Professional Documents
Culture Documents
Σε λιγότερο από τρεις µήνες, το Internet δεν θα είναι πια το ίδιο – θα αστυνοµεύεται. Στις 8
Νοεµβρίου υπογράφηκε η Συνθήκη για το Έγκληµα στον Κυβερνοχώρο από τα κράτη µέλη του
Συµβουλίου της Ευρώπης. Θα καταφέρει όµως η διεθνής αυτή συνθήκη να επιβάλει για πρώτη
φορά την τάξη στο ∆ιαδίκτυο ή θα είµαστε όλοι ένοχοι προ αποδείξεως τουναντίον;
ΑΝΘΗ ΠΑΝΑΓΙΩΤΆΚΗ
Στο τεύχος ∆εκεµβρίου, αναφερθήκαµε αναλυτικά στις διατάξεις της προς υπογραφή ακόµα
τότε Συνθήκης. Στο παρόν άρθρο σάς παραθέτουµε τις αντιδράσεις που προκάλεσαν
ορισµένες από αυτές. Ας δούµε όµως πρώτα, ποιο είναι το Συµβούλιο της Ευρώπης που
ενορχήστρωσε τη σύνταξη της αµφιλεγόµενης για πολλούς συνθήκης αυτής.
Ποιο είναι το Συµβούλιο της Ευρώπης; Το Συµβούλιο της Ευρώπης είναι ένας διεθνής
οργανισµός που ιδρύθηκε το 1949 και εδρεύει στο Στρασβούργο. Η Ελλάδα έγινε το 11ο
µέλος του Συµβουλίου στις 9.8.1949. Kύριος ρόλος του είναι «η ενδυνάµωση της
δηµοκρατίας, των ανθρωπίνων δικαιωµάτων και της επικράτησης του νόµου στα 43 κράτη
µέλη του. Επίσης, το Συµβούλιο της Ευρώπης προστατεύει την πολιτιστική κληρονοµιά της
Ευρώπης σε όλο της το εύρος».
Οποιοδήποτε κράτος της Ευρώπης µπορεί να γίνει µέλος του, αρκεί να σέβεται το νόµο, να
εγγυάται τα ανθρώπινα δικαιώµατα και τις βασικές ελευθερίες σε όλους εντός της
επικράτειάς του.
Σκοπός της Συνθήκης είναι η προστασία της κοινωνίας από το έγκληµα στον κυβερνοχώρο
µε τη θέσπιση της κατάλληλης νοµοθεσίας και την επίτευξη δικαστικής συνεργασίας µεταξύ
των κρατών που θα την υπογράψουν.
Οι εργασίες για τη Συνθήκη ξεκίνησαν πριν από τέσσερα χρόνια. Η τελευταία αναθεώρηση
–η 27η- ολοκληρώθηκε το Μάιο του 2001. Άνοιξε για υπογραφές όχι µόνο από τα µέλη του
Συµβουλίου αλλά και άλλα κράτη, το Νοέµβριο του ίδιου έτους. Θα τεθεί σε ισχύ µετά την
πάροδο τριών µηνών, όταν δηλαδή πέντε κράτη –µε τη συµµετοχή τριών τουλάχιστον
κρατών µελών του Συµβουλίου- συναινέσουν.
Στη σύσταση της Συνθήκης συµµετείχαν επίσης –από τη θέση του Παρατηρητή- οι
Ηνωµένες Πολιτείες –το ενδιαφέρον των οποίων δικαιολογείται εν µέρη από το γεγονός ότι
«πάσχουν» κατά κοινή οµολογία περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη χώρα από εγκλήµατα
που σχετίζονται µε τη χρήση Η/Υ και του ∆ιαδικτύου. Συµµετείχαν ακόµα ο Καναδάς, η
Ιαπωνία και η Νότια Αφρική. Αν και δεν είναι οι χώρες αυτές δεν είναι µέλη του Συµβουλίου
–αφού δεν βρίσκονται στην Ευρώπη- µπορούν να την υιοθετήσουν, καθώς συµµετείχαν
ενεργά στη διαµόρφωσή της.
