Professional Documents
Culture Documents
σύστημα
A
Τὸ κατὰ GordonGR γλωσσικὸ σύστημα
Αυγούστου
Περιεχόμενα
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Ἡ τελευταία φράσι δὲν ἔχει στόχο νὰ κηρύξῃ τὶς ἀναγνώστιες καὶ τοὺς ἀνα-
γνῶστες «ἀνεπιθύμητα πρόσωπα». Ἔχει ὅμως στόχο νὰ τὶς/τοὺς δείξῃ τὸν τρόπο
μὲ τὸν ὁποῖο πρέπει νὰ τὸ διαβάσουν: νὰ παρατηρήσουν, νὰ προβληματισθοῦν,
ἐνδεχομένως νὰ συμφωνήσουν σὲ κάποια σημεῖα —καί, γιατί ὄχι, νὰ οἰκειοποι-
ηθοῦν ὅσα σημεῖα τοὺς/τὶς ἀρέσουν— ἀλλὰ ὄχι νὰ κατακρίνουν ἢ νὰ διαφωνή-
σουν. Ἄλλωστε, φιλοξενοῦνται σὲ ἕναν ἰδιωτικὸ χῶρο —αὐτὸν τοῦ μυαλοῦ τοῦ
δημιουργοῦ— κατόπιν προσκλήσεώς του.
Καλὴ ἀνάγνωσι!
Ἀναλόγως τοῦ χρόνου τοῦ φωνήεντος ποὺ περιέχεται σὲ μιὰ συλλαβή, ὁρί-
ζεται καὶ ὁ χρόνος τῆς συλλαβῆς. Ἔτσι, ἔχουμε συλλαβὲς μακρόχρονες και
βραχύχρονες .
Τὰ μόρια ου, αι, ει, οι, υι, αυ, ευ, ηυ θεωροῦνται μακρόχρονα. Ἐξαίρεσι: τὰ αι,
οι θεωροῦνται βραχύχρονα ὅταν βρίσκωνται στὸ τέλος τῆς λέξεως.
Στὴν παροῦσα ἑνότητα ἀκολουθεῖται γενικὰ τὸ [], ἐκτὸς ἀπὸ ὅταν ὁρίζεται ρητῶς.
Ἡ διάκρισι σὲ φύσει καὶ θέσει μακρόχρονες συλλαβὲς παραλείπεται, ὡς ἄχρηστη γιὰ τὸν
τονισμό, ἀφοῦ τελικῶς δὲν βοηθᾷ νὰ διαπιστώσουμε ἂν ἕνα δίχρονο φωνῆεν θὰ πρέπῃ νὰ θεω-
ρηθῇ βραχύχρονο ἢ μακρόχρονο σὲ δοθεῖσα περίπτωσι. Ὡστόσο, ἡ διάκρισι ἔχει ἐφαρμογὴ σὲ
ἄλλα θέματα, ὁπότε θὰ τὴ δοῦμε ἀργότερα.
Διαφοροποιήσεις ἀπὸ τὴ συνήθη δημοτικὴ
Οἱ τόνοι εἶναι τρεῖς: ἡ ὀξεία (΄), ἡ βαρεία (`) καὶ ἡ περισπωμένη ( ). Κατὰ τὴν
ἀρχαιότητα, ὁ τονισμὸς εἶχε μουσικὴ ἔννοια: ἡ ὀξεία σήμαινε πὼς ἡ φωνὴ ὀξεί-
νετο (πήγαινε ὑψηλότερα), ἡ βαρεία πὼς ἔλειπε ὁ ὑψηλὸς τόνος, ἐνῷ στὸ φωνῆεν
ποὺ τονιζόταν μὲ περισπωμένη ἡ φωνὴ ἀνεβοκατέβαινε.
(αʹ) Τὰ γῆ, φῶς, πᾶν, νοῦς, πλοῦς, ροῦς, δρῦς καὶ γενικὰ ὅσες λέξεις προ-
κύπτουν ἐκ συναιρέσεως: χρυσῆ, χρυσᾶ, εὐρῶ.
Κατὰ μία ἄποψι, ἡ λέξι εὐρὼ μπορεῖ νὰ θεωρηθῇ συνῃρημένο οὐσιαστικό β΄ κλίσεως τῆς ἀρ-
χαίας ἑλληνικῆς. Τότε, ἡ κλίσι της ἔχει ὡς ἐξῆς: Τὸ εὐρῶον (εὐρῶ), τοῦ εὐρώου (εὐροῦ), τῷ εὐρώῳ
(εὐρῷ), τὸ εὐρῶον (εὐρῶ), ὦ εὐρῶον (εὐρῶ)· τὰ εὐρῶα (εὐρᾶ), τῶν εὐρώων (εὐρῶν), τοῖς εὐρώοις
(εὐροῖς), τὰ εὐρῶα (εὐρᾶ), ὦ εὐρῶα (εὐρᾶ).
Ἡ ἄποψι εἶναι κάπως τραβηγμένη, ἀλλὰ πέραν τούτου ἡ πλήρης ἀσυμφωνία της μὲ τὴν καθη-
μερινὴ πρακτικὴ καθιστᾷ τὴ χρῆσι τοῦ τύπου ἐντελῶς ἀδύνατη.
Ἡ παραλήγουσα
. Ἡ λήγουσα σὲ -α στὰ ἀρσενικὰ καὶ θηλυκὰ εἶναι πάντα μακρόχρονη, ὅταν
τελειώνῃ σὲ -ας: ὁ χειμώνας, τῆς γυναίκας.
Στὰ οὐδέτερα, ὅμως, εἶναι πάντα βραχύχρονη: τὸ γῆρας.
. Στὰ ἀρσενικὰ ποὺ λήγουν σὲ -α, αὐτὸ θεωρεῖται μακρόχρονο σὲ ὅλες τὶς
πτώσεις.
Ὅμως, ὅταν ἡ λέξι προέρχεται ἀπὸ τὴν ἀρχαία γ΄ κλίσι, τότε τὸ -α θεωρεῖ-
ται βραχύχρονο : ὁ χειμώνας, τοῦ χειμῶνα, τὸ(ν) χειμῶνα, ὦ χειμῶνα.
. Στὰ θηλυκὰ ποὺ λήγουν σὲ -α, ἰσχύει τὸ ἑξῆς :
(αʹ) Ἂν πρὶν τὴν κατάληξι -α ὑπάρχῃ σύμφωνο (ἐκτὸς τοῦ ρ), τότε τὸ α
λέγεται μὴ καθαρὸ καὶ εἶναι βραχύχρονο: ἡ μοῦσα, ἡ μᾶζα, ἡ γλῶσσα.
(βʹ) Ἂν πρὶν τὴν κατάληξι -α ὑπάρχῃ φωνῆεν ἢ ρ, τότε τὸ α λέγεται κα-
θαρὸ καὶ εἶναι μακρόχρονο: ἡ πολιτεία, ἡ ὥρα.
Ἐξαιρέσεις: γαῖα, μαῖα, μοῖρα, πεῖρα, σπεῖρα, σφαῖρα.
. Τὸ α στὸ τέλος τῶν οὐδετέρων εἶναι βραχύχρονο: χρῶμα, ὡραῖα δῶρα,
ἐκεῖνα τὰ σχολεῖα.
