
ξένος, Εξαποδώ, δέν έβλεπαν στόν καθρέφτη τους, δέν τόν
γνώριζαν, μέ τί κουράγιο αλλίμονο νά τόν αναγνωρίσουν;
Τώρα, γράψαν πάνω απ' τό κεφάλι μου ότι είμαι ο
βασιλιάς τους, ναί, καρφωμένος σάν επαναστάτης δούλος


Χ.Δ.Π. έγραφον 37
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

REQUIEM (Κατά Ιωάννη)

βασιλιάς τους! Καί γελάνε μέ τήν επιγραφή, γελάνε, δέν τό


ξέρουνε πώς λέει τήν αλήθεια, πώς ΕΙΜΑΙ ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΤΟΥΣ,
τό πήραν γιά παιχνίδι, τούς αρέσει νά παίζουν μέ τά
αίματα, μήν τό ξεχνάμε, καί νόμισαν πώς είναι καί τούτο
κάποιο παρόμοιο παιχνίδι, κάποια διασκέδαση σάν τόν
λιθοβολισμό κάποιας τυχαίας πόρνης καί δέν βλέπουνε
πώς μέ στεφανώνουνε σάν γιό Σου, Εσένα πού σ' έλεγα
μόνον Αγάπη κι άν δέν Σέ κάνουν Μίσος δέν Σέ δέχονται,
γιατί 'σαι ακόμα ασήκωτος, πιό ασήκωτος από δεκάδες
σταυρούς πού θά φορτώνονταν γιά λίγο μόνο μίσος.

Μά Εσύ δέν θέλεις κι έτσι τούς τό ψιθυρίζουμε σιγά-σιγά,


μήν τούς τρομάξουμε, εγώ από δώ πάνω κι Εσύ, όχι από
τούς ουρανούς πού θέλουν νά Σέ βάλουν γιά νά Σέ
φοβούνται, μά μέσα από τά μάτια τών παιδιών τους, πού
δέν θά Σέ φοβούνται καί θά παίζουνε στά πόδια μου, δέν
θά μέ προσκυνάνε σάν γιό Σου κάτω από σημαίες καί
μέσα από χοντρούς πέτρινους ναούς μέ σφιγμένα δόντια,
μά θά παίζουνε στά γόνατα μου επάνω γιά νά

38 Χ.Δ.Π. έγραφον
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

REQUIEM (Κατά Ιωάννη)

μέ προσκυνήσουνε σωστά σάν γιό Σου, νά δείξουνε πώς


Σέ κατάλαβαν όπως Σέ γνώρισα εκείνη τήν νύχτα πού μ'
ανέβασε δώ, εκείνη τήν νύχτα πού αιώνια θά τούς κυνηγά
κι είναι γραφτό νά μείνει γιά πολύ καιρό ακόμα νύχτα. -

Χ.Δ.Π. έγραφον 39
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

REQUIEM (Κατά Ιωάννη)

ΑΠΟΣΥΝΘΕΣΙΣ: AGNUS DEI (Κατά Ματθαίον)

Περί δέ τήν εννάτην ώραν ανεβόησεν ο Ιησούς μετά φωνής


μεγάλης, λέγων "Ηλί, Ηλί, λαμά σαβαχθανί;" τουτέστι, "Θεέ
μου, Θεέ μου, διά τί μέ εγκατέλιπες;" ... πάλιν κράξας μετά
φωνής μεγάλης, αφήκε τό πνεύμα. -
POST SCRIPTUM:
Θέσις - Αντίθεσις - Αποσύνθεσις: Περί ορέξεως σκωλήκων
ο Λόγος!

40 Χ.Δ.Π. έγραφον
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

Χ.Δ.Π. έγραφον 41
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

CONTRAPUNTO
ή
ΤΟ ΡΕΜΑΛΙ

Γλυκό μού είναι νά κοιμούμαι


καί γλυκύτερο από μάρμαρο νά είμαι.
Στά χρόνια αυτά τής ντροπής καί καταφρόνοιας,
νά μήν βλέπης, νά μήν αισθάνεσαι
είναι ευτυχία.
Μήν μ' εξυπνήσεις, σ' εξορκίζω!
Μίλα σιγά!

μιχαηλ-αγγελος μπουαναροττι

42 Χ.Δ.Π. έγραφον
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

ARIA NON CANTABILE

Καί νάμαι, απλώνω τά χαρτιά: τριάντα τόσα χρόνια


αγάπης, θαυμασμού, ζήλειας κι ορθοφροσύνης... μά όχι!
Απλώνω πάλι τά χαρτιά: τριάντα τόσα χρόνια άβολης
μιζέριας, δειλίας (δειλίας γιά ό,τι πιό πολύ περιφρονώ)
καί παραλλαγής πίσω από τίς λέξεις καί τίς παχνισμένες
σάρκες σας.
Κόβω. Πάντα στή μέση, γιατί έτσι κι αλλιώς άνισα θά
κοπούν, έτσι κι αλλιώς "κομμένα" είναι. Καί τρέμω, άχ,
πόσο τρέμω γιά τήν Ντάμα Πίκα πού μέ παραμονεύει
κάπου εκεί!
Κι όλο μού κλείνουνε τό μάτι οι πονηροί, πού πάντα
μέ λυπούνται καί μού δείχνουνε στ' αριστερά, νά μήν
τραβήξω εκεί στ' αριστερά όπου η Ντάμα Πίκα μέ
παραμονεύει. Μά αυτή γελάει καί μού χαϊδεύει τά μαλλιά.
Κι είναι τό χαμόγελο της μιάς πεντάρας, ούτε δυό στιγμές
δέν θά προλάβω νά τό ζήσω. Καί τό χάδι της κρύβει τά
νύχια της, πού' ναι πιό μυτερά κι από τήν άκρη τής ματιάς
της.


Χ.Δ.Π. έγραφον 43
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

ARIA NON CANTABILE

Καί σάν τό μάτι κλείνουνε οι πονηροί, βάζω τά ρέστα


μου καί δείχνω στόν άγνωστο κρουπιέρη αριστερά. Γιατί
ένα τέτοιο χάδι -έστω κι άν κρύβει μόνο νύχια- τί άλλο
αξίζει άν όχι τό ξετίναγμα καί τήν πικρίλα τήν χνουδάτη
στό στόμα καί τό χέρι πού τρέμει ανάβοντας τσιγάρο καί
τά φιλικά χτυπηματάκια στόν ώμο από τούς πονηρούς,
"κουράγιο", ενώ σκέφτονται "τό' λεγα εγώ, αυτό τό παιδί
θά καταστραφεί" καί συνωστίζονται γύρω σου γιά νά
προσφέρουν λιπαρή συμπόνοια καί "μήπως έχεις ανάγκη
από τίποτα ψιλά γιά νά γυρίσεις σπίτι;"
Μά βγαίνω στήν βεράντα ν' αναπνεύσω καί δέν
μ' ακολουθεί κανείς, γιατί "έχει μιά ευκαιρία ν'
αυτοκτονήσει αξιοπρεπώς, άς τόν αφήσουμε γιά λίγο
μόνο". Γιατί τό ξέρουν όλοι τους καλά πόσο άχρηστοι
είναι οι χαμένοι.
Καί πάλι τούς τήν σκάζω καί δέν αυτοκτονώ. Γιατί
σκέφτομαι τό χάδι πού σκέπαζε τά νύχια της καί τό
χαμόγελο της -πού άξιζε δέν άξιζε μιά πεντάρα- κι έχω


44 Χ.Δ.Π. έγραφον
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

ARIA NON CANTABILE

μιά υποψία πώς τήν αγαπώ κι άς μέ σοκάρει η λέξη, γιατί


είχε τήν ομορφιά νά μού τά πάρει όλα, νά μέ ξετινάξει,
όλα γιά όλα, όπως τό' θελε, κι άς μήν τό μάθει ποτέ της,
άς μήν τό φανταστεί, άς νομίζει πώς τρέμω γιά τήν Ντάμα
Πίκα καί κρατάω τό λαγοπόδαρο σφιχτά ώστε νά μήν μού
τύχει.
Καί μού καίει η κάφτρα τά δάχτυλα καί παίρνω μιά
βαθιά αναπνοή, νά μού πονέσουνε τά σάπια μου
πνευμόνια καί γυρνάω καί κάθομαι καί κόβω. Κι η Ντάμα
Πίκα μέ παραμονεύει. Καί παίζω. Κι είμαι ένας άτιμος,
λένε. Μά πάντα ήμουνα χωρίς τιμή, διαμαρτύρομαι στίς
ρουφηγμένες φάτσες. Μά δέν μ' ακούνε οι πονηροί. "Πήρε
τόν κατήφορο καί πλέον δέν ξεμπλέκει". Μά εγώ μετράω
τήν αγάπη μου γιά τήν πρασινομάτα Ντάμα Πίκα μέ τά
κατσαρά μαλλιά, γιά τήν ξανθόμαλλη τήν Ντάμα Πίκα μέ
τά πορφυρά τά χείλη, μετράω τήν αγάπη μου καί πώς νά
τήν μετρήσω άν δέν παίξω τήν τιμή μου, πέρα απ' τήν τιμή
μου, άν δέν τήν ακραγγίξω μέσα από τήν χασούρα μου, άν


Χ.Δ.Π. έγραφον 45
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

ARIA NON CANTABILE

δέν τήν αγκαλιάσω πέρα από κάθε εξευτελισμό, άν δέν τήν


φιλήσω πέρα από κάθε όριο πού μάς όρισε η γέννα μας,
οι άλλοι, ο εαυτός μου;
Γιατί είμαι χρεωκοπημένος πρίν νά κάτσω στήν καρέκλα
μου, πού -μεταξύ μας- πρέπει νά' ναι άβολη τελείως, γιά
νά μήν είμαι βολεμένος, ησυχασμένος, σίγουρος. Είμαι
χρεωκοπημένος πρίν νά κάτσω στό τραπέζι μέ τά μάτια
κοκκινόφλεβα, τό λαρύγγι στεγνό καί τήν καρδιά νά
χτυπάει φάλτσα, γιατί μαζεύονται εκεί όλες οι Ντάμες
Πίκες απ' όλα τά παιχνίδια πού' παιξα καί μ' είπαν πάντα
κερδισμένο.
Καί πάλι χάνω. Καί μ' οικτίρουνε οι πονηροί. Καί
προσπερνώ τά χαίνοντα ντεκολτέ πού προσπαθούν νά μέ
διασώσουν κι αυτό όχι επειδή δέν θέλω, μά μπερδεύω τίς
θηλές μέ τά διαμαντικά κι η λάμψη μέ ζαλίζει.
Κι είμαι πιά μιά θεία φλόγα καλωσύνης καί χαμογελάω
γενναιόδωρα. Καί σφίγγω τό χέρι τού πορτιέρη αδελφικά
κι αυτός αμήχανος δέν αντιστέκεται, μήτε μέ λοιδωρεί

46 Χ.Δ.Π. έγραφον
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

ARIA NON CANTABILE

γιά τό γελοίο ταξικό μου σφάλμα, μά μέ βοηθά νά βάλω


τό πιστό παλτό μου. Βάζω τσιγάρο, μά έχασα τά σπίρτα
μου. Χαμένος γιά χαμένος, σκέφτομαι καί σταματώ, εκεί,
στό πρώτο σκαλοπάτι, εκεί όπου μόνο οι θριαμβευτές
καί οι χαμένοι σταματούν καί κατά βάθος δέν είμαι πιά
καθόλου σίγουρος τί είμαι απ' τά δύο.
Κι είμαι μόνος. Λάθος, δέν είμαι μόνος μου, έχω τήν
Ντάμα Πίκα δίπλα μου κι έχει μιάν άσπρη τρίχα στά
μαλλιά καί μιά ρυτίδα στήν πλαγιά τού στήθους. Καί τήν
φιλώ. Απαλά, απαλά πολύ, μήν τήν πληγώσω. Κοιτάζει
αλλού. Κι ύστερα, ύστερα μέ χαϊδεύει, κρύβοντας τά νύχια
της καί μού χαμογελά μ' ένα χαμόγελο μιάς (μπορεί καί
δυό) πεντάρας.
Rien ne va plus, messieurs! Μονά-ζυγά, κόκκινα-μαύρα,
μικρά-μεγάλα, όλα χάνουν! Μόνο τό πράσινο κερδίζει!
Ανοίχτε τίς σαμπάνιες τό λοιπόν, γύφτους φωνάξτε μέ
βιολιά, τζουτζέδες νά μιλούν γιά Ντοστογιέφσκυ, κέρδισα
κι η αγάπη μου μέ ένα πράσινο παλτό, Διονύση, μέ


Χ.Δ.Π. έγραφον 47
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

ARIA NON CANTABILE

φωτίζει!
Καί τήν αυγή άς κάψουμε τά κέρδη μας, γιατί' ναι
αιώνια κι ο χρόνος τά τρομάζει. Κι αφού τήν στάχτη τους
σκορπίσουμε, άς δροσιστούμε μέ παλιό κονιάκ σέ χρώμα
βύσσινου κι άς πάμε στήν ακρογιαλιά μέ τήν ανατολή
γιά τόν εμετό τόν τελευταίο. Κι ύστερα, άς ριχτούμε
στά κρεββάτια μπρούμυτα, άτιμοι, βρώμικοι, οικτροί,
νά ονειρευτούμε τό πώς αύριο τό βράδυ στό τραπέζι θά
καθήσουμε, μέ τόν αχώριστο μας τρόμο, τόν τρόμο πώς η
Ντάμα είναι εκεί, είναι εκεί καί μάς παραμονεύει. -

48 Χ.Δ.Π. έγραφον
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

Χ.Δ.Π. έγραφον 49
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

BAGATELLE

Κι έρχεται η μέρα πού δέν θέλεις πιά νά ξυριστείς, γιατί


φοβάσαι, τό ξυράφι, ή τόν καθρέφτη, τί απ' τά δύο
αδιάφορο, πάντως φοβάσαι...
Καί τότε κατεβαίνεις στήν παλιά σου γειτονιά, εκεί πού
χάθηκε η παρθενιά σου κι όλο εκεί ξαναγυρνάς, σάν
ήρωας τού Φιοντόρ, σάν ήρωας τού αστυνομικού δελτίου,
ή σάν οποιοδήποτε έγκλημα πού ακινητεί σέ χρόνο καί σέ
τόπο, σάν τής Λαίδης τά ματωμένα δάχτυλα πού πιά δέν
ξεπλένονται.
Καί νά, εκεί στό στενό καί βρώμικο δρομάκι, τήν βλέπεις
στό περβάζι της, νά ποτίζη τήν γλάστρα της μέ μενεξέδες,
ή υάκινθους, δέν ξέρεις κάν γιατί τό λές αυτό, ποτές σου
δέν έμαθες πώς είναι ο μενεξές ή ο υάκινθος, μά αγαπάς
τίς λέξεις καί σταυρώνεσαι μαζί τους καί τίς ερωτεύεσαι
Τριστανικά καί σού' ναι άπιστες, μά εσύ δέν τό βάζεις
κάτω κι όλο λές: μέ μενεξέδες, ή μέ υάκινθους.
Καί δόστου κι απορείς: πώς μπόρεσα; πώς έγινε; πώς ήταν
δυνατόν;


50 Χ.Δ.Π. έγραφον
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

BAGATELLE

Καί έγινε καί μπόρεσες κι ήταν καί παραήταν δυνατόν,


γιατί σ' άρεσε, νά τί ξεχνάς. Κι ήσουνα τόσο περήφανος
κι αυτό είναι πού στά χαλάει όλα. Γιατί λυπάσαι γιά
τίς θλιβερές σου αναμνήσεις. Καί τίς τσιγκουνεύεσαι. Κι
όμως δέν τσιγκουνεύεσαι ό,τι κάνεις τώρα κι άς ξέρεις
πώς θά γίνει κι αυτό μιά θλιβερή ανάμνηση, πού θά
λυπάσαι πού θά είναι κι αυτή μιά ανάμνηση δική σου.
Μά αγάπησα αυτά τά νερουλά πεσμένα στήθια; Κι αυτή'
ναι η μόνη φορά πού σού' ρχεσαι νά κλάψεις επειδή δέν
βρίσκεται κανείς νά φωνάξη: όχι, δέν ήσουνα εσύ, εσύ δέν
ξέρεις τίποτα, δέν έχεις καμμιά σχέση.
Κι αυτή νά σέ λοξοκοιτάει, γιατί κάτι τής θύμισες, τίποτα
όμως παραπάνω απ' ό,τι κάθε νεαρός μέ περίεργο βλέμμα
θά τής θύμιζε.
Καί σού γυρνάει τά πισινά της, πού είναι τώρα μόνο
πισινά, δέν είναι τίποτα απ' ό,τι θυμάσαι ότι ήταν καί σέ
πληγώνει, γιατί τό ξέρεις πιά τί ήσουνα, ξέρεις μέσα της τί
έμεινε, ξέρεις πόσο (άσχημα;) σέ μέτρησε.

Χ.Δ.Π. έγραφον 51
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

BAGATELLE

Μά πρέπει νά ξυριστείς αργά ή γρήγορα καί τό τσίτινο


φουστάνι μέ τά μώβ λουλούδια δέν βοηθάει. Κι έτσι
κλωτσάς τήν άκρη τής πλάκας πού ξεπρόβαλλε μπροστά
σου, άγρια, γιατί: πουτάνα ζωή, νά σ' ήξερα τί κουμάσι
είσαι...
Κι όμως δέν λές τί θά' κανες, δέν σέ συμφέρει νά τό πείς
τί θά' κανες, δέν θέλεις νά τό πείς πώς ... πώς πάλι θά
τ' αγάπαγες αυτά τά κρεμαστά βυζιά, πώς πάλι θά σέ
πόναγαν τά πισινά της (πού δέν ήταν πάντα μόνο πισινά),
πώς πάλι θά κατέβαινες στήν παλιά σου γειτονιά, όταν
θά' ρχότανε η μέρα πού θά φοβόσουνα νά ξυριστείς,
στήν γειτονιά εκείνη πού' χασες εκείνον πού δέν ήθελε νά
μεγαλώσει.-

52 Χ.Δ.Π. έγραφον
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

Χ.Δ.Π. έγραφον 53
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

CADENZA

Αναθυμάμαι απόψε ένα φίλο μου παλιό, μιγάδα, πού


αγαπούσε τό ποδόσφαιρο, άν κι έμπλεξε μέ κάποιο φόνο,
μέ περίεργες αρρώστειες καί μέ κάτι κλεμμένους πίνακες
καί γιά χάρη του σκέφτομαι τό τί σημαίνει κατά βάθος νά
διαθέτεις μία χίμαιρα, άν κι όχι αποκλειστικά γιά χάρη
του καί μόνον. Ελάτε τώρα, μέ λίγη προσπάθεια είμαι
σίγουρος ότι καί τήν λέξη θά τήν θυμηθείτε, σάν έννοια
μεταφορική δηλαδή, γιατί καμμιά διάθεση δέν έχω νά
μπλέξω μέ μυθολογίες καί ζωολογίες.
Αυτήν τήν χίμαιρα λοιπόν, άς μήν τήν κάνουμε τερατώδη
κι είναι καί νύχτα καί κακά τά ψέμματα, τά τέρατα (όπως
κι οι αναμνήσεις τής μέρας) μάς χαλάνε τόν ύπνο πού
μάς περιμένει. Άς τήν σκεφθούμε περίπου φυσιολογική,
όσο πιό πολύ γίνεται δηλαδή, γιατί άν τό παρακάνουμε
θά πάψει νά' ναι χίμαιρα όλως διόλου. Άς έχει σώμα
λιονταρίσιο κι ένα μικρό φτερό. Ένα όλο κι όλο καί
μικρούτσικο. Τί νά κάνει μ' ένα μικρό φτερό, θά μού πείτε.
Ούτε κάν νά φτερουγίση δέν θά μπορεί. Δέν έχει σημασία.
Έχει τήν προδιάθεση, τήν τάση, τήν κλίση, τήν ροπή νά

54 Χ.Δ.Π. έγραφον
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

CADENZA

πετάξει, έχει μιάν προοπτική έστω καί λανθασμένη. Οι


χίμαιρες εξ άλλου διαχρονικώς ξεχωρίζουν
από τίς επιδιώξεις τους κι όχι από τίς δυνατότητες τους.
Κι επιπροσθέτως, νά μήν ξεχνάμε ότι η δυσκολία μέ τίς
χίμαιρες δέν είναι στά φτερά, αλλά στό σώμα τους,
πού επιμένει νά είναι λιονταρίσιο. Άρα, άντε τώρα εσύ,
ο πάσα ένας, νά τό κουμαντάρεις, όπως εξ υποθέσεως
είσαι αναγκασμένος νά κάνεις σάν αφέντης της καί
κάτοχος της. Γιατί εδώ συνίσταται τό τόσον λεπτόν τής
θέσεως σου. Ότι θεωρητικά τυγχάνεις κύριος της, άρα
πρέπει νά τήν καθοδηγείς κατά κεί πού θέλεις κι όχι νά
ορμάει έτσι στό βρόντο καί νά σέ σέρνει ξοπίσω της από
τήν αλυσσίδα πού τής φόρεσες γιά νά τήν κατευθύνεις
καί νά καταλήγεις νά σπάς τά μούτρα σου όλο σέ λάθος
στόχους. Έλα όμως πού έχει σώμα λιονταρίσιο! Εδώ
ένα ανθρώπινο καί παιδευόμαστε κάτι χιλιάδες χρόνια
καί πάλι τζίφος η δουλειά, νά τραβιόμαστε καί μέ τά
λιονταρίσια; Η απορία δίκαιη κι ο πρώτος αναμάρτητος


Χ.Δ.Π. έγραφον 55
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

CADENZA

πρώτος τήν μομφήν βαλέτω, εξ ού κι οι ιδιοκτήτες τά


μάλιστα σπανίζουν.
Μιά άλλη γοητευτική λύση θά ήταν νά είχε δύο
μεγάλα-μεγάλα φτερά. (Κι άς ελπίζουμε ότι εδώ
δέν θά δημιουργηθεί πρόβλημα μέ τό ακριβές μήκος
φτερών καί τήν πατήσουμε ως ο Δομήνικος μέ τούς
δύσπιστους ελεγκτάς τής πίστεως, πού τού ζητούσαν
έγγραφες υπεύθυνες δηλώσεις τών Χερουβείμ, γιατί
σύν τοίς άλλοις άς μήν μάς διαφεύγει τό γεγονός ότι
οι χίμαιρες δέν γνωρίζουν κάν γραφή κι ανάγνωση,
οπότε αντιλαμβάνεσθε ποιές διαδικαστικές δυσκολίες
θά μπορούσαν νά δημιουργηθούν καί ποιές απρόσμενες
Δαρβινικές φαντασιώσεις νά καλλιεργηθούν σ'
ευφάνταστους ερευνητάς καί Πανεπιστημιογνώστες).
Πάντως, μέ δυό μεγάλα-μεγάλα φτερά αντί νά ορμάει
παθιασμένα καί θολά, θά πετούσε απαλά καί γαλήνια
καί βεβαίως κι ο κάτοχος μαζί της κι άν εξαιρέσουμε τήν
πιθανή γιά κάθε ιδιοκτήτη υψοφοβία, δέν θά υπήρχαν πιά

56 Χ.Δ.Π. έγραφον
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

CADENZA

ικανές πιθανότητες συγκρούσεων επαναστατικών, βιαίων


κι επωδύνων, ως βεβαιούν κι οι αρμόδιες στατιστικές
ΙΑΤΑ. Μόνο στίς προσγειώσεις θά κινδύνευες, αλλά καί
ποιός ο λόγος νά προσγειώσεις μιά χίμαιρα; Θά τήν
άφηνες φυσιολογικότατα νά πετάει αενάως. Θά' χες
όσο νά' ναι τόν φόβο μήν σέ πάει κάπου απόμερα, σέ
κανένα χαμένο βασίλειο τών Ιμαλαίων, ή στόν εξωτερικό
δακτύλιο τού Κρόνου κι όσο καί νά γκρινάζουμε δέν
έχουμε καί τόσον οξείες Ροβινσωνικές τάσεις, μήν
απομονωθούμε κι ολότελα καί δέν έχουμε ούτε κάν τί νά
βρίζουμε, οπότε τί μαύρη ζωή μάς μένει νά κάνουμε;
Αλλά τό πιό επίφοβο θά ήταν νά πάρει φόρα γιά κανένα
οριστικό βασίλειο τών Χιμαιρών κι ν' αποξεχαστούμε εκεί
σάν άλλοι αμερικάνοι μετανάστες. Ά, όχι, άς μήν είμαστε
υπερβολικοί, ναί μέν τό σιχαινόμαστε ανεπανόρθωτα τό
ανθρώπινο γένος, αλλά χρειαζόμαστε μιά παρέα, βρέ
αδερφέ, ν' αλλάζουμε πού καί πού καί καμμιά κουβέντα,
έστω καί βαριά. Εδώ ο Θεός λυπήθηκε τόν Αδάμ γιά


Χ.Δ.Π. έγραφον 57
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

CADENZA

τόν ίδιο λόγο -ασχέτως τού τί τού κατασκεύασε γιά


συντροφιά- καί σύμπαντες όλοι γνωρίζουμε καλώς ότι
ο ειρηθείς δέν είναι καί πολυσπάταλος στίς λύπες Του,
μήν καταντήσουμε λοιπόν κι εμείς νά οικτίρουμε τούς
εαυτούς μας καί μάς προκύψει καμμιά Εύα σέ νεώτερη
παραλλαγή καί γίνουμε ρεντίκολο τών γαιοσκωλήκων
καί πάντων τών ερμαφροδίτων σύμπασης τής Κτίσεως
κόσμου!
Μιά άλλη λύση θά ήταν νά τήν τύφλωνες, αλλά μιά τυφλή
χίμαιρα σέ τί θά μπορούσε νά ωφελήσει; Κατά πάσα
πιθανότητα θά κατέληγε σάν τήν Δικαιοσύνη, τήν άλλη
εγνωστή τυφλή, καί δέν χρειάζεται νά ξοδεύουμε τόν
χρόνο μας σκεπτόμενοι άν είναι χρήσιμη η Δικαιοσύνη,
άν έστω υποθέσουμε ότι θά μπορούσαμε νά κρατηθούμε
σοβαροί σκεπτόμενοι κάτι τέτοιο.
Μιά άλλη λύση θά ήταν νά αποκτούσαμε όλοι από μία
χίμαιρα, έστω καί μ' ένα μικρό φτερό καί πλέον θ'
αφήναμε τίς χίμαιρες νά συνεννοηθούν αναμεταξύ τους.


58 Χ.Δ.Π. έγραφον
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

CADENZA

Σάν ζώα πού είναι κάπως θά τά κατάφερναν, όπως καί


νά' χει καλύτερα από μάς.Καί τότε δέν θά μάς τράβαγαν
όπου λάχει πιά κι έτσι κι είναι μαζεμένες όλες εδώ κάτω,
άς τό φτιάξουν επιτέλους επιγείως τό βασίλειο τους, ποιός
ο λόγος νά τρέχουνε σ' ουράνιες κι αχαρτογράφητες
περιοχές όπου παραμονεύουν ένα κάρρο παμπόνηρα UFO;
Καί πλέον θά πρόσεχαν περισσότερο, ούτε θά βουτάνε
απότομα, ούτε θά πετάνε όπως τούς έρθει καί μπορεί μέ
τόν καιρό καί τήν παρέα νά ημέρευαν καί λίγο, ποιός
ξέρει, ίσως καί νά έπαυαν νά τρώνε ανθρώπινο -καί κατά
προτίμηση νεανικό- κρέας.
Όπως καί νά τό κάνουμε, τούτη η τελευταία μού φαίνεται
σάν η καλύτερη λύση, τώρα πού μέ απασχολεί δεινώς
καί κατεπειγόντως τό πρόβλημα, γιατί ο φίλος πού σάς
έλεγα χάθηκε πάνω σέ κάποιο λάθος προσανατολισμού
από κακή εκτίμηση τού φόβου του γιά τό μέλλον καί μού
κληρονόμησε τήν δικιά του χίμαιρα, γι' αυτό καί τό' χω
πάρει κάπως ζεστά τό ζήτημα, μήν νομίζετε ότι έχω


Χ.Δ.Π. έγραφον 59
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

CADENZA

καμμιά διάθεση γιά αμπελοφιλοσοφίες. Κι οπωσδήποτε


δέν έχω καμμιά όρεξη νά μέ κάνει τσιμπούσι κάποια
κληρονομημένη χίμαιρα, γι' αυτό καί προσπαθώ πλαγίως
νά σάς πείσω. Αρκετούς δέν εμάσησαν μέχρι σήμερα οι
χίμαιρες; Έως πότε θά αδιαφορείτε;

Υ.Γ. Μεταξύ μας κι επειδή δέν πολυπιστεύω σέ θαύματα,


μήπως ενδιαφέρεται κανείς -έστω κι επ' αμοιβή- γιά τήν
χίμαιρα μου; Είναι -νά λέμε τήν αλήθεια- αχόρταγη! Όλο
ζητάει καί ζητάει! Οι ενδιαφερόμενοι άς επικοινωνήσουν
τάχιστα, τό ζήτημα επείγει.
Βιαστείτε καί σκεφθείτε: πληρώνω όσα-όσα! Επειδή εγώ
προσωπικά λέω νά βολευτώ μέ καμμιά Σφίγγα, πού'
ναι φτηνές, σιωπηλές καί τρέφονται μονάχα μ' Ιστορία.
Καί μήν αργήσετε, γιατί η μικρά άρχισε υποκώφως νά
μουγκρίζει. -

60 Χ.Δ.Π. έγραφον
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

Χ.Δ.Π. έγραφον 61
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

CANON

Κοιτάζω τά πουλιά, τά ήρεμα γαλανά πουλιά, πού


καθρεφτίζουν τήν εξαφάνιση τους στά τζάμια τών ταξί,
τών ταξί πού μέ ξεχνούν λαχανιασμένο πίσω τους,
χιλιάδες χρόνια πίσω τους, καθώς τρέχουν μανιασμένα
κατά κεί πού τό βλέμμα μου δέν βλέπει παρά τό τέλος τής
διαδρομής τους.
Καί στά κιόσκια οι εφημερίδες μέ κηδεύουν καθημερινά,
ανελλιπέστατα, πότε σέ οκτάστηλα καί πότε σέ δίστηλα,
μά πάντα μ' ευσυνειδησία γιά τήν πληροφόρηση, γιά
τήν πλήρωση καί τήν φόρτιση, μέ περισσή υπευθυνότητα
γιά τήν ηθική τών πολιτών καί τήν ευαισθητοποίηση τής
εξουσίας.
Παρατηρώ -ως έρμα πλεύσιμο- τά κενά πού αφήνουν τά
κορμιά μας. Πόσο αδιαπέραστα κενά, πόσο κενά είναι τά
κενά πού μάς χωρίζουν!
Στό πάλκο ο ηθοποιός ιδρώνει κάτω απ' τό μακιγιάζ, τό
μακιγιάζ πού ελπίζει νά τού δανείση μιάν συγκροτημένη
φάτσα. Θά σώσει άραγε ο Ριχάρδος τόν Νικόλαο; Ο


62 Χ.Δ.Π. έγραφον
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

CANON

Οιδίποδας τόν Χρήστο; Μά ποιός θά σώσει τόν Οιδίποδα


καί τόν Ριχάρδο; Ποιός θά σώσει εμένα πού τό ξέρω; Ποιός
"εγώ" στό τέλος θά σωθεί από τόν εαυτό μου;
Σάν ίαμα, ας καλπάσουμε λοιπόν μέ τούς νυχτερινούς
αγγέλους, πού τά χάλασαν μέ τούς Θεούς γιά τήν αγάπη
τής σελήνης κι άς τραγουδήσουμε ενωμένοι μέ μικρές
πνιχτές κραυγές, μέ μικρές μοναχικές κραυγές, μέ τίς
κραυγές πού ξεσπάνε κάτω από τό παγωμένο ρεύμα τών
υγρών κρεββατιών καί τών νυσταγμένων μπάρμεν καί
κεί, στό Όρος, όπου θά συναπαντήσουμε τούς κοφτερούς
Θεούς μας, άς τούς προσφέρουμε θυσία τά χέρια μας τά
αδειανά, σημάδι πώς τίποτα δέν ήταν πιό πολύτιμο απ'
ό,τι τά χέρια μας αποζήτησαν νά κρατήσουν κι άς μήν τά
κατάφεραν.
Κι άς τούς συντρίψουμε επιτέλους τούς Θεούς μας επάνω
στό Όρος, τό Φαλακρό ή τού Κρανίου, εκδικητικά κι
ανίερα, μέ τό βάρος τών ονείρων μας. Γιατί χωρίς τήν
ενοχή μας θά αναφλεγούν σάν είδωλα. Καί τότε, άς


Χ.Δ.Π. έγραφον 63
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

CANON

υμνολογήσουμε τίς νύχτες πού δέν χτύπησε καθόλου τό


τηλέφωνο, τίς νύχτες πού ο ύπνος ήτανε ό,τι πόθησε πιό
φλογερά ο άνθρωπος, τίς νύχτες πού κανείς δέν μάς
αγάπησε όσο ένα ξυράφι, ή ένα κουτί μέ γλυκερά καί
ρόδινα χαπάκια, ολοστρόγγυλα καί τελεσίδικα σάν
πόρισμα τού Αρχιμήδη.
Κι ο χρόνος γονατιστός νά μ' ικετεύει, στής μνήμης
μου χαμένος τίς στοές, γιά ένα λουλούδι αγκαθωτό,
μία σπασμένη λέξη, μία χειρονομία από πηλό, ή τήν
φιδίσια γλώσσα σου πού τό μέλλον μου κάποτε απείλησε
κρυμμένη κάτω από μιά πυρωμένη πέτρα. Κι εγώ πού
νίκησα, νά τρέμω τήν ύβρη τής φυλακισμένης τής φωτιάς,
τό ανόσιο τού μισθωμένου χορευτή στά πέντε επί τέσσερα
μέτρα οικουμένης.
Καί τό ΤΕΛΟΣ πέφτει ενώ τά φώτα δυναμώνουνε, όχι,
δέν πέφτει, γιατί ξεχάσαμε τήν λέξη πού φέρνει λίγο
από θάνατο, ενώ εμείς αγωνιούμε γιά τόν χρόνο πού θά
ζήσουν οι ελπίδες μας, ή πώς θά επιβιώσουμε μές στίς


64 Χ.Δ.Π. έγραφον
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

CANON

ελπίδες κάποιων άλλων.