Κύριο χαρακτηριστικό της διεθνούς αυτής συνθήκης είναι η υποχρέωση που αναλαµβάνουν
τα κράτη µέλη να ποινικοποιήσουν ορισµένη συµπεριφορά στο ∆ιαδίκτυο. Καθιερώνει δε,
την υποχρέωση εναρµονίσεως των εθνικών νοµοθεσιών σε θέµατα εγκληµάτων στον
κυβερνοχώρο τόσο σε θέµατα ποινικού όσο και αστικού δικαίου.
Η ∆οµή της Συνθήκης. Έχει 48 άρθρα οργανωµένα σε τέσσερα κεφάλαια. Το πρώτο δίνει
τους απαραίτητους ορισµούς. Το δεύτερο αναφέρεται σε αρχές που θα πρέπει να θεσπιστούν
στη νοµοθεσία κάθε κράτους για να αντιµετωπιστεί το λεγόµενο «κυβερνοέγκληµα» (“cyber-
crime”). Το τρίτο κεφάλαιο περιγράφει το νέο σύστηµα διεθνούς συνεργασίας και το
τελευταίο, το τέταρτο, ασχολείται µε θέµατα εγκυρότητας, την επιβολή, την επικύρωση και
την υπογραφή της Συνθήκης. ∆ηµοσιεύεται στο δικτυακό τόπο του Συµβουλίου της
1
Οι αντιδράσεις στη Συνθήκη του Συµβουλίου της Ευρώπης για το Έγκληµα στον Κυβερνοχώρο
Στην υιοθέτηση της Συνθήκης αντιδρούν όµως και πολλές κυρίως ιντερνετικές ή
τηλεπικοινωνιακές επιχειρήσεις – ιδιαίτερα από τις ΗΠΑ και, ως εκ τούτου, δεν θεωρείται
βέβαιο ότι αυτή θα υιοθετηθεί και στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού.
Οι εξουσίες αυτές όµως, λένε εκπρόσωποι αµερικανικών επιχειρήσεων, δεν δίνονται µόνο
στις ΗΠΑ -τις αρχές των οποίων ενδεχοµένως, εµπιστεύεται ο Αµερικανός πολίτης. Τα ίδια
δικαιώµατα αποκτούν και οι Αρχές της Βουλγαρίας (7/5/1992), της Ρουµανίας(7/10/1993),
του Αζερµπαϊτζάν (από την 25η/1/2001) και άλλα κράτη µέλη του Συµβουλίου. Τα κράτη
αυτά, όπως υποστηρίζουν οι δύο µεγάλοι οργανισµοί τηλεπικοινωνιών -αν και δηµοκρατικά
σήµερα- δεν φηµίζονται για το βαθµό ελέγχου των εξουσιών των αστυνοµικών τους Αρχών.
Το αµερικανικό Υπουργείο Εµπορίου και η Αµερικανική Ένωση για την Τεχνολογία της
Πληροφορίας (Information Technology Association of America) έχουν επίσης εκφράσει τις
αντιρρήσεις τους.
Η κυριότερη ένστασή τους είναι ότι αµερικανικές επιχειρήσεις που παρέχουν υπηρεσίες
πρόσβασης στο ∆ιαδίκτυο –όπως η AOL Time Warner και η AT&T- ήδη δέχονται διαρκώς
εντάλµατα έρευνας. Με την νέα Συνθήκη θα αναγκαστούν να συνεργαστούν και µε τις Αρχές
πολλών ξένων χωρών. Κι αυτό διότι αποκτούν από τη Συνθήκη το δικαίωµα να τους
ζητήσουν την ανάκτηση –και ίσως και τη διατήρηση- στοιχείων των συνδροµητών τους για
πράξεις που θεωρούνται αξιόποινες στην εκάστοτε ξένη χώρα.