βλ. []
βλ. []
βλ. []
[]
.. Ρήματα
Ἡ λήγουσα
. Ἡ μακρόχρονη λήγουσα τῶν ρημάτων παίρνει περισπωμένη: ἀγαπῶ, ἀρ-
γεῖ, ἀργοῦν, ἀκοῦς, δῇς, δεῖς, κλαῖς, τρῶς.
Ἡ παραλήγουσα
. Τὸ ἄτονο α στὴ λήγουσα τῆς ὁριστικῆς εἶναι βραχύχρονο: τραγουδοῦσα,
τραγουδοῦσαν· εἶδα, εἶδαν· φεῦγαν.
. Τὰ ἄκλιτα ποὺ καὶ πὼς παίρνουν βαρεία ὅταν εἶναι ἀναφορικὰ καὶ πε-
ρισπωμένη ὅταν εἶναι ἐρωτηματικὰ (τόσο σὲ εὐθεία ὅσο καὶ σὲ πλάγια
ἐρώτησι) ἢ ὅταν προφέρωνται στὴ φράσι τονισμένα: τὸν ἔβλεπα ποὺ ἐρ-
χόταν, μοῦ φάνηκε πῶς ἦταν ὁ Παῦλος· κατὰ πὼς φαίνεται· ποῦ ἤσουν χθές;
δὲν ξέρω κατὰ ποῦ πέφτει, ἀραιὰ καὶ ποῦ, ποῦ καὶ ποῦ.
. τὰ ἐρωτηματικὰ τί; γιατί; καὶ στὴν πλάγια ἐρώτησι: τί εἶπες; γιατί νὰ φύγεις;
δὲν κατάλαβα τί εἶπε, μὲ ρώτησε γιατί ἔφυγα·
Ὡς σημεῖα στίξεως γιὰ τὸ θέμα τῆς βαρείας θεωροῦμε: τὴν τελεία, τὸ κόμμα, τὸ ἐρωτηματικό,
τὸ θαυμαστικό, τὴν ἄνω καὶι κάτω τελεία, τὰ εἰσαγωγικά, τὴν παρένθεσι καὶ τὴν παρενθετικὴ
(διπλῆ) παῦλα.
. τὸ δεικτικὸ μόριο νά καὶ τὸ βουλητικὸ νά, ὅταν ἔχῃ τὸν τόνο τῆς φράσεως:
νά κατάστασι· νά αὐτὸ ποὺ μοῦ ζήτησεςἀλλὰ ἦρθα νὰ σοῦ δώσω αὐτὸ ποὺ
μοῦ ζήτησες·
.. Tὰ πνεύματα
Κάθε λέξι ποὺ ἀρχίζει μὲ φωνῆεν παίρνει σὲ αὐτὸ ἕνα πνεῦμα, τὴν ψιλὴ (᾿) ἢ
τὴ δασεία (῾): Ἐλευθερία, Ἑλλάς.
Οἱ περισσότερες λέξεις παίρνουν ψιλή. Δασεία παίρνουν οἱ λέξεις τοῦ πί-
νακα δασυνομένων λέξεων καὶ τὰ παράγωγά τους.
α) ἀνεβαίνει (ὡς ὀξεία) στὴ λήγουσα τῆς προηγούμενης λέξεως, ὅταν αὐτὴ
τονίζεται στὴν προπαραλήγουσα ἢ ὅταν αὐτὴ εἶναι ἐγκλιτικὴ καὶ ἡ προη-
γούμενή της παίρνει τόνο (ὀξεία ἢ περισπωμένη) στὴν παραλήγουσα: τῆς
κάμαράς σου, γράψε μάς τα, δῶσε μού τα·
Ὅταν ἡ προηγούμενη λέξη παίρνῃ βαρεία στὴ λήγουσα, τότε γράφουμε στὴ
θέση της ὀξεία: τὸ παιδί μας.
.. Πίνακες
Ἀρσενικὰ καὶ θηλυκὰ προπερισπώμενα:
(Α): ἆθλος .
(Γ): γρῖφος.
(Θ): θρῦλος.
(Κ): Κῦρος.
(Μ): μῦθος.
(Ν): νᾶνος.
(Π): πῖλος , ὁ πρᾶος.
(Σ): σῖτος, στῦλος, Σῦρος, Σκῦρος.
(Τ): τῦφος.
(Υ): ὗβος .
(Χ): Χῖος .
Οὐδέτερα προπερισπώμενα:
(Α): ἆθλον , ἆσθμα, ᾇσμα.
(Β): βρῖθος .
(Δ): δρᾶμα.
(Θ): θῦμα.
(Κ): κρᾶμα, κῦμα, κῦρος.
(Μ): μεῖγμα (ἀλλὰ μίγμα), μῖσος.
(Ν): νᾶμα.
(Ξ): ξεῖσμα.
(Π): πλῦμα, πρᾶγμα, πνῖγος , τὸ πρᾶον.
(Ρ): ρῖγος.
(Σ): σῦκο, φῦλο .
(Τ): τρῖμμα.
(Φ): φῦκι.
(Χ): χρῖσμα.
(Ψ): ψῦχος.
βλ. []
καπέλο
τὸ κύρτωμα ποὺ σχηματίζει ἡ ράχη τῆς καμήλας
Χιώτης
ἄθλημα
βάρος
ὑπερβολικὴ ζέστη
γένος, φυλή
. Οἱ ἀκόλουθες λέξεις:
Α: ἁβρός, ἅγιος, ἁγνός, ᾍδης, ἁδρός, αἷμα, Αἷμος, αἵρεσι, αἱρετός, ἁλάτι,
Ἁλιάκμονας, ἁλιεία, Ἁλικαρνασσός, ἁλίπαστο, ἁλίπεδο, ἅλμα, Ἁλόννη-
σος, ἁλτῆρας, ἁλυκή, ἁλυσσίδα, ἁλῶνι, ἅλωσι, ἅμα, Ἁμαδρυάδφες, ἁμάξι,
ἁμαρτάνω, ἅμιλλα, ἁπαλός, ἁπλός, ἅρμα , ἅρμη, ἁρμόζω, ἁρμός, ἁρπάζω,
ἁφή, ἁψίδα, ἁψίθυμος, ἁψίκορος.
Ε: Ἑαυτός, ἕβδομος, Ἑβραῖος, Ἕβρος, ἑδώλιο, ἕδρα, εἵλωτας, εἱμαρμένη,
εἱρκή, εἱρμός, Ἑκάβη, Ἑκάτη, Ἕκτορας, Ἑλένη, ἕλικας, Ἑλικώνας, ἕλκος,
ἑλκύω, Ἕλλη, Ἕλληνας, ἕλος, ἑνώνω, ἑξῆς, ἕρμαιο, ἑρμαφρόδιτος, ἑρμη-
νεύω, Ἑρμῆς, Ἑρμιόμη, ἕρπω, ἑσμός, ἑσπερινός, ἑστία, ἑστιατόριο, ἑταῖρος,
ἕτοιμος, εὑρετήριο.
Η: Ἥβη, ἡγεμόνας, ἡγούμενος, ἡδονή, ἡλικία, ἥλιος, ἡμέρα, ἥμερος, ἡμε-
δαπός, ἡμι-, ἡνίοχος, ἧπαρ, Ἥρα, Ἡρακλῆς, Ἡρόδοτος, ἥρωας, Ἡσίοδος,
ἥσυχος, ἧττα, Ἥφαιστος.
