Professional Documents
Culture Documents
ΕΘΝΙΚΟΣ ΥΜΝΟΣ
ΓΑΛΑΖΙΑ ΠΑΤΡΙΔΑ ΓΙΑ ΣΕ ΓΛΥΚΕΙΑ ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ
Σε γνωρίζω από την κόψη Δαντελένια ακρογιάλια Γιά σέ γλυκεία πατρίδα μου
του σπαθιού την τρομερή, καί νησιά μαργαριτάρια τό αίμα μου τό χύνω
σε γνωρίζω από την όψη τά ουράνια σου καθάρια δόξα καί πλούτη καί τιμές
που με βια μετράει την γη. σου χαρίζουν ομορφιά. καί τή ζωή μου δίνω.
Απ’ τα κόκκαλα βγαλμένη Ω πατρίδα μου γαλάζια Γιά νά μπορέσω μιά στιγμή
των Ελλήνων τα ιερά, ζωντανή 'σαι ζωγραφιά τή δόξα σου νά σώσω
και σαν πρώτα ανδρειωμένη, κάθε σπιθαμή άπ'τή γή σου τή δόξα αυτή πού έλαμψε
χαίρε, ω, χαίρε ελευθεριά. (δις) μ’ αίμα αρίδων Αγιασμένη καί λάμπει τώρα τόσο.
καί δαφνοστεφανομέμη
στους αιώνες είσαι συ. Σ’ όλα τά Δωδεκάνησα
Ελλάδα τά παιδιά σου,
Ω πατρίδα περηφάνεια πλημμυρίζεις τήν Παναγιά ευχαριστούν
ΑΙΝΟΣ ΛΕΥΤΕΡΙΑΣ τήν ψυχή(δίς)· καί τό Θεό δοξάζουν.
Έλληνες (2) ξύπνησ’ η Οικουμένη Σύννεφο δέν σέ τρομάζει Όπου τά χάρισε ξανά
δήμιους φύλαρχους διώχνουν οι λαοί κι'άν εόέχθηκες κανένα στή μητρική σου αγκάλη,
και η Βόρειο Ήπειρο πάντα περιμένει πάντα κάποιου είκοσιένα λαμποκοπούν άπό χαρά
«δόξα εν υψίστοις» λεύτερα να πει. θά χαράζει ή αυγή. πού πιά όέν είναι σκλάβοι.
θάνατος- -ή- ελευθερία- - -
Τώρα που παιδιά απ’ τους ώμους, βροντοφώναζες στή γή (δίς). Δεν είναι ως εδώ η Πατρίδα μας
τώρα που η φοβέρα δε μετρά, μά φθάνει πέρα ως πέρα
τώρα που η μάχη άναψε στους δρόμους Λυτρωμένα τά παιδιά σου όπου ή σημασία κι' ό Σταυρός
στοργικά έχεις αγκαλιάσει θέ νά στηθούν μιά μέρα.
και που ανάσα δεν έχει η καρδιά. καί στά πέρατα θά φθάσει
η γαλάζια σου δμορφιά. Γιά νά μπορέσω...
Έλληνες (2) ξύπνησ’ ………
Στά γαλάζια νά ντυθούμε Στην Κύπρο καί στην Ήπειρο
Τώρα που τα δεσμά, όλοι τα σπάνε Ηπειρος κι ΄Αγια Σοφιά, είναι πολλά παιδιά σου
και οι φυλακές γεμίζουν με αγκοχούς Κύπρος καί ΄Αγια Σοφιά. μή τά ξεχνάς γιατί ποθούν
είναι αμάρτημα να το ξεχνάμε ναρθούν κι αυτά κοντά σου.
ακόμα στο Σταυρό είν’ ένας Αδελφός.
Ελεύθερα νά ζήσουνε
Έλληνες (2) ξύπνησ’ ……… στή μητρική σου αγκάλη
μέσα στή τόση δόξα σου
π' αστράφτει τώρα πάλι.