Μά είναι όλα τόσο αληθινά κι εγώ είμαι τόσο ψεύτικος,
πού εμμένω στήν παρωχημένη πίστη μου γιά τήν υπεροχή
τού αυλού πάνω στό δωδεκάφθογγο τού Σαίνμπεργκ, σάν
γνήσιο κατακάθι απροσάρμοστο τής ιστορίας μας. Κι άν
δέν υπήρχε η μουσική θά ήμουνα μιά σκέτη παρεξήγηση. Κι
άν δέν υπήρχατε εσείς, η ζωή μου δέν θά χρειαζότανε τήν
μουσική γιά νά μήν είναι παρεξήγηση.
Κι ενώ βράζει ο καφές καί χύνεται, σκέφτομαι εσένα
πού σ' απόδιωξα όταν μέ ρώτησες... άς είναι, ήθελα νά
πώ επειδή σ' αγάπησα καί φοβήθηκα μήν γίνεις ένα
μου ακόμα λάθος, λάθος Ευκλείδιο, μές στά πολλά πού
σέρνω, κρατώντας έτσι τό δικαίωμα νά καταριέμαι κάθε
καλοκαίρι, κάθε θάλασσα πού μοιάζει μέ γαλάζια, γιατί'
ναι σίγουρα ψεύτικο σκηνικό, κόλπο τού σκηνοθέτη,
γιά νά' χω τό δικαίωμα νά καταριέμαι κάθε ήλιο πού
αντιγράφει ο ουρανός απ' τίς τουριστικές μας κάρτ-
ποστάλ, γιά νά καλημερίζω μόνο τόν εμετό απ' τό πολύ


Χ.Δ.Π. έγραφον 65
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

CANON

κονιάκ, γιατί κανείς δέν συγχωρεί τά είδωλα, τά άλλοθι


μας, δέν είν' έτσι Τζαίημς, Έλβις, Μαίριλυν; Πώς διάολο
νά συγχωρήσω εγώ τόν εαυτό μου;
Καί τά πουλιά μακραίνουν, μακραίνουν κι οι ίσκιοι τους,
ενώ τό τέλος μάς κοντοζυγώνει. Οι μύθοι δέν δικαιώνονται
παρά μονάχα απ' τήν ανάγκη πού τούς τρέφει. Οι κηδείες
μας θά είναι πράξεις μοναχικές, τουλάχιστον όσο κι
οι εφιάλτες μας. Κοράκια ολόγυρα οι ερωμένες πού
σκύλευσαν τούς πόθους μας. Μαγιά γιά τά σκουλήκια
οι μικρές αγάπες μας. Πικρά, πολύ πικρά φιδόχορτα θά
θρέψουνε τά πτώματα μας.
Κοιτάζω τά πουλιά, κοιτάζω τήν αποτυχία μου ..., σφίγγω
γερά τό καλαμένιο σκήπτρο μου, αψηφώ τό Σανχεντρίν,
ναί, θάνατος δούλου μάς αρμόζει. Ταριχευμένοι ζήσαμε
χτίζοντας άσκοπες πυραμίδες. Γιά τήν σαπίλα, νίψαμε τά
χέρια μας μ' αντικειμενικές αιτιολογήσεις. Τά πουλιά μάς
εκδικήθηκαν μ' αποστειρωμένες συνευρέσεις. Τά πουλιά
μάς καταδίκασαν σέ όξινο καθημερινό σφουγγάρι. Τά

66 Χ.Δ.Π. έγραφον
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

CANON

πουλιά μάς εστιγμάτισαν μέ τήν διηνεκή τών οικείων


προδοσία.
Κοιτάζω τά πουλιά, τά πουλιά πού δέν υπάρχουν πιά, τούς
άφαντους γυπαετούς πού πεινασμένα κρώζουνε
αποζητώντας τό δίκαιο στό σηκώτι μου μερίδιο τους.
Αλλοίμονο, τήν ταυροκέρατη Ιώ ακόμα δέν συνάντησα,
κάπου θά έχασε τό στίγμα μου, κάπου τό βουνό θά
μπέρδεψα, κάπου μπερδέψαμε τό μονοπάτι. -

Χ.Δ.Π. έγραφον 67
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

CAPRICCIO

Έχω μιά βασική αντι-θεολογική αντίρρηση, ιδίως όταν


είμαι ελαφρά πιωμένος (ελαφρά lato sensu). Τήν ύπαρξη
τού Αγίου Πέτρου. Κι είναι βέβαια κομμάτι -κομματάκι-
τραγικό ένας άγιος όλος κι όλος νά σ' εμποδίζη νά γίνεις
κι εσύ άγιος. Καλά, τό παίρνω πίσω τό τελευταίο, μήν
ξεσηκώνεστε, νά προσπαθήση έστω νά γίνη άγιος.
Ικανοποιημένοι; Τώρα, ποιό είναι τό εμπόδιο; Ότι βαστάει
κλειδιά. Άρα, θά' χει κλειδαριά κι εκεί, πανάθεμά τες
γιά κλειδαριές! Άρα, θά' χει καί μάντρα. Καί ποιός ξέρει,
μπορεί νά' χει καί συρματοπλέγματα (από ευχολόγια,
ή εντολές αιχμηρές πιθανότατα) κι ακόμα καί σκοπιές!
Γιά τίς δέ σκοπιές πολύ τό υποπτεύομαι κι υπέρ τούτου
συνηγορεί κι ο μέγας αριθμός αγγέλων. Τί διάολο, τόσες
καί τόσες λεγεώνες, τί ρόλο παίζουνε; Ποιά τά καθήκοντα
τους; Θ' απάνταγα η Ψαλτική, αλλ' έλα πού βαστάνε
κάργα τίς ρομφαίες! Καί μήν μού πείτε πώς προστατεύουνε
τούς καλούς χριστιανούς γιατί φοβάμαι ότι θά καγχάσω!
Ούτε λόχος δέν θά χρειαζόταν γιά τήν όλη επιχείρηση.


68 Χ.Δ.Π. έγραφον
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

CAPRICCIO

Καί μήν μού πείτε νά μετρήσω τά παιδιά, πού πρέπει νά


τά προστατεύουν ανεξαιρέτως, γιατί εδώ φοβάμαι μήν
δέν έχω τό κουράγιο ούτε νά καγχάσω. Είπαμε, νά' μαστε
ολίγον καθήκια καί ρεμάλια, αλλ' όχι κι ως τού σημείου
νά φανταζόμαστε πώς προστατεύουν οι άγγελοι τά παιδιά
καί πάλι νά' ναι τά πράγματα όπως είναι μαζί τους.
Θέλει πλέον κτηνωδία αυτή η φαντασίωση κι ακόμα δέν
κατρακυλήσαμε μέχρις τό έσχατο αυτό σημείο.
Αλλά δέν σάς έπεισα ακόμα. Θά μού πείτε: ναί, μέ τό
δίκιο σου τό υποπτεύεσαι τό θέμα, άντε καί νά' χεις
καί κανα-δυό επιφυλάξεις γιά τίς σκοπιές, αλλά δέν
σκέφτεσαι, κρετίνε, ότι όλα τούτα χρειάζονται γιά νά
μήν εισέρχονται οι Άλλοι εντός, οι τού Καθαρτηρίου εάν
είσθε Καθολικοί, οι τής Κολάσεως εάν είσθε Ορθόδοξοι;
Κι ιδού η ακανθώδης αντίρρηση πού σάς διαφεύγει: δέν
έχω καμμία ουσιώδη ιδεολογική αντίθεση μέ τήν ιδέα ενός
Παραδείσου εν είδει περιφραγμένου οικοπέδου, εννοώ μέ
ελεγχόμενη φυσικά είσοδο κι έξοδο. Τί διάολο, τόσα


Χ.Δ.Π. έγραφον 69
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

CAPRICCIO

βάσανα θά τραβήξω γιά νά γίνω άγιος, μήν μού πάνε


άδικα καί μού' ρθουνε κι οι Άλλοι γελαστοί-γελαστοί
καί καλοζωϊσμένοι καί μού κάνουνε καί πλάκα από
πάνω, πού' φτυσα εγώ αίμα καί βγήκαμε τελικά παρέα.
Όχι, ουδεμία αντίρρηση. Αλλά, βρέ αδερφέ, χάθηκε λίγη
λεπτότης, λίγος πολιτισμός, λίγη ευπρέπεια; Χωριστά
οικόπεδα βεβαίως, βεβαιότατα.
Αλλ' είναι ανάγκη νά μού υπενθυμίζουνε τήν ώρα πού θ'
απολαμβάνω τήν ουράνια νιρβάνα μου ότι στό διπλανό
οικόπεδο μπορεί καί νά τσιγκελοτραβάνε τήν ..., ή
τόν ... (συμπληρώνετε κατά βούληση); Πώς διάολο ν'
απολαύσω τήν υπερφυσική μου σιέστα; Πώς διάολο νά
τήν λησμονήσω τήν όλη υπόθεση; Γιατί γιά νά ξεχάσουμε
πήγαμε τελικά εκεί πάνω, όχι γιά νά μάς ρημάξουνε στήν
ανάμνηση! Καί σάς ερωτώ: πώς νά ξεχάσεις μέ τήν μάντρα
πέντε μέτρα γύρω-τριγύρω καί τά συρματοπλέγματα
κόντρα καί τίς σκοπιές κατάφατσα; Πώς νά ξεχάσεις μέ
τήν βαριά σιδερένια πόρτα νά βροντάει κάθε τόσο σέ κάθε
νέα εισαγωγή (καί ξέρετε τί άσχημα πού βροντάνε οι

70 Χ.Δ.Π. έγραφον
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

CAPRICCIO

άτιμες;) κι ο Άγιος Πέτρος κράτς-κρούτς τήν κλειδαριά μέ


τίς κλειδάρες του!
Καί νά ξεφύγει καί κανένας από τό διπλανό οικόπεδο
κι είτε νά βροντοχτυπάει τήν πόρτα καί ν' αντιλαλεί
ολόκληρη η αυλή, είτε νά σκαρφαλώνει στήν μάντρα καί
νά βλέπεις τίς παλάμες του νά γαντζώνονται στό γείσο
μέ τά σπασμένα τζάμια καί ... πάει η αρμονία μου γιά
πέντε τουλάχιστον χιλιετίες στό άψε-σβύσε. Ξέρετε τί
σημαίνει νά υμνολογείς εκεί πάνω "Τά πάντα εν σοφία
εποίησας, Κύριε" καί νά κρυφοκοιτάς καί τήν μάντρα;
Καί πάντα ελπίζοντας ότι θά έχουμε τουλάχιστον ηχητική
μόνωση γιά νά γλυτώνουμε από τίς σχετικές κραυγές τού
παρακειμένου οικοπέδου.
Καί σάς ερωτώ καί πάλι: αξίζει τόν κόπο νά γίνω άγιος,
εντάξει, νά προσπαθήσω νά γίνω, καί νά μού κάθεται
κοτζάμ μάντρα -παραμερίζοντας τά υπόλοιπα- στήν
θεοσεβή θέα μου, μέ πόρτα διπλόφαρδη κι ενισχυμένη εις
τούς αιώνες τών αιώνων; Ή, επάνω πού στρίβω τήν πλάτη


Χ.Δ.Π. έγραφον 71
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

CAPRICCIO

μου γιά νά τήν ξεχάσουμε λιγάκι, δηλαδή γιά κανα αιώνα


κι αρχίζω νά διηγούμαι εις τούς εν αγιοσύνη κι αρετή
αδελφούς τό πώς ξεκίνησα από τό μονοπάτι τού Κακού
γιά νά πολεμήσω τόν Σατανά στά σίγουρα καί μέ λόγον
γνώσεως (όσο νά' ναι, θά' χει κάποιο ενδιαφέρον η όλη
μου τού βίου αφήγηση, σέ σύγκριση μέ τίς άλλες βέβαια
πού τήν πληκτικότητα καί τήν μονοτονία τους ευλόγως
υποθέτετε) καί στό κρεσσέντο τών απομνημονευμάτων,
στήν κρίσιμη στιγμή τής Δαμασκού (κι εδώ σκέφτομαι
μήπως φταίει πού δέν έχω πάει ακόμα στήν Δαμασκό
καί δέν μού' χει έρθει ακόμα η άτιμη η στιγμή!), πάνω στό
σασπένς λοιπόν νά περνάει ο Άγιος Πέτρος καί νά πετάει
καί κανα κοντάκιο, έτσι γιά νά χαλαρώσουμε καί νά,
κλάκ-κλάκ οι κλειδάρες ν' αντιχτυπάνε στό γοφό του καί
νά' σου πάλι στό μυαλό η βραστή ..., ή ο βραστός ... (ναί, τό
βρήκατε, συμπληρώνετε καί πάλι κατά βούληση) κι άφαντο
τό κέφι στήν στιγμή καί κρίμα, γιατί γιά ν' απολαύσουμε
μιά τέτοια αφήγηση δέν παλεύαμε τόσα καί τόσα χρόνια;


72 Χ.Δ.Π. έγραφον
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

CAPRICCIO

Καί θά τό επαναλάβω: δέν είναι μόνο τραγικό, είναι καί


άδικο νά σ' εμποδίζει ένας (1 καί αριθμητικώς) άγιος νά
κερδίσεις μιά θεσούλα στό προνομιούχο οικόπεδο!
Αλλά άν τό καλοσκεφτώ, ιδίως τώρα πού' χω παραπιεί,
δέν είναι καί γιά νά τό παρατάω τελείως τό σχέδιο, εννοώ
νά προσπαθήσω (τήν πατήσατε) νά γίνω άγιος. Τού κερατά!
Δέν θά βάλει κι αυτός ένα χεράκι, ό κερατάς εννοώ κι
όχι ο Άγιος Πέτρος, νά φτάξουμε κανα αντικλειδάκι;
Θά' βαζα τόν Ορφέα νά παίξει κανα τραγουδάκι τήν
ώρα πού θά' μπαινε κανένας νεοσύλλεκτος, αλλ' είναι
μύθος ο μπαγάσας κι αποκλείεται νά τόν πετύχω στά
πέριξ. Άς είναι. Ένα αντικλειδάκι είναι όλη η δουλειά
καί σίγουρα θά' χαμε μιά κάποια συμπαράσταση κι από
τόν Φραγκίσκο. Μπορεί νά ψήσουμε καί τίποτε άλλους,
Αβελάρδο καί Σία. Τί δι..., θού, Κύριε, φυλακή τώ στόματι
μου, γίναμε κοτζαμάν άγιοι γιά τήν αγάπη τού Θεού καί
δέν θά φτιάξουμε ένα αντικλειδάκι γιά τήν αγάπη τών κατ'
εικόνα καί ομοίωσιν; Τί ρεζίληδες άγιοι θά είμαστε άν


Χ.Δ.Π. έγραφον 73
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

CAPRICCIO

δέν ισοπεδώσουμε μιά μάντρα; Νά τά πετάξει τ' άτιμα τά


κλειδιά κι ο Άγιος Πέτρος, νά τόν κάνουμε παρέα χωρίς
νά μάς κουβαλάει τσούρμο τίς αναμνήσεις μας καί νά μάς
δηλητηριάζει τήν υπεργήϊνη ευωχία μας, νά τό ψάλλουμε
επιτέλους τό έρμο τό δοξαστικό χωρίς νά κρυφοκοιτάμε
δεξιά κι αριστερά, έ, καί στό κάτω-κάτω, άς έχουμε κι
εμείς λίγο βοηθήσει στήν όλη σύλληψη τής Σοφίας Του.
Αμάν πιά, όλα έτοιμα θά μάς τά' χει;

74 Χ.Δ.Π. έγραφον
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

Χ.Δ.Π. έγραφον 75
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

CRESSENTO

Ασφαλώς καί δέν υπάρχει λόγος γιά νά εκνευρίζομαι.


Ναί, φταίνε τά νεύρα μου, πού τυγχάνουν λίγο τεντωμένα,
αλλ' όταν τά χρησιμοποιείτε γιά νά παίζετε σονάτες -καί
δή σέ ελλάσονες κλίμακες- τί περιμένετε;
Ναί, εκνευρίζομαι χωρίς λόγο, χωρίς σοβαρή αφορμή,
εκνευρίζομαι απλά καί μόνον επειδή προσπαθώ νά
σκεφτώ κι είναι ποτέ δυνατόν νά σκεφτώ χωρίς νά
εκνευρίζομαι;
Αυτά μάς κάνουν οι ήσυχες βραδιές, δέν τό' χετε
αντιληφθεί;
Κι ύστερα σού ψάχνουν γιά καρκινογενείς συνθήκες κι
άλογα τυρκουάζ! Ενώ σέ πετάνε σ' ένα δωματιάκι (όχι ότι
έχει καμμία σημασία, θά μπορούσε νά ήταν κι η Αίθουσα
τών Κατόπτρων, αλλά τό αναφέρω όπως είναι γιά νά
μή λέτε ότι δέν είμαι καί ρεαλιστής) καί σ' αφήνουν εκεί
μέσα, έτσι, ως σακκούλα απορριμάτων κατά τήν διάρκεια
απεργίας τών οδοκαθαριστών, νά περιμένεις, Κύριος οίδε
τί.


76 Χ.Δ.Π. έγραφον
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

CRESSENTO

Καί σού λέει ψύχραιμα ο άλλος: "άντε, τό' βγαλες τό


μεροκάματο, έκανες καί τό κέφι σου μ' εκείνη τήν
χοντρούλα, πάει, τελείωσε, πέσε τώρα καί κοιμήσου". Καί
στήν αρχή σού' ρχεται νά γελάσεις (εισαγωγή τραγωδίας,
ως γνωστόν). Κι ύστερα μπήζεις τίς φωνές (τελείως
μεταφυσικά, μήν μάς περάσουν γιά τρελλούς καί μάς
μπουντρουμιάσουνε καί πάει άδοξα χαμένο τό ταλέντο
μας ανάμεσα στούς επαγγελματίες): "ρέ παιδιά, πλάκα
μού κάνετε; Πού μέ παρατάτε μέσα στήν νύχτα έτσι;"
Μετά πάς νά τήν σκαπουλάρεις. Ανοίγεις τό ραδιόφωνο,
ή βάζεις λίγο Σοπέν, πού κάνει καί καλό στά νεύρα καί
πιάνεις καί κανα-βιβλίο (πρό παντός όχι εφημερίδες!
Οι πουτάνες μιά ζωή τήν βιογραφία μας δημοσιεύουν).
Καί τρέχουν τά μάτια σου επάνω στά άσχημα, τά
αντιαισθητικά σημαδάκια τής σελίδας κι μόλις
σκέφτεσαι: "τήν γλίτωσα γι' απόψε", αρχίζουν νά
πληθαίνουνε τά γράμματα καί σταματάνε ηλίθια τά μάτια
σου πάνω σέ κάποιο κόμμα, ή κανένα κεφαλαίο Έψιλον


Χ.Δ.Π. έγραφον 77
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

CRESSENTO

κι αρχίζεις τ' ασύνδετα καί τά παράλογα: "δέν τού


κοπάναγα καλύτερα δυό μπουνιές στή μούρη;", "μεθαύριο
γιορτάζει κι αυτός ο βλάξ κι άντε πάλι τά ίδια τά γνωστά
πού τά σιχαίνομαι", "'αμ' η άλλη; ποιός θά τό περίμενε;"
Καί τό στομάχι σέ πονάει βλακωδώς. Βεβαίως βλακωδώς,
διότι τί περιμένει νά βγάλει μέ τόν πόνο; Τίποτα.
Επομένως; Όλες τίς μαλακίες της, βλέπεις, η Φύσις πήγε
καί τίς έκανε σχετικές μέ τόν πόνο. Δέν φτάνει πού δέν μάς
έκανε σωστούς, τουτέστιν άτρωτους από τίς κωλασθένειες,
αλλά θέλει νά μάς βασανίζει κι από πάνω.
Καί τά φαρκακεία θέλουν κι ειδικές συνταγές γιά τόν
ύπνο τόν παυσίλυπο, ή έστω γιά νά γλυτώσουμε απ' τά
οδυνηρά αδιέξοδα τού πόνου, μ' άλλα λόγια έγκριση
από τόν κηδεμόνα σου, τί τό περάσαμε, όποιος θέλει
θ' αποφασίζει άν θά πονάει ή όχι, άν θά ονειρεύεται
ξύπνιος ή όχι; Τί σκατά πολιτισμό διαθέτουμε; Κι είπαμε,
ρέ Θεέ, μάς καταράστηκες νά δουλεύουμε, εντάξει, πάσσο,
δουλεύουμε καί φτύνουμε κι αίμα, τόν πόνο δέν


78 Χ.Δ.Π. έγραφον
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

CRESSENTO

μπορούσες νά τόν κρατήσεις γιά τίς γυναίκες; Τί


χαζές κατάρες πάς καί δίνεις άμα δέν μπορείς νά
τίς τηρήσεις; Τώρα μεταξύ μας, μιά κι οι τελευταίες
απελευθερωνόμενες τό ρίξανε κι αυτές στήν δουλειά
-ένεκα οι βιομηχανικές ανάγκες γιά μπόλικο
φτηνό εργατικό δυναμικό- τό πράγμα μπερδεύτηκε
ανεπανόρθωτα, αλλ' αυτός δέν είναι λόγος γιά νά
δικαιολογούμε τίς κοτσάνες κι ειδικά τίς Θεϊκές.
Καί ξαναγυρνάς ασυναισθήτως στά γραμμάτια καί
κολλητά κι εκείνη η συκοφαντία πού' μαθες τελευταία
από τόν τύπο πού τόν είχες καί γιά φίλο καί σού βγήκε
τόσο σκάρτος καί νά πρέπει τό πρωί νά ξυπνήσεις καί
νωρίς-νωρίς καί ... κλείσε, βρέ ζώον, τό φώς μπάς καί τό
ξεγελάσουμε τό θέμα!
Οριζοντιώνεσαι, παίρνεις καί τόν ανάλογο αριθμό
αμήχανων στροφών καί πάς νά ξεκινήσεις κανα όνειρο
καί κεί ακριβώς είναι πού τήν πατάς χοντρά! Γιατί ή τό
κάνεις ολότελα στό ξύπνιο σου καί ζοχαδιάζεσαι: "γιατί,


Χ.Δ.Π. έγραφον 79
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

CRESSENTO

γαμώ τήν πουτάνα μου, νά' ναι όνειρο κι όχι η


αλήθεια;", ή τό πάς ζαλισμένα καί δέν βγαίνει τ' άτιμο,
χάνει τό δρόμο του κι αρχινάς απ' τόν εξοχικό σου πύργο,
απ' όπου θά ξεκινάς κάθε πρωί γιά ιππασία μέ τ' άσπρο
σου άλογο (έχει σημασία τό χρώμα) καί καταλήγεις νά
τραβάς κουπί σέ Ρωμαϊκή γαλέρα καί σάς μοιράζει ο
νέγρος μέ τό μαστίγιο δωρεάν αποσμητικά, "προσφορά
τής φιλανθρώπου Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας καί κατόπιν
ειδικής επιθυμίας τού πανταχού παρόντος Υπάτου μας" κι
απάνω πού σκέφτεσαι: "έ, ρέ τί καθήκια είμαστε! Δές πώς
μάς φέρνονται κι εμείς όλο λουφάρουμε στό κουπί καί μιά
ζωή γρυλλίζουμε άν τύχει κι αρπάξουμε καί καμμιά ψιλή",
νά' σου απ' τό παραθυράκι η κόχη!
Κι ορμάει η εχθρική γαλέρα (οι άτιμοι, οι ληστές, οι
Καρχηδόνιοι!) γιά εμβολισμό καί φωνάζεις -μάλλον
χεσμένος-: "τά κλειδιά, ρέ επόπτη, τά κλειδιά! Άδικο
νά πνιγούμε μεροκαματιάρηδες άνθρωποι!" καί σού
χαμογελάει (πώς τά καταφέρνουνε κι έχουνε τέτοια δόντια


80 Χ.Δ.Π. έγραφον
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

CRESSENTO

οι μπαγάσες οι μαύροι;): "τά λιώσαμε τά κλειδιά,


ρέ παιδιά, τά λιώσαμε γιά νά βγάλουμε τά έξοδα γιά τ'
αποσμητικά!".
Δέν προλαβαίνεις κάν νά τό σκεφτείς τό όλον θέμα
γιατί σάς εμβολίζει όντως η γαλέρα καί βγαίνει η
μπρούντζινη μύτη ανάμεσα από τούς δυό Κορίνθιους πού
κάθονταν μπροστά σου (κι είχανε καί κάτι φερσίματα
ομοφυλόφιλου) κι απότομα γίνεται μιά ολόδροση
γοργόνα μέ σκούρα πράσινα μαλλιά καί σού χαϊδεύει τό
γόνατο λέγοντας τρυφερά: "η Ιστορία θά μάς κρίνει". Καί
πλέον πανικοβάλλεσαι καί δέν φταίνε πιά οι αλυσσίδες
στούς αστράγαλους: "Ποιά Ιστορία; Η Ιστορία δέν κρίνει,
πανάθεμά τηνε γιά πόρνη, η Ιστορία θ' αδιαφορήσει, η
Ιστορία μόνο αυτό ξέρει, νά αδιαφορεί".
Κι οι σκλάβοι, οι κωπηλάτες νά σέ τριγυρνάνε αμίλητοι
καί φοράνε κάτι μαυριδερό, κάτι σάν πένθος στό κεφάλι,
ημίψηλο, ή καί καλπάκι. Καί σάν τούς βλέπεις, ναί, είσαι
σίγουρος πιά, ναί, κωπηλατούσα μέ τούς πεθαμένους, μά


Χ.Δ.Π. έγραφον 81
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

CRESSENTO

δέν τρομάζω, δέν βαριέσαι, τί πεθαμένοι, τί ζωντανοί, τό


πρόβλημα είναι πώς δέν θά μάς μετρήσουν κάν, πώς δέν
θά πούν: "Τόσοι, εκεί καί γιά τόν δείνα λόγο", ή τίποτα
τρανταχτό κι ωραίο: "Χρυσοφόρων σκιάχτρων εστόρεσαν
δύναμιν", όχι, ούτε αυτό, τό πολύ-πολύ νά υπολογίσουνε τό
κόστος τής γαλέρας.
"Ψυχραιμία", μού λέει ο νέγρος, πού δέν είναι όμως πλέον
νέγρος αλλά ο Μωϋσής τού Μικελάντζελο, αλλ' όρθιος καί
χωρίς τίς πλάκες, "Ψυχραιμία, τά εγκλήματα πληρώνονται
κι οι εγκληματίες τιμωρούνται". "Αρχίδια", σκέφτομαι
εγώ, "ψόφιους δέν τούς κρεμάσατε στήν Νυρεμβέργη; Ή
μπάς τόν Τρούμαν τόν χασάπη τόν ξεχάσαμε;" Κι ορμάει
η γοργόνα καί τού σπάει τό' να κέρατο, γιατί έχω δίκιο κι
όλοι τους τό ξέρουνε κι άς μήν είπα τίποτα. Κι έρχεται καί
μέ φιλάει καί δέν είναι πλέον η γοργόνα, είναι η μικρή η
Σάρα, μαζί μου καθισμένη στό πεζούλι τού σχολείου καί
παίζει μέ τά μακριά της τά μαλλιά, μά δέν είναι μόνο η
Σάρα, η ίδια είναι κι ένα γυμνό ξεφλουδισμένο κοριτσάκι