I: Ἱδρύω, ἱδρώτας, ἱερός, Ἱερουσαλήμ, ἱκανός, ἱκετεύω, ἱλαρός, ἵλεος, ἵλερη,
ἱμάτιο, ἱππικό, Ἱπποκράτης, ἱππότης, ἱστορία, ἱστός.
Ο: Ὁδηγός, ὁδός, ὅλμος, ὁλόκληρος, ὅλος, ὁμάδα, ὁμαλός, ὅμηρος, Ὅμη-
ρος, ὁμιλία, ὅμιλος, ὁμίχλη, ὁμο-, ὅμοιος, ὅμως, ὁπλή, ὅπλο, ὅποιος, ὁποῖος,
ὅποτε, ὅπου, ὅπως, ὅρασι, ὁρίζω, ὅριο, ὅρκος, ὅρμος, ὁρμῶ, ὅρος (ὁ) , ὅσιος,
ὅσος, ὅταν, ὅτι, ὅ,τι.
. Ἁπλὴ ἢ μελλονική:
. +ἂς
. +νὰ
ζ΄) Πιθανολογική:
Τὸ πολὺ νὰ εἶναι εἴκοσι ἐτῶν.
η΄) Πολεμικὴ ἢ ἀποκρουστική:
Νὰ μὲ δῇ καὶ νὰ μὴν μοῦ μιλήσῃ! Ἀδύνατον!
Ἐγὼ νὰ κάνω τέτοιο πρᾶγμα;
. Τὰ παραθετικὰ
.. Σχηματισμὸς τῶν παραθετικῶν
Τὰ μονολεκτικὰ παραθετικὰ τῶν ἐπιθέτων σὲ -ος καὶ τῶν ἀντίστοιχων ἐπι-
χειρημάτων σὲ -α/-ως γράφονται μέ:
Ὅλη ἡ ἑνότητα ἀκολουεῖ τὸ [].
.. Παρατηρήσεις
Τὰ δίχρονα (α, ι, υ) στὴν παραλήγουσα τῶν ἐπιθέτων εἶναι συνήθως βραχέα,
μάλιστα τὰ τῶν καταλήξεων -ιος, -ικος, -ιμος, -ινος καὶ τῶν ἀντίστοιχων ἐπιχει-
ρημάτων.
. Τὸ τελικὸ νῦ
Ἂν ἀμφιβάλλετε, ἡ συμβουλὴ εἶναι: Καλύτερα ἕνα νῦ περισσότερο παρὰ
ἕνα λιγότερο .
. Τὸ τελικὸ νῦ διατηρεῖται:
ὅταν ἡ λέξι ποὺ ἀκολουθεῖ ἀρχίζῃ ἀπὸ φωνῆεν ἢ στιγμιαῖo σύμφωνο (κ, π,
τ, μπ, ντ, γκ, τσ, τζ) ἢ διπλὸ γράμμα (ξ, ψ), π.χ.: τὸν ἀέρα, τὴν καλύβα, ἕναν
τεμπέλη, μὴν ντρέπεσαι, σὰν ντομάτα.
. Τὸ τελικὸ νῦ χάνεται στὶς παραπάνω λέξεις (τόν, τήν , ἕναν, τήν, μήν), ὅταν
ἡ ἀκόλουθη λέξι ἀρχίζῃ ἀπὸ ἐξακολουθητικὸ σύμφωνο (β, γ, δ, ζ, θ, λ, μ, ν,
ρ, σ, φ, χ), π.χ.: τὸ διάδρομο, τὴ γελάδα, τὴ θάλασσα, μὴ μείνῃς.
Ὁ τύπος αὐτὸς προτιμᾶται (ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς ἱστορικοὺς λόγους) γιὰ νὰ διευ-
κολύνεται ἡ κατανόησι τοῦ σχηματισμοῦ τοῦ πληθυντικοῦ σὲ -εις καὶ ὄχι σὲ -ες.
Π.χ.: ἡ θέσι, οἱ θέσεις· ἡ νίκη, οἱ νίκες.
Ὡστόσο χρησιμοποιοῦμε συχνά, καὶ ἰδίως σὲ πολυσύλλαβες λέξεις, τὴ γενικὴ
ἐνικοῦ σὲ -ης: τῆς φιλελευθεροποίησης.
Σημειώνουμε ὅτι τὸ τελικὸ ι εἶναι βραχύ. Ἔτσι γράφουμε π.χ. γνῶσι, δύσι,
θέσι, κρίσι, λέξι, πλάσι, πλῆξι, πρᾶξι, σκέψι, τάξι, φύσι, χάρι κλπ.
Βλ. [].
. Τὰ διαλυτικὰ
Τὰ διαλυτικὰ σημειώνονται πάνω ἀπὸ τὸ ι ἢ τὸ υ γιὰ νὰ φανῇ ὅτι πρέπει
νὰ προφερθοῦν χωριστὰ ἀπὸ τὸ προηγούμενο φωνῆεν (α, ε, ο, υ), π.χ.: θεϊκός,
εὐνοϊκός, παρανοϊκός, μυϊκός, ξεϋφαίνω, ἀϊτός, ἀϋπνία, ὀϊμὲ κτλ.
Δὲν σημειώνουμε διαλυτικὰ ὅταν τὸ προηγούμενο φωνῆεν παίρνῃ τόνο (π.χ.
νεράιδα, πλάι κτλ.) καὶ ὅταν δὲν ἔχουμε δίψηφο φωνῆεν (π.χ. διυλιστήριο, πρωί,
Μωυσῆς κτλ).
. Συλλαβισμὸς
. Δύο σύμφωνα ἀνάμεσα σὲ δύο φωνήεντα συλλαβίζονται μὲ τὸ δεύτερο
φωνῆεν, ὅταν ἀρχίζῃ ἀπὸ αὐτὰ τὰ σύμφωνα ἑλληνικὴ λέξι, π.χ.: λά-σπη
(σπήλαιο), κό-στος (στέρεος), ἔ-βγα (βγαίνω) κτλ.
Σὲ ὅλες τὶς ὑπόλοιπες περιπτώσεις χωρίζονται: τὸ πρῶτο σύμφωνο πηγαί-
νει μὲ τὸ προηγούμενο φωνῆεν καὶ τὸ δεύτερο μὲ τὸ ἀκόλουθο, π.χ.: ἕρ-πης,
βαθ-μός, δάφ-νη, τάγ-μα κτλ.
Εἰδικὰ ὀρθογραφικὰ θέματα
. Τὰ δίψηφα φωνήεντα (ου, αι, ει, οι, υι), οἱ δίφθογγοι (αϊ, αη, οϊ, οη), οἱ κατα-
χρηστικοὶ δίφθογγοι (ια, υα, οια, οιε, ιου, οιου κ.ἄ.) καὶ οἱ συνδυασμοὶ αυ καὶ
ευ κατὰ τὸ συλλαβισμὸ λογίζονται ὡς ἕνα φωνῆεν, π.χ.: αἷ-μα, νε-ράι-δα,
ἄ-πια-στος, ναύ-της, ἀη-δό-νι, ρο-λόι, βόη-θα, θειά-φι, γυα-λί, αὐ-λή, εὐ-χὴ
κτλ.