Οι αντιδράσεις του οργανισµού GILC. Ένα περίπου χρόνο πριν την υπογραφή της
Συνθήκης, ο GILC έστειλε επιστολή στο Συµβούλιο της Ευρώπης, µε την οποία εκφράζονται
2
Οι αντιδράσεις στη Συνθήκη του Συµβουλίου της Ευρώπης για το Έγκληµα στον Κυβερνοχώρο
οι αντιρρήσεις των µελών του σε διάφορες διατάξεις της Συνθήκης για το Έγκληµα στον
Κυβερνοχώρο. Υποστηρίζει ότι η Συνθήκη έρχεται σε αντίθεση µε τους ισχύοντες κανόνες
για την προστασία του ατόµου, ότι θα διευρύνει αδικαιολόγητα την αστυνόµευση του
∆ιαδικτύου από πλευράς κυβερνήσεων, ότι θα υπονοµεύσει την ανάπτυξη νέων µεθόδων
ασφάλειας δικτύων και ότι θα περιορίσει την ευθύνη των κυβερνήσεων.
Συνεργασία των ISP. Ορισµένες από τις πλέον αµφιλεγόµενες διατάξεις είναι οι 17, 18, 24
και 25, σύµφωνα µε τις οποίες οι ISP, οι εταιρείες δηλαδή που παρέχουν υπηρεσίες
πρόσβασης στο ∆ιαδίκτυο ή και άλλες διαδικτυακές υπηρεσίες, είναι υποχρεωµένοι να δίνουν
στις Αρχές στοιχεία των συνδροµητών τους.
Σύµφωνα µε το GILC, οι διατάξεις αυτές συνιστούν µια σοβαρότατη απειλή για το ιδιωτικό
απόρρητο και τα ανθρώπινα δικαιώµατα των χρηστών του ∆ιαδικτύου. Έρχονται δε, σε
αντίθεση µε καθιερωµένες αρχές που αφορούν στην προστασία των δεδοµένων όπως, η
ντιρεκτίβα της ΕΕ για την Προστασία των Προσωπικών ∆εδοµένων.
Ο αντίλογος. Στις επικρίσεις αυτές απαντά το FBI (τµήµα Computer Hacking and Intellectual
Property). ∆ιαψεύδει ως αβάσιµες οποιεσδήποτε ειδησεογραφικές αναφορές που µεταδίδουν
ότι η εν λόγω Συνθήκη απαιτεί από τους ISP να συλλέγουν και να διατηρούν αποθηκευµένα
δεδοµένα. Αρνείται επίσης ότι τους υποχρεώνει να υιοθετήσουν κάποιες επιχειρηµατικές
πρακτικές και να αναπροσαρµόσουν την υλικοτεχνική τους υποδοµή (κάτι που αν
εφαρµοστεί στην πράξη θα µας θυµίσει την ιστορία µε το Σαρκοβόρο του FBI-βλ.και RAM,
τεύχος Ιανουαρίου 2001, σελ. 92 ή το Echelon, τεύχος Νοεµβρίου, σελ. 60).
To FBI βεβαιώνει µάλιστα ότι, η Συνθήκη δεν απαιτεί από τους ISP να συλλέγουν ή να
διατηρούν δεδοµένα γενικά. ∆εν απαιτεί επίσης, κάποια επιπλέον υλικοτεχνική υποδοµή.
Ο κυβερνητικός οργανισµός διευκρινίζει ότι η Συνθήκη δεν απαιτεί από τους ISP να κρατούν
–όλα ή µέρος από τα- στοιχεία της κίνησης των συνδροµητών τους. Περιλαµβάνει όµως
διατάξεις οι οποίες διασφαλίζουν ότι όταν διεξάγεται µια αστυνοµική έρευνα οι Αρχές έχουν
το δικαίωµα να ζητήσουν από τον πάροχο να µην διαγράψει συγκεκριµένα στοιχεία που
βρίσκονται ήδη στην κατοχή του.