82 Χ.Δ.Π. έγραφον
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

CRESSENTO

κίτρινο μ' έκπληχτα μάτια κι είναι ταυτόγχρονα καί μιά


γριά, σταφιδιασμένη, μέ κατάμαυρο τσεμπέρι πάνω
από κοτσίδες γκρίζες, ξέπλεκες, πού μού προσφέρει ένα
κρυσταλλιασμένο δάκρυ, ασημογάλαζο, μά σάν απλώνω
τό χέρι μου τό θρυμματίζει καί ξεπηδάνε τρείς λέξεις
στόν αέρα, σάν από σύννεφο πού σαλεύει, φτιαγμένες
από αστρίτες καί καρφιά: ΜΠΟΥΧΕΝΒΑΛΤ, ΚΑΛΑΒΡΥΤΑ,
ΔΡΕΣΔΗ καί ΝΑΓΚΑΣΑΚΙ. Μά αμέσως γίνονται όλα τους
ένα κουβάρι ανθρώπινο πλήθος πού τρέχει μέσα σέ στοές
υπόγειων τραίνων κι εγώ δέν είμαι πιά εγώ, είμαι ένα
ανθρωπάκι απ' αυτά πού τρέχουνε κι όμως δέν είμαστε
άνθρωποι, τό ξέρουμε όλοι μας κι ίσως γι' αυτό καί
τρέχουμε, είμαστε καρφιά κι αστρίτες, μά λαχανιάζουμε
στό τρέξιμο καί τό ξεχνάμε. Μέχρι πού φτάνουμε στόν
σταθμό, δέν έχει τραίνο, έχει μόνο τίς γραμμές κι εμείς δέν
περιμένουμε στήν αποβάθρα παρά θρονιαζόμαστε επάνω
στίς γραμμές κι ακούγεται από μακριά ένα σφύριγμα, μάς
ρίχνει ο συρμός τούς φάρους καί πρίν μέ τυφλώσει βλέπω


Χ.Δ.Π. έγραφον 83
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

CRESSENTO

τό όνομα τού σταθμού: H MONAΞΙΑ. Ηλίθιο όνομα, πολύ


μελό, σάν γυναικείο ποίημα, τ' αγγλοσαξονικό μου γούστο
θά προτιμούσε κάτι πιό λιτό, πιό δωρικό, άς πούμε κάτι
σάν : ΚΑΤΑΡΑ.
ΚΑΤΑΡΑ; Τί πάει νά πεί ΚΑΤΑΡΑ; Ναί, ευτυχώς κάπου εκεί
ξυπνάς κι άντε τώρα νά ξαναβρείς τ' άσπρο σου άλογο καί
τό εξοχικό σου κάστρο μές στό δάσος!
Κι είσαι έτοιμος ν' αρχίσεις τίς αηδίες: "φταίει τό φεγγάρι"
καί "ποιός ξέρει ποιός πεθαίνει" καί τά υπόλοιπα, πού ούτε
γιά τήν λαϊκή αγορά δέν κάνουν, μά τά συνήθισες καί
πώς νά κάνεις πιά χωρίς αυτά γιά νά μείνεις μονάχος μιά
βραδιά;
Ανάβεις τό λοιπόν ένα τσιγάρο κι είναι όλα τόσο ήσυχα,
τόσο μακρινά, ευτυχώς, πάει ξεχάστηκε η μικρή η Σάρα
(πού στό διάολο τήν θυμήθηκα;) καί γαλέρες -κύριε
ελέησον!- δέν υπάρχουν πιά. Τ' άτιμο τό μυαλό, τί σού
σκαρφίζεται στόν ύπνο! Ακούς Ρωμαϊκή γαλέρα! Αμ' η
άτιμη η γοργόνα; Χίλιες φορές νά τρέχουν τά γραμμάτια,


84 Χ.Δ.Π. έγραφον
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

CRESSENTO

ψέμματα; Ακούς κωπηλάτης! Αλλά ποιός φταίει; Τί τίς


θές, ρέ πανύβλαξ ιδιώτη, τίς ήσυχες βραδιές στό κρεββάτι
σου; Χάθηκαν οι ταβέρνες, χάθηκαν οι διασκεδάσεις,
χάθηκε μιά ψόφια τής πλάκας νά σέ πιλατεύει καί νά
σέ τσαντίζει βραδιάτικα μέ "μού φαίνεται πώς σ' αγαπώ"
καί τά ρέστα; Αλλά μού' θελες νά κοιμηθείς, νά πέσεις
στό κρεββατάκι σου καί νά κοιμηθείς, σάμπως νά μήν τήν
έχεις ξαναπατήσει έτσι! Καί μετά μού εκνευρίζεσαι κι από
πάνω, θέλεις καί τόν λόγο πού δέν βγαίνει τό όνειρο σάν
προγραμματισμένο σήριαλ κι αρχίζει τήν πάσα αηδία η
νυχτερινή οθόνη καί φτάνεις νά δοξάζεις τό γραμμάτιο
πού τρέχει!
Ασφαλώς καί δέν υπάρχει σοβαρός λόγος γιά νά
εκνευρίζομαι. Ναί, φταίνε τά νεύρα μου, πού τυγχάνουν
λίγο τεντωμένα. Μά ίσως, λέω ίσως, ίσως νά φταίει κι
η ρημάδα η γαλέρα κι ο νέγρος καί τ' αποσμητικά κι η
γοργόνα κι ο Μωϋσής κι η Σάρα καί τό Ναγκασάκι κι ο
υπόγειος καί τά καρφιά καί τ' ανθρωπάκια κι η κατάρα
μας καί πού καί πού καί κάποιο δάκρυ. Λέω ίσως...

Χ.Δ.Π. έγραφον 85
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

FANTASIA

Νά' μαι απόμερα στό πάρκο. Ακουμπάω στή κολώνα κι


είναι κρύα καί ξύνω -τρόπος τού λέγειν- τά γένεια μου σ'
αυτήν κι έχει -φαντάσου!- καί σκαλίσματα πανάθεμά την!
Δέν είναι δά καί πολύ συνηθισμένο νά τρίβεις τά γένεια
σου πάνω σέ μιά κολώνα μέ σκαλίσματα, ψέμματα;
Καί περιμένω τούς πελάτες μου, τόν πρώτο πάντα μ' ένα
διακριτικό χτυποκάρδι. Όχι, μέ παρεξηγήσατε, τίποτε απ'
όλα αυτά, απλώς εμπορεύομαι τήν φάτσα μου, τό όλο μου
καλούπι. Θά μού' παιρνε κάμποσο καιρό νά σάς εξηγήσω
τό πώς, έτσι κι αλλιώς δέν έχει σημασία, μά είναι κατά
βάθος απλό, η πρόσοψη μου είναι λίγο πρωτότυπη, όχι,
λάθος, είναι μάλλον απειλητική. Καί πρός Θεού, μήν
νομίσετε ότι τήν κάνω απειλητική. Όχι, αρκούμαι σ' αυτό
πού είναι. Καί μάλιστα χαμογελάω. Δικαίωμα σας νά
έχετε κάποιες επιφυλάξεις γιά τό τελευταίο, αλλά νά,
κάθομαι έτσι ακουμπισμένος σέ κάποια απ' τίς κολώνες
κάποιου πάρκου κι είναι λίγο νύχτα -ή πολύ, δέν μέ
πειράζει- κι έχω τά χέρια μου στίς τσέπες (είναι βασικό
αυτό) καί καμπουριάζω καί λιγάκι. Ναί, εδώ βοηθάω

86 Χ.Δ.Π. έγραφον
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

FANTASIA

λίγο τήν όλη επιχείρηση, αλλά στά πλαίσια τού κάθε


καλώς εννοουμένου εμπορικού μάρκετινγκ, δέν νομίζετε;
Καί περνάει ο άλλος καί χωρίς νά κουνηθώ ρούπι τού
ψιθυρίζω εμπιστευτικά: "Συγγνώμη, κύριος, μπορώ νά
σού μιλήσω λίγο;" Μάρτυρες μου όλες οι κολώνες, μόνο
αυτό καί τίποτε άλλο. Κι τότε, είτε τό πιστεύετε, είτε όχι,
τό γεγονός είναι ότι δέν μού απαντάνε, μόνο ψάχνουνε
βιαστικά τίς τσέπες τους κι απλώνουνε δισταχτικά (γιατί
τό νά ελεήσης κάποιον είναι πασίγνωστα επικίνδυνο
εγχείρημα) τό χέρι τους μέ τά ανάλογα ψιλά. Ανάλογα
συνήθως μέ τόν τρόμο τους κι όχι μέ τά λεφτά τους, ή τήν
φιλανθρωπία τους. Γεγονός είναι επίσης ότι ουχί σπανίως
μερικοί τήν κοπανάνε βιαστικοί, παραβιαστικοί θά έλεγα.
Χρέωσις-πίστωσις κι η επιχείρηση βαδίζει.
Τώρα μερικοί μοχθηροί ανάμεσα σας θά τό έλεγαν
ζητιανιά, αλλά σάς ερωτώ: απαγορεύεται νά πιάσης
κουβέντα, νά προσπαθήσης δηλαδή νά πιάσης κουβέντα,
μ' έναν άγνωστο; Ή μήπως θά' πρεπε νά προσβληθώ καί


Χ.Δ.Π. έγραφον 87
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

FANTASIA

ν' αρχίσω καμμιά φασαρία καί νά καταλήξουμε νά μέ


χώσουνε βαθιά μέ προοπτικές νά αντικρύζω τά ραδίκια
νά φυτρώνουν απ' τήν ρίζα; Καταπίνω τό λοιπόν τήν
προσβολή (γιά νά σώσω καί τήν ανθρωπιά τους) καί
παίρνω τά ολίγα καί φιλοσοφώ μετά τού εαυτού μου,
πού οπωσδήποτε φιλοσοφεί γοητευτικότερα από τούς
πιθανούς συνομιλητές μου.
Κι άν μέ παρεξηγήσατε, γεγονός γιά τό οποίο δέν είμαι
τελείως αμέτοχος κι εγώ, άς τό ξεκαθαρίσουμε. Δέν γίνεται
ν' αποκτήσης τέτοιο σουλούπι άν δέν είσαι εθισμένος
στόν Γουλιέλμο τού Όκκαμ, ή έστω στόν Κίρκεγκααρντ. Κι
επειδή σάς βλέπω νά στραβομουτσουνιάζετε, γιατί δέν σάς
αρέσει νά είμαι όπως είμαι, γιατί έχετε τήν εντύπωση πώς
μόνον όταν δέν βρωμάς έχεις τό δικαίωμα νά ασκείσαι
μέ τούς παραπάνω (θά σάς έδινα καί τήν διεύθυνση απ'
τό αγαπημένο στέκι μου, έτσι γιά νά σάς μπώ στό μάτι,
αλλά δέν γίνεται, διά τόν φόβον τών καλών Σαμαρειτών),
περιορίζομαι λοιπόν


88 Χ.Δ.Π. έγραφον
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

FANTASIA

νά σάς ρωτήσω απλά αλλά καί συντριπτικά: κι αυτοί πού


τά' γραψαν; αυτοί δέν βρώμαγαν; ήταν σίγουρα καθαροί
καί φρεσκοξυρισμένοι; Καί μ' αυτά τ' αποστομωτικά, η
συζήτησις λαμβάνει τέλος.
Καί φιλοσοφώντας γιά τίς καθαρές σας φάτσες, ψάχνω
γιά τό δίπροκο πού' χω γιά γούρι, γιατί μέ δαύτο έβγαλα
πιτσιρικάς τό μάτι μίας γάτας, πράγμα πού ως ένα βαθμό
καθόρισε καί τήν καρριέρα μου. Καί δέν τό βρίσκω!
Καί βρίζω! Κι ελλείψει Παναγίας καί τών συναφών,
παρακαλάω τό βλακώδες μυαλό μου νά πιστέψη γιά
κανα πεντάλεπτο, νά βρίσω κι εγώ μιά φορά καί νά τό
φχαριστηθεί η καρδιά μου, μά δέν βαριέσαι, η Πίστις
είναι θείον δώρον, άρα τό ξεχνάω καί βρίζω τούς
προγόνους μου πού τά καταφέρανε καί ξεφουρνίσανε
μιά τέτοια χασούρα στόν κόσμο σάν τήν αφεντιά μου καί
γιά λόγους δεοντολογίας ξεκινάω μέ τήν σειρά βρίζοντας
ανελέητα τήν αχιβάδα εκείνη πού' χε τήν τόσο φαεινή ιδέα
νά περπατήση στήν στεριά καί συνεχίζω μέχρι νά φτάσω


Χ.Δ.Π. έγραφον 89
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

FANTASIA

στούς κατά νόμον γεννήτορες μου.


Κι ώχ, έρχεται ο σεφτές κι είναι από πάνω καί γυναίκα! Η
γκίνια άρχισε, γιατί όπως ευκολότατα μαντεύετε δέν
υπάρχουν χειρότεροι πελάτες από τίς γυναίκες. Παρ'
όλα αυτά, μαζεύω τό κουράγιο μου πού χάθηκε μέ τό
δίπροκο καί ρίχνω ένα χαμόγελο στραβό: "Συγγνώμη,
δεσποινίς μου, μπορώ νά σάς μιλήσω;" Σταματάει καί
... χαμογελάει!!! Στό διάολο, ένα δίπροκο τί μπορεί νά
σού κάνει! Καί μιλάει! "Πρώτον, δέν είμαι δεσποινίς καί
δεύτερον, γιά τί πράγμα θέλετε νά μού μιλήσετε;" μού
λέει σάν νά τής παίρνουνε συνέντευξη! Αμάν κι είμαι καί
τσαντισμένος!
"Γιά τήν πιθανότητα πού έχετε νά σάς βιάσω,
παραδείγματος χάριν" τής λέω μελιστάλαχτα. Καί μού
σκάει ένα γέλιο, μάλιστα, γέλιο! Καί τί λέει; "Αν πλυθείς
καί ξυριστείς, δέν βλέπω γιατί θά' πρεπε νά καταλήξεις σ'
αυτόν τόν τρόπο"!
Τά χάνω, ναί, τ' ομολογώ, τά χάνω καί προσπαθώ ν'


90 Χ.Δ.Π. έγραφον
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

FANTASIA

αλλάξω μονοπάτι. "Tότε, τήν πιθανότητα νά σάς ληστέψω;"


λέω. Καί μένει έκπληκτη! Έκπληκτη! Θεέ μου, άς υπήρχες
μόνο καί μόνο γιά νά δείς σέ τί κόσμο ζούμε κι ύστερα άς
τά τίναζες! Καί μού λέει ανοίγοντας τήν τσάντα της: "Άν
ήθελες λεφτά, γιατί δέν μού τό' λεγες απ' τήν αρχή;" Καί
μού πασσάρει ένα κατοστάρικο.
Καί ξεχνάω τούς καλούς μου τρόπους καί μ' ανεβαίνει
τό αίμα στό κεφάλι καί μέ τρώει ο σουγιάς από τήν
δεξιά μου τσέπη. "Κοίτα νά δείς, δέν ζήτησα καμμιά
ελεημοσύνη, ούτε καί γουστάρω τήν λύπη σου. Κι όχι μόνο
αυτό, αλλά τήν έχω καί γραμμένη εκ τών προτέρων. Καί
μήν μού παριστάνεις τήν Αγία, γιατί μιάν άλλη αγία τήν
στραγγάλισα έξη χρόνια πρίν!" Καί λέω αλήθεια, ότι τήν
στραγγάλισα δηλαδή κι όχι ότι ήταν αγία.
Καί βάζει τό κατοστάρικο στήν τσάντα καί λέει: "Μέ
συγχωρείς, δέν θά κατάλαβα." Καί τά χέρια της τρέμουν,
αλλ' όχι από φόβο, τό βεβαιώνω αυτό σάν ειδικός, γιατί
απ' αυτό ζώ καί τό κατέχω. "Δέν θά κατάλαβα καλά",


Χ.Δ.Π. έγραφον 91
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

FANTASIA

ξαναλέει, "είπες όμως πώς θά' θελες νά μού μιλήσεις. Γιά


ποιό πράγμα;"
Κι έχω αγριέψει γιά τά καλά καί βγάζω τόν σουγιά καί
δέν κουνιέται εκατοστό μόλις τόν βλέπει. "Θά σού πώ γιά
ποιό πράγμα", λέω, "θά σού πώ καί μέ τό παραπάνω! Γιά τό
ότι κάποιος από τούς δυό μας είναι λάθος, κάποιος από
τούς δυό μας είναι παράπτωμα, κάποιος από τούς δυό
μας περισσεύει! Γιατί δέν μπορώ νά σέ σταματάω, ποιός;
εγώ, μέ τί φάτσα; μέ τήν δική μου, μέ τί σουλούπι; μέ τό
δικό μου, πού; εδώ καί τέτοια ώρα, κι εσύ νά σταματάς
καί νά μού λές: μάλιστα, κύριε, τί θέλετε νά συζητήσουμε;
γιά τήν ήσσονα αποδεικτική αξία τού τέταρτου λόγου
τού Αριστοτέλη, ή γιά τήν ειρωνία τής διπλής υπόστασης
τής πρώτης κατηγορίας τού Κάντ; Γιά τόν εκφυλισμό τού
ιμπρεσσιονισμού στόν Σερά, ή γιά τήν ψευδαίσθηση τής
πρωτογονικότητας μέσα από τά γλυπτά τού Μούρ; Δέν
γίνεται, τό πιάνεις, δέν γίνεται! Ή είσαι λάθος εσύ, ή είμαι
εγώ! Γιατί' σαι καθαρή καί καλοντυμένη κι ακόμα όμορφη


92 Χ.Δ.Π. έγραφον
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

FANTASIA

καί δέν γίνεται ν' ανοίξουμε συζήτηση οι δυό μας! Γι' αυτό
ήθελα νά σού μιλήσω!"
Καί γέλασε πάλι κι είπε: "Μά εγώ δέν είπα τίποτε απ' αυτά
πού μού αράδιασες κι ούτε καί θά μπορούσα γιατί δέν τά
καταλαβαίνω κιόλας. Σέ ρώτησα απλά γιατί νόμιζα πώς
ήθελες νά μού μιλήσεις γιά σένα".
Κι αρχίζω πιά νά φοβάμαι γιά τίς δικές μου φλέβες. "Τί
πάει νά πεί νά σού μιλήσω γιά μένα; Ποιά είσαι εσύ;
Ποιός είμαι εγώ γιά νά σού μιλήσω γιά τόν εαυτό μου;
Από πότε σέ σταματάνε τύποι σάν κι εμένα γιά νά σού
μιλήσουν γιά τό άτομο τους;" Καί σκύβει τό κεφάλι: "Δέν
έτυχε ποτέ, αλλά γιατί νά μήν τύχαινε απόψε;"
Έ, πότε συνεννοήθηκα μέ άνθρωπο; Πότε συνεννοήθηκα μέ
γυναίκα; Πώς νά μιλήσεις σ' αυτό τό επίπεδο ηλιθιότητος;
Κι ανοίγω τόν σουγιά: "Στό επαναλαμβάνω καί σκέψου
κάτι στά γρήγορα γιά νά μ' αλλάξεις γνώμη. Δέν χωράς
στόν κόσμο μου!" Καί δέν λέει τίποτε, μόνο απλώνει έτσι
σιγά τό χέρι της πρός τό δικό μου καί πιά ..., δέν λέω

Χ.Δ.Π. έγραφον 93
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

FANTASIA

τίποτε άλλο, υπάρχει ένα κενό, τό' χω βάλει εγώ εκεί τό


κενό, γι' αυτό δέν γίνεται καί νά φύγει, υπάρχει πάντως
ένα κάποιο σκοτάδι γιά τό τί έγινε, τί έγινε μετά απ'
αυτήν τήν ηλίθια, τήν παιδιάστικη κίνηση πού έκανε.
Τέλος πάντων, ό,τι έγινε, έγινε.
Καί νά' μαι εδώ παράμερα στό πάρκο, ακουμπισμένος
σέ μιά κολώνα κι είναι ριγωτή καί μέ πληγώνει ελαφρώς
στήν πλάτη κι έρχεται πελάτης, ο πρώτος μου πελάτης.
Καί δέν ψάχνω γιά τό δίπροκο πιά, πού τό' χασα
οριστικά (τί σημαίνει αυτό; όλα τά χασίματα οριστικά δέν
είναι;), δέν ψάχνω, γιατί ..., στό διάολο οι πελάτες!
Καί παίρνω μιά γκριμάτσα μέ τό' να σκυλόδοντο επάνω
από τό κάτω χείλος, τεντώνω τά ρουθούνια μου κι ανοίγω
λίγο καί τά κίτρινα μάτια μου καί τού κόβω τό δρόμο -
ναί, άλλαξα σύστημα- καί τόν ρωτάω βραχνιασμένα: "Σού
πέφτουνε δυό τάλληρα παραπανίσια, μάγκα;"
Κι είμαι ήσυχος πιά, ψέμματα;

94 Χ.Δ.Π. έγραφον
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

Χ.Δ.Π. έγραφον 95
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

FUGA MIXTA

Άφησα πίσω μου τήν λεωφόρο, τήν λεωφόρο πού


ενώνει μ' αίμα καί μετωπικές συγκρούσεις καί φθορίζον
φωτισμό, σάν απλωμένη σηκωταριά πάντα κακοπλυμένη,
τήν Νύμφη καί τόν Εραστή, τόν Γόρδιο Δεσμό, πού' τανε
παραμύθι πώς κόπηκε, δέν κόπηκε, κρατική προπαγάνδα
μάς δώσανε καί χάψαμε, ο Γόρδιος Δεσμός είναι οι
φτέρνες μας καί οι παλάμες μας καί μόνο εσύ, τής
Ιοκάστης γιέ, ξέφυγες, μά γιά πολύ λίγο, όσο κρατάει ένα
ζεϊμπέκικο κι έμεινε ατέλειωτη η προφητεία κι έμεινε πάλι
βασιλιάς ο Κρέων, ο Κρέων καί η Βία, ο Κρέων καί τό
Κράτος, εμείς κι ο Κρέων δηλαδή, γιατί χωρίς εμάς τί θά'
τανε τό Κράτος καί η Βία;
Κι η λεωφόρος μέ κυνηγάει μέ τήν παραμόρφωση τής
αυγουστιάτικης ασφάλτου, γιατί πίστεψα πώς δέν
έφταιγαν τά κύματα κι ο σκελετός σου πού τραγούδαγε
γιά τόν αιώνιο νόστο μου κι εσύ νόμισες πώς επρόκειτο
γιά κάποιαν άλλη Πηνελόπη, μέχρι πού τελικά
στραβώθηκες απ' τά μεγάλα μου φανάρια καί πάτησες


96 Χ.Δ.Π. έγραφον
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

FUGA MIXTA

φρένο! Δέν τό' ξερες πώς δέν πατάνε φρένο στίς στροφές,
δέν τό' ξερες; Δέν τό' ξερες πώς δέν πατάνε φρένο, καρδιά
μου, σάν προσπαθείς νά νιώσης τόν ίλιγγο, τόν κάθε
ίλιγγο;
Κι άς τό' χε πεί ο γερο-Νίκος απέξω απ' τήν τενεκεδένια
του καλύβα, τότε πού στοχαζότανε τήν τίγρη τόσο άγρια
πού' χε βγάλει κι αυτός νύχια, εσύ τίποτα δέν άκουσες
(καί τό πού δέν τόν άκουσε κανείς δέν είν' δικαιολογία),
τίποτα δέν έμαθες, έκανες αυτό πού λένε, αυτό πού λένε
λογικό.
Καί έφτασες τελικά σ' ένα χαντάκι, γεμάτο λάσπη, όση
χρειαζότανε γιά νά μήν σ' αναγνωρίσουν, γιά νά λένε οι
φίλες σου: "ποιά ήταν αυτή;" κι οι συγγενείς καί ρέστοι:
"δέν είμαστε σίγουροι, ίσως καί νά' ναι αυτή, βλέπετε
είναι φοβερά παραμορφωμένη". Κι είναι λογικό κι αυτό,
δέν είναι;
Κι έτσι τραβάω γιά τό μονοπάτι πού μυρίζει χώμα, πού
πληγώνει τίς πατούσες μου σάν χώμα, γιατί τίς


Χ.Δ.Π. έγραφον 97
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

FUGA MIXTA

πέταξα τίς αρβύλες μου κι ούτε φοράω πλέον σαντάλια


ή κοθόρνους, πού πάντα τους μέ πλήγωναν στό δάχτυλο
τό δεύτερο, αυτό πού' ναι καί τό πιό μεγάλο επειδή
γεννήθηκα καλοκαιριάτικα κι έτσι προτιμάω τ' αγκάθια
πού μπορείς καί νά τά ρουφήξεις άμα χρειαστεί καί
τρέχω πλέον γιά τά πανηγύρια, τήν θλίψη απ' τούς
ζουρνάδες ν' αφουγκραστώ κι απάνω στά συντρίμμια τού
κεφιού καί στόν ντορό, νά παραστήσω τήν αρκούδα πού
χορεύει στούς πιωμένους θεατές, νά σπάσουνε σέ γέλια
απολυτρωτικά μέ τήν χοντροκοπιά μου, νά διασκεδάσουνε
μέ τήν έλλειψη ισορροπίας πού μέ χαρακτηρίζει (πού μέ
χαρακτήριζε ανέκαθεν, μού υπενθυμίζεις τρυφερά) καί
νά μήν είμαι ούτε κάν παλιάτσος τού Θεού, νά' μαι ο
παλιάτσος τών παλιάτσων, τών καρναβαλιών ο τελευταίος
εκδικητής, ο Μέγας ο Καρνάβαλος, πού θά καεί καθώς
οι γόνδολες θά' ναι λουλουδιασμένες καί θ' ανθίζει σάν
μαργαρίτα ολόγυρα η νύχτα απ' τά βεγγαλικά κι Εκείνοι
θά χαμογελούν, όπως κι ο Μεγάλος Αρχοντας από χαρτί,
πού ξέρει πώς δέν θά τόν άντεχαν

98 Χ.Δ.Π. έγραφον
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

FUGA MIXTA

πάνω από δυό-τρείς μέρες κι ήσυχα παραδίνεται στήν


φωτιά, πονετικός γιά τήν τόση αδυναμία τους πού τούς
κάνει νά γιορτάζουν τόν χαμό του πιό πολύ κι απ' τήν
γέννα του κι έτσι μεγαλόπρεπος τούς συμπονά καί δέν
τόν συνεπαίρνει ο τρόμος τής επόμενης αυγής, πού κάνει
Εκείνους νά κυλιούνται ανάσκελα γιά ν' αποξεχαστούνε
κι εγώ μαζί του, χωρίς μάσκα πάνω από τήν μάσκα
μου, ν' αγριοχτυπάω τόν ταμπουρά καί νά κολλάνε τόν
κολλαριστό ιδρώτα τους στό βρεγμένο μέτωπο μου κι
απάνω πού στήν λύσσα τους μέσα ξεχάστηκα, νά γίνονται
μιά άσφαλτος τά πρόσωπα τους κι οι ματιές τους μιά
λεωφόρος από γυαλισμένες διαδρομές, πού προορίζονται
νά ματώσουν τόν στόχο τους, τυχαία ή όχι, κι ένα χαντάκι
ο αναστεναγμός τους κι εσύ εκεί, μέσα στά "ώπα" τους
λασπωμένη...
Καί σπάζω στό γόνατο τόν ταμπουρά καί τούς κολλάω τόν
κολλαριστό ιδρώτα μου στά μέτωπα τους κι αρπάζω τό
ντέφι, σάν αρκούδες νά χορέψουνε, νά πάψουν πιά νά


Χ.Δ.Π. έγραφον 99
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

FUGA MIXTA

σκύβουν πάνω απ' τό χαντάκι καί νά λένε: "κάποτε, αυτό


εδώ ήταν μιά γυναίκα, μά δέν ήξερε πώς δέν πατάνε φρένο
μές στόν ίλιγγο", μά μέ κοιτούν παράξενα, κανείς τους δέν
χορεύει, δέν γίνεται νά ανατρέπεται η τάξη η καθιερωμένη
τού καρναβαλιού, καθείς στήν θέση του κι όπου είναι
ταγμένος...
Καί νά' μαι πάλι στά μονοπάτια τρέχοντας, πάντα
ξυπόλυτος, νά μέ πληγώσουνε τ' αγκάθια κι οι κοφτερές
οι πλάκες πού τοποθετήσατε γιά νά μήν γλυστράνε τά
μουλάρια στούς γκρεμούς καί πατάω τίς καβαλλίνες τους
κι ο πόνος μου μικραίνει, γι' αυτό σκουπίζομαι, δέν πρέπει
ο πόνος νά μικρύνει, δέν πρέπει νά θυμάμαι πώς υπάρχουν
λεωφόροι, μόνο μονοπάτια αγκαθωτά, πού σέ πληγώνουν
όταν τά διασκίζεις καί πέφτω μπρούμυτα καί σέρνομαι,
νά καταματωθώ, ν' ανοίξουν όλες οι πληγές μου, νά μήν
μέ δένει ο Γόρδιος Δεσμός, σάν πύον νά κυλήσει από τήν
σάρκα μου, έτσι πού νά μήν υπάρχει πιά κανένα φρένο,
κανένα χαντάκι γιά νά σ' αγκαλιάση μέ


100 Χ.Δ.Π. έγραφον
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

FUGA MIXTA

τήν λάσπη του, νά βεβαιωθώ πώς δέν υπήρξε ποτέ καμμία


λεωφόρος αυγουστιάτικη, πώς ήταν όλα ένα κομμάτι τού
καρναβαλιού, πώς ήταν τά φανάρια μου αρκουδιάρικο
αστείο, πώς τό κορμί σου ήταν απόστημα αχνιστού
κρασιού, τό ότι σέ γνώρισα μιά φάρσα, νά σιγουρευτώ
πώς κανείς δέν σ' αναγνώρισε, δέν έσκυψε από πάνω σου
νά διακρίνει τό τί ήσουνα, όλα νά μού εγγυηθούν πώς δέν
έγινες ποτέ Βασίλισσα Καρναβαλιού, πώς ήσουν κι έμεινες
τού Δόγη η σύζυγος, μέ τόν χαμό μου αρραβωνιασμένη,
μέ τό κανάλι πού μέ ρούφηξε καί πώς φορούσες μάσκα
δαντελλένια, μάσκα τής Καστίλλιας καί πώς γέλαγες σάν
μ' έρριχναν στίς φλόγες, ναί, πώς γέλαγες, γιά τό τέλος
τό τόσο θεαματικό τού Βασιλιά, τού Βασιλιά τού Γέλιου,
πού' χες ακριβοδεθεί (μέ Γόρδιο Δεσμό;) μέ τόν θλιβερό του
τάφο. -

Χ.Δ.Π. έγραφον 101


ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

IMPROVISATION

Σέρνω ξοπίσω μου ένα αιμάτωμα πού τό φωνάζουνε


πατρίδα, ένα αλώνι πού τό λένε παρελθόν κι ένα
ξεφάντωμα μές στό κουκούλι πού τό λένε χρόνο. Κι είμαι
ζαλωμένος δίπλα στό μεγάλο ποταμό (καί μήν νομίσετε
πώς φταίει ο Ηράκλειτος παραπάνω από μιά μικρή
τυχαία πόρνη) κι έχω τήν -μυστηριώδη- εντύπωση πώς
πάω λάθος, πώς ανηφορίζω γιά τίς πηγές αντί νά χυθώ
στή θάλασσα, νά γίνω "ένα" επιτέλους, ηρεμία κι έλλειψη
κατρακύλας καί χαοτικής φθοράς, διαρκούς ανωμαλίας
καί σκαμπανεβάσματος.
Κι είμαι λίγο βαρύθυμος, κομμάτι κακοκαρδισμένος μές
στήν έγνοια μου, γι' αυτό κι είναι άπρεπο νά μού ζητάτε
νά τραγουδάω κιόλας, έτσι στήν ανηφόρα πού' μαι
ζαλωμένος καί στραβοπατάω, είναι λίγο κυνικό, ή άν
θέλετε μυρίζει κάπως πρός τό σκυλίσιο.
Δέν είναι πού δέν έχω διάθεση, αλλίμονο, όλα μέ κέφι θά
τά κάνουμε; Είναι πού' μαι λαχανιασμένος καί κομμάτι
αγριεμένος, γιατί όλο ρωτάω: "ρέ φίλε (δέν είναι φίλος,