Γράφονται μὲ μία ἢ μὲ δύο λέξεις, κατὰ τὴν περίστασι καὶ μὲ διαφορετικὸ το-
νισμό: πάρα κάτω — παρακάτω, πάρα πέρα — παραπέρα, πάρα πάνω — παραπάνω,
τόσος δὰ — τοσοσδὰ καὶ τὰ παρόμοια.
. Μετοχὲς
. Ἡ παθητικὴ μετοχὴ σὲ -μένος, γράφεται μὲ δύο μ μόνο στὰ ρήματα ποὺ
ἔχουν χαρακτῆρα π, β, φ, πτ, π.χ.: ἐγκαταλείπω — ἐγκατα(λε)λειμμένος, ράβω
— ραμμένος, γράφω - γραμμένος, ἀπορρίπτω — ἀπορριμμένος κτλ.
Ἡ μετοχὴ σὲ -μένος εἶναι κλιτή, ἔχει τρία γένη καὶ δύο ἀριθμοὺς καὶ ἰσο-
δυναμεῖ μὲ ἐπίθετο.
. Ὡς ἢ σὰν
Τὸ ἐπίρρημα ὡς χρησιμοποιεῖται γιὰ νὰ δηλωθῇ ἰδιότητα τοῦ ἀντικειμένου
ἢ τοῦ ὑποκειμένου, π.χ.: ἡ σημασία τοῦ νεροῦ ὡς φυσικοῦ πόρου. Στὶς περιπτώ-
σεις αὐτὲς ἡ πτῶσι ποὺ ἀκολουθεῖ τὸ ὡς πρέπει νὰ συμφωνῇ μὲ τὴν πτῶσι τοῦ
ἀντικειμένου ἢ ὑποκειμένου, τοῦ ὁποίου τὴν ἰδιότητα ἐπεξηγεῖ.
Tὸ σὰν χρησιμοποιεῖται μόνο στὶς παρομοιώσεις, π.χ. βγῆκε μπροστά μου σὰν
φάντασμα.
. Ἡ αὔξησις
.. Συλλαβικὴ αὔξησις
Τὰ ρήματα πού ἀρχίζουν ἀπὸ σύμφωνο στὴν ὁριστικὴ τοῦ παρατατικοῦ καὶ
τοῦ ἀορίστου τῆς ἐνεργητικῆς, κυρίως, παίρνουν ἕνα ἐ ποὺ λέγεται συλλαβικὴ
αὔξησι (αὐξάνει τὸ θέμα τοῦ ρήματος κατὰ μία συλλαβή). Π.χ. γράφω, ἔ-γραφα,
ἔ-γραψα, (ἐ)γραφόμουν, (ἐ)γράφτηκα.
Ἡ παρουσία τοῦ ἐ στὸν παρατατικὸ καὶ στὸν ἀόριστο ἐξυπηρετεῖ τὴν ὀπι-
σθοχωρητικὴ κίνησι τοῦ τονου, τὴ μετακίνησί του κατὰ μία συλλαβὴ πέρα ἀπὸ
τὴ θέσι τοῦ τόνου στὸν ἐνεστῶτα. Συνεπῶς τὸ ἐ ὑποβαστάζει τὸν ὀπισθοχω-
ροῦντα τόνο. Ὅπου δὲν ὑπάρχει τέτοια ἀνάγκη, δηλαδὴ ὅποτε τὸ ἐ δὲν εἶναι φο-
ρέας τόνου, παραλείπεται. Π.χ. γράφαμε, γράφατε· μιλοῦσα, μίλησα· γραφόμουν,
γράφτηκα· τελείωνα, τελείωσα.
Ἐξαίρεσις Τὰ ρήματα θέλω, ξέρω καὶ (μόνο στὸν ἀόριστο) πίνω παίρνουν αὔ-
ξησι ἠ: Π.χ. θέλω, ἤθελα· ξέρω, ἤξερα· πίνω, ἤπια (ἀλλὰ ἔ-πινα).
(αʹ) τὴν ἀπὸ τόπου κίνησι καὶ προέλευσι: Π.χ. Ἀναχωρεῖ τὸ μεσημέρι ἐξ
Ἀθηνῶν. Τὰ κέρδη ἐκ τῆς ἐπιχειρήσεως εἶναι τεράστια.
(βʹ) τὴν αἰτία: Π.χ. Πέθανε ἐκ συγκοπῆς.
. Ἐπὶ + γενική:
(αʹ) Δείχνει τὸ χρόνο κατὰ τὸν ὁποῖο συνέβη κάτι. Π.χ. Ἐπὶ Τουρκοκρα-
τίας. Ἐπὶ Καποδίστρια.
(βʹ) Δείχνει ἀναφορά: Π.χ. Ἑπὶ τοῦ προκειμένου δὲν ἔχω γνώμη. Μίλησε ἐπὶ
τῆς οὐσίας τοῦ ζητήματος.
Ἐπίσης, χρησιμοποιεῖται στὶς φράσεις: Ἐπὶ τόπου, ἐπὶ τάπητος, ἐπὶ μέρους,
ἐπικεφαλῆς.
. Ἐπὶ + δοτική: Στὶς φράσεις ἐπὶ τῇ βάσει, ἐπὶ (τῇ) εὐκαιρίᾳ, ἐπὶ ἀποδείξει, ἐπ'
ὀνόματι κλπ.
. Κατὰ + γενική: Σημαίνει ἐχθρικὴ διάθεσι. Π.χ. Ἐνεργεῖ κατὰ τῶν συμφε-
ρόντων τῆς χώρας.
Χρησιμοποιεῖται ἐπίσης σὲ στερεοτυπικὲς φράσεις: Κατὰ διαβόλου, κατ'
ἀνέμου κλπ.
. Μετὰ + αἰτιατική: Σημαίνει κατόπιν, ἔπειτα ἀπὸ κάτι. Συχνὰ συνοδεύεται
ἀπὸ τὴν πρόθεσι ἀπό.
Π.χ. Μετὰ (ἀπὸ) τὴ διάλεξι θὰ πᾶμε στὸ θέατρο.
. Περὶ + γενική: Δείχνει ἀναφορά: Περὶ τίνος πρόκειται; Συζητᾷ περὶ ἀνέμων
καὶ ὑδάτων.
. Περὶ + αἰτιατική: Δείχνει τὸ περίπου: Ἔδωσα περὶ τὶς χίλιες δραχμές.
. Πρὸ + γενική: Ἔχει κυρίως χρονικὴ καὶ τοπικὴ σημασία: Πρὸ τοῦ φαγητοῦ
εἶχαν συζητήσει ὅλα τὰ θέματα.
(αʹ) Κατεύθυνσι: Κινεῖται πρὸς τὸν κάμπο. Ἅπλωσε τὰ χέρια του πρὸς τὴ
μητέρα του.
(βʹ) Ἀναφορὰ ἢ σχέσι: Πρὸς τὸ παρὸν αὐτὰ εἶναι ἀρκετά.
(γʹ) Σκοπό: Ἐνήργησε πρὸς τὸ συμφέρον ὅλων μας.
(δʹ) Προσέγγισι: Πρὸς τὸ βράδυ εἶχε τελειώσει η παρέλασι ὑπερηφάνειας.