Θα σε λατρεύω εγώ μικρή πατρίδα μου Δε χορταίνω να βλέπω ακρογιάλια Κάτω από τον ίσκιο σου κλαδιά
θα σ’ έχω στην καρδιά μου φυλαχτό. δάφνης πάντα βγαίνουνε κι ανθούνε
Μην αργείς πια τα παιδιά σου ξανά και πανώρια νησιά στην αράδα,
δεν χορταίνω να βλέπω εσένα, κι από τις πτυχές σου ξεπετιούνται
στην αγκάλη σου να σφίξεις θερμά δόξα ηρωική και λευτεριά.
τότε οι χαμένες πατρίδες θα ‘βρουν ω Ελλάδα, Ελλάδα, Ελλάδα.
κοντά σου λευτεριά. Θέλω στη γαλάζια σου ομορφιά
Ω Ελλάδα που τόσο μαγεύεις
με τις νίκες ηρώων παιδιών σου, να ‘βρω της ψυχής μου κάθε πόθο
Παρηγοριά θα ‘βρουν μικρή πατρίδα μου θέλω το χρυσό όνειρο να κλώθω (δις)
τα τόσα σκλαβωμένα σου παιδιά με την τόσο γλυκιά σου πορεία
έχεις πλάσει τρανή ιστορία. που ‘χω για την άγια μας Σοφιά.
που κοντά σου θε να γυρίσουν ξανά
σήκω ολόρθη κι η σημαία ψηλά Κι αν σε τόπους πάλι μακρινούς
ας στηθεί για σε κοντάρι γερό την αγνή σου ιδώ την ομορφάδα
κοντάρι λευτεριάς. Της ωραίας μας Μακεδονίας
δε χορταίνω να βλέπω τα κάλλη κι από τη ψυχή μου την Ελλάδα
κι ό,τι άλλο ακόμα Ελλάδα θα μας φέρεις κύμα κι ουρανό.
έχεις μεσ'στη θερμή σου αγκάλη.
Θέλω στη γαλάζια σου ομορφιά...
ΣΕ ΦΥΛΑΚΙΣΑΝ
Πώς ποθώ μιαν ολόχρυση μέρα
Σε φυλάκισαν, γαλανούλα μου, που και τ' άλλα, Ελλάδα, παιδιά σου,
σε παγίδεψαν μέσα σε κλουβί. λευτεριάς θα χαρούνε αέρα,
Σε κλειδώσανε πήραν το κλειδί στη γλυκεία και θερμή αγκαλιά σου.
και λαβώθηκες μυριάκριβη.
Που κρατάς πιο ψηλότερα απ’ όλους
Ποιος με το τραγούδι, ποιος με το σπαθί του Χριστού μας την άγια δάδα,
όλοι να ‘βγούμε στους δρόμους που ’χεις πλάσει της δάφνης κλωνάρια,
πάλι γαλανούλα, πάλι γαλανόξανθη ω Ελλάδα, γλυκιά μας Ελλάδα.
θα σε πάρουμε στους ώμους.
5
Γυναίκες Ηπειρώτισσες ξαφνιάσματα… Πάει ο ήλιος, πάει κι . . .
25η ΜΑΡΤΙΟΥ
ΑΚΡΑ ΤΟΥ ΤΑΦΟΥ ΣΙΩΠΗ ΕΧΕ ΓΕΙΑ ΚΑΗΜΕΝΕ ΚΟΣΜΕ
ΤΗ ΥΠΕΡΜΆΧΩ
Άκρα του τάφου σιωπή ΄Εχε γεια καημένε κόσμε
Τη Υπερμάχω Στρατηγώ τα νικητήρια, στον κάμπο βασιλεύει. έχε γεια γλυκειάζωή
Λαλεί πουλί παίρνει σπυρί και συ δύστυχη πατρίδα
ως λυτρωθείσα των δεινών
κι η μάνα το ζηλεύει. έχε γεια παντοτινή
ευχαριστήρια αναγράφω Σοι η πόλις Σου
Θεοτόκε Τα μάτια η πείνα εμαύρισε Έχετε γεια βρυσούλες,
στα μάτια η μάνα μνέει. λόγγοι,βουνά,ραχούλες
Αλλ' ως έχουσα το κράτος
Στέκει ο Σουλιώτης ο καλός έχετε γεια βρυσούλες
απροσμάχητον, εκ παντοίων με κινδύνων και σεις Σουλιωτοπούλες.