102 Χ.Δ.Π. έγραφον
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

IMPROVISATION

μήν τό πιστέψετε, ένας περαστικός σκέτος είναι, έτσι


τό λέω, χάριν τού λέγειν, μήν βιάζεστε νά κρίνετε τούς
άλλους), καλά πηγαίνω γιά τήν θάλασσα, ή μήπως πήρα
λάθος δρόμο;" Κι ο άλλος μέ κοιτάζει ατάραχα κι αντί
νά απαντήση (ποτέ δέν απαντάνε οι μπινέδες!) μού λέει:
"γιατί καμπουριάζεις έτσι, βρέ ταλαίπωρε; Σιγά τό βάρος
πού βαστάς! Από πότε έχεις νά φάς;" Έ, άν αυτό λέγεται
απάντηση, τότε εγώ είμαι η ενσάρκωση τών ιδανικών τής
αρχαίας Ελλάδος!
Καί πάλι διατηρώ -έν τινι μέτρω- τήν ψυχραιμία μου καί
τού απαντάω: "στραβομάρα, ρέ, δέν βλέπεις τί πράγμα, τί
σύνολο, τί όγκο σέρνω;" Κι αντί νά κρατηθεί στά πλαίσια
τής κοσμιότητος, μπάς καί συννενοηθούμε, μπήζει τά
γέλια: "Πώς δέν βλέπω! Μιά τρύπια γλάστρα, ένα μπαλλόνι
καί μιά σπασμένη μπουκάλα!" Καί μέχρι νά γυρίσω πίσω
μου νά δώ άν λέει κάποια αλήθεια (δέν μπορεί νά τά'
βγαλε από τήν φαντασία του ο αγροίκος κι όπως καί νά'
χει οφείλουμε νά είμαστε απροκατάληπτοι


Χ.Δ.Π. έγραφον 103
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

IMPROVISATION

στήν αντιμετώπιση τών κατηγοριών πού μάς απευθύνουν,


άν θέλουμε νά διατηρήσουμε τήν αντικειμενικότητα μας,
πού' ναι κι η πεμπτουσία κάθε μας προσπάθειας πρός
υπερβατικές προσπελάσεις καί πού χωρίς τήν βοήθεια
της αντί τών δεδομένων καί παντελώς ασύντριπτων
διαστημικών συντεταγμένων προόδου πού μάς
πιστοποιούν τήν υπεροχή μας επί τού χρόνου θά ήμασταν
ακόμα στήν εποχή τής Ομηρικής διαφθοράς, αλλά δέν
νομίζω ότι χρειάζεται νά επιμείνω άλλο επί τού θέματος)
καί νά ελέγξω ευκλειδίως τά λεγόμενα του, τόν χάνω!
Ή πάλι άλλος, σάν τόν ρωτάω απαντά: "Γιατί δέν βαδίζεις,
ρέ κάθαρμα, πάνω στήν γραμμή πού είναι ορισμένη γιά
τούς αχθοφόρους; Γιατί, ρέ ελλειπτική κολοκύθα, πατάς
πάνω στήν χλόη; Γιά τά μούτρα σου είναι φυτεμένη, βρέ
άρρωστο μικρόβιο;" Ψάχνω κι εγώ νά βρώ τήν γραμμή, δέν
μπορεί -λέω- θά υπάρχει καί δέν θά τήν πρόσεξα καί τσάκ!
άφαντος ο τύπος.
Κοντολογής καί πέρα από τήν τσαντίλα πού μέ ποτίζουνε,


104 Χ.Δ.Π. έγραφον
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

IMPROVISATION

μού παριστάνουν όλοι τόν κουφό. Κουβέντα γιά τήν


θάλασσα. Καί σάς ερωτώ: πόσο θ' αντέξεις μέ τήν
αμφιβολία νά σού τριβελίζει τό μυαλό? Πόσο? Μιά
ερωτησούλα κάνω καί μού υποδύονται τόν Βούδδα κάτω
από τόν ανθισμένο λωτό!
Άντε, ξεκουράστηκα, ξαναζαλώνομαι (καί μήν μού
ρίξετε τήν μπηχτή τί ακριβώς ζαλώθηκα, γιατί θά πώ
πώς είσαστε παντελώς άκαρδοι κι ανάξιοι τού πόνου
μου ακροατές), τρίβω καί τά γόνατα μου πού' χουν μιάν
αδυναμία στόν πόνο καί ... μά τί βλέπω; Νά' τονε! Ένας
λιγνός μαυριδερός, μέ πορφυρό μανδύα ν' ανεμίζει
καί μέ μακριά ανάκατα μαλλιά. Γούστο θά' χε νά γίνει
κανα-θαύμα, τώρα πού' χασα τίς ελπίδες μου γιά μιά
κάποια βελτίωση τού ανθρώπινου γένους! Έ, πάει, μπήκα
στόν πειρασμό, θά τόν ρωτήσω, ο πειρασμός υπερέχει
τής ηθικής μου ατσάλωσης (όπως πάντα) καί ιδού: "Ρέ
πατριώτη, μπάς καί κατέχεις κατά πού πέφτει η θάλασσα
καί κατά πού οι πηγές τού ποταμού;" (Χρειάζεται μήπως νά


Χ.Δ.Π. έγραφον 105
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

IMPROVISATION

σάς υπενθυμίσω ότι δέν είμαι καθόλου σίγουρος ότι είναι


πατριώτης μου;)
Κοντοστέκεται. Tήν πιάσαμε τήν καλή, συλλογίζομαι.
"Καλά, δέν τά βλέπεις τά νερά;" διατείνεται. Ερώτησις
μάλλον χαζή, σκέφτομαι δικαίως, αλλά δέν τού λέω
τίποτα, μήν τόν χάσουμε τώρα πού τόν βρήκαμε.
"Κόντρα πηγαίνεις, ή μαζί τους;" ξαναρωτά. Είναι σίγουρο
πιά, είναι μέν πρόθυμος ο άνθρωπος, πλήν διανοητικά
καθυστερημένος, γιά νά μήν πώ καί τίποτε χειρότερο. Καί
παραδεχτείτε το, μόνο έτσι εξηγείται η τόση του προθυμία
καί τό ότι δέν εξαφανίστηκε κι ούτε τό' ριξε στίς
προσβολές.
"Τί σημασία έχει" λέω βαριεστημένα, έτσι τυπικά δηλαδή,
γιατί μεταξύ μας δέν έχω πιά ελπίδες νά φωτιστώ περί
τού δρόμου μου. Καί συνεχίζω στόν αυτό σκοπό, τουτέστιν
φιλικά κι ολίγον απογοητευμένα: "Άν κατηφορίζω πρός
τήν θάλασσα πιό γρήγορα απ' τό ποτάμι, πού μπορεί καί
νά πηγαίνει μέ τό πάσσο του (ποτάμι είναι, ό,τι θέλει


106 Χ.Δ.Π. έγραφον
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

IMPROVISATION

κάνει) κι άν ανηφορίζω πρός τίς πηγές, πάλι τό ίδιο δέν


κάνει;"
Τί νά σάς πώ; Μού φαίνεται ότι τό σύντριψα τό ανθρωπάκι
μέ τήν τετράγωνη λογική μου. "Ασε, δέν πειράζει, μερσώ
γιά τήν προσπάθεια", προσθέτω τελείως παρηγορητικά,
μά δέν τό βάζει κάτω, καλοξύνει τό ανώτατο τμήμα τής
κεφαλής καί πάει νά μού τήν βγεί θρασύτατα: "Δέν θά τήν
καταλάβαινες τήν ανηφόρα;"
Πάει πολύ -θά τό ομολογήσετε- νά παίρνουμε καί
μαθήματα χώρου καί φυσικής αρχιτεκτονικής από'
να ακούρευτο! Παρ' όλα αυτά, σάν παλιός λιποτάκτης
κομφουκιανιστής πού τυγχάνω, βγάζω τά λόγια μου
μελιστάλαχτα, σέ σημείο πού δέν μπορώ νά μήν θαυμάσω
τόν ίδιο τόν εαυτό μου: "Ετσι ζαλωμένος πού είμαι σάν
μουλάρι (καί μήν νομίζετε ότι χρησιμοποιώ τήν έννοια
μουλάρι ποιητική αδεία ως συνηθίζεται, τό εννοώ όλως
φυσιολογικά, χωρίς υστεροβουλίες καί άλλα ανάλογα
λογοτεχνικά τερτίπια, πού όσο νά' ναι δέν ταιριάζουν


Χ.Δ.Π. έγραφον 107
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

IMPROVISATION

πιά στήν ηλικία μου καί στήν λεπτότατη ψυχολογική μου


κατάσταση) καί σκύβω κιόλας, κουρασμένος, ζαλισμένος,
πεινασμένος, πού καί εκ πόθεν θά τήν καταλάβαινα τήν
ανηφόρα, κύριε αποτέτοιε μου; Ή μήπως απαγορεύεται
στό δρόμο πρός τήν θάλασσα νά μεσολαβούν λόφοι, όρη
καί άγρια βουνά καί νά τ' ανεβαίνω; Ή τό αντίστροφον
καί νά κατηφορίζω;"
Όπως βλέπετε καί μόνοι σας δέν υπήρχε ιδιαίτερος λόγος
γιά ν' αρχίσουμε τήν λογομαχία, πού παρ' όλα αυτά
αρχίσαμε. Στρώνει ο καλός σου τό μπερδεμένο του μαλλί
καί ξεκινάμε, μ' ένα άλμα διαλεκτικό θά έλεγα, άν μού τό
επέτρεπαν οι καλοί μου τρόποι κι οι μαρξιστές φίλοι μου.
"Άν δέν συμφωνεί η πραγματικότητα μέ τόν Νού, τόσο τό
χειρότερο γιά τήν πραγματικότητα, ως είπεν ο Έγελος
μετά τού Παρμενίδη", μού χτυπά.
"Άν δέν συμφωνεί η πραγματικότητα μέ τό Όνειρο, τόσο τό
χειρότερο γιά τό Όνειρο, ως τραγούδησεν κι ο Σαιξπήρος
λίγο πρίν νά γίνη τοκογλύφος", τού αντιχτυπώ.


108 Χ.Δ.Π. έγραφον
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

IMPROVISATION

"Άν δέν συμφωνεί τ' Όνειρο μέ τήν πραγματικότητα, τόσο


τό χειρότερο γιά τήν πραγματικότητα, ως απέδειξεν
ο εθνικο-απελευθερωτικός ήρως Βύρων, τού βούρκου
ευρισκομένου σέ αγαστή συμφωνία μαζί του", μού πετά.
"Άν διαφωνεί τό Όνειρο μέ τό Όνειρο, τόσο τό χειρότερο
γιά οιοδήποτε Όνειρο, αλλά μ' επιλογή ελεύθερη,
τουτέστιν μάλλον θανάσιμη, ως υπεστήριξεν κι ο
φίλτατος καί σεμνότατος Λούντβιχ πρίν νά φωνάξει
τούς φίλους του γιά τό τελευταίο τσιμπούσι, πού έμελλε
ν' αποδείξει ότι παρέμεινε φριχτός μάγειρας μόνο καί
μόνο επειδή αγαπούσε υπερβολικά τό καλό φαί καί τό
κρασάκι", τού αντιπετώ μέ τόνο πού έβαινε τριποδιστί
πρός τόν προσφιλή μου Αριστοτελικό (ναί, Αριστοτελικό)
σαρκασμό.
Είχα ανάψει -ως καλώς εννοήσατε- από τόν καυγά, άν καί
δέν υπερηφανεύομαι γιά τόν τοσούτον υποβιβασμό μου,
πού οπωσδήποτε δέν μπορεί νά μετρήσει υπέρ εμού στά
μάτια οιουδήποτε έντιμου κριτή (καί τό πού νά τόν βρείς


Χ.Δ.Π. έγραφον 109
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

IMPROVISATION

έναν τέτοιο δέν είναι τού παρόντος).


"Αλλά άν είμαστε ελεύθεροι, τί ανάγκη έχουμε τό Όνειρο;",
μού ρίχνει.
"Αλλ' άν μπορούμε κι ονειρευόμαστε, τί ανάγκη έχουμε απ'
τήν ελευθερία;", τόν αποκρούω. Ως ίσως ορισμένοι
εθισμένοι στήν κακόβουλη, πολύτροπη καί δυσπρόσιτη
σκοτεινή μου σκέψη έχουν ήδη αντιληφθεί, λόγω τής
επιθετικότητος τού εν λόγω υποκειμένου, ως επίσης καί τής
καλής του πίστεως απέναντι μου, έχω αναγκαστεί εκ τών
πραγμάτων (εκ τής κακοήθους φαντασίας μου δηλαδή) νά
παριστάνω τόν συνήγορο τού ατυχούς εκείνου Αγγέλου
τού Σκότους, πού γιά λόγους καθαρά δικονομικούς
τά κατάφερναν οι κατά τά άλλα συμπαθέστατοι
Ιεροεξεταστές νά τόν κάνουν νά χάνει όλες τίς δίκες.
Πάντως χωρίς παρεξηγήσεις, σάς δηλώνω ότι ο ίδιος
ουδεμία ιδιαίτερη διάθεση είχα νά συμμεριστώ αυτήν τήν
εξευτελιστική τών διαπρεπών μοναχών-νομομαθών τής
Αναγεννήσεως τύχη.


110 Χ.Δ.Π. έγραφον
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

IMPROVISATION

"Αλλ' άν μπορούμε καί υπάρχουμε, πώς μπορεί νά μήν


υπάρχει τό Όνειρο;", αντιτάσσει.
"Αλλ' άν δέν είναι δυνατόν νά μήν υπάρχουμε;", τού ρίχνω
υπούλως. Σταματάει αμήχανος, ενώ εγώ κρυφογελάω.
Οφείλετε νά τό ομολογήσετε, τέτοια διανοητική
τρικλοποδιά μόνο ένας Πλάτωνας θά μπορούσε νά
μεταχειριστεί καί νά' ναι κι ευχαριστημένος μέ τόν εαυτό
του από πάνω! Όχι, παίζουμε! Τόση υψιπετολογία καί
εγκεφαλική σπηλαιολογία θά τήν άφηνα νά πάει χαμένη;
Τί τά κουβαλάμε τόσα σακκιά διαλεκτικής (καμμία σχέση
μέ τήν Μαρξιστική, τό σημειώνω προλαμβάνοντας τούς
προσφιλείς μοι οπαδούς, πού τούς χαρακτηρίζει μία
κάποια αλεκτορολογική διάθεση οσάκις κάποιος θνητός
τολμήσει ν' αναφέρει τήν επίμαχη λέξη) μπουρδολογίας;
"Τότε ..., τότε ..." ψελλίζει διαλυμένος, "τότε έχεις δίκιο".
Καί κουρασμένος έστρεψε τήν κεφαλή πρός τό κέντρον
γής.
Όχι, δέν αισθάνομαι καμμιά θριαμβική έκσταση, δέν


Χ.Δ.Π. έγραφον 111
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

IMPROVISATION

είμαι δά τόσο φτηνός όσο θά θέλατε, ένας τάλας γέρος μέ


τόσο μακριά μαλλιά μάλιστα δέν αξίζει ούτε μιά σταγόνα
φιλοσοφικού ζήτω. Ένας άλλος στή θέση μου (δηλαδή εγώ
ο ίδιος μερικές χιλιετίες νωρίτερα) θά ένιωθε κανονικά
οίκτο, πλήν εγώ τώρα βιάζομαι, δέν λέω, λίγη διασκέδαση
δέν κάνει ποτέ κακό, όχι πάντως περισσότερο απ' όσο θά
'χες πάθει καί χωρίς αυτή, αλλά καί τό καθήκον καθήκον,
καθότι τό μάθημα "ες αύριον τά σπουδαία" τό γνωρίζουμε
καλώς καί πατριωτικώς.
Ορίστε, αποξεχάστηκα μέ τίς διδαχές ηθικής προσαρμογής
σ' αρνητικές συνθήκες πού σάς δίνω καί μού τήν κοπάνησε
ο μάγκας, προφανώς απογοητευμένος από τήν θλιβερή
μας συνάντηση. Καί τώρα πού τήν πάτησα μέ τήν αγαθή
συνεργασία σας, θά φταίω εγώ νά σάς ρωτήσω άν
τραβάω καλά κατά τήν θάλασσα, ή μπάς καί πήρα
λάθος δρόμο καί μέ φάνε οι βουνοκορφές, πού ελπίζω
τουλάχιστον ότι ξέρετε πόσο φιλοσοφικά επικίνδυνες
τυγχάνουν;


112 Χ.Δ.Π. έγραφον
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

IMPROVISATION

Ά, έτσι! Τόσην ώρα καλά ήταν, τήν διασκεδάσαμε τήν


χαζοκουβέντα μας, αλλά μόλις φθάσαμε στό κρίσιμο
σημείο (κρίσιμο γιά όλους μας, μήν γελιέστε από τό
ιλαρόν μου ύφος) μού τήν κοπανάτε κι άς πάω νά
πνιγώ κι εγώ κι η θάλασσα μου κι οι πηγές μου καί τά
ρέστα! Ά, έτσι, νά μήν σάς κάνω τέτοιες ερωτήσεις! Πάλι
καλά πού δέν μέ παίρνετε στά σοβαρά καί γλιτώνετε
τίς καρκινογενείς εκκρίσεις τού στομάχου, πού τόσο
κακό σάς κάνουν καί πού τίς φυλάτε επισταμένα γιά
άξια λόγου προβλήματα όπως η διασύνδεση τριετιών κι
οικογενειακών βαρών.
Τέλος πάντων, πάω πάσσο. Ξαναζαλώνομαι μέ τήν τρύπια
γλάστρα μου, μέ τό ξεφούσκωτο μπαλλόνι μου καί τήν
σπασμένη μου μπουκάλα κι άς πάρω πάλι τόν δρόμο μου.
Πώς είπατε; Έκανα λάθος; Επρεπε νά πώ: "αιμάτωμα πού
τό φωνάζουνε πατρίδα, αλώνι πού τό λένε παρελθόν κι
ένα ξεφάντωμα μές στό κουκούλι πού τό λένε χρόνο; Γιά
δές εκεί θρασύτης πού τούς χαρακτηρίζει! Τώρα μόλις τί


Χ.Δ.Π. έγραφον 113
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

IMPROVISATION

συμφωνήσαμε; Τώρα μόλις πού καταλήξαμε; Ακούς εκεί


αιμάτωμα κι αλώνι καί ξεφάντωμα! Κοίταξε ρέ, ξεφυσάς
σάν σκαφτιάς τόσες ώρες γιά νά συννενοηθείς μαζί τους
καί δόστου αυτοί παραλλαγές επί τού
Προκουράτορα τής Ιουδαίας! Μά τήν Αστάρτη, (έτσι δέν
κινδυνεύω καί γιά επίκληση επί ματαίω), δέν ξέρω πιά
τί νά υποθέσω γιά τήν κατάσταση σας! Αχαρακτήριστοι!
Μόνον αυτό σάς λέω: Αχαρακτήριστοι! Ακούς εκεί έκανα
λάθος! Αιμάτωμα κι αλώνι καί ξεφάντωμα! Ας καγχάσω
ολίγον! ΧΑ, ΧΑ! Ας καγχάσω έτι περισσότερον! ΧΑ, ΧΑ, ΧΑ!
Σταματάω εδώ επειδή κάτι απρόσκλητες κι υπόπτου
προελεύσεως σταγόνες, μού μουσκεύουν τήν ταινία τής
γραφομηχανής κι είναι κρίμα νά τήν χαλάσουμε αδίκως,
έτσι όλως αδίκως. Πάντως σταματώ καγχάζοντας,
σημειώστε το αυτό, καγχάζοντας. Χά, χά... -

114 Χ.Δ.Π. έγραφον


ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

Χ.Δ.Π. έγραφον 115


ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

METATROPIA

Μέ μάλλον κραυγαλέα φρίκη διησθάνθην τήν πόρωσιν


μου από τήν τών ανθρώπων δόξαν. Ωστόσο ο καιρός
τής μελαγχολίας είχεν πιά ανεπιστρεπτί παρέλθει, άνευ
ειδικής τινός μελαγχολίας διά νά είμεθα κι ειλικρινείς.
Έμπλεως εμφόβων ανασκιρτήσεων, ανέμενον μετ'
αδημονίας τήν διάβασιν τού "ποταμού". Ήτο παλαιός
εξηραμένος χείμαρρος, μέ λευκασμένα τά ολοστρόγγυλα
λιθάρια του, μή εμπνέων πλέον άλλον τί ή περιφρόνησιν
εις τούς συνετούς χωρικούς πού τόν αντίκρυζον, οσάκις
βεβαίως εκατώρθουν νά διαφύγουν τής κλασσικής
αδιαφορίας τους γιά τό "μή κερδώον γίγνεσθαι" καί νά
σχηματοποιήσουν αμυδρόν τινά συλλογισμόν.
Ακουμβισμένος εκεί, εις τό φαιόν όξινον παραπέτον, μέ
διαρκή τήν υπενθύμισιν τών τερμιτών λόγω τού πιθανού
κινδύνου καταρρεύσεως του καί τής συνακολούθου
πιθανής Δευτέρας μετά τής τού Αδάμ πτώσεως μου, μετ'
αιχμηράς θλίψεως ανεθυμούμην τό πάλαι ποτέ, τό τότε
υπεσχόμενον αφρίζοντας ποταμούς καί σχετικάς


116 Χ.Δ.Π. έγραφον
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

METATROPIA

των διαβάσεις ύφους Μεγαλεξανδρείου, μετά ξιφών


κραδαινουμένων κι ίππων εκπνόων.
Μά τής μνήμης μου η λαμπρά συλλογή έργων τέχνης,
μέ τούς απειροκάλλους πίνακας -τό πλείστον
κλασσικής κι εντυπωσιαστικής τεχνοτροπίας- καί μέ
τούς ευάνδρους αδριάντας αυτοκρατορικής παρακμής
καί τά σκανδαλίζοντα ινδουϊστικά ολόγλυφα, εκ τών
συχνών αναστυλωτικών επιδιορθώσεων κι επιπόνων
αποκαταστάσεων είχεν κατά τήν φήμην μέν εξυψωθεί,
κατά δέ τήν πιστότητα καί ακρίβεια οδυνηρώς
υποβιβασθεί.
Ρεμβάζων εκεί, επί τού παραπέτου, μέ σταθερόν
υπομόχλιον τούς μυώδεις άμα τε καί τρυφερούς κατά τά
άκρα βραχίονας μου, εξαπέστειλα αγωνιώδες τί ερώτημα
πρός τήν συνολικήν θεϊκήν καί άμεμπτον Ουσίαν μου,
όπως τελεσιδίκως αποφανθεί επί τής εν γένει ποιότητος
τούτων όλων, τών φιλτάτων έργων τέχνης τού παρελθόντος
μου εννοώ, επιστών εν ταυτώ τήν προσοχήν


Χ.Δ.Π. έγραφον 117
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

METATROPIA

της όπως αμελήση τάς τυπικάς αρχαιοδιφικάς -τυχόν-


αμφισβητήσεις.
Μά παρευθύς καί άμα τή εξεκκενώσει τού κέντρου
αποφάσεων πάσης άλλης προοπτικής ή κι επικρεμωμένου
ακανθώδους ερωτήματος, πρίν ή ο χρόνος καταστεί ικανός
πρός απάντησιν, στρουθίον τί, πιθανώς μετά παιγνιώδους,
ή εκ πείνης αγωνιώδους διαθέσως, ανεπήδησεν επί τά ωσεί
αφρώδη προειρημένα εκείνα λιθάρια, διακόπτον αυθωρεί
πάσαν ήδη ρογχάζουσα εγκεφαλικήν μου διελκυστίνδα,
κι ιδού! κατά τρόπον όλως μεμπτόν διά τήν εκπάγλουσα
δημοσία αξία μου συγκεντρώσεως καί προσπελάσεως
δυσβάτων νοητικών καί μεταφυσικών ατραπών,
ανασυρθείσα προεβλήθη -εν αγαστή συνεργασία μετά
τού στρουθίου, είμαι πεπειθώς- προσωπογραφία τις, πρό
πολλού λελησμονημένη θεωρηθείσα, κόρης διαπρυσίως
διαπρεψάσης εις τήν περί τήν Κύπριν ειδήν καί τά
μεσαιωνικά τής Φλόρας εκείνης ερεβώδη τεχνάσματα.
"Οϊμέ!", ανέκραξα, πλήρης πανικού κι εκ παλμικών


118 Χ.Δ.Π. έγραφον
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

METATROPIA

τρεμωδών δονήσεων εμφορούμενος, "τίς είναι λοιπόν η τού


Ανθρώπου Μοίρα, ότε επί παραπέτου (σκωληκοβρώτου δή)
εστηριγμένος καί μεθ' εσχάτου αγωνίας διαλογιζόμενος
τά περί τήν διάβασιν ποταμού τινός (έστω κι εξ ύδατος
εστερημένου), τίς είναι λέγω η Μοίρα αυτού ότε αίφνης
ΕΞ ΑΦΟΡΜΗΣ ΣΤΡΟΥΘΙΟΥ προσβάλλεται συντριπτικώς
η ιδία αυτού προσωπικότης εξ εικόνος μή καταλλήλως
αποκατασταθείσης κι ιστορικώς πιστοποιηθείσης,
συνελόντι ειπείν εξ εικόνος μάλλον θλιβεράς
Νταβιντσιακής τεχνοτροπίας μετά θολομιτικού βάθους καί
παντελώς εξ αραχνών κεκαλυμμένης; Ποία η τής
ανθρωπότητος προκοπή όταν επιτρέπονται παραπλήσιαι
δυσλειτουργίαι εν μέσω γεφύρης;
Οϊμέ, άς είπω πάλιν, ένεκα τής δυστήνου τής Σαρκός
αδυναμίας διά τό Είδος!
Καί επί τώ ρήμασι, ιδού αναφαινομένη η κατάθλιψις, η
συντρίβουσα πάν όν υπερβατικής ροπής! Καί ιδού τό
στρουθίον, μετά χάριτος καί σεμνότητος αναπηδόν κι


Χ.Δ.Π. έγραφον 119
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

METATROPIA

εμπαίζον τούς προφανείς ηθικούς μου προβληματισμούς!