. Ὑπὲρ + γενική: Σημαίνει πρὸς χάριν. Ἀγωνίζεται ὑπὲρ τῶν ἀνθρωπίνων δι-
καιωμάτων. Ἔρανος ὑπὲρ τῶν ἀπόρων.
. Ὑπὸ + αἰτιατική: Σημαίνει κάτω ἀπὸ καὶ χρησιμοποιεῖται στὶς ἑξῆς στερεο-
τυπικὲς ἐκφράσεις: Ὑπὸ τὴν ἀρχηγία, ὑπὸ τὴν προστασία, ὑπὸ τὴν ἐπίβλεψι,
ὑπὸ τὸν ὅρο, ὑπ' ἀριθμόν, ὑπὸ συζήτησι, ὑπὸ μορφή, ὑπὸ τὸ μηδέν.
. Ἄνευ + γενική: Χωρίς, δίχως. Π.χ. ἄνευ τῆς ὑποστηρίξεώς σας δὲν θὰ κατά-
φερνα.
. Ἕνεκα + γενική: Σημαίνει τὴν αἰτία. Π.χ. Τὸ πλοῖο δὲν ἀπέπλευσε ἕνεκα τῆς
κακοκαιρίας.
. Ἐνώπιον + γενική: Μπροστὰ σέ. Π.χ. Συνέταξε τὴ διαθήκη της ἐνώπιον μαρ-
τύρων.
. Ἴσαμε + αἰτιατική: Μέχρι, ὥς. Δηλώνει χρονικὴ ἢ τοπικὴ ἔκτασι ἢ τὸ πε-
ρίπου. Π.χ. Ἀπὸ ἐδῶ ἴσαμε τὸ σπίτι. Ἦταν ἴσαμε ἑκατὸ ἄνθρωποι.
. Μέχρι + αἰτιατική, γενική: Θὰ μείνῃ μαζί μας μέχρι τὸ καλοκαῖρι. Πολέμησαν
μέχρι τέλους.
. Χάριν + γενική: Ἕνεκα, πρὸς ὄφελος, ὑπέρ. Π.χ. Ταξιδεύει χάριν ἀναψυχῆς.
Εἶναι ἕτοιμη νὰ θυσιαστῇ χάριν τῆς πατρίδας.
Ἐπίσης σὲ στερεοτυπικὲς φράσεις: Παραδείγματος χάριν, λόγου χάριν.
. Χωρὶς + αἰτιατική: Σημαίνει στέρησι ἢ ἔλλειψι. Π.χ. Χωρὶς πίστι τίποτε
σπουδαῖο δὲν γίνεται.
Ἡ χωρὶς (καὶ ἡ δίχως) συντάσσονται καὶ μὲ τελικὴ πρότασι. Ἄκουγε χωρὶς
νὰ προσέχῃ.
κατέκτησαν πολλὰ ἀπὸ τὰ δικαιώματά τους γιὰ ἴση πρόσβασι σὲ διάφορους το-
μεῖς τῆς δημόσιας καὶ ἰδιωτικῆς ζωής, ἐνῷ τὸ αἴτημα γιὰ ἴση μεταχείρισι συχνὰ
μεταφράζεται ὡς ἰσοπέδωσι τῶν δύο φύλων.
Ἐντούτοις, ἴσο δὲν σημαίνει ἀπαραίτητα καὶ ἴδιο. Ὡς ἴσο ἐννοοῦμε καὶ τὸ ἰσά-
ξιο, κάτι ποὺ ἐξακολουθεῖ νὰ ἀποτελῇ αἴτημα γιὰ διαρκῆ ἐγρήγορσι τοῦ γυναι-
κείου κινήματος. Αἴτημα μὲ σκοπὸ τὴν ἐπίτευξι ἰσάξιας ἀντιμετώπισης τῶν δύο
φύλων, σὲ ὅλους τοὺς τομεῖς τῆς ζωῆς, καὶ τὴν ταυτόχρονη κατάργησι μιᾶς ἀν-
δροκρατούμενης νοοτροπίας καὶ συμπεριφορᾶς. Αὐτὴ ἡ θέσι καὶ συνάμα στάσι
ζωῆς —ἀποτελώντας ἕνα διαφορετικὸ μοντέλο κοινωνικῆς συμπεριφορᾶς— προ-
τείνει τὴν ἐφαρμογὴ πρακτικῶν ἀπόρριψης μιᾶς κατεστημένης νοοτροπίας καὶ
τὴ δημιουργία ἐναλλακτικῶν προτάσεων, σὲ ὅλα τὰ ἐπίπεδα τῆς κοινωνικῆς
δραστηριότητας.
Ἡ γλωσσικὴ συμπεριφορά ἀποτελεῖ ἕνα τέτοιο ἐπίπεδο, καθὼς προσδιορίζει
τόσο τὸ κοινωνικοπολιτισμικό, μορφωτικό μας ἐπίπεδο, ὅσο καὶ μία καθεστηκυΐα
τάξι πραγμάτων. Κατὰ συνέπεια, ὑπάρχουν διαφορὲς στὴ χρῆσι τῆς γλώσσας
—ἐξαιτίας τοῦ διαφορετικοῦ κοινωνικοῦ, πολιτισμικοῦ, μορφωτικοῦ, ἡλικιακοῦ
μας ἐπιπέδου—, ἀλλὰ καὶ ἐξαιτίας τοῦ περιβάλλοντος στὸ ὁποῖο βρισκόμαστε
κάθε φορά. Ὅλα αὐτὰ τὰ χαρακτηριστικὰ ἀποτελοῦν μέρος τῆς ταυτότητας
κάθε ἀνθρώπου. Τὸ φύλο ἐντάσσεται ἐπίσης σὲ αὐτὰ τὰ χαρακτηριστικά.
Ὑπάρχουν ἄπειρα παραδείγματα ποὺ ἀναδεικνύουν τὶς διαφορετικὲς γλωσ-
σικὲς προσεγγίσεις ἐξαιτίας τῆς διαφορετικότητας τῶν ἀτόμων σὲ πολλαπλᾶ
ἐπίπεδα. Παράλληλα, εἶναι ἐκτενεῖς στὴν παγκόσμια βιβλιογραφία καὶ οἱ ἀνα-
φορὲς στὴ σχέσι μεταξὺ γλώσσας, σκέψης και —κατὰ συνέπεια— κοινωνικῆς
συμπεριφορᾶς.
Καθὼς ἡ γλωσσική μας συμπεριφορά, ὅπως καὶ ὁποιαδήποτε ἄλλη, εἶναι
προϊὸν συνήθειας καὶ ἐπανάληψης, ἡ συστηματικὴ χρῆσι ἐναλλακτικῶν γλωσ-
σικῶν τύπων θὰ βοηθήσῃ ὥστε οἱ τύποι αὐτοὶ νὰ γίνουν περισσότερο προσιτοί.
Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο θὰ δοθῇ ἡ δυνατότητα γιὰ πιὸ δίκαιη ἐκπροσώπησι τῶν
γυναικῶν, ἐφ' ὅσον μιὰ τέτοια ἀλλαγὴ γλωσσικῆς συμπεριφορᾶς θὰ ἀποτελῇ
κίνησι ἐνάντια στὸν γλωσσικὸ σεξισμό. Συγχρόνως ἡ παροῦσα γλῶσσα θὰ διευ-
ρυνθῇ, ἐφ' ὅσον ἐκφράζεται μὲ πληρέστερο τρόπο ἡ συνεχῶς ἐξελισσόμενη κοι-
νωνικοπολιτισμικὴ πραγματικότητα. Σὲ ὅ,τι ἀφορᾷ τὶς ἐνστάσεις ποὺ ὑπάρχουν
γιὰ τὴ λειτουργικότητα τῆς χρήσης ἐναλλακτικῶν γλωσσικῶν τύπων, ἡ ἀπάν-
τησι ἔγκειται στὴν προσωπικὴ καὶ ἰδεολογικὴ στάσι τοῦ/τῆς χρήστη/χρήστριας.
Σεξισμὸς (ἢ ἀλλιῶς σεξουαλικὸς ρατσισμὸς) εἶναι ἡ πρακτικὴ μέσῳ τῆς ὁποίας
ὑποβαθμίζονται ἄτομα μὲ βάσι τὸ φύλο τους, ἡ διάκρισι ἐναντίον ἑνὸς φύλου.
Τὸ φύλο ποὺ ὑποτιμᾶται εἶναι τὸ γυναικεῖο, ὅταν σὲ μια πατριαρχικὴ κοινω-
νία ὁ γυναικεῖος λόγος βρίσκεται στὸ περιθώριο καὶ οἱ ἄντρες ἔχουν αἰσθητὰ
μεγαλύτερη οἰκονομικὴ καὶ πολιτικὴ δύναμι. Στὸ ἐπίπεδο τῆς γλώσσας, ἡ ὑπο-
τίμησι ἐναντίον τῶν γυναικῶν ἐκφράζεται στὴ γραμματική, στὴ σύνταξι, στὴ
σημασιολογία λέξεων καὶ προτάσεων. Τὸ πιὸ τρανταχτὸ ἴσως παράδειγμα ἀπο-
τελεῖ ἡ ὑπερίσχυσι τοῦ ἀρσενικοῦ γραμματικοῦ γένους ἔναντι τοῦ θηλυκοῦ καὶ
οὐδετέρου. Σὲ κάθε περίπτωσι, ἡ ἄμεση σχέσι γλώσσας καὶ σκέψης τονίζει τὴ
σημαντικότητα μιᾶς πιὸ κριτικῆς προσέγγισης ἀπέναντι στὴ γλώσσα.
Σὲ πολλὲς ἔρευνες ἀποδείχτηκε ἡ ἄμεση σχέσι ἐπιρροῆς τοῦ λεξιλογίου στὴ
στάσι καὶ συμπεριφορὰ τῶν ἀνθρώπων. Στὴ φράσι «ὁ ἄνθρωπος ἔφαγε τὰ μοῦ-
τρα του» ποιός θὰ σκεφτόταν ἕνα ἄτομο θηλυκοῦ γένους; Πολλὰ ἄλλα παρα-
δείγματα ὑποδεικνύουν τὸ ἴδιο ἀποτέλεσμα.
. Παράλληλη χρῆσι ἀρσενικῶν καὶ θηλυκῶν τύπων (π.χ. ἡ/ὁ γονέας, ὁ/ἡ
ἐργάτης/-τρια, ἡ/ὁ δικηγόρος κ.ἄ.).
. Δημιουργία καὶ χρῆσι ἀντιστοίχων τύπων γιὰ τὰ δύο φύλα (π.χ. εἶναι ὑπεύθυνη/-
ος γιὰ τὴ στάσι της/του στὶς εὐθύνες τῆς οἰκογένειας κ.ἄ.).
. Χρῆσι διπλῶν τύπων στὶς γενικές μας ἀναφορές. Π.χ. οἱ μαθητὲς καὶ οἱ
μαθήτριες πῆγαν ἐκδρομή.
. Χρῆσι ἀντιστοίχων τίτλων, (δηλαδὴ κύριος καὶ κυρία) γιὰ τὰ δύο φύλα γιὰ
ὅλες τὶς ἐνήλικες γυναῖκες καὶ τοὺς ἄντρες.
. Δημιουργία ἀντίστοιχων ὅρων γιὰ τὰ δύο φύλα ποὺ μέσα ἀπὸ τὴ χρῆσι
τους θὰ καθιερωθοῦν ὡς θεμιτὲς καινούργιες λέξεις (π.χ. ὁ ὅρος ἐσώκλεισι
ἀντὶ τοῦ ὅρου διείσδυσι προτείνεται ἀπὸ φεμινίστριες γιὰ τὴ σεξουαλικὴ
πρᾶξι). Μέσα ἀπὸ τὴ χρῆσι τους νὰ καθιερωθοῦν καὶ οἱ ἀντιστοιχίες κύ-
ριος, κυρία, ἐργένης, ἐργένισσα κ.ἄ.
. Ἡ συχνὴ χρῆση τοῦ θηλυκοῦ γένους, μὲ σκοπὸ τὴν κριτικὴ τῶν στερεοτύ-
πων στὸν δημόσιο καὶ ἰδιωτικὸ χῶρο (π.χ. ἡ ἀπὸ μηχανῆς θεά).
Εἰδικὰ τυπογραφικὰ θέματα
• Στὸ ἐσωτερικὸ μιᾶς φράσεως χωρίζει δύο μέρη της ποὺ σχετίζονται με-
ταξύ τους, ἀλλὰ καὶ ποὺ ἔχουν διαφορές, ἰδίως ὅταν τὸ δεύτερο ἐπεξηγῇ
ἢ ἔρχεται σὲ ἀντίθεσι μὲ τὸ πρῶτο.
• μέσα στὴν πρότασι τοὺς ὅμοιους μεταξύ τους ὅρους, ὅταν τοὺς παραθέ-
τουμε ἀσύνδετους, π.χ.: Ἡ θάλασσα ἦταν ἤρεμη, γαλήνια, καθαρή·
• τὴν παράθεσι καὶ κάθε εἴδους ἐπεξήγησι: Ἄρχισε μιὰ βροχή, κατακλυσμός.
Ὁ Ὄλυμπος, τὸ ὑψηλότερο βουνὸ τῆς Ἑλλάδας, ἦταν κατοικία τῶν θεῶν·
• ἕνα μόριο ἢ ἕνα βεβαιωτικὸ (ἢ ἀρνητικὸ) ἐπίρρημα στὴν ἀρχὴ τῆς περιό-
δου, ποὺ χρησιμεύει γιὰ τὴ σύνδεσι μὲ τὰ προηγούμενα: Ναί, θὰ φύγω·
Βάζουμε ἑνωτικὸ ὕστερα ἀπὸ τὰ προτακτικά: ἁγια-, ἁϊ-, γερο-, γρια-, θεια-
, κυρα-, μαστρο-, μπαρμπα-, παπα-, χατζη-, ὅταν μπαίνουν μπροστὰ ἀπὸ κύριο
ὄνομα, π.χ.: ἁγια-Μαρίνα, ἁϊ-Γιώργης, γερο-Δῆμος, κυρα-Ρήνη, μαστρο-Νικόλας,
μπαρμπα-Γιάννης, παπα-Κωστῆς κτλ. Οἱ προτακτικὲς λέξεις δὲν παίρνουν τόνο.