παράμερα και κλαίει.
ελευθέρωσον, ίνα κράζω Σοι, χαίρε
Νύμφη ανύμφευτε. Έρμο τουφέκι σκοτεινό Στη στεριά δεν ζει το ψάρι
τι σ’ έχω εγώ στο χέρι ούτ’ ανθός στην αμμουδιά
οπού συ μου ‘γινες βαρύ κι οι Σουλιώτισσες δεν ζούνε
κι ο Αγαρηνός το ξέρει. δίχως την ελευθεριά.
ΤΑ ΚΛΕΦΤΟΠΟΥΛΑ TΣΑΜΙΚΟΣ
Στα χώματά σου και παντού σε κάθε βήμα, ΔΕΝ ΤΗΝ ΞΕΧΝΟΥΜΕ
θωρείς κι ένα σημάδι Ελληνικό,
πατείς εκεί και κάποιου ήρωα το μνήμα, Δεν την ξεχνούμε (δις)
κι ακούς ένα τραγούδι μυστικό. την Βόρειο Ήπειρο την Ελληνική
και όσο θα ζούμε θα προσπαθούμε
Έλληνες ενωμένοι αγωνιστείτε, να γίνει ελεύθερη κι αυτή. (δις)
τη Βόρειο Ήπειρο μη λησμονείτε,
οι αιώνες της σκλαβιάς τη βασανίζουν, Βουβές καμπάνες, σβησμένες δάδες
μα την ψυχή της δεν λυγίζουν. (δις) ερειπωμένες, αδειανές εκκλησιές,
λίγο ακόμα κι έφτασ’ η ώρα
Τη Βόρειο Ήπειρο αλυσόδετη στην φρίκη, δύστυχη σκλαβιά πια μην κλαις. (δις)
μακριά μας τυραννούν οι Αλβανοί,
μα θα συντρίψει τα δεσμά της πάλι η Νίκη Δέξου Χριστέ μας τις προσευχές μας,
δαφνοστεφανωμένη φωτεινή. το αίμα έγινε πια ποταμός
βοήθησε μας, οδήγησέ μας
Κι η δοξασμένη Γαλανόλευκη Σημαία, της νίκης χάρισε μας φως. (δις)
της Λευτεριάς χαμόγελο γλυκό,
θα κυματίζει στη Χιμάρα την γενναία Ποθεί η καρδιά μας τα λάβαρα μας
και στ’ Αργυρόκαστρο το Θρυλικό. στο Τεπελένι, Πρεμετή. Κορυτσά,
Άγιους Σαράντα και στη Χειμάρα
Έλληνες ενωμένοι... κει να στηθούν παντοτινά. (δις)
ΜΙΚΡΟ ΠΑΙΔΙ
Ίδια χρόνια βρε παιδιά Κ’ εφέτος δεν ανθίσανε τα φύλλα, Είν’ ένας κάμπος πορτοκάλια, όι-όι μάνα μ’
- γεια σας Κυπριωτόπουλα- κ’ εφέτος δεν ακούστηκε η εκκλησιά που πέρα ως πέρα απλώνετ’ η ελιά.
Ίδια χρόνια βρε παιδιά μόνο πολυβόλου ανατριχίλα Γύρω χρυσίζουν τα’ ακρογιάλια όι-όι
απ’ τα χρόνια τα παλιά. μες στην αξημέρωτη νυχτιά. (δις) μάνα μ’
Ίδια χρόνια βρε παιδιά και σε θαμπώνει η αντηλιά.