"Μαρκιανή, Μαρκιανή, η αγάπη δέν ..."
Ψυχραιμία, τέκνον, ψυχραιμία! Ένεκα εξοφθάλμου
σατανικής παροτρύνσεως παρακινούμενος ο επί
γραφομηχανής δαίμων παρεισέφρυσε καταλυτικώς
διά μίαν εισέτι φοράν, αλλοιώνων τά νοούμενα καί τά
ενσυνειδήτως γραφόμενα.
Ψυχραιμία τό λοιπόν, αδελφοί! Συνοφρυωμένοι
παραβολοειδώς, άς επανέλθωμεν εις τόν δριμύν εκείνον
προβληματισμόν τόν οποίον στρουθίον τι (αμελητέον
κατακάθι τού βιολογικού μας πρίσματος καί όν εξόχως
διακρινόμενον διά τήν παντελήν έλλειψιν ταλάντων, ή καί
ουμανιστικής χρησιμότητος) διέκοψεν μάλλον άκομψα καί
κατά τρόπον ορθολογιστικώς σκανδαλώδην.
Εισπνοή λοιπόν βαθεία, εκπνοή τά μάλα βαθεία, ίνα
αποκαθάρωμεν τό υπούλως διαλαθόν εκ τού παρελθόντος
δηλητήριον, πτύσιμον εξ ευωνύμων -συμβολικόν- μετά
ποσότητος σιέλου δηλούσης τόν βαθμόν τής ημετέρας


120 Χ.Δ.Π. έγραφον
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

METATROPIA

υψηλής ανωτερότητος, βλέμμα οξύ επί τού ορίζοντος -


διά κάθε ασφάλεια- προσηλωμένον κι ασκαρδαμυκτί
επανερχόμεθα.
Ώ, βορβορώδης δισταγμός! "Μόνον τό παραπέτον εί
σεσαπέν; Μή καί ..."
Ψυχραιμία! Ψυχραιμία! Ψυχρ...
"Μαρκιανή, Μαρκιανή, πόσον σ' αγάπ...".-

Χ.Δ.Π. έγραφον 121


ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

MINUETTO

Καί μόνο τό γεγονός ότι ρωτάς είναι μιά υπερβολή. Είναι


ένα απόστημα. Είναι μιά ηλιακή κηλίδα. Είναι μιά πράξη
υπερβάσεως ορίων. Κανείς δέν μάς εγγυήθηκε ποτέ πώς
έχουμε κάποιο δικαίωμα στό νά ρωτάμε. Δηλαδή, βάσει
ποίας λογικής στέκεσαι στήν άκρη, άς μήν πούμε τού
γκρεμού, άς είναι ενός χαντακιού -δέν είναι ανάγκη νά τό
δραματοποιήσουμε τό θέμα- κι απαιτείς νά υπάρχει μιά
απάντηση, λίγο-πολύ ικανοποιητική; Είναι μιά χειρονομία
θρασύτητας, είναι πασιφανές. Είναι μιά χειρονομία
θεατρινίστικη, γιά νά μήν πώ τού βαριετέ. Μπορείς, κύριε,
νά ζήσης έτσι ή αλλιώς, νά δέχεσαι αυτό ή εκείνο, νά
σκοτώνεις ή όχι, ναί, όλα αυτά είναι στό χέρι σου, αλλά
δέν μπορείς νά απαιτείς καί νά σού δοθούν καί εξηγήσεις
γιά όλα αυτά, νά υπάρξουν βολικές απαντήσεις στά
ανάλογα ερωτήματα. Ά, όχι! Γιατί άν τό αντιμετωπίσουμε
τό πρόβλημα λογικά (κάτι τό ταιριαστό στό είδος μας,
ψέμματα; απόδειξη η ιστορία μας), άν τό αντιμετωπίσουμε
λοιπόν λογικά, η σιωπή είναι μιά πλήρης


122 Χ.Δ.Π. έγραφον
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

MINUETTO

απάντηση, είναι -δύναμαι νά πώ- μιά φλυαρία, είναι μιά


απάντηση στά μέτρα μας (καί στά μέτρα τών ερωτήσεων
μας), πρός τί λοιπόν οι μεμψιμοιρίες καί οι διαρκείς
αναζητήσεις χαμένων ή μελλοντικών Παραδείσων,
υπερχρονικών Νόμων καί κοσμικών Ενδελεχειών; Χαμένος
κόπος ένεκα εγωπαθείας, ιδού τί λέγει τό ψύχραιμο
ανθρώπινο πνεύμα. Μή δέν έχουμε δά αρκετά προβλήματα
μέ τήν συστηματικοποίηση, τήν εντατικοποίηση, τήν
διεξοδική εκμετάλλευση καί τέλος μέ τήν οριζόντια καί
κάθετη κατανομή τής παραγωγής; Ποιός ο λόγος νά
προσθέτουμε κι άλλα;
Οι δέ διορατικώτερον προοδευτικοί αναμεταξύ μας καί
τά μάλα συνειδητοποιημένοι γνωρίζουν ότι σέ τελευταία
ανάλυση η όλη φασαρία είναι απλώς θέμα παντεσπανιού,
ή έστω μπιφτεκιού. Οι δυστυχείς έτεροι, κατά τό πλήθος
ευτυχώς ελάχιστοι, δέν αναλογίζονται ότι καί στήν πλέον
ιδανική περίπτωση αναζήτησης τά πράγματα μπορεί νά
έρθουν τελικώς θεόστραβα καί νά μείνει κανείς στόν


Χ.Δ.Π. έγραφον 123
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

MINUETTO

άσσο, ένεκα κάτι τό απρόσμενο καί τυχαίο, όπως καί


στήν περίπτωση ενός παλαιού άραβος ασκητού, πού δέν
πρόλαβε δηλαδή κάν νά γίνει σωστός ασκητής καί νά
βρεί τίς αραχνιασμένες απαντήσεις πού τέλος πάντων
ζήταγε, λόγω πού ενεπλάκη μ' ένα ψειριασμένο σκύλο.
Σάς φαίνεται παράξενο; Κι αστείο επιπροσθέτως; Κι όμως
συνέβη! Επιπροσθέτως υποσημειώ δέ ότι οι πηγές μου είναι
παντελώς αξιόπιστες, ως συναξάριον αγίου.
Ναί, είχε ξεκινήσει κι αυτός ρωτώντας. Βέβαια, τόν
δικαιολογούμε εν λελογισμένω μέτρω, διότι τότε τά
προβλήματα παραγωγής δέν ήσαν τόσον ακανθώδη
ως σήμερον κι υπήρχε μιά κάποια ευχέρεια σπατάλης
εργάσιμου ανθρώπινου δυναμικού σέ παρόμοιες αδιέξοδες
καί κοινωνικώς άχρηστες -άν όχι επιζήμιες- ενασχολήσεις.
Οι πηγές μου δέν αναφέρουν λεπτομέρειες, αλλ' είναι
σίγουρο πώς περιπλανήθηκε γιά αρκετό καιρό σέ μάλλον
ύποπτες τοποθεσίες στά πέριξ τής Βαγδάτης, ένθα καί η
ιδιαιτέρα του πατρίς, ζών κατά τό μάλλον ή


124 Χ.Δ.Π. έγραφον
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

MINUETTO

ήττον ανθυγιεινά. Διότι ως όλοι οι έχοντες παρόμοιες


αυτοκαταστροφικές τάσεις προσεπάθησε ν' αποδείξη -
κυρίως στόν εαυτό του- ότι τού πεπρωμένου σκοπός ήτο νά
προξενεί τό Κακό στούς άλλους κι ότι -τάχα- απεχθανόταν
κάθε τι τό συσχετιζόμενο μέ "υψηλούς" στόχους, ή
επιδιώξεις "ευγενικές".
Κι ως όλοι οι όμοιοι του, απέτυχε. Διότι τό "πεπρωμένον
φυγείν αδύνατον", σέ φάση βέβαια προβιομηχανικής
παραγωγής, μήν τό ξεχνάμε! Εν τέλει, μέ κάποιες
βεβιασμένες προσπάθειες έπεισε τόν εαυτό του -άν
καί καθόλου εύκολα- πώς οι ζωτικές απαντήσεις περί
βίου πού ανεζήτει εδίδοντο από κάποια απ' αυτές τίς
ανατολικές θρησκείες, πού εντρυφούν ως καί οι μυίγες
στά μεσογειακά κλίματα καί πού συνάδουν μέ τήν
υποανάπτυξη πού τά χαρακτηρίζει.
Κι εδώ αναμένει κανείς τό happy end μιάς έστω θλιβεράς
ιστορίας τού παρελθόντος. Κι όμως! Όταν ακολουθώντας
τίς επιταγές τής νέας του κοσμοθεώρησης προσπάθησε

Χ.Δ.Π. έγραφον 125
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

MINUETTO

ν' απαλλαγεί από τά υπάρχοντα του πρίν ακολουθήσει


τόν δρόμο γιά τήν έρημο, ένθα καί οι απαντήσεις, δέν
τά κατάφερε. Δηλαδή, όχι τελείως. Καί γιά νά είμαστε
πιό ακριβείς, ενώ ξεφορτώθηκε μάλλον εύκολα τά
μικροπράγματα πού διέθετε σάν ημιελεύθερος αλήτης,
έμεινε ημέρες επτά, ναί, ημέρες επτά, στήν Πύλη τής
Εγκύου Καμήλας προσπαθώντας νά ξεφορτωθεί ένα
ψωριάρικο -καί ψειριάρικο- γέρο σκύλο πού' χε
περιμαζέψει γιά κακή του τύχη μόλις τρία βράδια
ενωρίτερον. Πλήν, αποτέλεσμα μηδέν! Ματαίως υπενθύμιζε
στούς περαστικούς καμηλιέρηδες καί ημιονηγούς ότι
υπήρχε έσχατος ανάγκη ν' αναλάβη κάποιος τό έρημο
σκυλί. Αδίκως έκανε κρούση στά ανθρωπιστικά τους
συναισθήματα (πού τής εποχής μή ούσης ακόμη στήν
φάση τής εν σειρά παραγωγής μπορούσαν νά εντοπισθούν
αραιά καί πού) καί διεκδικούσε τήν συμπαράσταση τους.
Στόν βρόντο προσέφευγε στά θρησκευτικά τους ένστικτα
(πού οπωσδήποτε δέν είχαν ακόμα ολοσχερώς υποχωρήσει


126 Χ.Δ.Π. έγραφον
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

MINUETTO

λόγω τυποποιήσεως τών προϊόντων), αποπειρώμενος νά


τούς πείση νά μήν αφήσουν έναν ψωραλέο -καί ψειραλέο-
σκύλο νά μπεί εμπόδιο ανάμεσα σ' αυτόν καί τόν
Παράδεισο πού τόν ανέμενε εγγυημένα στίς σπηλιές τής
αχανούς ερήμου.
Τίποτα! Όλοι προσπερνούσαν ψιθυρίζοντας αδιάκριτα:
"πφφ! ακόμα ένας πιθανός προφήτης!". Τού κάκου
εξαντλημένος στό τέλος τούς έταζε νά επιστρέψη από
τίς σπηλιές κομίζοντας πρός κοινοποίηση τίς σωτήριες
απαντήσεις. Τό τελευταίο βέβαια θά τό καταλογίσωμε
ως καθαρό σφάλμα τακτικής, αφού οι αγαθοί εκείνοι
άνθρωποι ουδέποτε είχον θέσει ερωτήσεις.
Πάντως, τινές-τινές πονόψυχοι έρριχναν κανα-
ξεροκόμματο, άγνωστο άν προώρισται γι' αυτόν, ή γιά τόν
σκύλο. Ένιοι άλλοι παμπάλαιας τούς προσέφεραν καί
πολυτιμήτους συμβουλάς, ως: "βρές μιά δουλειά καί μιά
καλή νύφη καί θά σού περάσει".
Καί φυσικά διαρκούσης τής δοκιμασίας του, αγυιόπαιδα


Χ.Δ.Π. έγραφον 127
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

MINUETTO

τόν ενέπαιζαν δεικτικά: "μή σύ εί ο Μεσσίας;"


Τήν εβδόμη τέλος ημέρα κατενόησε τό άκαρπο κι αδιέξοδο
τής καταστάσεως του κι ότι έπρεπε δυστυχώς γι' αυτόν
καί τήν υστεροφημία τών συμπολιτών του ν' αναλάβη τίς
ευθύνες του.
Κι εδώ οι πηγές μου διχάζονται. Η μία εκδοχή αναφέρει
ότι εξετέλεσε τόν γερο-σκύλο του, ώστε νά μήν πέσει
πάλι στά χέρια τών ανθρώπων καί κατόπιν τράβηξε
κατά τήν έρημο. Αλλά, αλοί! δέν βρήκε τήν γαλήνη πού
προσδοκούσε. Κι έζησε τυραννισμένος τήν υπόλοιπη ζωή
του, πεποικιλμένη μ' εφιάλτες, οράματα καί πειρασμούς,
ως άλλωστε παλαιόθεν προσιδιάζει στούς ασκητές.
Όταν δέ μετά θάνατον παρουσιάσθηκε στό Τελικό
Δικαστήριο, ο αρμόδιος Εισαγγελεύς λαμβάνων τόν λόγον
ζήτησε τήν πυρωμένη καταδίκη του (μέσα στήν γενική
απορία καί έκπληξη) στόν Αιώνιο Κολασμό. Παρουσίασε
τώ όντι συντριπτικά στοιχεία εις βάρος του, τουτέστιν τό
φάντασμα ενός γερο-σκύλου, ολίγον ψωραλέου

128 Χ.Δ.Π. έγραφον
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

MINUETTO

καί ψειραλέου. Ο δεινός συνήγορος υπεράσπισης τόν


αντέκρουσε βεβαίως προσκομίζοντας 63 περίπου χρόνια
αυστηρού ασκητικού βίου, αλλά η δίκη είχε πλέον κριθεί
(οι νοούντες, εννοούσι).
Η άλλη εκδοχή υποστηρίζει ότι αποσύρθηκε ήρεμα μέ τόν
σκύλο του αχώριστη παρέα εν μέσω καί πάλιν τών
ανθρώπων κι έζησε μιά πολυτάραχη ζωή, πού τήν κοσμούν
μάλιστα καί μερικές καταδίκες ποινικής φύσεως.
Στό Τελικό δέ Δικαστήριο, αντί απολογίας εζήτησε (μέ
τήν προσήκουσαν ευγένειαν, είναι γεγονός) νά πάρει στόν
τόπο τιμωρίας του καί τόν σκύλο του, ώστε ν' αναθυμάται
πώς καί γιατί βρέθηκε εκεί καί προσέτι πρός ηθικήν
ενδυνάμωσιν τής ψυχικής του καρτερίας.
Εδημιουργήθηκε τότε δεινή σύγχυσις στό Δικαστήριο,
μάλιστα σημειώνεται ότι ηγέρθησαν καί πλείστα όσα
προβλήματα αρμοδιοτήτων καί δικαιοδοσιών. Κι άς
μήν παραλείψουμε νά τονίσουμε τό όλο παράλογο τής
αιτήσεως του, αφού γνωστόν τυγχάνει ότι ένα σκυλί δέν


Χ.Δ.Π. έγραφον 129
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

MINUETTO

ημπορεί επ' ουδενί λόγω νά μεταβεί στήν Κόλαση, τόπον


προωρισμένον αποκλειστικώς διά τό ανθρώπινον είδος,
προνόμιον δέ πού σπανίως εκτιμάται δεόντως.
Η δεύτερη αυτή εκδοχή δέν καταλήγει πουθενά, διότι
εγκύρως υποστηρίζεται ότι η υπόθεσις είναι ακόμα
εκκρεμής κι επιπροσθέτως ότι οιαδήποτε απόφασις
ληφθεί θά εφεσιβληθεί εν ριπή οφθαλμού, μέ μυστηριώδη
δευτεροβάθμια σύνθεση δικαστηρίου.
Αναμφισβήτητον είναι ότι προξενήθηκε μιά κάποια
ανωμαλία κι ένα προσωρινό χάος, χωρίς αυτό νά έχει
καμμία σύνδεση μέ οποιαδήποτε δομή παραγωγικών
σχέσεων, ή κεφαλαιουχικών υπεραξιών.
Καί προτού αντιδράσετε αντιδραστικά στήν μικρή
διδακτική ιστορία πού σάς εξέθεσα, σάς συμβουλεύω ν'
αναλογισθείτε: πρώτον, ότι είναι μιά ιστορία σκοτεινής
εποχής κι οπωσδήποτε σκοτεινών επιδιώξεων καί δεύτερον,
από πότε αρχίσαμε νά έχουμε απαιτήσεις γνησιότητος γιά
τίς ιστορίες πού εμπιστευόμαστε σάν κατά γενική αποδοχή


130 Χ.Δ.Π. έγραφον
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

MINUETTO

αληθινές; Δέν νομίζετε ότι κάτι τέτοιο θά ήταν μία κακή


σύμπτωσις υπερφίαλης αντιμετώπισης τών συνανθρώπων
σας; Κι εν πάσει περιπτώσει, σάς διαβεβαιώ ότι οι πηγές
μου καί συνακόλουθα κι η όλη αφήγηση, μή υποκείμενες
σέ άλλη λογοκρισία πλήν ίσως εκείνης τής καλής μου
προαιρέσεως, είναι πλέον λογικώς τεκμηριωμένες
(βάσει πάντα τής στατιστικής θεωρίας τών μητρών) από
οποιοδήποτε περιεχόμενο ιστορικού εγχειριδίου.
Καταλήγων, οφείλω νά προειδοποιήσω καί πάλιν
ορισμένους παμπόνηρους νοσταλγούς Μεσαιώνων, ότι
τών ερήμων ουδόλως έπονται γαλήνιοι διαλογισμοί
επί τών εγκοσμίων κι ότι όλα, ΌΛΑ, μπορεί νά τά
γκρεμίση ο πρώτος τυχών ψωραλέος -ή καί μόνον
ψειραλέος- σκύλος, πού (άς μήν υπερβάλλωμε) δέν τούς
εξαφανίσαμε ακόμα όλους, δέν τούς εξαλείψαμε, δέν
τούς εξοντώσαμε, εξακολουθούν νά επιζούν εις πείσμα τού
πολιτισμού μας καί τών εξελιγμένων μορφών οικονομικής
προσχεδιοποίησης καί καλά θά κάνουνε αυτοί οι λιγοστοί


Χ.Δ.Π. έγραφον 131
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

MINUETTO

κρονόληροι νά προσέχουν καλά γύρω τους προτού


αρχίσουν τίς φασαρίες μέ τίς απανωτές τους ερωτήσεις,
πού τέλος πάντων είναι απλώς ένα δείγμα κακής
προσαρμογής σ' ένα κόσμο πού τουλάχιστον τήν σιωπή
του τήν καλύψαμε επαρκώς μέ τούς δικούς μας θορύβους
(καί σάν ύστατη λύση υπάρχει πάντα εφεδρικά η σύντηξη
πυρήνων ηλίου κι υδρογόνου).
Πρός τί λοιπόν όλος αυτός ο αναχρονιστικός φανατισμός
πού ανθεί εσχάτως; Γιά νά θυμίζουμε χαλασμένο
μαγνητόφωνο εκτός εποχής, όπως τά μαδριγάλια
τού θρησκόληπτου Σεβαστιανού Ιωάννη; Ή γιά νά
καταλήξουμε σάν τόν ατυχή εκείνο -καί ταυτόγχρονα άξιο
κάθε οικτιρμού- πρίγκηπα τής Δανιμαρκίας πού διηρωτείτο
σύνοφρις: "νά ζεί κανείς ή νά μή ζεί;" κι έκτοτε σκάνε στά
γέλια τά φέρετρα όλης τής γής σάν τόν θυμούνται;
Όχι, ασφαλώς αξίζουμε μία καλύτερη μοίρα από τά
χαχανίσματα τών φερέτρων, ψέμματα;

132 Χ.Δ.Π. έγραφον


ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

Χ.Δ.Π. έγραφον 133


ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

NOCTURNE

Καί ξεκινάω γιά τό καλοκαίρι μου (θέ νά'ναι θλιβερό, σάν


όλα πιά τά καλοκαίρια). Τέσσερεις χιλιάδες τώρα χρόνια
ξεκινάω γιά τό καλοκαίρι μου. Στιβάζω τά υπάρχοντα
μου, τήν δίψα μου, τό χτυπημένο πόδι μου πού μέ πονά
σάν κάνω απότομα πηδήματα (καί πιά δέν τό μπορώ τόν
Βάκχο νά μιμούμαι) καί τό οξύ μαχαίρι μου. "Καί τί τό
θές τό τελευταίο;" ρωτάνε οι τουρίστες πού μέ τριγυρνούν
πάντα σάν ξεκινάω. "Γιά τά φίδια" απαντώ μέ κάποια
δυσκολία καί γελάμε όλοι μας, γιατί πού νά βρεθούν
πλέον τά φίδια, μά κι άν βρεθούν ποιός θά τρομάξει;
Κλειδώνω τόν Πόε, τόν Καββαδία, τόν Καμύ καί ξεκινάω,
πάντα γιά κάπου ξεκινάω, μέ τήν κάμερα στό στήθος γιά
νά φυλακίση ό,τι δέν μπορούν τά μάτια μου κι έχει γίνει
αυτή πλουσιώτερη από μένα, πού έβλεπα ηλίθια πλάνα,
γωνίες καί προοπτικές κι αυτή εθαύμαζε αδιάφορη τά
θαύματα πού μέ περικυκλώναν καί τόσο τήν μισώ πού πιά
τήνε κρεμάω στό στήθος μου καί δέν τήν χρησιμοποιώ, γιά
τιμωρία της, γιά όλες τίς στιγμές, γιά όλη τήν ομορφιά


134 Χ.Δ.Π. έγραφον
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

NOCTURNE

πού μού' κλεψε.


Καί τό όνομα τού πλοίου "ΓΟΝΟΡΡΟΙΑ", γιά νά θυμάμαι
πόσο βαριά είναι αυτή η γή πού αγκαλιάζω. Κι άξαφνα
παραπατώ, γιατί πάντα μέ ζαλίζει η ομορφιά κι άς
μυρίζει εκείνη τήν στιγμή άκαυτο πετρέλαιο. Κι Εσύ μ'
αναβαστάς, αναμετρώντας τόν φαλλό μου. Πού γίνεται
Αριστοφανικός, μά φταίν' οι γλάροι κι Εσύ τό παίρνεις
άκαιρα σάν φιλοφρόνηση, δέν τό κατάλαβες τί σχέση
έχουνε οι γλάροι καί μιά μέδουσα μώβ μέ τό μήκος τού
φαλλού μου.
Καί γονατίζω στά πόδια σου κι υπόσχομαι κι ορκίζομαι
καί εξομολογούμαι. Μά φταίν' οι γλάροι καί μιά μέδουσα
μώβ ΚΑΙ τό μήκος τού φαλλού μου, μά Εσύ δέν τό
κατάλαβες καί γελάς μ' ένα κρυμμένο δάκρυ.
Καί σάν μέ αντικρύζει ο ναός τής Αρτέμιδος φιλιώνουμε κι
είμαστε πιά μιά οπτασία. Κι έχουν σκουρήνει επικίνδυνα
τά χείλη σου, πάνε νά σπάσουνε απ' τό πολύ τό αίμα. Κι
ύστερα παίζω μέ τά στήθια σου καί σέ πονούν, μά λές


Χ.Δ.Π. έγραφον 135
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

NOCTURNE

"μή σταματάς" κι εγώ δέν σταματάω, δέν θά σταμάταγα


έτσι κι αλλιώς, γιατί τό' χα σκοπό νά σέ πονέσω, γιατί
μισώ όλα αυτά πού σκέφτεσαι, πού πιστεύεις, πού σέ
υποτάσσουν καί πάνω απ' όλα μισώ τήν ομορφιά τών
σκληρών σου τών βυζιών πού μέ εξουσιάζει.
Κι έτσι γνωριζόμαστε σιγουρεύοντας μέ τήν γλώσσα τήν
άπιαστη σάρκα μας. Κι ως σκύβω απάνω σου, σέ νιώθω
πώς δέν ξέρεις πιά ποιός είμαι, πού μέ μάτια ολάνοιχτα
μέ καρφώνεις κι όμως τίποτα δέν βλέπεις, βάζω λοιπόν τά
δυνατά μου νά πονέσεις πιό πολύ, νά γίνουνε δικοί μου οι
αναστεναγμοί σου, νά μήν είναι "κάποιου, κάπου, κάποτε".
Μά τά μάτια σου γυαλίζουν κι αναστρέφονται καί πιά
δέν σέ γνωρίζω, ο πόνος σου γίνεται κάτι πού έρχεται από
πολύ μακριά, αλλίμονο, δέν πιά δικός μου!
Κι ο λαιμός σου μέ παραμονεύει, λεπτός, μέ δυό μικρές
φλεβίτσες καί δυό κατακόκκινα σημάδια μου καί τόν
λοξεύεις καί ... φοβάμαι.
Καί σηκώνομαι καί πάω στό βραχάκι νά καπνίσω ένα


136 Χ.Δ.Π. έγραφον
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

NOCTURNE

τσιγάρο κι Εσύ θυμώνεις, γιατί νομίζεις ότι πήρα ό,τι


ήθελα καί φεύγω. Κι όμως εγώ πάω στό βραχάκι νά
καπνίσω γιατί φοβάμαι μήπως πάρω αυτό πού θά'
θελα, σκύβοντας πάνω απ' τόν λαιμό σου τόν σάν τόξο
τεντωμένο, φοβάμαι μήπως πάρω τήν ανάσα σου!
Κι πάλι έρχεσαι δίπλα μου κι όλο σκύβεις τό κεφάλι
ψιθυρίζοντας "ναί", σιωπηλά, γιατί έχεις πιά παραδοθεί,
αυτό θέλεις νά μού πείς, πώς είσαι υποταγμένη πιά, μά
εγώ δέν τό πιάνω τό μήνυμα, δέν τό δέχομαι τό μήνυμα,
γιατί' μαι πιά ανίκανος νά σκύψω όπως θά' πρεπε -όπως
θά' θελα- πάνω απ' τόν λοξό λαιμό σου.
Δέν είν' δυνατόν νά τό παραδεχτώ, μά η γεύση σου (καί
πώς νά βρώ τίς λέξεις νά τήν περιγράψω;) θά μέ κυνηγάει,
πρέπει τό λοιπόν δική μου νά σέ κάνω. Κι αυτή' ναι η
σκλαβιά μου, γιατί Εσύ δέν τό μπορείς -όσο κι άν θές- δική
μου ΟΛΟΚΛΗΡΗ νά γίνεις.
Κι είναι χαμένο τό παιχνίδι έτσι κι αλλιώς κι όμως θά
προσπαθήσω, όπως πάντοτε, γιατί μέ πότισες τήν ηδονή


Χ.Δ.Π. έγραφον 137
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

NOCTURNE

πού χύνει τό κορμί σου (κι άς τήν αγνοείς), άς μέ φοβάσαι


γιατί δέν μέ ξέρεις καί φέρνομαι παράξενα κι όλο
συλλογίζεσαι πώς θά μέ χάσεις, πώς θά σ' αποδιώξω
τώρα πού πήρα αυτό πού ήθελα.
Καί σέ φιλάω στά μαλλιά, στό μέτωπο, στά μάτια. Καί
γελάω, ξεκαρδίζομαι, ΟΧΙ, δέν έφταιγαν οι γλάροι,
φταίς ΕΣΥ! Καί σκύβω επάνω σου σιγανά, απαλά, μήν
σέ πονέσω, γιά νά θυμάσαι "κάποιον, κάπου, κάποτε"
πού δέν σέ πόνεσε. Καί κλείνω τήν μικρή σκισιματιά πού
σού' κανα στά χείλη καί μέ κοιτάζεις κι απορείς, γιατί
φοβάσαι όταν είμαι τρυφερός (κι είναι αυτή μιά άλλη μου
κατάρα), φοβάσαι σάν δέν αρπάζω μά χαϊδεύω, σάν σ'
απαλοφιλάω σάν μάνα τό κοιμισμένο της παιδί, όταν σέ
παίρνω όπως τά ρεύματα τού ωκεανού κι όχι σάν κύμα
πού χτυπάει στά βράχια.
Κι ύστερα δέν θέλεις πιά νά κοιμηθείς, κάθεσαι ακίνητη
καί μέ κοιτάζεις. Μέ προσμονή. Γιατί 'σαι -έτσι νομίζεις-
πιά δική μου. Κι εγώ θά μείνω πάντα ένας ξένος, πού δέν


138 Χ.Δ.Π. έγραφον
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

NOCTURNE

κατάλαβες ποτέ γιατί φοβόταν τόν λαιμό σου, πού δέν


κατάλαβες ποτέ γιατί μισούσε ό,τι έζησες καί πόσο μ'
εξευτέλισε η ήττα τού κορμιού σου καί η νίκη μου πάνω σ'
ό,τι μού πρόσφερες μέ διάπλατα ανοιγμένο τό κορμί σου.
Μά τό καλοκαίρι δέν τελειώνει εύκολα. Άς τό ρουφήξουμε
λοιπόν μέ τήν πικράδα τού "ύστερα". Κι άς οργιάζει
η θάλασσα κι ο ήλιος σέ μεθύσια ανόσια. Εμείς
προσμένουμε, γιατί τό ξέρουμε, μία πυγολαμπίδα τό
καλοκαίρι κι αργοπεθαίνει μέσα από κάθε όνειρο, μά
εμείς προσμένουμε, σάν τά παιδιά πού ξέρουν πώς
τά όνειρα είναι μόνο όνειρα κι όμως τά ζούνε. Κι η
πυγολαμπίδα αργοπεθαίνει μέσα από κάθε όνειρο πού
τυλιγόμαστε, μέσα από κάθε όνειρο πού κρύβουμε ο ένας
τού άλλου.
Ψυχομαχάει τό καλοκαίρι κι είμαστε τόσο παράξενοι πού
μάς στραβοκοιτάνε οι γήϊνοι μ' απορημένα μάτια, γιατί
σκοτώνουμε ο ένας τόν άλλο σιγά-σιγά, νά μήν πονέση
σάν έρθει η στιγμή, νά μήν είναι ψεύτικη η στιγμή, νά μήν


Χ.Δ.Π. έγραφον 139
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

NOCTURNE

είναι αληθινά τά δάκρυα κι ο πόνος πού μάς περιμένουν,


γιατί η αλήθεια τους είναι πού κάνει τήν στιγμή νά
φαίνεται σάν ψεύτικη, γιατί εμείς είμαστε πολύ ψεύτικοι
γιά νά μπούμε στήν αλήθεια μιάς τέτοιας ανυπόφορης
στιγμής.
Κι έρχεται, έρχεται η στιγμή πού δηλητηρίασε μέ τόση
ηδονή όλες τίς άλλες καί δέν μιλάμε πιά, η κάθε μας
κουβέντα ένα ξυράφι ανοιχτό, σαράντα μέτρα από τήν
αποβάθρα καί μυρίζει τόσο άσχημα καί τ' όνομα τού
πλοίου "ΠΑΛΙΡΡΟΙΑ" καί μέ κοιτάζεις, δέν θά χωρίσουμε,
ναί, σέ κοιτάζω, δέν θά χωρίσουμε ακόμα, δέν τά
καταφέραμε, τό φαρμάκι κι η πίκρα δέν είναι ακόμα
αρκετά, η σάρκα σου κι ο τρόμος σου γιά μένα ζητάνε
ακόμα περισσότερα, ναί, ο πόθος μας είν' ακριβός κι
ακριβά θά πληρωθεί!
Κι είμαστε ένα θρόϊσμα, ένα τσίριγμα καντηλιού, λάδι καί
νερό αχώριστα κι όμως ξεχωρισμένα καί κατεβαίνουμε
προσεκτικά από τό πλοίο πού τό λέν "ΠΑΛΙΡΡΟΙΑ" καί μέ


140 Χ.Δ.Π. έγραφον
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

NOCTURNE

στηρίζεις, γιατί φοβάσαι γιά τό χτυπημένο πόδι μου, πού


τό μισείς γιατί σού αναθυμίζει πόσο ξένος ήμουν κι έμεινα
κι έχει τελειώσει πιά τό καλοκαίρι...
Κι ήταν θλιβερό, σάν όλα πιά τά καλοκαίρια, γιατί
πεθαίνω κάθε καλοκαίρι, νά τί δέν κατάλαβες (κι ούτε ποτέ
θά καταλάβεις), τά καλοκαίρια μου είναι ένας θάνατος,
είναι ο θάνατος τής επανάληψης, είναι ο θάνατος τού νά
ξεκινάω κάθε καλοκαίρι καί νά' ναι θλιβερό καί νά' ναι
τό όνομα τού πλοίου "ΠΑΛΙΡΡΟΙΑ", γιά νά θυμάμαι ότι
είμαστε μιά ανταλλαγή, ποτέ ένα σμίξιμο, είμαστε μιά
δημοπρασία, ποτέ η αρχοντιά τού νά δίνεις άδικα, γιά νά
θυμάμαι ότι μού μέλλει νά ξαναξεκινήσω γιά κάποιο άλλο
καλοκαίρι, γιά νά θυμάμαι ότι δέν θά τά καταφέρουμε
ποτέ νά γίνουμε μιά Άνοιξη, μιά χωρίς τέλος Άνοιξη, ότι
πρέπει νά είμαστε πάντα (πώς νά σέ συγχωρήσω;) μιά
μακριά σειρά από καλοκαίρια, ότι πρέπει νά είμαι εγώ
μιά άπειρη σειρά από θλιβερούς γλάρους, μέδουσες μώβ,
πικρά τσιγάρα καί γλυστερές αποβάθρες μπρός από τό


Χ.Δ.Π. έγραφον 141
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

NOCTURNE

πλοίο πού τό λέν' "ΠΑΛΙΡΡΟΙΑ".


Καί πάνω απ' όλα, νά μήν ξέρω πώς νά φυλαχτώ όταν σέ
ξαναδώ μπροστά μου, πώς νά σέ κρύψω απ' τά τόσα μου
καλοκαίρια, τά τόσο θλιβερά, πού κουβαλάω καί πού σέ
σκοτώνουν κάθε καλοκαίρι!