Τέλος, το FBI τονίζει ότι η Συνθήκη δεν εγείρει την απαίτηση από τους παρόχους να
αποκαλύψουν αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία δεν είναι σε θέση –από τεχνικής απόψεως- να
παράσχουν. (Ωστόσο, δεν απαγορεύεται στα κράτη µέλη να θεσπίσουν τέτοιες διατάξεις στην
εθνική τους νοµοθεσία, αν κρίνουν ότι είναι απαραίτητο).
Φακέλωµα έπ’ αόριστον; Ένα ακόµα θέµα που έχει προκαλέσει αντιδράσεις είναι η απουσία
διατάξεων οι οποίες να ορίζουν σαφώς ότι θα πρέπει να διαγράφονται τα όποια προσωπικά
στοιχεία παρακρατήθηκαν για τις ανάγκες µιας αστυνοµικής έρευνας όταν πλέον δεν
δικαιολογείται κάτι τέτοιο. Σε ορισµένες χώρες υπάρχουν στην εθνική τους νοµοθεσία
τέτοιες διατάξεις. Σε άλλες όχι, όπως στις ΗΠΑ – στις οποίες θεωρείται ότι συντηρούνται
τεράστιες βάσεις δεδοµένων µε στοιχεία των πολιτών τους.
3
Οι αντιδράσεις στη Συνθήκη του Συµβουλίου της Ευρώπης για το Έγκληµα στον Κυβερνοχώρο
«Η απουσία τέτοιων διατάξεων θα οδηγήσει στη διεύρυνση των εξουσιών των αστυνοµικών
Αρχών και θα µετριάσει παράλληλα την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωµάτων».
Σηµειώνεται ότι στο άρθρο 16 της συνθήκης αναφέρεται ότι ISP ή άτοµα που έχουν στην
κατοχή τους στοιχεία που πιθανώς ενδιαφέρουν τις Αρχές θα είναι υποχρεωµένοι να
διατηρούν τα στοιχεία αυτά αποθηκευµένα και αναλλοίωτα επί 90 ηµέρες για να επιτραπεί
στις Αρχές να ζητήσουν την αποκάλυψή τους. Ενδέχεται µάλιστα να επιτραπεί η ανανέωση
του χρόνου αυτής τους τής υποχρέωσης, γεγονός που θα εξαρτηθεί από τις εθνικές
νοµοθεσίες.
Αξιόποινο εδώ, αθώο αλλού. Επίσης, οι αµερικανοί ISP θεωρούν ότι έτσι θα υποχρεωθούν
να συνεργαστούν µε τις Αρχές άλλων χωρών για να εκδοθούν χρήστες όταν λαµβάνει χώρα
µια πράξη που θεωρείται αξιόποινη στην ξένη χώρα, όχι όµως στις ΗΠΑ – όπως η
δηµοσίευση ρατσιστικού ή ξενοφοβικού περιεχοµένου-, όπου δηλαδή µια πράξη δεν
θεωρείται αξιόποινη σύµφωνα µε την εθνική τους νοµοθεσία και στα δύο κράτη (dual
criminality).
Σχετικό µε την ένσταση αυτή είναι το γεγονός, ότι στην τελευταία αναθεώρηση της
Συνθήκης τον Ιούνιο του 2001 προστέθηκαν σε αυτήν διατάξεις σύµφωνα µε τις οποίες η
ρατσιστική ή ξενοφοβική προπαγάνδα µέσω δικτύων υπολογιστών θεωρείται εγκληµατική
ενέργεια. Στις ΗΠΑ όµως, η δηµοσίευση τέτοιου περιεχοµένου δεν θεωρείται αξιόποινη,
καθώς κάτι τέτοιο αντιβαίνει µε την Πρώτη Τροπολογία του αµερικανικού Συντάγµατος περί
Ελευθερίας του Λόγου.