και στην Κύπρο λευτεριά. Μας πλήγωσαν, μας πρόδωσαν,
μας πήραν τη φωνή μας Παναγιά μου, Παναγιά μου,
κι απόμεινε η θλίψη μας και τ’ όνειρο παρηγόρα την καρδιά μου. (2)
ΚΥΠΡΟΣ μαβί
και σα ρωτάει ανέμελο το μαύρο το παιδί Στον τόπο αυτό όταν θα πάτε όι-όι μάνα μ’
Κύπρος, πάντα αντιστάθηκες μας, σκηνές αν δείτε, θα δείτε στη σειρά.
σε κάθε κατακτητή, σκουπίζουμε το δάκρυ μας Δε θα ‘ναι κάμπινγκ για τουρίστες όι-όι
με αυτοθυσία κράτησες και μένουμε βουβοί. μάνα μ’
την ελληνική ψυχή. θα ‘ναι μονάχα προσφυγιά.
Κ’ εφέτος...
Πόσοι βάρβαροι σε πάτησαν, Παναγιά μου . . . . . .
σε βασάνισαν σκληρά Ενότητα, αδέλφια μας, και πίστη στο
και τα χώματά σου πότισαν Θεό μας. Κι αν δείτε σπίτια γκρεμισμένα όι-όι μάνα μ’
αίματα μαρτυρικά. Μ’ αυτές τις ρίζες κράτησαν δε θα ‘ναι απ’ άλλες εποχές.
αιώνια οι πρόγονοί μας. Από ‘να πόλεμο θα ‘ν’ καμένα όι-όι μάνα μ’
Σε χωρίσανε στα δυο, Και θ’ ανατείλει λευτεριά
διώξαν ό,τι ελληνικό, στο ελληνικό νησί μας, θα ‘ναι τα μύρια χαλάσματα του χτες.
Μόρφου, Αμμόχωστος, Κερύνεια στη Μόρφου, στην Κερύνεια μας,
λιώνουν κάτω απ’ το ζυγό. στον Πενταδάκτυλό μας. Παναγιά μου . . . . . .
ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ
Βουλγαροκτόνος, Μεγαλέξανδρος,
Φωκάς,
Άγιος Δημήτρης, Κύριλλος, Παύλος
Μελάς,
στέκουν ψηλά, σαν ήρωες βυζαντινοί
και μαρτυρούν μια γη αιώνια Ελληνική.
Λε σημαίνει λε σημαίνει ο Θος Έγια μόλα, έγια-λέσα, φύσηξε Βοριά Σέρνει το βήμα ο λογισμός και ταξιδεύει
σημαίνει ο Θος σημαίν’ η γη. σπρώξε κύμα το καράβι, βοήθα πίσω στης Ιωνίας τη μητέρα γη.
Σημαίνει ο Θος σημαίν’ η γη Παναγιά, Του πελάγου οι φωνές πλημμυρίζουν τις θύμησες
σημαίνουν τα επουράνια (δις). στο ‘μορφο νησί να πάμε, γυρνά και ανασαίνει της μνήμης την πνοή.
Έγια-μόλα, γεια. (δις)
Λε σημαι λε σημαίνει κι η Μαύρο φορά μαντήλι, το πένθος της κρατεί,
σημαίνει κι η Αγιά – Σοφιά. Για να πάρουμε του δράκου τα χρυσά της Μικρασίας μάνα, τα\ Ομήρου εγγονή.
Σημαίνει κι η Αγιά – Σοφιά κλειδιά (δις) Και ο βουβός λυγμός της, τροπάρι στο Θεό,
το μέγα μοναστήρι (δις) Έγια-μόλα, γεια. (δις) σύμβολο της θυσίας, του πόνου θυμιατό
Του Αιγαίου ο αγέρας χαϊδεύει τις παρειές,
Λε με τε λε με τετρακό Να καθήσουμε τη σκλάβα πάλι στο λιγοθυμιά σκορπάει στις νηφούσες καρδιές.