142 Χ.Δ.Π. έγραφον


ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

Χ.Δ.Π. έγραφον 143


ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

OPUS 77

Έχουμε σκορπίσει καί χαθήκαμε οι φίλοι οι παλιοί,


πού τά' πιναν μέ κολοκυθάκια τηγανιτά καί ούζο, γιατί
μόνο έτσι "βγαίναμε", κι αναζητούμε τούς ίσκιους μας
μέσα στήν πόλη, στήν πόλη πού μάς γέννησε καί θέλει
νά τά καταφέρει νά μάς σκοτώσει κι όλας καί μένει
ένα μόνο ραντεβού πού δώσαμε πιωμένοι, κι ο Νάσος
είχε προλάβει νά κάνει ήδη εμετό, ν' απαντηθούμε
ύστερα από χρόνια οχτώ, Πωτοχρονιά, στό ίδιο εκείνο
κουτσοταβερνάκι. Γιατί οχτώ; Δέν ξέρω, κανείς δέν
ρώτησε, κανενός δέν τού' ρθε η απορία.
Κι είναι παραμονή, μετά χρόνια οχτώ καί σκέφτομαι τόν
Χρήστο μέ τά μακριά δάχτυλα καί τήν χωρίστρα δεξιά,
ανορθόδοξη καί πάντα εντάξει, πού αγάπαγε σέ κάθε
στρίψιμο τού δρόμου κι είναι τώρα χημικός καί στρίβει
ανάμεσα από βωξίτες καί σκέφτομαι τόν Χρήστο πού δέν
θά' ρθει, γιατί' ναι παιδιαρίσματα όλα αυτά, ρομαντικοί
καουμποϋσμοί αθώων μειρακίων.
Κι είναι παραμονή καί σκέφτομαι τόν Κώστα, μέ τούς


144 Χ.Δ.Π. έγραφον
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

OPUS 77

ώμους τούς τετράγωνους, τόν άβγαλτο κι όμως καυγατζή,


πού ντρεπότανε αφόρητα τίς πόρνες κι έχει τώρα τέσσερα
παιδιά, ταξί νύχτα καί μέρα γιά νά χορτάσει στόματα
εφτά -κι η πεθερά καπάκι- καί δέν αδειάζει, πέφτει
σκοτωμένος στό κρεββάτι κι ούτε καί θά θυμάται τί
Πρωτοχρονιά έχουμε, μά καί πάλι τά ταξί τά κονομάνε τίς
Πρωτοχρονιές, δέν είναι μέρα γιά παιχνίδια.
Καί σκέφτομαι τόν Νάσο, τόν μέγα αγαπητικό, μέ τ'
αγγελικό του πρόσωπο, πού αγάπαγε αυτήν πού είχαμε
"περάσει" όλοι, μά δέν τό' ξερε καί όλο μέθαγε γιά τήν
άτυχη αγάπη του, πού τήν νόμιζε πολύ "σκληρή", γιατί τάχα
δέν τόν ήθελε καί στό τέλος τήν παντρεύτηκε καί -τά' μαθε,
δέν τά' μαθε;- τήν μαχαίρωσε κι έκανε καί φυλακή, μά
ήταν πάντα άτυχος, δέν τήν σκότωσε κι έτσι βγήκε σύντομα
καί πού κουράγιο πιά νά δεί τά μούτρα μας, γιατί' ναι
ανάποδα τά πράγματα κι έπρεπε κανονικά νά ψάχνουμε
εμείς νά βρούμε κουράγιο, μά δέν ψάχνουμε εμείς, "οι
φίλοι του", ψάχνει αυτός καί πού νά βρεί κουράγιο ύστερα


Χ.Δ.Π. έγραφον 145
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

OPUS 77

από τέσσερα χρόνια φυλακή;


Καί τόν Νίκο, "τό τέρας", πού' χε περάσει κάθε κλίμακα
πασών τών ζυγαριών γιά ανθρώπους κι όλο γέλαγε,
γέλαγε μέ τά χάλια του, όπως γέλαγε μέ τίς τρικλοποδιές
καί τίς σφαλιάρες καί τά άλλα μας, όπως γέλαγε κι
όταν διάβασε τό ερωτικό ραβασάκι πού τού σκαρώσαμε
τάχα απ' τήν Τασία καί κόντεψε νά τρελλαθεί, μέχρι
καί τό γέλιο του έχασε, μέχρι πού μάς απήγγειλε καί
ποίημα τού Μπωντλαίρ κι ύστερα τού τό' παμε κι έτσι
πάλι ξαναγέλασε κι έπαψε νά είναι πιά ευτυχισμένος καί
πήρε πιά τόν δρόμο τόν σωστό κι είναι τώρα ασφαλιστής,
βγάζει φράγκο μέ τήν σέσουλα κι έχει καί Μπεμβέ κι
ακόμα χαμογελάει καί μιλάει μόνο γιά ευκαιρίες κι
οικόπεδα, γιατί τά λεφτά του κινδυνεύουν, ο πληθωρισμός
-λέει- είναι ύπουλος, κι απειλεί ν' αγοράσει κι ελικόπτερο,
"γιατί ο άνθρωπος πρέπει όλα νά τά δοκιμάζει", κι άν τό
θυμηθεί τό ραντεβού "τό τέρας", τί έγινε; σιγά τό γεγονός,
βάζω στοίχημα πώς θά γελάσει.


146 Χ.Δ.Π. έγραφον
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

OPUS 77

Καί σκέφτομαι καί τόν Μιχάλη, πού' γραφε ποιήματα πού


δέν διάβασε ποτέ κανένας μας, πού δέν έβλεπε καλά κι
όταν τού σπάσαν τά γυαλιά τού στείλαμε τήν Εύη αντί τής
Λένας στό πρώτο ραντεβού, παρθενικό καί πολυπόθητο καί
τήν πάτησε, μιάς καί δέν είχε δεί καμμία τους κοντύτερα
από έξη μέτρα κι όταν τό ανακάλυψε -από τήν Λένα- δέν
είπε τίποτα, μόνο άλλαξε σχολείο καί τόν χάσαμε κι είναι
τώρα σκηνοθέτης στήν διαφήμιση καί τσεπώνει χρήμα
καί κοροϊδεύει τήν δουλειά του, γιατί μισεί κάθε ίντσα
φίλμ απ' αυτά πού φτιάχνει καί τό ξέρουν όλοι, μά ο
Μιχάλης δέν είναι ιδεολόγος γιά νά πεινάσει, μόνο φτύνει
τά λεφτά, τά λεφτά πού τόν εξευτελίζουν κάθε μέρα. Ο
Μιχάλης δέν θά τό ξεχάσει, μά πώς νά' ρθει νά δεί αυτούς
πού τόν κάνανε καί σιχάθηκε τίς γυναίκες πρίν ακόμα τίς
γνωρίσει (καί μήν νομίσετε πώς έφταιγε γι' αυτό η Εύη) καί
τίς πασσάρει τώρα στούς γνωστούς του, έτσι γιά νά δεί τά
μούτρα τους κι οι περισσότερες τά ξυνίζουνε μά δέν λένε κι
όχι, γιατί ο Μιχάλης έχει δύναμη, κρατάει τήν εικόνα


Χ.Δ.Π. έγραφον 147
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

OPUS 77

τους καί τόν έχουνε ανάγκη κι έτσι απαιτεί ακόμα καί


"σκύψτε", γιατί τό ξέρει πώς δέν τούς πολυαρέσει κι αφού
τό κάνουνε φωνάζει καί κανα-δυό άλλους νά τίς πάρουνε
όλοι μαζί κι έτσι είναι ασφαλισμένος, δέν κινδυνεύει
πιά από καμμία Λένα κι έτσι ασφαλής δέν θά' ρθει ούτε
κι αυτός, γιατί ακόμα γράφει ποιήματα κι άς μήν τό
παραδέχεται κι αφού τά γράψει τά φτύνει καί τά σκίζει.
Κι είναι παραμονή, μετά χρόνια οχτώ καί πίνω εκεί, στό
ίδιο ταβερνάκι καί κανείς δέν θά' ρθει. Κι εγώ; Όχι, δέν
θά' μαι εδώ αύριο, αύριο δέν θά πιώ. Αύριο θά κατέβω
εκεί πού έμαθα γιά τήν ζωή, γιά τόν έρωτα, τόν θάνατο, νά
καταλάβω πού έκανα τό λάθος κι έχασα τό νήμα κι έγινα
ό,τι μού τάζανε: ρεμάλι.
Αύριο θά κατεβώ εκεί πού πρωτόκανα εμετό -κι άς μήν
κάνω πιά, ο εμετός είναι γιά τούς πρωτάρηδες- απέξω από
τό σπίτι της, τής μικρής, τής αναμάρτητης Μαρίας, πού μού
υποσχέθηκε πώς γρήγορα θά ξέχναγα κι "ιδού" θά πώ, "μού
τήν έπαιξες άσχημα, δέν ξέχασα, καί τό χειρότερο,


148 Χ.Δ.Π. έγραφον
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

OPUS 77

ούτε καί εμετό μπορώ νά κάνω πλέον" κι εκεί, δίπλα στήν


λεμονιά πού έκλαψα (κι ήταν σχεδόν η τελευταία φορά
πού έκλαψα, σχεδόν, γιατί ποτέ μου δέν έγινα άντρας
σωστός, έγινα ρεμάλι κι όλο κλαίω κάτι άσχετα βράδια
καί καταπατάω καί τό ρητό) θά τήν ρωτήσω ... όχι, δέν θά
τήν ρωτήσω, μόνο θά τήν κοιτάξω, ή ούτε κι αυτό, τί νά
κοιτάξω πιά; έτσι απλά θά βάλω τό βήμα μου πάνω από
κεί, σάν προσκύνημα, ή σάν στεφάνι επίσημο γι' αυτό πού
πέθανε, γιά τόν "άγνωστο" κατά πώς λένε, πού πεθαίνει
πάντα ανύποπτος κι ανυποψίαστος καί πάντα εκτός τόπου
καί χρόνου.
Κι όμως αραδιάζω παραμύθια, δέν θά πάω πουθενά, θά
κάτσω στό δωμάτιο μου νά τά πιώ ακόμα μιά φορά, νά τά
πιώ μ' αυτόν τόν άχρηστο, τόν βρυκόλακα, πού μέ κυνηγάει
τόσα χρόνια καί δέν μ' άφησε νά γίνω κι εγώ άνθρωπος,
νά είμαι καθαρός καί νά γιορτάζω τά γενέθλια μου, νά
πίνω μετρημένα καί νά' χω πίστωση στήν τράπεζα, νά
ξυπνάω στήν ώρα μου καί νά μού λένε καλησπέρα

Χ.Δ.Π. έγραφον 149
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

OPUS 77

μέ χαμόγελο οι άλλοι, μ' αυτόν τόν άτιμο θά κάτσω πού


ξέχασε -κάνει πώς ξέχασε- όλη τήν άλλη ιστορία καί τού'
χει μείνει μόνο τό "άδειασε τό ποτήρι σου μέχρι τόν πάτο"
κι εγώ δέν καταλαβαίνω γιά ποιό ποτήρι μού μιλάει καί
δόστου ουίσκυ καί κονιάκ κι ύστερα τού τό πετάω στή
μούρη καί φωνάζω "τ' άδειασα, ρέ, τ' άδειασα, μήπως θές
ν' αδειάσω κι άλλο;"
Μ' αυτόν τόν ύπουλο κανάγια, τόν ξεχασμένο τής μνήμης
μου χαφιέ, τόν καταραμένο τών ονείρων μου ίσκιο θά τήν
βγάλω τήν βραδιά.
Γιατί τό όλο θέμα είναι πώς νά γλυτώσω τήν
συνάντηση, νά γλυτώσω απ' τήν ταβέρνα, αύριο, πού'
ναι Πρωτοχρονιά καί κλείνουνε χρόνια οχτώ καί μάς
περιμένει τό κρασί τού εφηβικού μας χάους. Γιατί
φοβάμαι, φοβάμαι μήπως έρθουν!

150 Χ.Δ.Π. έγραφον


ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

Χ.Δ.Π. έγραφον 151


ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

SCHERZO

Κι είμαι ριγμένος ανάμεσα σέ δυό μπουκάλες κονιάκ,


τέσσερεις σειρές τούβλα, ένα στραβοπατημένο στρώμα
(γιά νά μήν μ' αιφνιδιάζει η ανάπαυση στόν ύπνο μου),
μιά φωτογραφία μερικών αιώνων μ' ένα χλωμό μακρύ
πρόσωπο πού κοιτάζει απλανώς, νά μού θυμίζει πώς ποτέ
δέν έχασα τόν δρόμο μου, μιάς καί ποτέ δέν ήξερα κατά
πού τραβούσα, καί πάνω στό κομοδίνο μέ τό ξεφτισμένο
ρόζ αμπαζούρ τήν Αγία μου Γραφή καί πιό δίπλα μερικά
άπλυτα σώβρακα γιά νά σταθεροποιούν τό φόντο, γιατί'
μαι πολύ ευαίσθητος στίς προοπτικές, κουσούρι πού μού'
μεινε στά σίγουρα απ' τόν Μεσαίωνα, τότε πού έχοντας
σιχαθεί τό Βυζάντιο έπεσα πάνω στόν Τορκουεμάδα.
Καί προσπαθώ πού λές, Πυθαγόρα, ν' ακούσωτήν ουράνια
αρμονία από τούς τέλειους παλμούς τών άστρων, πλήν
έχεις δίκιο, είναι τόσο βουλωμένα από λάσπη τά αυτιά
μου πού μόνο τόν αντίλαλο πού κάνει η προσπάθεια μου
επάνω στήν λάσπη ακούω, αλλά κι άν δέν έφταιγε αυτό,
πώς θά τήν άκουγα μέ τόσες εξατμίσεις, τηλεοράσεις,


152 Χ.Δ.Π. έγραφον
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

SCHERZO

συζητήσεις καί ραδιοφωνικούς ηχηρούς αφορισμούς; Κι


αυτό δέν σημαίνει πώς πάω νά σού ρίξω άδικο, ούτε πώς
τά θέτω σάν δικαιολογίες, αλλά μόνο πώς προσπαθώ νά
σ' ενημερώσω, νά σ' έχω υπερασπιστή μου, στό πλευρό
μου, εκείνη τήν Κρίσιμη Ημέρα νά σηκωθείς ρητορικώς
κι ευθαρσώς καί νά υποστηρίξεις: "Λάβετε υπ' όψιν
καί τίς εξατμίσεις, Εξοχώτατε, μήν προσπερνάμε έτσι
επιφανειακώς τίς εξατμίσεις! Άς μήν τόν καταδικάσουμε
επί τροχάδην χωρίς νά συνυπολογίσουμε καί τά υπόλοιπα
καί κυρίως τό πλήθος τών πολλών, τούτο πρό παντός,
τό μέγα πλήθος!". Κι άν ίσως δέν φθάσεις έως εκεί,
τουλάχιστον νά αντιπροτείνεις ως διαπρεπής τού Λόγου
υπηρέτης: "Κι άν ακόμα υποθέσωμεν ότι διήρχετο εκτός
ενός χαλυβουργείου, θά τού ήταν ποτέ δυνατόν νά συλλάβη
τήν σχέσιν τών αρμονικών συνηχήσεων καί τής μετρικής
υπόστασης τής ύλης; Τό φαντάζεσθε αυτό ποτέ, έστω κι άν
η φαντασία δέν σάς διακρίνει ιδιαιτέρως;"
Βεβαίως καί κοροϊδεύω τόν εαυτό μου, τό ξέρω καί μόνος


Χ.Δ.Π. έγραφον 153
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

SCHERZO

μου πώς δέν μπορώ νά συσχετίζω τόν Πυθαγόρα καί τά


χαλυβουργεία γιά νά δικαιολογήσω τό περιβάλλον μου
καί τίς αδυναμίες μου, τό κατέχω πώς όταν καταστραφεί
ένας εγκέφαλος -ένεκα χρονίας αλκοολικής φθοράς-
καταλήγει νά επικαλείται τίς εξατμίσεις σάν ατού γιά τήν
Δευτέρα Παρουσία (πού άς γινότανε κι άς μάς κρεμάγαν
όλους στά τσιγκέλια, σωστά, γέρο Καραμαζώφ;). Άν
λοιπόν τό κάνω δέν είναι γιά νά βρώ τό δίκιο μου καί
πού στό διάολο νά τό βρώ έστω κι άν τό' χω; Είναι από
καθαρό βίτσιο, βίτσιο σωβινιστικό, ιωνικό, Αριστοτέλειο,
βίτσιο καθαροαίμως εθνικόφρον. Aυτό είναι εξάλλου καί
τό χειρότερο μου βίτσιο. Τό ξέρω δέ ότι κατά βάθος μού τό
δικαιολογείτε κι αυτό, επειδή γνωρίζετε ότι τό πρόβλημα
είναι φροϋδικό κι όπως όλα τά φροϋδικά μας βίτσια όσο
βρώμικα κι άν είναι αποπνέουν μία αίσθηση αθωότητος.
Τό νά σαι ανώμαλος παρά τήν θέληση σου, τού κερατά!
τί σόϊ βρωμιά μπορεί νά θεωρηθεί; Είναι μιά βρωμιά εν
σχέσει μέ τό Τέλειον, εν σχέσει μέ τό άμωμο μέλλον, δήλον


154 Χ.Δ.Π. έγραφον
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

SCHERZO

δή Πλατωνο- Μαρξιστική, άλλαις λέξεσι ιδεολογική κι


ανύπαρκτος, άρα επί τού παρόντος άς μήν κατηγορούμε
ο ένας τόν άλλο καί φαινόμαστε κακοί καί γινόμαστε
στράφι ρεζίλι.
Έλα όμως πού εμένα μέ στενοχωρεί καί μ' εκνευρίζει ο
οίκτος κι η μεγαλοψυχία καί μόλις ξεθυμώσει "ο σώφρων
αδελφός" καί φάω καλά καί ξεπλυθώ καί δυναμώσω,
απαιτώ καί νέο μερίδιο, τί διάολο! ακόμα κληρονόμος
είμαι, γιά νά τό φάω πάλι μ' ορχηστρίδες κι άπληστους
συντρόφους, πού σέ τριγυρίζουν μέ χαμόγελα όσο κρατάει
τό πουγγί σου, άρα ανεπαναλήπτως τίμιοι κι ειλικρινείς
καί παραστάτες ανεκτίμητοι μιάς οργιώδους πρός τήν
ολοκληρωτικήν φθοράν πορείας. Στό κάτω-κάτω δέν τό
ξεπληρώσαμε τό τέως μερίδιο βόσκοντας χοίρους;
Μά φτού, τελειώνει η μπουκάλα, πράγμα λιάν επικίνδυνο,
γιατί η έλλειψις ποτού μέ σπρώχνει στήν μεταφυσική,
ήτις μέ ωθεί αντανακλαστικά πρός τό πιοτό κι άν έχει
τελειώσει, τότε τί γίνεται;


Χ.Δ.Π. έγραφον 155
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

SCHERZO

Τό λοιπόν, φίλε Πυθαγόρα, πώς νά ξεχάσω τούς άρρητους,


πού μέ κυνηγάνε οι μοχθηροί από τήν Πέμπτη Δημοτικού
κι έτσι ατυχώς τούς έμπλεξα μέ τά γυναικεία βυζιά,
γιατί' τανε η εποχή πού μεγαλώνανε γύρω-τριγύρω, σ'
όποιο θρανίο καί νά κοίταγες καί δή στήν Ελένη, πράγμα
σίγουρο κι υλικώς εξακριβωμένο καί πλέον, έστω καί
νά θέλω ακράδαντα νά τούς ξεχάσω, δέν μ' αφήνουν
τά βυζιά, πού δυστυχώς αυτά δέν γίνεται νά τά ξεχάσω
κι επιμένουν μέ τό οξύτατο ειρωνικό τους σχήμα νά μού
υπενθυμίζουν ότι δέν υπάρχει αρμονία, παρά περιοδική,
σχηματική, μέ τρύπες ή καί παρενθέσεις, μέ όρους ή
συμβιβασμούς, οπότε τί σκατά αρμονία περισσεύει;
Καί καλά, εσύ έβαλες (ή σού βάλανε, τό ίδιο κάνει)
μπουρλότο στήν σχολή καί πάει, τελείωσε, αλλά νά
σκεφτόμαστε καί τά φουκαραδάκια πού δέν μπορούν
καλά-καλά ν' ανάψουν τό τσιγάρο τους, αυτό απαιτεί η
αντικειμενικότητα τουλάχιστον, άν δέν σέ αιφνιδιάζει η
λέξη. Δέν σ' ακούω καλά. Τί θά ψιθύριζες συνηγορικά γιά


156 Χ.Δ.Π. έγραφον
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

SCHERZO

μένα εκείνη τή μέρα; Πιό δυνατά λιγάκι. Τί εννοείς "δέν έχω


σχολή"; Tί θέλεις δηλαδή, νά φτιάξω, ή νά βρώ καμμία νά
τήν λαμπαδιάσω; Βεβαίως, αυτό λέω κι εγώ, υποφέρω από
έλλειψη στόχου. Παρακάτω. Τί γελάς;
Πού βλέπεις τό αστείο; Πυθαγόρα! Σού μιλάω! Χτυπάμε
πρώτα τίς σπόντες μας καί μετά τό ρίχνουμε στό γέλιο;
Πυθαγόρα, κόψε τό γέλιο! Κόφτο, ρέ φίλε! Αμάν,
συνήγορος νά σού πετύχει! Καί τέλειωσε καί η μπουκάλα.
Αμ' δέ σφάξανε! Τέρμα κι η μεταφυσική καί τό πιοτό κι
όλα. Θά πάω σινεμά, νά δώ ένα άπαιχτο "Λυκόφως τών
Θεών", νά πάρω κανα-δυό ουγγιές τού αίματος μου πίσω.
Συγνώμη, δυό λεπτά. Ποιός βάλθηκε νυχτιάτικα νά βαράει
τίς καμπάνες;

Χ.Δ.Π. έγραφον 157


ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

OPUS 3,14

"Ποιόν νά ρωτήσεις?", αναρωτιόμουνα. Έτσι, στά σκόρπια,


γιά νά μήν αστοχήσω, μέσα στίς μέρες πού έκπληκτος
σταμάταγες καί ρώταγες: "Μά δέν βρέχει? Μήτε κάν
χιονίζει? Τί' ναι τότε όλο τούτο τό χαλάζι?" Καί δέν σ'
απάνταγαν παρά τά βήματα σου, απειλητικά επάνω
στό πλακόστρωτο, ή πάνω στήν βρεγμένη άσφαλτο πού
γλυστράει, ή πάνω στό μουράγιο μέ τήν βρωμιά του
νά κάνει βραχνό τόν αντίλαλο τους, ηλίθιο μουράγιο,
χωρίς τά ντέκκια του, χωρίς τούς ταρσανάδες, χωρίς -
ναί!- ούτε έναν φάρο! Μουράγιο νά σού πετύχει! Λές
φτιαγμένο ειδικά γιά νά λυπάσαι αυτούς πού τό' φτιαξαν,
αυτούς πού τό ζούν περνώντας δίπλα του (δίχως καί νά
τό μάθουνε ποτέ πώς ζούσαν δίπλα του) κι αυτούς πού
τό πατάνε καί πιό πολύ αυτούς πού σιγανοβηματίζουνε
κι είναι αμήχανοι, καλά-καλά δέν ξέρουν πού τελειώνει
καί κουτσοβήχει η θάλασσα γιά νά τούς θυμίσει πώς
τελειώνει τό μουράγιο, δηλαδή νά κάνουνε στροφή, γιατί'
ναι γνήσια αγαπητικιά, δέν θέλει μεθυσμένους ή τυχαία


158 Χ.Δ.Π. έγραφον
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

OPUS 3,14

ζαλισμένους στήν αγκαλιά της, νά υπάρχει μιά αγάπη,


βρέ αδελφέ, κι ύστερα τούς καταπίνει, νά υπάρχει ένας
κάποιος πόθος στήν επαφή τους κι όχι σκέτη στραβομάρα,
νά υπάρχει μία κάποια έλξη κι ύστερα νά σέ τραβήξει
στήν παυσίλυπη αγκαλιά της.
Καί σπανίως νά μήν τήν ακούσουν, αλλά κι άν συμβεί
"θά' πασχε από χρόνια μελαγχολία καί κατάθλιψη μέ
αυτοκαταστροφικές τάσεις" καί καλύτερα νά τό χάψεις,
γιατί αυτό τό τελευταίο είναι επίσημο κι εσύ δέν είσαι, ή
κι άν είσαι, είσαι όσο καιρό τό χάβεις καί στό επιτρέπουνε
νά είσαι.
Αλλά τά όνειρα γιά φάρους -όπως καί γιά τούς
ανθρώπους- τό ξέρεις, δέν βγάζουν πουθενά, απλώς σού
φάγανε τά νιάτα κι έγινες σάν χιλιοπαιγμένος δίσκος καί
βγαίνει πιά μέ ξυσίματα καί στριγγλίσματα αυτό πού πάς
νά ψελλίσης.
Καί σταματάς κι ακούς τήν θάλασσα πού κουτσοβήχει καί
σέ πήρανε καί μερικές σταγόνες της καυτερά στό πρόσωπο


Χ.Δ.Π. έγραφον 159
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

OPUS 3,14

καί σκέφτεσαι: "Τομάρι! Τομάρι ήσουν κι έμεινες! Τίς μέρες


πού χτυπάει τό χαλάζι εσύ περνοδιαβαίνεις τά μουράγια
μέ τήν έγνοια τού αντικατοπτρισμού τής βλάμμένης σου
φαιάς ουσίας" καί μήν νομίζετε πώς δέν τό καταλαβαίνω
τί σημαίνει νά είσαι ένα τομάρι καί μισό (καί τό μισό θά
έφτανε, γιατί στήν πραγματικότητα περί μισού πρόκειται
κι όχι γιά ενάμισυ), τό ξέρω, τό ξέρω καλά πώς γιά
μένα περισσεύει καί τό ξεροβήξιμο, μά έλα πού δέν τήν
χωνεύω τήν πουτάνα τήν θάλασσα, γιατί πουλιέται όσο-
όσο καί πάει μ' όποιον νά' ναι καί σού πασσάρει καί μία
κάποια σύφιλη, έτσι γιά αναμνηστικό, ή γιά παράσημο
πού θά' λεγε κι ο φίλος μου ο λοχίας, πού' χε φτάσει
μέχρι Μεγαλόσταυρο Σωτήρος κι αυτός τουλάχιστον τόν
άξιζε, πράγμα πού δέν μπορεί νά πεί κανένας γιά όσους
οικονόμησαν κάτι παρόμοιο, ψέμματα? Κι έτσι, μόλις τήν
πλησιάσω καί ξεροβήχει, τής στέλνω τήν αγάπη μου μέ μιά
φτυσιά, ροχάλα δηλαδή ενός χρόνιου φυματικού κι είναι
τέτοια πόρνη πού κι αυτή τήν αποδέχεται καί γουργουρίζει


160 Χ.Δ.Π. έγραφον
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

OPUS 3,14

μ' ευγνωμοσύνη αντίς γιά τό ευχαριστώ πού δέν θέλει νά


αρθρώσει.
Καί κάπως έτσι τελειώνουν οι ελπίδες μου νά πάω κατά
λάθος, νά μήν ακούω πλέον τό χαλάζι καί ν' αναρωτιέμαι
-τάχα- έκπληκτος: "Τί γίνεται? Δέν βρέχει? Μήτε κάν
χιονίζει? Τί σημαίνει τότε όλο τούτο τό χαλάζι?"
Μπά, μήν τό πάρετε στά σοβαρά, ούτε κι εγώ τό παίρνω
άλλωστε, δέν είναι δικαιολογία αυτή γιά νά μήν βουτήξω,
δέν είν' έτσι? Ελάτε, μεταξύ μας, τελείως μεταξύ μας, άς
πούμε ότι δέν έχω τό κουράγιο, ή έστω ότι δέν θ' άντεχα τό
κρύο.
Μπά, ούτε κι αυτό δέν είναι. Είναι η περιέργεια πού μέ
καίει γιά νά δώ τό επιτύμβιο μου (αυτό σκαλίζω τόσο
καιρό, σάς τό πληροφορώ γιά τήν περίπτωση πού δέν τό
πήρατε ακόμα χαμπάρι, επειδή μερικοί απλοϊκοί ίσως καί
νά μέ εξέλαβαν ως Επιθεωρητή Ελλιμενισμών), δέν θά τό
άντεχα νά μήν τ' αποτελειώσω καί μού σκαλίσουνε κανένα
άσχετο, π.χ. "Ενθάδε κείται κάποιος πού στίς μέρες


Χ.Δ.Π. έγραφον 161
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

OPUS 3,14

πού' πεφτε χαλάζι έψαχνε γιά νά βρεί κάποιον φάρο στά


μουράγια", δέν θά τό σήκωνα κάτι τέτοιο, γι' αυτό καί δέν
αποχωρώ παραβλέποντας τά ξεροβηξίματα, πιστέψτε με,
δέν είναι θέμα θάρρους, απλώς μέ τρώει η υποψία, γιατί
θά ήταν άδικο, τό ξέρω δά καλά πώς τό χαλάζι δέν έχει
καμμιά σχέση μέ τούς φάρους καί στό τέλος-τέλος είναι
καθαρό παραμύθι πώς έψαχνα γιά κάποιον φάρο, ούτε
πού γύρισα τό κεφάλι μου, καί πρός τί άλλωστε? Μήπως
κι υπήρχε κάν η πιθανότητα νά δώ κανένα φάρο? Τά'
παμε, δέν είμαστε πλέον παιδιά, δέν είμαστε πιά εκείνοι
πού σταμάταγαν νά δούνε πώς πετάει μιά πεταλούδα,
ή πώς τινάζει τά μαλλιά της μιά γελαστή μικρούλα, δέν
είμαστε στό ελάχιστο πλέον εκείνοι καί πρός τί νά μάς
ειρωνεύονται πώς ψάχναμε γιά φάρους?
Αλλά παρασύρθηκα καί πάει ώρα πού δέν άκουσα τήν
πόρνη τήν γριά νά βήχει, ώρα θά' τανε νά γίνει κανα
λάθος...


162 Χ.Δ.Π. έγραφον
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

OPUS 3,14

Υ.Γ. Προφανώς τό λάθος έγινε. Τίποτα τό σοβαρό δηλαδή.