Ο ορισµός των «παράνοµων συσκευών»: Ένα ακόµα άρθρο της Συνθήκης που είναι
αµφιλεγόµενο είναι το άρθρο 6, το οποίο αναφέρεται στην «κακή χρήση συσκευών» (misuse
of devices). Σε αυτό χρησιµοποιείται ο όρος «παράνοµες συσκευές» (illegal devices). Ο
ορισµός του όµως, σύµφωνα µε τον GILC, είναι ελλιπής και αυθαίρετα γενικευµένος.
To άρθρο 6 ορίζει ότι κάθε µέλος θα πρέπει να λάβει νοµοθετικά ή άλλα µέτρα για να
καθιερώσει ως ποινικά αδικήµατα την παραγωγή, πώληση ή προετοιµασία για χρήση,
εισαγωγή ή διανοµή ή η µε οποιοδήποτε άλλο τρόπο διάθεση µιας συσκευής –
συµπεριλαµβανοµένων προγραµµάτων Η/Υ- που έχει σχεδιαστεί ή προσαρµοστεί πρωτίστως
µε σκοπό τη διάπραξη οποιουδήποτε αδικήµατος αναφέρεται στα άρθρα 2-5 της Συνθήκης
(βλ. Σχετικό πλαίσιο)
Ειδικοί σε τεχνικά θέµατα θεωρούν ότι αυτός ο ορισµός θα σταθεί εµπόδιο στη βελτίωση της
ασφάλειας δικτύων και θα δώσει στο κράτος έναν ρόλο που δεν του αρµόζει: το ρόλο του
αστυνόµου στην επιστηµονική έρευνα και καινοτοµία.
Στις επικρίσεις αυτές απαντά και πάλι το FBI λέγοντας ότι, τίποτα στη Σύµβαση δεν
προτρέπει τα κράτη που θα την υιοθετήσουν να ποινικοποιήσουν τη θεµιτή χρήση µεθόδων
ασφάλειας δικτύων και διαγνωστικών εργαλείων. Αντιθέτως, κάνει σαφή διάκριση,
συµπεριλαµβάνοντας στις διατάξεις το στοιχείο της «πρόθεσης» για διάπραξη ενός από τα
εγκλήµατα που περιγράφονται στα άρθρα 2-5 αλλά και το στοιχείο της «πράξης χωρίς
δικαίωµα». Στη δεύτερη µάλιστα παράγραφο του άρθρου 6 της Συµβάσεως αναφέρεται ότι η
νόµιµη επιστηµονική έρευνα και η δοκιµή µεθόδων ασφαλείας, επί παραδείγµατι, δεν θα
λογίζονται ως παράνοµες. Σηµειώνεται ότι η «πρόθεση» θα προσδιορίζεται από το εσωτερικό
δίκαιο κάθε µέλους κράτους.
Η ευθύνη των ISP για το περιεχόµενο τρίτων. ∆ιαµαρτυρίες έχουν προκαλέσει επίσης οι
διατάξεις 9 και 11 της Συνθήκης που µιλούν για την ευθύνη των παρόχων υπηρεσιών Internet
για το περιεχόµενο τρίτων, πελατών ή χρηστών των υπηρεσιών τους. Οι ISP αντιδρούν
φοβούµενοι ότι θα βρεθούν ενώπιον της ∆ικαιοσύνης αν δεν είναι σε θέση να
4
Οι αντιδράσεις στη Συνθήκη του Συµβουλίου της Ευρώπης για το Έγκληµα στον Κυβερνοχώρο
παρακολουθούν τι διακινείται µέσω του δικτύου τους ή ακόµα και για τις πράξεις των
υπαλλήλων τους.