Τοποθετοῦμε ἑνωτικὸ στ`α σύνθετα παραθετικά, δηλαδή σὲ ὀνοματικὰ σύν-
ολα ποὺ ἀποτελοῦνται ἀπὸ δύο ὁμοιόπτωτες λέξεις μὲ ἰδιαίτερη σημασία, π.χ.:
ταξίδι-ἀστραπή, λέξι-κλειδί, πλοῖο-φάντασμα κτλ.
Στὶς περιπτώσεις ἑλληνικῶν ἢ ξενικῶν κυρίων ὀνομάτων ποὺ ἀποτελοῦνται
ἀπὸ δύο μικρὰ ὀνόματα, σημειώνεται τὸ ἑνωτικὸ μόνο ὅταν χρησιμοποιοῦνται
μαζὶ γιὰ νὰ προσδιορίσουν τὸ ἴδιο ἄτομο: Ζὰκ-Ὓβ Κουστώ, Ἀντρὲ-Μαρὶ Ἀμπέρ,
Ἄννα-Μαρία κτλ. Ἀντίθετα, ὅταν αὐτὰ δὲν χρησιμοποιοῦνται ταυτόχρονα, τότε
τὸ ἑνωτικὸ δὲν σημειώνεται: Ἀντώνιος Ἐμμανουὴλ Κατακουζηνός, Ἠλέκτρα Ἑλένη
Μαυρογένη, ἀλλὰ βασίλισσα Ἄννα-Μαρία.
Τὸ ἑνωτικὸ χρησιμοποιεῖται σὲ ὅλες τὶς περιπτώσεις τῶν ἑλληνικῶν ὀνομά-
των μὲ δύο ἐπώνυμα: Εὐάγγελος Ἀβέρωφ-Τοσίτσας, Ἄννα Ψαρούδα-Μπενάκη.
Τὸ ἑνωτικὸ σημειώνεται στὸ τέλος ἢ στὴν ἀρχὴ ἑνὸς γλωσσικοῦ τύπου, γιὰ
νὰ δειχτῇ πὼς αὐτὸς δὲν γράφεται ὁλόκληρος: μονο-, δηλαδὴ λέξεις ποὺ ἀρχί-
ζουν ἀπὸ τὸ μονο.
Σημειώνουμε ἑνωτικὸ σὲ φράσεις ποὺ λειτουργοῦν ὡς ἕνα ὄνομα: ὁ φίλος μου
ὁ Αὐτὸς-ποὺ-γίνεται-τύφλα κτλ.
Ἐπεξήγησι πεδίων
Ἐπεξήγησι πεδίων:
. Ἔκταση ἢ θέσι τοῦ ἄρθρου: Τοῦ ἀριθμοῦ σελίδας ἢ τοῦ εὕρους σελίδων
προτάσσεται ἡ συντομογραφία «σ.» ἢ «σσ.» ἀντίστοιχα. Στὰ ἀγγλόφωνα
κείμενα εἶναι «p.» καὶ «pp.».
Ἐπεξήγησι πεδίων:
Ἄδεια
Αʹ Ἄδεια Creative Commons, Ἑλλάδα, ἀναφορά, μὴ ἐμπορικὴ .
. Ὁρισμοὶ
α. «Παράγωγο Ἔργο (Τροποποίησι)» σημαίνει ἕνα ἔργο βασισμένο στὸ
ἀντικείμενο τῆς ἀδειοδότησης ἢ στὸ ἀντικείμενο τῆς ἀδειοδότησης καὶ σὲ
ἄλλα ὑφιστάμενα ἔργα, ὅπως μιὰ μετάφρασι, διασκευή, δημιουργία πα-
ραγώγου ἔργου, μουσικὴ διασκευή ἢ ἄλλη τροποποίησι συγγραφικοῦ ἢ
καλλιτεχνικοῦ ἔργου, ἠχητικὴ ἔκδοσι (φωνογράφημα) ἢ δραματοποίησι,
καὶ περιέχει ἔκδοσι κινηματογραφικῆς ταινίας (ὀπτικοακουστικὸ ἔργο),
ἢ ὁποιαδήποτε ἄλλη μορφὴ μὲ τὴν ὁποία τὸ ἀντικείμενο τῆς ἀδειοδότη-
σης μπορεῖ νὰ διασκευασθῇ, μετατραπῇ ἢ νὰ προσαρμοσθῇ σὲ ὁποιαδή-
ποτε μορφὴ ποὺ εὔλογα προέρχεται ἀπὸ τὴν ἀρχική, ἐκτὸς ὅταν πρόκηται
γιὰ Συλλογικὸ Ἔργο ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ θεωρηθῇ Παράγωγο Ἔργο γιὰ τὸ
σκοπὸ τῆς Ἄδειας αὐτῆς. Πρὸς ἀποφυγὴ ἀμφιβολιῶν, ὅπου τὸ ἀντικείμενο
τῆς ἀδειοδότησης εἶναι μουσικὴ σύνθεσι ἢ ἐγγραφὴ ἤχου (φωνογράφημα),
ὁ συγχρονισμὸς τοῦ ἀντικειμένου τῆς ἀδειοδότησης μὲ μιὰ κινούμενη εἰ-
κόνα («συγχρονισμὸς») θὰ θεωρῆται Παράγωγο Ἔργο γιὰ τὸ σκοπὸ τῆς
Ἄδειας αὐτῆς.
β. «Συλλογικὸ Ἔργο» σημαίνει μιὰ συλλογὴ συγγραφικῶν ἢ καλλιτεχνι-
κῶν ἔργων ὅπως ἀνθολογία ἢ ἐγκυκλοπαίδεια, ἢ δραματοποιήσεων, ἠχη-
τικῶν ἐκδόσεων (φωνογραφήματα) ἢ ἀναμεταδόσεων, ἢ ἄλλων ἔργων ἢ
συλλογὴ ἔργων ἄλλων ἀπὸ τὰ ἀναφερόμενα στὸν ὅρο (ζ) τῆς παρούσας
Ἄδειας, ἢ συλλογὴ ἐκφράσεων τῆς λαϊκῆς παράδοσης ἢ ἁπλῶν γεγονό-
των καὶ στοιχείων, ἡ ὁποία συλλογή, μὲ κριτήρια τὴν ἐπιλογὴ καὶ διαρρύ-
θμισι τοῦ περιεχομένου της, εἶναι πρωτότυπη. Στὴν ἔννοια τοῦ Συλλογικοῦ
Ἔργου συμπεριλαμβάνεται καὶ τὸ ἀντικείμενο τῆς ἀδειοδότησης ὡς σύν-
ολο σὲ μὴ τροποποιημένη μορφή, μαζὶ μὲ ἕναν ἀριθμὸ ἄλλων συνεισφο-
ρῶν, ποὺ ἀποτελοῦν ξεχωριστὰ καὶ ἀνεξάρτητα ἔργα καθ’ αὐτά, καὶ συγ-
κεντρώνονται σ’ ἕνα συλλογικὸ σύνολο. Ἕνα ἔργο ποὺ ἀποτελεῖ Συλλο-
γικὸ Ἔργο δὲν θὰ θεωρῆται Παράγωγο Ἔργο (ὅπως ὁρίζεται παραπάνω)
γιὰ τοὺς σκοποὺς τῆς παρούσας Ἄδειας.