Άς μήν ξεχνάμε πώς έγινε καί στίς μέρες πού νόμιζες πώς
πέφτει σίγουρα χαλάζι, πάντως έγινε, αμετάκλητα κι
οριστικά κι είμαι πιά υποχρεωμένος νά σάς επικαλεστώ
γιά νά μήν μού γίνει η προσβολή (πού σίγουρα μού
ετοιμάζουνε), μήν τούς αφήσετε νά γράψουνε πώς έψαχνα
νά βρώ κανένα φάρο, τί παράδειγμα θά πάρουν τά παιδιά
μας από τέτοιο επιτύμβιο? Εξάλλου υπήρξατε αυτόπτες,
επρόκειτο γιά λάθος, ή άν θέλετε γιά μειωμένη σωματική
αντίληψη. Άχ, η πόρνη δέν μ' άφησε νά τό τελειώσω τό
επιτύμβιο, τό' κανε επίτηδες η σκρόφα, γιατί' μουνα -
λέει- ακατάδεκτος, μήν τό πιστέψετε, η αλήθεια είναι πώς
ξερόβηχα πιό δυνατά από κείνη καί πώς νά τήν ακούσω?
Ξερόβηχα γι' αυτούς πού σιγανοπερπατάνε στά μουράγια
καί πλησιάζουνε στό τέρμα τους κι είναι κομμάτι
αφηρημένοι, αμήχανοι και ζαλισμένοι, ψάχνοντας νά
βρούν κάποιο φάρο, πού λείπει πανάθεμά τον, στίς μέρες
πού νόμιζες πώς ρίχνει σίγουρα χαλάζι. -

Χ.Δ.Π. έγραφον 163


ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

SERENATA

Περίλυπος έστιν η ψυχή μου άχρι θανάτου. Γιατί' μαι


μόνος, θνητός κι ελπίδες πιά δέν έχω, καμμιά ανάσταση
δέν θά μέ περιμένει κι οι μαθητές μου δέν θά φωνάζουν
κάν "άρον, άρον, σταύρωσον αυτόν".
Κι είναι περίλυπη η ψυχή μου γιατί δέν θά έχω ούτε τήν
πολυτέλεια τών δύο ληστών, πού όπως καί νά τό κάνουμε
είναι δυό σύντροφοι, μιά κάποια παρέα, δυό ανθρώπινες
φιγούρες δίπλα σου.
Τέτοια λέω στόν μόνιμο μου ακροατή, μέ κάποια αηδία,
έτσι τυπικά δηλαδή τή βάζω, γιά νά' χει υπόβαθρο καί
βάρος τό όλο δράμα, πού' ναι στό βάθος του τό δράμα
ενός άλλου δράματος, ενός δράματος πού δέν εμπεριέχει
δράση, γιατί η δραματικότητα του είναι η στασιμότητα,
τό αύριο ίδιο μέ τό χτές, τό 1991 ολόϊδιο μέ τό 44 π.Χ. κι
η μόνη διαφορά πού θά' χω μέ τό πτώμα μου θά είναι τό
πρησμένο μου σηκώτι, τίποτα παραπάνω, δέκα κυβικά
εκατοστά περιττής σαπίλας.
Ούτως καί μπεκρουλιάζω αμέριμνα κι άς λένε "μά τό ποτό


164 Χ.Δ.Π. έγραφον
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

SERENATA

δέν είναι λύση". Καί ποιός είπε δηλαδή πώς είναι; Μά εγώ
δέν έχω ανάγκη λύσης αλλά πλύσης (λογοπαίγνιο φτηνό)
καί τό πιοτό σάς βεβαιώνω ΕΙΝΑΙ πλύση, γιατί δέν υπάρχει
πιά ανάγκη νά' σαι καθαρός, κανείς δέν σού θυμίζει τήν
βρωμιά σου όταν σέρνεσαι στά πεζοδρόμια, κανείς δέν
σέ κατηγορεί, είσαι μιά βρώμα εντός βρώμας, ίσον μηδέν,
ουδετερότης, γι' αυτό "πιάσε, μάστορα, ένα καρτούτσο
ακόμα, ή μάλλον κάντα δύο, γιατί έχουμε επέτειο σήμερα
καί γιορτάζουμε καί μαζί μας χαίρεται κι η πλάσις όλη,
τσίμπα τό λοιπόν κι εσύ ένα ποτηράκι στήν υγειά μας".
Κι ο μάστορας μέ κοιτάζει στοργικά πάνω απ' τό κίτρινο
μουστάκι του, μέ συμπαθεί, γιατί "ξέρει από ντέρτια καί
καημούς" κι όλο σιγοψιθυρίζει σ' άλλους όταν είμαι πιά
στουπί "τήν άτιμη, τή σκρόφα, τό' φαγε τό παλλικάρι!",
γιατί' ναι πεπεισμένος ακράδαντα πώς η κατάντια μου
είναι γυναικείο σφάλμα (κι ίσως καί νά' χει κι ένα κάποιο
δίκιο" καί δέν ψήνεται πώς δέν μ' απέκρουσε κάποια
πεντάμορφη, πού σίγουρα τήν βλέπει στά όνειρα του καί


Χ.Δ.Π. έγραφον 165
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

SERENATA

ζηλεύει τ' αγρια μεθύσια μου κι όλο "άχ, νά' χα τή νιότη


σου κι άς πλάνταζα γιά τά γλυκά της μάτια!". Καί τό' χω
πάρει πιά απόφαση πώς δικαιούμαι τά καρτούτσα μου
μόνο καί μόνο χάρις στά γλυκά της μάτια (κάποια θά
είναι, δέν μπορεί νά πέφτει έξω ο μάστορας πού θά' χει
δοκιμάσει μέχρι κι ογδόντα πουτάνες στή ζωή του, κάποια
θά είναι, μά φαίνεται πώς μού διαφεύγει επακριβώς
ποιά).
Καί φέρνει τά καρτούτσα μας καί βροντάμε τά ποτήρια
στό τραπέζι μας βαριά καί μού κλείνει τό μάτι "φαρμάκι
στούς εχθρούς μας!" καί μισογελάω "φαρμάκι κι όποιον
πάρει ο διάολος" καί κουδουνάμε τά ποτήρια, μά δέν
πρόλαβε νά τ' ακουμπήσει στά χείλη του καί μαρμαρώνει,
κάτι σκέφτηκε κι αφού μπήκε στόν κόπο νά σκεφτεί
σίγουρα θά' ναι κάτι σοβαρό καί ξύνοντας μιά λίγδα
στό τραπέζι λέει "καί τί επέτειο έχουμε, γιά νά ξέρουμε
καί σέ τί πίνουμε, ρέ κουμπάρε; Τής ...;" Πάντα έτσι
συννενοούμαστε, μέ τό "τής" καί τ' αποσιωπητικά, γιατί ο


166 Χ.Δ.Π. έγραφον
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

SERENATA

μάστορας -όσο κι άν ο ίδιος δέν τό καλοξέρει- εξακολουθεί


νά κατάγεται από τό χωριό του, όπου μιά γυναίκα εύκολα
καταντάει "ακουσμένη" κι έτσι μάς απόμεινε τό σύστημα
μέ τ' αποσιωπητικά, μά ξέφυγα, "όχι, ρέ μάστορα, μιά
κάποια νύχτα γιορτάζουμε".
Μέ στραβοκοιτάει, "κι ήτανε κι αυτή μέσα, νά πούμε;" Καί
γιατί νά μήν ήτανε, παρακαλώ; Γιατί νά χαλάσουμε τίς
καρδιές μας μέ τόν μάστορα κι ύστερα πού ξέρεις, μπορεί
καί νά' τανε καί μήν ρωτήστε ποιά γιατί νομίζω πώς τό
εξηγηθήκαμε. Καί μέ τό εξηγητικό αυτό, μισοκουνάω τό
κεφάλι μου, δέν θέλει καί πολλά ο μάστορας, τό' πιασε
καί πίνουμε καί ξανατσουγκράμε κι αναστενάζει ασήκωτα
ο μάστορας "άτιμα θηλυκά, λουκούμι' ναι κι άν μιά φορά
τό βάλεις στό στόμα σου δέν τό
ματαβγάζεις!".
Καί ρουφάμε αχόρταγα τό παυσιλύπειον. "Αγάντα
καπετάνιο" (τό ρετσινωτό μου ψευδώνυμο, γι' άγνωστους
λόγους), "αγάντα, μή σπατσάρει όλο μας τό


Χ.Δ.Π. έγραφον 167
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

SERENATA

καρυδότσουφλο καί μάς πάρει ο μαυραγορίτης" (τού


χάρου τό ρετσινωτό ψευδώνυμο, επίσης γι' άγνωστους
λόγους) "καί μάς στείλει στό πέρας τό αγύριστο!". Καί
χτυπώντας άτσαλα καί κατευναστικά τό στήθος του,
σηκώνεται καί φεύγει.
Καί μένω νά σκέφτομαι τό αγύριστο πέρας, πού δέν έχει
καμμιά σχέση μέ τήν επέτειο πού γιορτάζω καί πού μού
κόλλησε σάν τσιμπούρι. Καί τήν ξεκολλάω καί τήν σπάζω
καί γεμίζουνε αίματα τά χέρια μου, γιατί σάν όλα τά
τσιμπούρια αίμα μού ρούφαγε οκτώ χρόνια τώρα καί γι'
αυτό τήν σπάζω μιά φορά τό χρόνο, νά μερώσει η πληγή,
μά δέν μερώνει καί τό πρωί θά μ' έχει σκεπάσει όλον
καί θά ντρέπομαι, θά ντρέπομαι γιά τά οχτώ χρόνια τής
ντροπής, θά ντρέπομαι πού τόσα χρόνια κρύβομαι, πού
κρύβομαι γιά νά μήν τούς δώ, γιά νά μήν τούς δώ καί μέ
ρωτήσουνε ...
"..σπέρα". Ο μπάρμπα-Μήτσος, ο συνάδελφος, κάνει ένα
σινιάλο μέ τά μάτια στήν σάλα γύρω-γύρω. Σήμερα


168 Χ.Δ.Π. έγραφον
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

SERENATA

πίνει γιατί έσπασε ένα σπυρί στή μύτη του, χτές γιατί τού
αγριομίλησε ένας εισπράχτορας στό λεωφορείο, προχτές
επειδή τού τρύπησε η κάλτσα του καί κρύωνε τό πόδι του
καί πάει λέγοντας. Τουτέστιν, δέν έχει βρεί ακόμα τήν
Σταθερά, τήν δικαιολογία εννοώ, γιατί πού ξανακούστηκε
μπεκρούλιακας άνευ δικαιολογίας; Κι όλο τήν ψάχνει τήν
"καλή" καί δόστου εκνευρίζεται, τί διάολο, αυτός βλέπεις
δέν δικαιούται μιάν πεντάμορφη γαλανομάτα (αυτό' ναι
άσχετο, μά έτσι κολλημένο κυκλοφορεί) καί πάει γόνατο
τό ψάξιμο, μά δέν τήν βρίσκει, μά πού θά πάει, θά τήν
πετύχει, γιατί' ναι σίγουρο ότι υπάρχει έστω κι άν ακόμα
δέν τήν έχει εντοπίσει.
"Καλώς τόν μπάρμπα-Μήτσο, τόν άτυχο", τόν καλησπερίζω
καί μού χαρίζει ένα χαμόγελο πού λέει καμμιά χιλιοστή
ευχαριστώ, τρία γιά τό καλωσόρισμα καί τά υπόλοιπα γιά
τό επίθετο πού τόν γλυτώνει απ' τήν ζωή του. "Πιάσε, ρέ
μάστορα, ένα καρτούτσο ακόμα γιά τόν μπάρμπα-Μήτσο,
πού τόν χτυπάει η πουτάνα η ζωή κάτω σά χταπόδι,


Χ.Δ.Π. έγραφον 169
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

SERENATA

μά αυτός ακόμα κάτω δέ τό βάζει". Καί εννοώ νά σέ


κεράσω, μπάρμπα-Μήτσο, γιατί χαμογέλασες, άρα κι ο
Οιδίπους είχε δίκιο καί μ' αρέσει η παρηγοριά, γιατί αυτό
τό βράδυ ειδικά τήν έχω ανάγκη. Γιατί, άς πούμε, ένα
τέτοιο βράδυ είδα νά κλωτσάνε ένα μωρό, νά τό ρίχνουν
κάτω καί νά τό κλωτσάνε, τό πιστεύεις, μπάρμπα-Μήτσο;
Όχι, δέν τό πιστεύεις, άν τό πίστευες δέν θά' ψαχνες γιά
τήν κουφάλα τήν δικαιολογία, δέν θά' χες ανάγκη από
καμμιά δικαιολογία. Γιατί ένα τέτοιο βράδυ, άς πούμε,
είδα πώς πρήζονται οι γροθιές ενός ανθρώπου απ' τό πολύ
τό ξύλο καί μέ τίς γάζες στά χέρια νά παίρνει εύφημον
μνεία, κλαρίνο όλοι, ούτε κι αυτό δέν τό πιστεύεις,
μπάρμπα-Μήτσο, πού σού φταίνε μόνο τ' αλητάκια πού
σού πετάνε πέτρες όταν στραβοπατάς κάποια μυστήρια
βράδια καί μετά τούς αγοράζεις καραμέλλες, "νά
γλυκαθούνε σά παιδάκια", πώς νά μέ πιστέψεις, μπάρμπα-
Μήτσο;
Μά νάτα τά καρτούτσα κι άς τήν κυνηγήσουμε τήν άτιμη


170 Χ.Δ.Π. έγραφον
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

SERENATA

τήν θλίψη, "είναι ανέρωτη από δάκρυ, μάστορα;" ρωτάω


περιπαιχτικά, μά ο μάστορας μέ κόβει άγρια μέ τό
αριστερό του μάτι, τό κακό, "κρίμα, κρίμα" μουρμουράει,
μάλλον σάν ταφόπετρα γιά τό πού φαινόμουνα γιά
έξυπνο παιδί καί γυρίζοντας επιδεικτικά τήν πλάτη ψέλνει
"σάμπως είδε ποτές κανείς νά γίνεται ξανθή ανέρωτη από
δάκρυ!".
Καί γελάει μέχρι κι ο μπάρμπα-Μήτσος, πού σύν τοίς
άλλοις σήμερα πρέπει νά πιεί γιά νά ξεχάσει κι ότι δέν
έχει νά πληρώσει.
Κι ύστερα, εκείνες πού παίρνανε, τίς κοπελλιές μέ τά
ξυρισμένα κεφάλια, πού τίς ανέβαζαν ξεσκισμένες στά
φορτηγά ... κι εκείνος πού χτύπησε τήν έγκυο στήν κοιλιά
μέ τό κοντάκι "γιά νά ψοφήσει τό κομμουνιστάκι" ... καί
τόν Θοδωρή, πού' κανε εμετό μπροστά στόν αξιωματικό
πού κλώτσαγε τήν κοπελλιά μέ τό γαλαζωπό φουστάνι κι
έφαγε σαράντα μέρες κράτηση γιά απρεπή συμπεριφορά
πρός ανώτερον κι ολιγωρία περί τό καθήκον ... καί τόν


Χ.Δ.Π. έγραφον 171
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

SERENATA

Τάσσο, πού' ριξε στό ψαχνό γιατί φοβήθηκε μήν τόν


σκοτώσουν μέ ξυράφια μέσα σέ πατάτες, όπως τού είχαν
πεί ... καί τόν Θανάση, πού απελευθέρωσε τέσσερεις απ'
τούς Ευέλπιδες καί τρείς απ' τήν Ασφάλεια μέ τόν
τσαμπουκά τού Τόμσον μόνο, καί ημέρες τρείς αργότερα
τόν φτύσανε στό δρόμο, γιατί' ταν λέει "πούστης,
φασίστας" κι έκανε μέρες νά συνέλθει κι έλεγε μόνο
"καλά μού κάνανε" ... καί τόν λοκατζή πού χαστούκισε τόν
ασφαλίτη πού μ' άλλους δυό βαράγαν μέ λοστούς ένα
πιτσιρίκι μέ μακριά μαλλιά καί τού γάζωσαν τά πόδια
καί δέν ξαναπερπάτησε ποτέ σωστά καί τόν κάνανε καί
πεζικάριο γιά ξεφτίλα μέσα στό νοσοκομείο ...
"Φέρε ένα καρτούτσο τό λοιπόν, βρέ μάστορα, γιατί
γιορτάζουμε σήμερα, δέν τό' παμε;" Γιορτάζουμε λέει τόν
ηρωϊσμό, ποιόν ηρωϊσμό; εγώ ούτε τόν είδα ούτε τόν ξέρω,
εγώ δέν είδα ήρωες, γιατί οι δικοί μου ήρωες κλαίγανε,
από φόβο πές, από ντροπή πές, από τήν λύσσα τους, απ'
τήν στραβή τή μοιρασιά Αυτού πού θέλει νά μάς κάθεται


172 Χ.Δ.Π. έγραφον
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

SERENATA

καί Παντοδύναμος πάνω στόν σβέρκο καί δέν κοιτάζει νά


ξεστραβωθεί, αλλά τί τά γυρεύεις, τόν καπνό τού Κάϊν τόν
έβλεπε αλλά τόν φόνο δέν τόν είδε, τώρα θά τού ζητήσουμε
τά ρέστα;
Καί μέ κόβεις απ' απέναντι πού πίνεις τά σχετικά σου,
μέ κόβεις κάπως καρφωτά, ίσως γιατί' μαστε μιά
ηλικία πάνω-κάτω καί ρουφάς καί σύ τό κρασί σιγά καί
τρυφερά, σά χείλη από παρθένα, γιά νά κρατάει η γλύκα
κι έρχεσαι ακάλεστος καί κάθεσαι καί λές κοφτά "καί
λοιπόν, τί τρέχει, ρέ παλλικάρι, γιατί σφάζεσαι, εσένα
δείρανε, ή μήπως σού πηδήξανε τήν αδερφή; καί μήν μού
πείς ίσως καί νά' τανε η πεντάμορφη ανάμεσα τους,
γιατί αυτά είναι καλλιγώματα τού ψύλλου σέ στύλ Θωμά
τού Ακινάτη καί τό ξέρεις, άρα, τί μάς παριστάνεις ότι
ντρέπεσαι καί τά μπεκροπίνεις καί μυξοκλαίς καί κάνεις
χάζι καί τόν μπάρμπα-Μήτσο, πού' ναι τουλάχιστον χαζός;
Ό,τι έγινε, έγινε. Ρίξε ένα μνημόσυνο καθώς πρέπει, ρίξε
άμα τό τραβάει η ψυχή σου κι ένα δάκρυ από πάνω καί


Χ.Δ.Π. έγραφον 173
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

SERENATA

τό ζήτημα τελείωσε. Τί κόλλησες στό πένθος σά στρείδι σέ


ύφαλο;
Άνθρωποι είμαστε καί θά πηδήξουμε καί θά ξουρίσουμε
καί θά πρήξουμε καί τίς μπουνιές μας απ' τό ξύλο καί θά
κλωτσήσουμε καί κανα-μωρό καί θά γαζώσουμε καί τά
πόδια από κανα-μαλάκα ήρωα, άνθρωποι είμαστε, μή τό
κάνεις τραγωδία! Τί σέ τρώει λοιπόν σάν ταινία καί δέν σέ
πιάνει κι η ρετσίνα πιά; Έχει άδικο δηλαδή ο μάστορας;
Νά ήτανε κανα-μπουμπούκι, νά τό καταλάβω. Αλλά σιγά
ρέ μήν τό κάνουμε κι επίσημη κηδεία, ένα ξεσπασματάκι,
όλη κι όλη μιά βραδιά, μιά χαραμάδα".
Κι έχεις δίκιο, μπάσταρδε ίσκιε μου, έχεις δίκιο, αλλά
νά, μέ παρεξήγησες, πώς νά στό πώ, κηδεύω κάποιον
σήμερα κι είναι ο επικήδειος του πού μέ κυνηγάει. Κάποιον
πού πέθανε, πάνε χρόνια οχτώ, πέθανε εκεί κάτω απ' τά
ερπυστριοφόρα κι ήταν πολύ μικρός, πολύ αθώος καί
δέν μπορώ, δέν μπόρεσα ακόμα νά τόν θάψω, νά τόν
παραχώσω μέ δυό λουλούδια καί δυό δάκρυα, νά τόν


174 Χ.Δ.Π. έγραφον
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

SERENATA

εξαφανίσω μές στό χώμα, μές στή μνήμη μου, μέσα στό
παρελθόν μου, νά μέ ξεχάσει, νά μήν τόν βλέπω μέσα
απ'τόν καθρέφτη μου, νά μ' αφήσει μέ τούς ζωντανούς,
νά θάψω τούς νεκρούς μου; Γιατί ξεκίνησε η πομπή καί
βαστάω ολομόναχος τό φέρετρο του καί δέν μ' αφήνουν
νά μπώ μαζί τους στό νεκροταφείο, μού κλείνουνε τό
δρόμο, δέν μ' αφήνουν ούτε νά πλησιάσω, στιβάζουν
λέξεις, βιβλία, τόμους, κριτικές, βγάζουν πανηγυρικούς,
γράφουν εκθέσεις, μού στήνουνε τρικλοποδιές μέ
βουνά δηλώσεις, ποιήματα ανάπηρα καί στεφάνια μέ
κορδέλλες μώβ, μέ χαστουκίζουνε μέ ύμνους, μέ φτύνουνε
μέ δοξολόγια καί λίστες επισήμων κι όλο μέ σκουντάνε
γιά νά ρίξω καταγής τό φέρετρο, επειδή είναι γιορτή κι
επέτειος ιστορική καί μού πετάνε πέτρες ντοκουμέντων,
λάσπες αναλύσεων καί μέ βρωμίζουνε μ' αφορισμούς
όταν φωνάζω "πού βρισκόσασταν; πού είχατε κρυφτεί;
γιατί δέν βγήκατε, όχι στό δρόμο, όχι, γιατί δέν βγήκατε
στά παράθυρα σας έστω, νά μάς κοιτάξετε στά μάτια, νά


Χ.Δ.Π. έγραφον 175
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

SERENATA

μήν γίνει τίποτε, νά μήν σκοτώσουν τόν μικρό πού ήθελε νά


σάς πιστέψει τόσο, νά μήν σκοτώσω τόν μικρό πού ήθελε
νά σάς πιστέψει τόσο;" Κι αυτοί μού πετάνε τό φέρετρο
από τόν ώμο καί μέ διώχνουνε, οχτώ χρόνια τώρα μέ
διώχνουνε κι ακόμα τό κουβαλάω, ακόμα τό σέρνω καί
σέρνομαι μαζί του κι ακόμα ντρέπομαι τίς φάτσες τους,
τό πτώμα, τήν μυρωδιά του πού' γινε οχτώ χρονών καί
μέχρι πότε θά τό σέρνω; μέχρι πότε θά τό δροσίζω μέ τούς
εμετούς μου; μέχρι πότε πρέπει νά κάνω εμετό;
Καί δέν μιλάς, μπάσταρδε ίσκιε μου, μόνο πού
χασμουριέσαι κι εγώ "πιάσε ένα καρτούτσο, μάστορα, ή
μάλλον κάντα δύο", γιατί είμαι πλέον σίγουρος πώς ήταν
κι η πεντάμορφη μαζί τους. -

176 Χ.Δ.Π. έγραφον


ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

Χ.Δ.Π. έγραφον 177


ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

SUITA

Καμμιά λιποψυχία μπροστά στά ερείπια. Έφταιγε απλώς


τό γεγονός ότι μ' αρνούνταν, ναί, ξεκάθαρα, εμφατικά,
δακτυλοδεικτούμενα, μέ τόν αναθρώσκοντα καπνό
τους καί τήν ξινή μυρωδιά τής καμμένης σάρκας, μέ τήν
ατμόσφαιρα τήν σκονισμένη τής θυσίας τους καί τής
θυσίας τών άλλων, ναί, δέν υπήρχε πιά θέση γιά μένα, εξ
ού κι η άρνηση, αυτή ήταν όλη κι όλη η ουσία.
Καλά-καλά δέν κατάλαβα πώς έγινε αυτό, αυτός ο τέλος
πάντων πόλεμος, άν καί πόλεμος γνήσιος δέν ήταν, κανείς
δέν κάλεσε τούς άντρες στά όπλα, κανείς δέν φόρεσε
στολή, κανείς δέν υπάκουσε σέ κανενός τίς διαταγές,
κανείς δέν ζητωκραύγασε τήν έναρξη του καί δέν λιβάνισε
τήν ιερότητα του. Κι αυτό ήταν τό λιγώτερο! Γιατί η μεγάλη
καταστροφή έγινε επειδή καί μόνο κανείς δέν εγνώριζε
τόν εχθρό του! Από γνοια! Φανταστείτε το! Από αμάθεια
τακτικής, στρατηγικής, διεθνών κανόνων καί διαδικασιών
τού καλώς μάχεσθαι. Δηλαδή, από εγκληματική αμέλεια
γιά όλα όσα μπορούν νά συγκροτήσουν έναν καθώς


178 Χ.Δ.Π. έγραφον
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

SUITA

πρέπει πόλεμο, πράγμα πού ωφείλετο φανερά στήν


έλλειψη πείρας καί πληροφόρησης επάνω σ' αυτά
τά λεπτά ως ο πόλεμος θέματα κι άς μήν ξεχνάμε καί
τήν υποχρεωτική λήθη πού είχε επιβληθεί κατά τίς
προηγηθείσες δεκαετίες εν σχέσει μέ ο,τιδήποτε βρωμερό,
ανόσιο, αντιανθρωπιστικό καί αντιπαραγωγικό συμβάν
καί πού -δέν μπορούμε νά τ' αρνηθούμε- έπαιξε ένα ρόλο
καταλυτικό, ή πιό σωστά ισοπεδωτικό, μ' ολοκληρωτικά
δόλια μέσα.
Καί πρό παντός, μήν ζητάτε ικανοποιητικές εξηγήσεις γιά
όλα τούτα. Περιορίζομαι στήν καταγραφή τών απτών
δεδομένων μέσω τής μνήμης μου, πού ένεκα τών
περιπαθών σχέσεων πού διατηρώ μαζί της είναι σίγουρο
ότι μέ απατά παντί τρόπω, έτσι, βαθιά διεστραμμένα σάν
καπρίτσιο αγάπης.
Λοιπόν, μιά μέρα, όταν οι σειρήνες τών εργοστασίων (δέν
υπάρχουν πιά, αλλά τό βάζω γιά νά ενισχύσω τήν δύναμη
τής εικόνας) καί τά ξυπνητήρια χτύπησαν


Χ.Δ.Π. έγραφον 179
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

SUITA

κανονικά, κοντολογής μιά οποιαδήποτε συνηθισμένη


μέρα, κανείς απ' όσους ξύπνησαν δέν πήγε στήν δουλειά
του! Δραματικό! θά πείτε. Εικόνα Αποκαλύψεως!
θά ομολογήσετε. Μά ακόμα δέν είχε αρχίσει τίποτε!
Ακούστηκαν οι κλειδαριές νά τρίζουν, τά κλειδιά
στριφογύρισαν κι όλοι κλειδώθηκαν μέσα στά σπίτια
τους, ή τέλος πάντων όπου κατοικούσαν εκείνη τήν στιγμή,
πλήν τών φυλακισμένων, πού τούς λόγους γι' αυτή τους
τήν μικρή ανταρσία είμαι σίγουρος ότι θά κατανοήσετε,
λαμβάνοντας υπ' όψιν καί τήν μόνιμα ταραγμένη ψυχική
τους κατάσταση καί τήν μία κάποια κεκτημένη ανταρτική
προδιάθεση πού παρουσιάζουν, σάν ταξικό σύμπτωμα
καθαρά.
Γιά λίγο επικράτησε σιωπή. Καμμιά μηχανή δέν δούλευε σ'
όλη τήν επικράτεια. (Ελάτε, ψυχραιμία, μήν τρέμετε! Σάς
διηγούμαι τά γεγονότα απλώς). Ούτε ένας καπνός δέν
χαράκωνε τόν ουρανό, ενώ τά σκυλιά αλυχτούσαν κι οι
γάτες τρύπωναν κάτω από τά κρεββάτια, πράττοντας κατά


180 Χ.Δ.Π. έγραφον
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

SUITA

γενική ομολογία σοφά, σάν ζώα πού ήσαν.


Μετά ακούστηκαν πνιχτές κραυγές, λαχανιάσματα,
αγκομαχητά, μουγκρητά, όλα αυτά πίσω από σφιγμένα
δόντια. Πού καί πού ξέσπασαν καί μερικά παρακαλητά,
πού ήσαν όμως υστερικά κι ακατανόητα καί πάντως πολύ
σποραδικά. Υπ' όψιν επίσης ότι κανένα κλάμα μωρού ή
παιδιού δέν τάραξε τήν επιβλητική αυτή ρογχώδη ηρεμία,
πράγμα παράξενο μέν σέ πρώτη ανάλυση, πλήν εξηγήσιμο
καρτεσιανά σέ δεύτερη καί χωρίς νά προστρέχουμε σέ
πολύπλοκες ψυχαναλυτικές θεωρίες σημειώνουμε απλώς
ότι είχαν σφαχτεί όλα, ανεξαιρέτως, πρίν κάν αρχίσουν οι
υπόκωφοι θόρυβοι πίσω από τίς κλειδωμένες πόρτες καί
τά υπόλοιπα μυστηριώδη τής αυγής εκείνης συμπτώματα.
Καί μετά βγήκαν έξω, δειλά-δειλά, αναμαλλιασμένοι όλοι
καί ματωμένοι καί άνευ άλλων περιττών εξηγήσεων ή
διαπραγματεύσεων άρχισαν τό μακελλιό. Ώ, μήν πάει
ο νούς σας σέ Σώματα Ασφαλείας καί στρατούς, σάς
διαβεβαιώ δέν έπαιξαν κανένα ειδικό ρόλο, τά πάντα


Χ.Δ.Π. έγραφον 181
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

SUITA

έγιναν γροθιά μέ γροθιά, δόντια μέ δόντια, μαχαίρια


μέ μαχαίρια, ξυράφια μέ ξυράφια, ρόπαλα μέ ρόπαλα,
τσεκούρια μέ τσεκούρια, τελείως ανθρώπινα κι
υποανάπτυκτα. Κανείς, μά κανείς, δέν πυροβόλησε! Ήταν
σάν νά είχαν ξεχάσει όλοι τους πώς διάολε! δέν ζούμε
καί στήν ομηρική εποχή, υπάρχουν άρματα, περίστροφα,
πολυβόλα, χειροβομβίδες, έχουμε προοδεύσει, βρέ αδελφέ,
από τήν λίθινη εποχή, δέν είμαστε πιά πρωτόγονοι γιά νά
σφαζόμαστε βάρβαρα καί κυρίως αντιαισθητικά!
Όπως καί νά' χει, τό μακελλιό διεξήχθη βάσει τού μάλλον
ντεμοντέ κανόνος: όλοι εναντίον όλων. (Ντεμοντέ σάν
σύστημα πολεμικής στρατηγικής δηλαδή, όχι σάν
καθημερινό βίωμα, συμπληρώνω, γιά νά μήν γίνονται
καί κακόβουλες παρεξηγήσεις). Καί γιά νά ολοκληρώσω
τήν εικόνα σάς πληροφορώ ότι τάξεις συμπαγείς ως
τών αστυνομικών, τών επιστατών εργοστασίων, τών
εισαγγελέων κι ανακριτών, τών σφαγέων καί κρεοπωλών,
τών αξιωματικών ενόπλων δυνάμεων, τών καθηγητών


182 Χ.Δ.Π. έγραφον
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

SUITA

κατωτέρας καί μέσης εκπαίδευσης, συνελόντι ειπείν


τών ένεκα επαγγέλματος εθισμένων στήν καθημερινή
άσκηση βίας, διεκρίθησαν επονείδιστα γιά τήν έλλειψη
δημιουργικής φαντασίας στήν όλη επιχείρηση τής σφαγής.
Νά υποθέση κανείς ότι τό τετριμμένον τού θέματος
άμβλυνε τήν εφευρετικότητα τους καί τούς οδήγησε σέ
μιάν τόσο επαίσχυντη υποτονικότητα; Αντίθετα, παρά
πάντων εξαίρεται τό ύφος, τό πρωτότυπον, η όλη σχεδίαση
κι εκτέλεση καί γενικώς τό καλλιτεχνικόν επίπεδον στό
οποίο εξήρθησαν οι υπάλληλοι τραπεζών, οι ασφαλιστικοί
πράκτορες, οι ταμίες σούπερ μάρκετ, οι εφοριακοί καί οι
εργατοϋπάλληλοι λιανικού εμπορίου.
Κι εδώ άς σημειώσουμε καί μιά ατιμωτική σελίδα -καί πού
δέν υπάρχουν;- στό τόσο καλοπαιγμένο σέ γενικές γραμμές
μακελλιό. Άπαντες οι φυλακισμένοι σφαγιάστηκαν στά
κελλιά τους, άκρως ανυπεράσπιστοι κι ενώ οι φύλακες
εξορμούσαν μέ συντριπτική πλειοψηφία εναντίον τους μέ
κραυγές όπως: Τέρμα οι Φυλακές!, Λυτρώστε μας από