Ωστόσο, και έπ’ αυτού το FBI απαντά ότι οι ISP δεν φέρουν ευθύνη εάν λειτουργούν µόνο µε
την πρόθεση να «µεταδώσουν» δεδοµένα, χωρίς να γνωρίζουν το περιεχόµενο της
µεταδιδόµενης πληροφορίας. Όταν όµως γνωστοποιηθεί στον πάροχο η µετάδοση ή η
αποθήκευση παράνοµου περιεχοµένου, εντολών κ.λπ. από το δίκτυό του ενδέχεται να
προκύψουν ερωτήµατα για το µερίδιο της ευθύνης του.
Το άρθρο 11 αναφέρεται στην προσαγωγή στη ∆ικαιοσύνη εκείνων που συνειδητά –εκ
προθέσεως- συνέβαλαν στη διάπραξη των αδικηµάτων που αναφέρονται στη Συνθήκη.
Εικονική και Πραγµατική Παιδική Πορνογραφία. Ένα ακόµα θέµα στο οποίο οι απόψεις
διίστανται προκύπτει από τον ορισµό της παιδικής πορνογραφίας. Στη Συνθήκη
ποινικοποιείται η δηµοσίευση φωτογραφιών που φαίνεται να (“appear to”) δείχνουν παιδιά
σε σεξουαλικές πράξεις. Οι επικριτές της θεωρούν ότι έτσι ποινικοποιείται και υλικό για
ενηλίκους.
Γενίκευση των εγκληµάτων περί copyright. Ο οργανισµός GILC αµφισβητεί επίσης ότι, θα
πρέπει να επιβληθούν ποινές για εγκληµατική ενέργεια όταν υπάρχει καταπάτηση
πνευµατικής ιδιοκτησίας. Κι αυτό διότι, τα µέλη του εν λόγω συνασπισµού κρίνουν ότι οι
εθνικές νοµοθεσίες δεν είναι ακόµα ώριµες, σαφείς σε αυτόν τον τοµέα και ως εκ τούτου η
επιβολή τέτοιων ποινών δεν θα έπρεπε να ορίζεται από µια διεθνή συνθήκη.
∆ιαφωνούν ακόµα, στο αίτηµα για αµοιβαία συνεργασία όταν η εν λόγω πράξη δεν
προβλέπεται από το ∆ίκαιο και των δύο εµπλεκόµενων µερών. Θεωρούν µάλιστα ότι µια
τέτοια διευκρίνηση είναι απαραίτητη για τη διατήρηση της ανεξαρτησίας των εµπλεκόµενων
κρατών.
Το θέµα της διαφάνειας κατά τη σύνταξη της Συνθήκης. Οι εργασίες για τη σύνταξη της
Συνθήκης δεν έγινε γνωστές, παρά µόνο µετά την 19η αναθεώρησή της, τον Απρίλιο του
2000, αν και είχαν ξεκινήσει από το 1997.
Πολλές οµάδες προστασίας των ατοµικών και κοινωνικών δικαιωµάτων τονίζουν ότι θα
έπρεπε να συµµετάσχουν εξ αρχής στη σύνταξη µιας τέτοιας συνθήκες κρατικές υπηρεσίες,
επιχειρήσεις αλλά και οµάδες και οργανισµοί που ασχολούνται µε θέµατα προστασίας των
ατοµικών δικαιωµάτων.
Έρευνα και Κατάσχεση αποθηκευµένων δεδοµένων. Στο άρθρο 14 της Συνθήκης δεν
διασφαλίζεται ότι πριν ζητηθεί από τις κρατικές αρχές η έρευνα, θα έχει δώσει την έγκρισή
5
Οι αντιδράσεις στη Συνθήκη του Συµβουλίου της Ευρώπης για το Έγκληµα στον Κυβερνοχώρο
της µία ανεξάρτητη δικαστική αρχή, που θα φροντίζει να µην παραβιάζονται βασικές
ατοµικές ελευθερίες.