γ. «Διανομὴ» σημαίνει τὴ διάθεσι στὸ κοινὸ τοῦ πρωτότυπου ἀντικείμενου
τῆς ἀδειοδότησης ἢ ἀναπαραγωγῶν τοῦ ἀντικείμενου τῆς ἀδειοδότησης
ἢ τροποποιήσεών του, μὲ ὁποιονδήποτε τρόπο, μὲ πώλησι ἢ ὁποιαδήποτε
ἄλλη δικαιοπραξία διάθεσης δικαιωμάτων ἐπ’ αὐτοῦ.
δ. «Χορηγὼν/-οῦσα τὴν Ἄδεια» σημαίνει τὸ ἕνα ἢ περισσότερα φυσικὰ ἢ
νομικὰ πρόσωπα τὰ ὁποῖα προσφέρουν τὸ ἀντικείμενο τῆς ἀδειοδότησης
ὑπὸ τοὺς ὅρους τῆς παρούσας Ἄδειας.
ε. «Πρῶτος/-η Δημιουργὸς (Ἀρχικὸς/-ὴ Δικαιοῦχος)» σημαίνει, στὴν πε-
ρίπτωσι τοῦ συγγραφικοῦ ἢ καλλιτεχνικοῦ ἔργου, τὸ ἕνα ἢ περισσότερα
. Παροχὴ Ἄδειας Βάσει τῶν ὅρων καὶ προϋποθέσεων τῆς Ἄδειας αὐτῆς, ὁ/ἡ
Χορηγὼν/-οῦσα τὴν Ἄδεια μὲ τὸ παρὸν ἰδιωτικὸ συμφωνητικὸ Σᾶς παρέχει μιὰ
παγκόσμια, χωρὶς πληρωμὴ (πνευματικῶν ἢ συγγενικῶν) δικαιωμάτων, μὴ ἀπο-
κλειστική, διαρκῆ ἄδεια νὰ ἀσκῆτε τὰ δικαιώματα στὸ ἀντικείμενο τῆς ἀδειοδό-
τησης ὅπως προσδιορίζεται παρακάτω:
[(α), (β), (γ)] δὲν ἐφαρμόζονται σ’ αὐτὰ τὰ μέρη τοῦ ἀντικειμένου τῆς
ἀδειοδότησης ποὺ περιλαμβάνονται στὸν ὁρισμὸ «Ἀντικείμενο τῆς ἀδειο-
δότησης» αὐτῆς τῆς Ἄδειας ἀποκλειστικὰ ἐπειδὴ συνιστοῦν ἀντικείμενο
τοῦ δικαιώματος εἰδικῆς φύσης (sui generis) τοῦ/τῆς κατασκευαστῆ/-τριας
βάσης δεδομένων σύμφωνα μὲ τὸν ἑλληνικὸ νόμο περὶ πνευματικῆς ἰδιο-
κτησίας κατ’ ἐφαρμογὴ τῆς Ὁδηγίας //ΕΟΚ.
. Καταγγελία
β. Βάσει τῶν ἀνωτέρω ὅρων καὶ προϋποθέσεων, ἡ παροῦσα Ἄδεια εἶναι δι-
αρκὴς (γιὰ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς ἰσχύος προστασίας τῶν πνευματικῶν δι-
καιωμάτων ἢ συγγενικῶν δικαιωμάτων ἐπὶ τοῦ ἀντικειμένου τῆς ἀδειοδό-
τησης). Ἄσχετα μὲ τὰ ἀνωτέρω, ὁ/ἡ Χορηγὼν/-οῦσα τὴν Ἄδεια διατηρεῖ
τὸ δικαίωμα νὰ παρέχῃ τὸ ἀντικείμενο τῆς ἀδειοδότησης ὑπὸ διαφορετι-
κοὺς ὅρους (ἄδειας) ἢ νὰ παύσῃ τὴ διανομὴ τοῦ ἀντικειμένου τῆς ἀδειο-
δότησης ὁποτεδήποτε, ὑπὸ τὴν προϋπόθεσι, ὡστόσο, ὅτι αὐτὴ ἡ ἐπιλογὴ
δὲν θὰ χρησιμεύῃ στὸ νὰ καταγγέλλῃ τὴν Ἄδεια αὐτὴ (ἢ ἄλλη ἄδεια ἡ
ὁποία χορηγήθηκε ἢ ἀπαιτεῖται νὰ χορηγηθῇ βάσει τῶν ὅρων τῆς παρού-
σας Ἄδειας) καὶ ἡ Ἄδεια αὐτὴ θὰ συνεχίσῃ νὰ εἶναι σὲ πλήρη ἰσχὺ ἐκτὸς
ἐὰν καταγγελθῇ ὅπως ἀναφέρεται ἀνωτέρω.
. Γενικὰ
μπορεῖ νὰ σχετίζωνται ἀπὸ τὴν ἄδεια αὐτή. Ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὶς ἀνωτέρω δύο
() διατυπώσεις, ἂν τὸ νομικὸ πρόσωπο Creative Commons Corporation σαφῶς
ταυτίζεται μὲ τὸν/τὴν Χορηγοῦντα/-οῦσα τὴν Ἄδεια, θὰ ἔχῃ ὅλα τὰ δικαιώματα
καὶ ὑποχρεώσεις τοῦ/τῆς Χορηγοῦντος/-ούσας τὴν Ἄδεια.
Κανένας/-μία συμβαλλόμενος/-η δὲν θὰ χρησιμοποιῇ τὸ ἐμπορικὸ σῆμα «Creative
Commons» χωρὶς τὴν προηγούμενη γραπτὴ συγκατάθεσι τοῦ νομικοῦ προσώπου
Creative Commons Corporation, ἐκτὸς ἂν ὁ σκοπὸς τῆς χρήσης εἶναι νὰ δηλωθῇ
στὸ κοινὸ ὅτι τὸ ἀντικείμενο τῆς ἀδειοδότησης διατίθεται μὲ τὴν ἄδεια CCPL.
Ὁποιαδήποτε ἐπιτρεπόμενη χρῆσι τοῦ σήματος «Creative Commons» θὰ εἶναι
σύμφωνη μὲ τὶς κατευθυντήριες ὁδηγίες χρήσης ἐμπορικοῦ σήματος τοῦ νομι-
κοῦ προσώπου Creative Commons Corporation ὅπως θὰ δημοσιεύεται στὸν δικό
του δικτυακὸ τόπο ἢ ἄλλως ὅπως θὰ διατίθενται ἐκάστοτε κατόπιν αἰτήσεως.
Πρὸς ἄρσι ἀμφιβολιών, ὁ ἐν λόγῳ περιορισμὸς χρήσης τοῦ ἐμπορικοῦ σήματος
δὲν ἀποτελεῖ περιεχόμενο αὐτῆς τῆς Ἄδειας.
Μπορεῖτε νὰ ἐπικοινωνήσετε μὲ τὸ νομικὸ πρόσωπο Creative Commons Corporation
στὴ διαδικτυακὴ διεύθυνσι http://creativecommons.org/.
[] Τζάρτζανος, Ἀχιλλεύς, Γραμματικὴ τῆς νέας ἑλληνικῆς (τῆς ἁπλῆς καθαρευ-
ούσης) (ἔκδοσις β΄), Ἐκδόσεις Κακουλίδη, Ἀθῆναι .
[] «Romanization of Greek» from Wikipedia, the free encyclopedia, προσπ. [-
-]