Χ.Δ.Π. έγραφον 183
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

SUITA

τούς καταπιεστές!, Λευτεριά στούς δεσμοφύλακες!, Η


Βαστίλλη πέθανε! καί άλλα παρόμοια συνθήματα πλήρη
αίματος καί πάθους. Αλλά η ιστορία τής σφαγής δέν μάς
επιτρέπει κρίσεις αξιολογικές ηθικού περιεχομένου, όπως
καί κάθε ιστορία άλλωστε, γιατί άν ασκήσουμε τέτοιες
κρίσεις ποιά ιστορία θά μπορούσε νά ακουσθεί χωρίς νά
προκαλεί εμετούς κατά συρροή κι ίσως καί μερικά κύματα
αυτοκτονίας; Αλλά άν δέν μπορούμε ν' ακούσουμε κάν
τήν ιστορία, πώς θά διδαχτούμε από δαύτη; (Πρόβλημα
άσχετο: μήπως οι παρθένες τής Μιλήτου μελετούσαν
ιστορία υπό ηθικό πρίσμα; Άς ερευνηθεί δεόντως τό θέμα
από τίς επερχόμενες γενεές, στίς οποίες ίσως επιτραπεί νά
προβαίνουν σέ παρόμοιες αξιολογήσεις. Τό ποιές γενεές
υπονοούνται εδώ, δέν είναι τού παρόντος).
Καί μετά ανεφάνησαν οι πρώτες πυρκαγιές. Οι επιζώντες
εξακολούθησαν νά σφάζουν ή νά σφάζονται, εν μέσω
τοίχων πού κατέρρεαν, εκρήξεων, ανυπόφορης δυσωδίας
καί συνταρακτικών ανοδικών ρευμάτων πού προκαλούσε


184 Χ.Δ.Π. έγραφον
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

SUITA

η δριμύτητα τής φωτιάς πού ολοένα εξαπλωνόταν. Όλα


τούτα ίσως συνέβησαν διότι ουδείς είχε τήν τόλμη νά
δηλώσει ότι δέν είναι εχθρός τού επερχομένου, ή διότι
ουδείς είχε τό θράσος νά υποθέση ότι ο επερχόμενος
δέν ετύγχανε πιθανός σφαγέας του. Τούτο υποστηρίζουν
μερικοί ότι οφείλεται σέ παμπάλαιαν ηθική παράδοση
πού ανέκαθεν εχαρακτήριζε τό ανθρώπινον είδος. Πάντως
τό θάρρος τής σφαγής δέν απέλειψε από κανέναν, η
αλήθεια νά λέγεται!
Τώρα, μερικοί καχύποπτοι ίσως αναρωτιούνται πώς
διέφυγα τού καθαρμού. Μά ήταν τόσο απλό! Εν πρώτοις,
η αξιόλογος όσφρησις μου, εθισμένη στό παρελθόν
πτωμάτων, θυσιών, ολοκαυτωμάτων καί λοιπών ιστορικών
αναμνήσεων, μέ είχε πρό πολλού προειδοποιήσει. Τό
πράγμα ήταν ξεκάθαρο: κανείς πλέον δέν ονειρευόταν!
Όλοι αγωνίζονταν! Τί χρείαν έχομεν πλειόνων μαρτύρων;
(Εδώ συμβολικώς διαρρηγνύω τά ιμάτια μου καί
διασκορπίζω σποδόν επί τής κόμης μου). Όταν ουδείς


Χ.Δ.Π. έγραφον 185
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

SUITA

τείνει πρός τό Ανέφικτον, όταν όλοι εγγίζουν τά όρια τής


πραγματώσεως τών οραμάτων τους, τότε αυταπόδεικτα
μυρίζει σφαγή!
Κι ήταν γεγονός ατράνταχτο ότι τά όνειρα έπαιρναν
σάρκα καί οστά. Όλοι εφάπτονταν στά ιδανικά τους: τήν
διμηνιαία άδεια μετ' αποδοχών, τό δεύτερο αυτοκίνητο,
τήν έγχρωμον τηλεόρασιν 32', τήν σύνταξη στά είκοσι
πέντε χρόνια εργασίας, τά αντισυλληπτικά μέ πίστωση,
τήν νομιμοποίηση τής εφηβικής ομοφυλοφιλίας, τούς
κρατικούς σταθμούς εξάσκησης σεξουαλικών οργίων καί
τήν ιατρική εκπαρθένευση στά δεκατρία.
Βεβαίως υπήρχαν κι ορισμένοι ιδεολόγοι, τελείως
απομονωμένοι καί περιθωριακοί, πού ύψωναν φωνές
διαμαρτυρίας υπέρ τής τριμηνιαίας άδειας εργασίας, τού
τρίτου αυτοκινήτου, τής έγχρωμης τηλεόρασης 32' σέ κάθε
υπνοδωμάτιο, τής σύνταξης στά δεκαπέντε έτη εργασίας,
τήν κατάργηση τής μητρότητας σάν μικροαστικής
πρόληψης, τών κρατικών σταθμών


186 Χ.Δ.Π. έγραφον
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

SUITA

εξάσκησης σεξουαλικών οργίων μέ 50% έκπτωση διά τούς


ανώμαλους, τής υποχρεωτικής λήψης ναρκωτικών μετά
τίς 9 μ.μ., τής υποχρεωτικής ομοφυλοφιλίας τών εφήβων
διά νά μήν διαταράζεται τό ερωτικό τους προτσές καί τής
καταναγκαστικής ιατρικής εκπαρθένευσης ανεξαρτήτως
φύλου. Τό τελευταίο αίτημα βασιζόταν φυσικά στήν
συνταγματική ισότητα τών πολιτών. Αλλ' όπως είπαμε
επρόκειτο γιά μιά ισχνή μειοψηφία επαγγελματιών τής
δυσαρέσκειας, ή άλλως απολιθωμένων φανατικών τής
φιλελεύθερης κοινωνίας τού 20ού αιώνα.
Κατά δεύτερον, είχε απαγορευθεί -κατά γενική παραδοχή,
καθότι μήν ξεχνάμε ότι ομιλούμε γιά μιά καλώς
λειτουργούσα δημοκρατία κι ως γνωστόν σέ παρόμοια
πολιτεύματα οι απαγορεύσεις γίνονται πάντα κατά γενική
παραδοχή τών πολιτών- νά εκλαμβάνεται η ευτυχία ως
κάτι διάφορον τής ηδονής. (Άς όψεται ο Σαίν Ζύστ πού
παρ' ολίγον νά μάς διαφθείρει!). Κι επειδή όταν εκλείπει η
πείνα ο άνθρωπος κατά κανόνα δέν γνωρίζει -ή δέν


Χ.Δ.Π. έγραφον 187
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

SUITA

αναγνωρίζει- καμμιά άλλη ηδονή πλήν τής σαρκικής, η


υποχρεωτική ευτυχία γιά πρώτη φορά στήν ανθρώπινη
ιστορία γινόταν επιτέλους εφικτή. Αλλά ποιός μύστης τής
ιστορίας δέν ξέρει νά διακρίνει τό προανάκρουσμα τής
μαζικής ηδονής πού σημειώνεται στό παρά πέντε μιάς
σφαγής;
Τρίτον δέ καί έσχατον, υπήρχε μιά τυφλή προσήλωση στήν
επιβίωση, πού' χε μεταλλαχθεί σέ παράταση ζωής άνευ
όρων, ή ακόμα καί κάτω από δυσμενέστατους όρους
καί τό παρασιτικό "τίποτε δέν αξίζει γιά νά θυσιάσει
κανείς τήν ζωή του" είχε μπεί εγχάρακτο στά κούτελα
όλων, αφομοιωμένο μέσα από καθημερινές υποκλίσεις
πρός κάθε κατεύθυνση, ξεκινώντας από τόν προϊστάμενο
καί τόν θυρωρό καί καταλήγοντας στόν τροχονόμο
καί τόν εφοριακό, κατά διεστραμμένη υποταγήν
στόν πανανθρώπινο κανόνα πού ορίζει ότι πρέπει νά
υποκλίνεσαι μόνον από φόβο ή πρός τιμήν κι αλλίμονο
είχε απομείνει μόνο τό πρώτο, σκέτο, πράγμα αυτό


188 Χ.Δ.Π. έγραφον
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

SUITA

καθ' εαυτό ακίνδυνο όταν ασκείται μία φορά στά εφτά


χρόνια, όπως στούς καιρούς τών μεγάλων επιδρομών,
αλλά λίαν ανησυχητικό όταν υπερεκατονταπλασιάζεται
καθημερινώς, γιατί κάθε τής σπονδυλικής μας στήλης
λύγισμα πρέπει κάποτε νά πληρωθεί κι είναι δύσκολο
νά υποχρεώνεις κάθε μέρα άλλους υπερεκατό νά
υποκλίνονται μπροστά σου. Καί ποιός εντρυφής
στά ιστορικά βίτσια δέν ξέρει ότι όταν οι αρένες
ζητωκραυγάζουν γιά τό δικαίωμα τους νά γλείφουνε τίς
φτυσιές τών αρχόντων, μυρίζει σφαγή; Ποιά αιματηρή
εξέγερση πρίν ν' απλώση τά εντόσθια τών σφαγμένων
στόν ήλιο, δέν γνώρισε τήν αποθέωση τους μόλις τήν
παραμονή;
Νά λοιπόν πώς επέζησα! Ίσως γιατί είχα από πολλού
πεθάνει, μιάς καί δέν ζούσα στόν καιρό τους, αλλ'
ήμουνα κάτι σάν φάντασμα τής διαδρομής τους, κάτι σάν
σωλήνωση στόν προπετή πύργο πού υψώσανε κι ήμουνα
λαθραίος γιά τήν σφαγή, ποιός σφάζει ένα άγαλμα; ποιός


Χ.Δ.Π. έγραφον 189
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

SUITA

παίρνει γιά εχθρό του ένα αραχνιασμένο ξόανο; ποιός


ορμάει σ' έναν καθρέφτη σκελετών;
Τρύπωσα λοιπόν στόν υπόνομο, στούς οχετούς, πράγμα
πού δείχνει φανερά τήν κατανόηση μου γιά τήν φύση
τους, γιατί -όπως καί νά τό κάνουμε- μπορεί νά χτίζανε
στρατόπεδα συγκεντρώσεως μέ νέον καί μοκέττες κι
ανακριτικές αίθουσες μέ φυτά εσωτερικού χώρου καί
πολυθρόνες εργονομικές, μπορεί νά σπρώχνανε -σίγουρα
από αμέλεια- μερικές χιλιάδες αφηρημένους καθημερινά
στόν θάνατο, μπορεί νά επενέβαιναν δημιουργικά επάνω
στά κορμιά τών συνανθρώπων τους (κι όλοι ξέρουμε
πόσες πλατιά εκρηκτικές δυνατότητες κρύβει αυτή η όχι
εισέτι πλήρως εξαντλημένη πλευρά τού εγκεφάλου μας),
αλλ' από κανενός τό μυαλό δέν θά πέρναγε νά μπεί στούς
υπονόμους, πού ως γνωστόν βρωμάνε αφόρητα κι αυτό
φτάνει, δέν είναι ανάγκη ν' αναλογίζεται κανείς από
πού πρόέρχεται όλη αυτή η βρώμα, τό σίγουρο είναι η
εξασφάλιση πού σού προσφέρουν καί πώς νά μήν τήν


190 Χ.Δ.Π. έγραφον
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

SUITA

εκμεταλλευτώ; πώς νά μήν χρησιμοποιήσω ένα τέτοιο


θεόσταλτο δώρο; Εξ άλλου, είτε σάν οπτασία δέν θά μέ
άγγιζε η βρωμιά (όπως κι η αμαρτία τούς αγίους, γιά νά
μήν ξεχνάμε καί τίς ορθόδοξες ρίζες μας), είτε σάν όν
σέ αποσύνθεση ήδη προχωρημένη δέν θά μέ αφορούσε
παντελώς. Όσο νά' ναι, έχουνε καί οι σεσηπότες
βρυκόλακες τά πλεονεκτήματα τους! Κι εγώ τί άλλο ήμουνα
από' να βρυκόλακα πού ρουφούσε ό,τι δέν θέλανε νά
θυμώνται καί νά ξέρουνε, γιά νά ζήση μ' αυτό τό βρωμερό
τους αίμα;
Τελικά έγινε τό δεύτερο. Μάταια προσπαθούσα νά
αηδιάσω, ν' αναγκάσω τόν εαυτό μου νά παραδεχτεί
πώς δέν μπορεί παρά νά νιώθει εμετικές τάσεις κι γνήσια
αποστροφή μέσα στούς υπονόμους. Δέν είναι πρός
τιμήν μου σίγουρα πού τό παραδέχομαι, ομολογώ. Ένας
υπόνομος οφείλει νά μάς αηδιάζει ασχέτως τού τί μπορεί
νά συμβαίνει επί τής επιφανείας. Ό,τι καί νά γίνεται εις
"φώς ηλίου" σάν τέτοιο καί μόνον είναι αφετέον κι


Χ.Δ.Π. έγραφον 191
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

SUITA

αξιολησμόνητον. Διότι δέν μπορούμε νά παίρνουμε σάν


μέτρο δυσωδίας τών οχετών τήν εξελικτική διαδικασία τής
ανθρώπινης ιστορίας, η βρώμα είναι βρώμα κι η
ανθρώπινη ελευθερία είναι ανθρώπινη ελευθερία καί
δέν υπάρχει ουδείς λόγος νά λιγουρευόμαστε νά τήν
περιορίσουμε μέ a priori μισοθρησκευτικούς κανόνες
άτεχνα καμουφλαρισμένους, κι άν γουστάρει νά είναι
η ελευθερία τής δειλίας καί τής σφαγής δέν μάς πέφτει
λόγος, εννοώ σέ μάς τούς δοκιμαστές καί γνώστες τών
υπονόμων, πού απλώς υποκρυπτόμεθα εκεί καί χάριν τής
εξαιρετικής μας αντοχής στό διανθρώπινο μεθάνιο τής
επικοινωνίας, πού φυσικά δέν μπορεί νά διαθέτει κάποιος
πολιτισμένος, κάποιος τέλος πάντων καλλιεργημένος
άνθρωπος κι ούτε μπορεί νά έχουμε τήν απαίτηση νά
κατρακυλίση ο άλλος στά ιδικά μας πρότυπα τής εν
βρώμα διαβίωσης, οφείλουμε νά είμαστε υπεράνω όλων
ρεαλιστές κι αντικειμενικοί, νά κοιτάμε τήν αλήθεια
κατάματα, άσχετα άν τής τά' χουμε βγάλει τά μάτια, νά


192 Χ.Δ.Π. έγραφον
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

SUITA

τήν κοιτάμε, βρέ αδερφέ, στίς τρύπες κι όχι στούς γοφούς,


γιατί αλλιώς παρασυρόμαστε από τά βίαια καί νοσηρά
μας πάθη, πού δέν μπορούν παρά νά μάς οδηγήσουν
τελικά στά νεκροταφεία τών εφηβικών πόθων μας καί
στά κενοτάφια τών Δαντικών ερωμένων μας, πού δέν
πάψαμε νά τίς αγαπάμε ακόμα κι όταν μάθαμε ότι μάς
κεράτωναν μέ κάθε είδους ομοφυλόφιλους εμπόρους,
τουτέστιν άς αρθούμε -δηλαδή άς υποβιβαστούμε- στό
ύψος μας, άς συνομολογήσωμεν ότι κανείς δέν έχει τό
δικαίωμα απαιτήσεων από τόν σύνολο, μόνο τό σύνολον
έχει τό δικαίωμα νά μήν τού θυμίζουμε ότι αυνανίζεται
καί νά διακηρύσσει από πάνω ότι τού κάνει καλό στήν
υγεία του, ταύτα νά συνομολογήσωμεν κι όχι νά τά
βάζουμε μέ τά ερείπια επειδή τάχα μάς αρνούνται, ψέμμα
οφθαλμοφανέστατο, τά ερείπια αδυνατούν νά μάς
αρνηθούν, η άρνηση ανήκει στό ιδιαίτερο οντολογικό μας
οπλοστάσιο, τά ερείπια απλώς καπνίζουν, δέν επιλέγουν,
δέν σωρεύουν προοπτικές, δέν αμαυρώνουν τό γεγονός


Χ.Δ.Π. έγραφον 193
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

SUITA

ότι κάποτε θά πάψουν νά υπάρχουν, μόνο τά ρεμάλια


μπορεί νά σκέφτονται κάτι τέτοια, οι διεφθαρμένοι, οι
μελωδοί τού Σάντ, οι εραστές τού Αιγαίου, οι σοδομιστές,
οι Μακκιαβελικοί, οι επαναστάτες χωρίς αιτία κι αφορμή
καί σοβαρή δικαιολογία, οι στασιαστές τού yellow
submarine, οι υμνητές τής Βενετίας πού πεθαίνει από
έλλειψη αγάπης, οι ψευτομεσσίες πού αυτοσταυρώνονται
μόνο καί μόνο γιά νά ζητήσουνε μετά τόν λόγο από τό
ύψος τού σταυρού τους, τέτοιου είδους μόνο ρεμάλια
επικαλούνται τά ερείπια γιά νά δικαιώσουνε τήν κάθοδο
τους στούς υπονόμους, άς μείνουμε επιτέλους μές στήν
διάβρωση μας ειλικρινείς, μιάς κι όλα επιτρέπονται
άς αφήσουμε καί λίγο χώρο καί γιά ένα θραυσματάκι
ειλικρίνειας μέσα στίς τόσες μας
διαστροφές, άς τό παραδεχτούμε εκ βαθέων, μόνο τά
ρεμάλια φέρνουν τά ερείπια σάν πειστήριο επειδή
διαλέξανε τούς οχετούς τών περιττωμάτων τής διαλεκτικής
ανθρώπινης πορείας πρός τήν Κοινότητα, μόνο τά


194 Χ.Δ.Π. έγραφον
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

SUITA

ρεμάλια δέν ομολογούν πώς τούς αρέσει περισσότερο


νά ζούνε εκεί κάτω παρά στήν επιφάνεια τής φωτεινής
αθωότητος κάθε εγκλήματος, νά ζούνε μές στήν διάβρωση
τών παραγώγων τού ανθρώπινου αγώνα γιά ένα
απολυμασμένο αύριο, νά ζούνε στήν σιχαμερή μοναξιά
τους παρά στό οξυγονούχο σύμπαν πού διαπομπεύει τούς
νεκρούς του αστηλίτευτα καί πού τούς ζωντανούς του δέν
μπορεί κανείς νά ξεχωρίσει.
Μόνο τά ρεμάλια. Δυστυχώς, μόνο τά ρεμάλια.-

Χ.Δ.Π. έγραφον 195


ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

GLORIA

Ο Π ΑΝ Ι Κ Ο Σ

των αμνών

ΠΆΝΤΑ ΤΩΝ ΑΜΝΏΝ

Μακάριοι, λέγω, οι δυνατοί που


αποκρυπτογραφούνε το Άσπιλο

Οδυσσέας Ελύτης

196 Χ.Δ.Π. έγραφον


ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

MISERERE

Υπερέχοντα κρίνων τόν λεπρόν, σέ φτύνω κρίνο τού αγρού


πού υμνείς, μαστιγωμένε δούλε, τόν Θεόν σου.
Τανύω τούς κίονες, Ναέ πορνών, κι ιππότης κράζομαι τής
Λίμνης.
Τό Γκράαλ τών κρανίων θραύω, πυρακτωμένος υψώνομαι
στίς πυρές Σου, πυρές Σαββάτου, σέ φαλακρά όρη
θανάτου.
Διαχέομαι άνθος λαμπαδηφόρο τών Ναρκίσσων τών εσαεί
καθρεπτιζομένων σέ ταραγμένα νερά, τουτ' έστιν στά
μάτια όσων μάς αγάπησαν.
Οι αιώνες μου, σταγόνες ιδρώτα μ' αρμύρα τό γέλιο Σου,
Εσένα, πού σεμνύνεσαι ως Μέγας.
Περιβάλλομαι στέφανον τίς στιγμές τής σιωπής Σου,
Εσένα, πού είσαι ψηλά ή πολύ χαμηλά, πού ποτέ Σου
κοντά μου δέν είσαι.
Πορφυρούς ο χιτών μου, δέν ξεχνώ, βάφεις πάντα μ' άλικο
χρώμα σέ γενιές επτά τών ανθρώπων.


Χ.Δ.Π. έγραφον 197
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

MISERERE

Έλειψεν όμως ο μήκωνας τής ελπίδας.


Παραμέρισα τού χρόνου τόν κούφιο καρπό. Καί τού
μνήματος τόν παραμονεύοντα βρυκόλακα εθανάτωσα μέ
ξύλινη σφήνα, μέ σφήνα ελιάς.
Τό είδωλο Σου ξερό, τής καρδιάς μου προσάναμμα
αρμόζον. Ότι νύν τών επιπολαίων χρυσανθέμων
πανηγυρίζω τήν ανάσταση, νύν τής παρθένας αμυγδαλιάς
διαιωνίζω τήν επανάσταση.

Μά η νύχτα σταυρός καί τροχός τών ανθρώπων η


λύσσα. Φορώ τρίχινον σάκκον, εμβαπτίζομαι εν σποδώ,
στοιχιώνω τίς μυρτιές, τών νηπενθών τά διαρρηγμένα
ιμάτια καί Σέ κράζω μέ μάτια πικρά: Ηλί, Ηλί, στό όνομα
τής κάθε μάνας, ΙΝΑ ΤΙ μάς εγκατέλιπες;

198 Χ.Δ.Π. έγραφον


ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

Χ.Δ.Π. έγραφον 199


ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

TOCCATA OCCULTA

Δέν μπορούμε νά πνιγούμε ολόκληροι. Τό πάν είναι νά


διασώσουμε ανεστραμμένη τήν διάβρωση μας, έστω καί μέ
πρησμένη κοιλιά.
Κανείς δέν προσπερνάει αδιάφορα ένα τυμπανιαίο πτώμα
στήν άκρη τού μονοπατιού κι ό,τι κι άν κάναμε βρωμάει
κάπως έτσι. Εδώ ο Χαίντελ διαμαρτύρεται, αλλά τό κάνει
μάλλον γιά τά μάτια, γιατί κανείς δέν βασίλεψε εις
τούς αιώνας τών αιώνων ως μάς υποσχέθηκε, άρα κατά
βάθος τήν νοιώθει τήν ψευτιά τής περρούκας του κι άς
παριστάνει τόν οργισμένο.
Ως αρουραίοι επιζήσαμε τών δεινοσαύρων κι ελπίζω
στήν επερχόμενη κι αφανή γενεά τών αρουραίων πού θά
μάς διασώσει μετά τό τέλος τών ανθρωποειδών. Τούς
βλέπω κιόλας νά εγκαταλείπουν τά πτώματα μας, γιατί
τό μυρίστηκαν ότι τείνουμε σέ θριαμβικά ολοκαυτώματα,
σέ θυσίες ύφους Θώρ καί σ' εγχειρήματα Τευτονικά
καί βέβαια ψάχνουν γιά τά ναυάγια μας πού θά τούς
περισώσουν κι άς είναι -ως τά προσφιλή αδέλφια


200 Χ.Δ.Π. έγραφον
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

TOCCATA OCCULTA

τής Μήδειας- ακρωτηριασμένα υπολείμματα πού


εγκαταλείπουμε ρίχνοντας τα κρυφά στό πέλαγος τού
παρελθόντος.
Φτού! Μπερδεύτηκα καί πάλι μέ τήν τραγωδία, ενώ
ξεκίνησα νά γράψω έναν επικό ύμνο στήν επιβίωση,
σάν τόν Αδόλφο ή τόν Δαρβίνο, μά πού νά ν' αφήση ο
Αισχύλος κι ο Έκτορας κι η κόρη τού Κέκροπα μέ τ' άσπρο
της άτι;
Καί νά δείς, πού επειδή τυγχάνουμε απομεινάρια,
κατακερματισμένα απολιθώματα κι αγάλματα γυψωμένα,
θά μάς προτιμήσουνε οι αρουραίοι, εν είδει σανίδας,
γιατί ήδη μάς ξεπετάνε καθ' οδόν χύνοντας πού καί
πού καί κάποιο δάκρυ. Τό' χανε ξανακάνει βλέπεις καί
παλιότερα, τή συμπράξει Αβερρόη κι Αβικέννα, καί σάν
τήν κοπανάνε πρώτοι-πρώτοι, βούρ γιά τήν γήν ελαίας,
πού' ναι ναυαγισμένη επί μονίμου βάσεως καί θά ξεφύγει
-ως διαπρεπές ναυάγιον- κάθε ολοκαυτώματος, ως μή
αξίζουσα τόν σχετικόν κόπο νά τής βάλει κανείς φωτιά.


Χ.Δ.Π. έγραφον 201
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

TOCCATA OCCULTA

Κι εδώ μπαίνει ένα δίλημμα καθήκοντος: εγώ, ναί μέν


τυγχάνω αναφανδόν μέ τήν πλευρά τών δοκαριών από
κάθε "άουτο ντά φέ", ιεροεξεταστικό ή μιαροεξεταστικό
(δέν έχει καί τόση σημασία), αλλ' ως γνήσιο απόκομμα
ενδόξου παραδόσεως Εφιαλτών, Μηδισμών καί
Κερκοπορτών οφείλω νά προειδοποιήσω τήν ευέλπιδον
γενεά τών αρουραίων διά τό υποκρυπτόμενον δύστηνον
πεπρωμένο πού επιφυλάσσει αυτό τό τέλειο δίκτυον
οχετών αίματος -πού καί Ελλάς καλείται- στούς
διαβλέποντες σωτηρίαν διά τής επιβατεύσεως αυτού.
Οικτρόν, άμα καί αισχρόν (λόγω ιστορικών αναμνήσεων)
τό δίλημμα, ομολογώ. Αι δέ Πλάκαι διερράγησαν, τό
Πιστεύω δέν γίνεται παραδεκτόν παρά κατά παραχώρησιν
ποιητικήν, η δέ Τεκτονική παρά τή Γαλατία προσπάθεια
κατέληξεν απλώς εις τήν διαβεβαίωσιν τής μαζικής
μας ενοχής. Περί δέ τής Οκτωβριανής τοιαύτης ..., άς
οικονομηθώμεν τόν οίκτον μας.
Οπού στρέψω τούς οφθαλμούς μου; Οξεία τώ όντι η


202 Χ.Δ.Π. έγραφον
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

TOCCATA OCCULTA

έλλειψις σου, Σωκράτη-Σαβοναρόλα-Λούθηρε! Εις τίνος


Εωσφόρου ή Εωσφύγου τήν συμπόνοιαν νά προσβλέψω;
Εις ποίου ειδώλου τούς σπλαχνικούς πόδας νά προσπέσω;
Καί νά σκεφθεί κανείς ότι ορισμένοι ηπόρησαν -άλλοι δέ
κι εθαύμασαν- επί τών πράξεων Αβραάμ, ή καί Ιώβ!
Ώ, γενεά άπιστος καί διεστραμμένη...
Συγγνώμη, παρεσύρθην. Επιστρέφω, καί ιδού κείμαι ως
ουρά περιστεράς εν μέσω Ελλησπόντω. Καί τό έσχατον:
άντε καί τ' αποφάσισα, θά τό καταλάβουν άραγε; Πώς
νά εξηγήσεις στούς αρουραίους ότι τά διαβρωμένα αυτά
τεμάχια Χρόνου, πού επιπλέουν εις πείσμα τών αβύσσων,
τών υφάλων καί τών ναυπηγείων, δέν έχουν ανάγκη
ολοκαυτωμάτων επιβιωτικών ή εξαγνιστικών, ότι διάπυρα
είναι καί έσονται, ότι ως άρραφοι χιτώνες περιφρονούν
τούς κυβιστές πού τά μοιράζονται -τάχα- στά ζάρια;
Καί τό εσχατότατον: πώς νά τούς προειδοποιήσεις ότι ουκ
έξεστι χρεία συντελειών, "διδόναι γάρ αυτά δίκην καί τίσιν
αλλήλοις τής αδικίας κατά τήν τού χρόνου τάξιν";


Χ.Δ.Π. έγραφον 203
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

TOCCATA OCCULTA

Κι ώχ, ως είμαι επί τροχού εις ανάκαμψιν καί τρίζουν οι


μασχάλες μου καί συστρέφονται οι αστράγαλοι μου πρός
τά κάτω, έρχεσαι καί μέ λυτρώνεις, Γελασίνε, ως "γέλωτος
αξίων πάντων τών εν ανθρώποις".
Καί σκύβουνε οι φίλοι μου, τ' αρμυρά αυτά πολύχρονα
ναυάγια, κι όμαιμοι (εν αίματι θυσιών), ομόθρησκοι
(εις πίστιν ενότητος καί συντελείας) κι ομόγλωσσοι (εις
Αιγυπτιακήν υπεροψία κι εκφραστικούς χορούς) καί μέ
λύνουνε απ' τόν τροχό μ' ένα πικρό τους γέλιο! Καί νάτοι
οι έφηβοι κι οι κόρες μέ δαφνοστέφανα, μυρσίνες καί
δαδιά. Κι αλαλάζουνε τά κύμβαλα κορυβαντιαστί (ή μήν
ήταν οι καρδιές μας;) κι ως Ίακχος νά σέρνει τόν χορό
(καί νά χλωμιάζουνε από τήν ζήλεια τους οι Ελευσίνιοι) ο
κορυφαίος ο χορευταράς, ο τροβαδούρος ο γλυκός καί τής
Μεσογείου ο αθεράπευτος αλήτης, ο μπάρμπα-Όμηρος.
Ώ, τριών χιλιάδων χρόνων τρέλλα μέσα από' να μας
τυφλό χορό! Ώ, πώς θά τούς περιμένουμε τούς αρουραίους
ν' ανέβουνε στίς ράχες μας, πώς θά τούς σώσουμε


204 Χ.Δ.Π. έγραφον
ενα ονειρο, ενα ρεμαλι και ο πανικοσ

TOCCATA OCCULTA

πυρακτωμένους στόν σβέρκο μας καβάλλα, πώς θά τούς


περάσουμε απ' τά γιοφύρια πού γκρεμίσαμε, Βάκχε
Αρκαδικέ, τότε πού "πάντα τό πύρ επελθόν κρινεί καί
καταλήψεται"!
Όχι, δέν τό μπορούμε νά πνιγούμε ολόκληροι! Γιατί
δέν γεννηθήκαμε ολόκληροι, δέν μπουσουλήσαμε
ολόκληροι! Άς πεθάνει ό,τι γεννήθηκε κι άς διασωθεί ό,τι
τραγουδήθηκε, σ' Εφέσιο ναό, στήν έρημο καταμεσής, ή
στίς βουνοκορφές πού υψώσαμε μονάχοι, Φρειδερίκε!
Αιώνια παίζει η μουσική μέ ζύγια πάνω στό Σύμπαν.
Αιώνια άς παίξουμε κι εμείς μέ ζύγια τήν αναπνοή μας,
τήν κραυγή μας καί τόν ρόγχο μας κι ύστερα ήρεμα στήν
ακρογιαλιά -μά καί χαμογελώντας- άς προσμείνουμε τό
κύμα γιά νά σωριάση ό,τι χτίσαμε. Ότι, "αιών παίς εστί,
παίζων, πεττεύων". Παιδός η βασιλίη.
Τό μυστικό μας, μάσκα τού θανάτου μας χρυσή. Στό
κτέρισμα αυτό τό ακριβό, μέ τέχνη επάνω άς λαξευτεί ένα
περίεργο χαμόγελο μας. -

Χ.Δ.Π. έγραφον 205


Ε Ν Α Ο Ν Ε Ι Ρ Ο,
ΕΝΑ ΡΕΜΑΛΙ
ΚΑΙ Ο ΠΑΝΙΚΟΣ

ακόμα χρωστάω...

Χ. Δ. Γ.

You might also like