Επιπλέον, τίθεται το θέµα της χρήσης της κρυπτογραφίας, µε την οποία αποκρύπτεται το
περιεχόµενο του υλικού που διακινείται µέσω ∆ιαδικτύου. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το
ερώτηµα, εάν ένας χρήστης που χρησιµοποιεί τις µεθόδους της αυτοµάτως αυτοενοχοποιείται
–από το άρθρο 19 της Συνθήκης. Με το άρθρο αυτό ενδέχεται να δοθεί στις κυβερνήσεις το
δικαίωµα να ζητήσουν την αποκάλυψη του κλειδιού αποκρυπτογράφησης – κάτι που δεν
είναι σύµφωνο µε το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Συνθήκης Ανθρωπίνων ∆ικαιωµάτων, που
λεει ότι «Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωµα στην ελευθερία και στην ασφάλεια».
Εξάλλου, τίθεται το ερώτηµα εάν θα µπορούσε να θεωρηθεί σύµφωνη µε τις βασικές Αρχές
του ∆ικαίου, η -έµµεση έστω- απαγόρευση χρήσεως της κρυπτογραφίας ή ο περιορισµός
αυτής σε άτοµα ή φορείς (π.χ. κρατικούς), που έχουν ειδική άδεια.
Τελικά. Επαρκείς απαντήσεις στα ερωτήµατα που θέτουν οι επικριτές της υπογεγραµµένης
πλέον Συνθήκης δεν έχουν δοθεί. Η αλήθεια είναι ότι µάλλον θα αισθανόµαστε πλέον
«αρκετά ύποπτοι» κάθε φορά που θα σερφάρουµε στο ∆ιαδίκτυο, κάθε φορά που θα
κρυπτογραφούµε τα e-mail µας, κάθε φορά που θα επισκεπτόµαστε δικτυακούς τόπους
αµφιλεγόµενου για ορισµένους περιεχοµένου.
Επιπλέον, γεννάται το ερώτηµα κατά πόσον µια τέτοια συνθήκη είναι αρκετή για να πατάξει
το ηλεκτρονικό έγκληµα. Τι θα γίνει, για παράδειγµα, όταν ο κακός κρύβει τα ίχνη του σε
διακοµιστές και δίκτυα σε κράτη που δεν είναι υποχρεωµένα να συνεργαστούν µε τις Αρχές
του κράτους του θύµατος; (Θυµάστε τι έγινε µε το δηµιουργό του ιού I Love You που δεν
µπορούσε να εκδοθεί στις Φιλιππίνες, απουσία σχετικής νοµοθεσίας;)
{box}
Τι θεωρείται αδίκηµα από τη Συνθήκη
Τα άρθρα της Συνθήκης για το Κυβερνοέγκληµα που συζητήθηκαν περισσότερο από τους
επικριτές της συνθήκης.
Άρθρο 5: Η εκ προθέσεως και χωρίς δικαίωµα σοβαρή παρεµπόδιση της λειτουργίας ενός
συστήµατος υπολογιστή, που γίνεται µε πρόσθεση τη µεταφορά, την καταστροφή, τη
διαγραφή, τη χειροτέρευση, τη µεταβολή, ή την απόκρυψη δεδοµένων υπολογιστών.
6
Οι αντιδράσεις στη Συνθήκη του Συµβουλίου της Ευρώπης για το Έγκληµα στον Κυβερνοχώρο
προγραµµάτος Η/Υ και µεθόδων πρόσβασης µε κωδικούς που σπάνε το κλείδωµα άλλων
προγραµµάτων- που έχει σχεδιαστεί ή προσαρµοστεί µε σκοπό πρωτίστως τη διάπραξη
οποιουδήποτε από τα παραπάνω (στα άρθρα 2-5) αδικήµατα.
Άρθρο 19, παράγραφος 4η. Οι αρµόδιες Αρχές κάθε χώρας θα µπορούν να απαιτήσουν από
ό,ποιο πρόσωπο το γνωρίζει να τους αποκαλύψει πως λειτουργεί ο υπολογιστής που
ερευνάται ή πώς απενεργοποιείται η όποια µέθοδος χρησιµοποιήθηκε για την απόκρυψη των
αποθηκευµένων δεδοµένων.