με τετρακόσια σήμαντρα. θρονί Κι εκείνη όλο ελπίζει κι όλο μονολογεί,
Με τετρακόσια σήμαντρα να την προσκυνήσ’ ο κόσμος Ρήγισσα της Μικρασίας κόρη, στη γη της να ταφεί.
κι εξήντα δυό καμπάνες (δις). τρανή. (δις)
Έγια-μόλα, γεια (δις) Στο βλέμμα της συγνώμη, στο ύφος αρχοντιά.
Λε φωνή λε φωνή ακού Της προσφυγιάς ο δρόμος ορφάνια, σκοτεινά….
φωνή ακούστει εξ ουρανού. Εξόριστη απ’ τη γη της, στον κήπο γιασεμιά
Φωνή ακούστει εξ ουρανού κι η δάφνη να προσμένει την ίδια την κυρά.
ΕΧΕ ΓΕΙΑ ΠΑΝΑΓΙΑ
κι απ’ αρχαγγέλου στόμα (δις).
Η πόρτα η σκαλισμένη, που παίζαν τα παιδιά,
Στο Γαλατά ψιλή βροχή
Λε παψι λε πάψιτι το των σοκακιών η στράτα την είδε στα λευκά.
και στα Ταταύλα μπόρα
πάψιτι το Χερουβικό. Της εκκλησίας σημάδι καμπάνα η βουβή
βασίλισσα των κοριτσιών
Πάψιτι το Χερουβικό μα πιο πικρή η λήθη, του Ελληνισμού η σιωπή.
είναι η μαυροφόρα. (2)
κι ας χαμηλώσουν τ’ άγια (δις).
Έχε γεια, Παναγιά,
Λε γιατί λε γιατί ’νι θε
τα μιλήσαμε,
γιατί ’νι θέλημα Θεού. ΤΑ ΕΥΖΩΝΑΚΙΑ
όνειρο ήτανε
Γιατί ’νι θέλημα Θεού
τα λησμονήσαμε.
η Πόλη να τουρκέψει (δις). Στην Αγιά Σοφιά αγνάντια
βλέπω τα ευζωνάκια (δις)
Γεντί-Κουλέ και Θαραπιά,
τα ευζωνάκια τα καημένα
Ταταύλα και Νιχώρι,
ΒΑΡΚΟΥΛΑ ΑΠΟΨΕ στους πολέμους μαυρισμένα.
αυτά τα τέσσερα χωριά
Κλέφτικο χορό χορεύουν
’μορφαίνουνε την Πόλη. (2)
Βαρκούλα απόψε στ’ όνειρο και στ’ αντίπερα αγναντεύουν.
θα ‘ρθει για να με πάρει Έχε γεια, Παναγιά…….
βαρκούλα ζωγραφιά Κι αγναντεύοντας την Πόλη
κι ίσια στην Πόλη θα με πάει τραγουδούν και λένε: (δις)
Στο Γαλατά θα πιώ κρασί
του Αγίου Νικόλα η χάρη τούτοι είν’ οι χρυσοί της θόλοι
στο Πέρα θα μεθύσω
για την Αγιά Σοφιά. (δις) αχ! κατακαημένη Πόλη.
και μέσα στην Αγια Σοφιά
Να η μεγάλη εκκλησιά μας
θα πάω να προσκυνήσω. (2)
Σημαίνει ο Θεός, σημαίνει η γη πάλι θα γενή δικιά μας.
παρηγοριά στον σκλάβο Έχε γεια, Παναγιά,...
γιαλέσα με κουπιά Στην κυρά την Δέσποινά μας
να φτάσουμε στην Ανάσταση πες να μη λυπάται (δις)
Η ΚΟΚΚΙΝΗ ΜΗΛΙΑ στις εικόνες να μην κλαίνε
να μπω να μεταλάβω
κι ας ξεψυχήσω πια. (δις) τα ευζωνάκια μας το λένε. (δις)
"Εστειλα δυό πουλιά, στην κόκκινη μηλιά
πού λένε τά γραμμένα. Κι ο παπάς που είναι κρυμμένος
Να φτάσω στο Χερουβικό
Τό 'να λαβώθηκε, τ' άλλο σκοτώθηκε μέσα στ’ άγιο βήμα (δις)
που ατέλειωτο έχει μείνει
δέν γύρισε κανένα. τα ευζωνάκια δεν θ’ αργήσει
και να λειτουργηθώ.