Άρθρο 18. Οι αρµόδιες Αρχές θα µπορούν να απαιτήσουν από οποιοδήποτε πρόσωπο εντός
της δικαιοδοσίας τους να αποκαλύψουν δεδοµένα υπολογιστών που κατέχουν. Το ίδιο
υποχρεωµένοι θα είναι και οι ISP. Θα µπορεί δηλαδή να τους ζητηθεί να αποκαλύψουν
στοιχεία για τους συνδροµητές τους, πλην σχετικών µε την κίνηση ή το περιεχόµενο, µε τα
οποία γίνεται δυνατή η χρήση κάποιας υπηρεσίας. Μπορούν ακόµη, να ζητήσουν την
αποκάλυψη των απαραίτητων τεχνικών µέσων για την παροχή της υπηρεσίας αυτής, τη
διάρκεια χρήσης της, την ταυτότητα του χρήστη, τη διεύθυνσή του, το τηλέφωνο ή άλλο µέσο
επικοινωνίας, τα στοιχεία του λογαριασµού του και οποιαδήποτε άλλη πληροφορία που είναι
διαθέσιµη στον τόπο που είναι εγκαταστηµένος ο εξοπλισµός επικοινωνιών µε βάση τη
συµφωνία παροχής της υπηρεσίας.
Τα άρθρα του χάρτη των Θεµελιωδών ∆ικαιωµάτων της ΕΕ (1950) στα οποία βασίζουν πολλά
από τα επιχειρήµατά τους επικριτές της Συνθήκης για το Κυβερνοέγκληµα.
1. Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωµα στην ελευθερία σκέψης, συνείδησης και θρησκείας. Το
δικαίωµα αυτό συνεπάγεται την ελευθερία µεταβολής θρησκεύµατος ή πεποιθήσεων,
καθώς και την ελευθερία εκδήλωσης του θρησκεύµατος ή των πεποιθήσεών του,
ατοµικά ή συλλογικά, δηµοσία ή κατ’ ιδίαν, µε τη λατρεία, την εκπαίδευση, την
άσκηση των θρησκευτικών καθηκόντων και τις τελετές.
2. Το δικαίωµα αντίρρησης συνειδήσεως αναγνωρίζεται σύµφωνα µε τις εθνικές
νοµοθεσίες που διέπουν την άσκησή του.
7
Οι αντιδράσεις στη Συνθήκη του Συµβουλίου της Ευρώπης για το Έγκληµα στον Κυβερνοχώρο
Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωµα στην ελευθερία έκφρασης. Το δικαίωµα αυτό περιλαµβάνει
την ελευθερία γνώµης και την ελευθερία λήψης ή µετάδοσης πληροφοριών ή ιδεών, χωρίς
την ανάµειξη δηµοσίων αρχών και αδιακρίτως συνόρων.
Η ελευθερία των µέσων µαζικής ενηµέρωσης και η πολυφωνία τους είναι σεβαστές.
Πρωταγωνιστές
O κ.Πρόδροµος Ασιµιάςδης, από το ελληνικό Υπουργείο ∆ικαιοσύνης κατά την υπογραφή της Συνθήκης,
στις 23 Νοεµβρίου 2002 στη Βουδαπέστη.
Η Συνθήκη υπογράφθηκε από 31 κράτη –27 κράτη µέλη του Συµβουλίου της Ευρώπης, τις ΗΠΑ, τη Νότια
Αφρική, την Ιαπωνία και τον Καναδά- στο Κοινοβούλιο της Ουγγαρίας.
Η Αµερικανίδα πρέσβης των ΗΠΑ στην Ουγγαρία, Νάνσυ Γκούντµαν Μπρίνκερ υπέγραψε τη Συνθήκη. Οι
ΗΠΑ συµµετείχαν ενεργά στη σύνταξή της.