Απόψε ο ύπνος μου βαθύς, να βγει να τα κοινωνήσει.
Γιά τόν μαρμαρωμένο Βασιληά Και σε λίγο βγαίνουν τ’ άγια
πολύ βαθύς ας γίνει
ούτε φωνή, ούτε λαλιά μέσα σε μυρτιές και βάγια. (4)
γλυκά να κοιμηθώ. (δις)’
τόν τραγουδάει όμως στά παιδιά
σάν παραμύθι ή γιαγιά.
ΔΩΔΕΚΑ ΕΥΖΩΝΑΚΙΑ "Εστειλα δυό πουλιά, στην κόκκινη
μηλιά,
Δώδεκα ευζωνάκια δυό πετροχελιδόνια.
τ’ απεφασίσανε, Μά έκεΐ έμείνανε, κι όνειρα γίνανε
στην Πόλη για να πάνε Παναγιά μου καί δακρυσμένα χρόνια.
να πολεμήσουνε. (δις)
Ρωμιοσύνη,Ρωμιοσύνη…
14
ΣΤΟ ΠΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΞΑΝΑΛΕΩ ΨΑΡΟΠΟΥΛΑ ΓΙΑΡΕΜ - ΠΑΡΕΜ
Στο πα και στό ξαναλέω Ξεκινάει μια ψαροπούλα Με βασιλικό γιαρέμ - γιαρέμ και δυόσμο
στο γυαλό μην κατεβείς (2) απ’ το γιαλό, (δις) στόλισε ο Θεός γιαρέμ - γιαρέμ
Κι ο γυαλός κάνει φουρτούνα ξεκινάει μια ψαροπούλα τον κόσμο
και σε πάρει και χαθεις(2) απ’ την Ύδρα τη μικρούλα μου 'ρθε συννεφιά γιαρέμ – γιαρέμ
και πηγαίνει για σφουγγάρια, και μπόρα
Κι αν με πάρει πού με πάει απ’ το γιαλό, όλο γιαλό. κι έπεσε κακό γιαρέμ γιαρέμ στη χώρα.
κάτω ατά βαθειά νερά (2)
Κάνω το κορμί μου βάρκα Έχει μέσα παλικάρια απ’ το γιαλό, (δις) Τώρα το παιδί γιαρέμ γιαρέμ μονάχο
τα χεράκια μου κουπιά, έχει μέσα παλικάρια μοιάζει με πουλί γιαρέμ γιαρέμ
το μαντήλι μου πανάκι, που βουτάνε για σφουγγάρια, σε βράχο
μπαινοβγαίνω ατά νησιά. γιούσες κι όμορφα κοράλλια, τέτοιο ξαφνικό Χριστέ, Χριστέ,
απ’ το γιαλό, όλο γιαλό. Χριστέ μου
Στό πα και στο ξαναλέω να μην ξαναδώ ποτέ-ποτέ-ποτέ μου.
μή μου γράφεις γράμματα (2) Έχει Συμειακούς, Καλύμνιους, απ’ το
Γιατί γράμματα δεν ξέρω γιαλό Με της ομορφιάς γιαρέμ γιαρέμ τον ήλιο
και μέ πιάνουν κλάματα. έχει Υδραίους και Σπετσιώτες, σου 'χτισα κι εγώ γιαρέμ γιαρέμ βασίλειο
Αιγινήτες και Ποριώτες, μά 'ρθανε καιροί γιαρέμ γιαρέμ
που ’ναι όλοι παλικάρια, και χρόνοι
απ’ το γιαλό, όλο γιαλό. κι έγινε καπνός γιαρέμ γιαρέμ
και σκόνη.
ΤΖΙΒΑΕΡΙ Γεια χαρά σας παλικάρια και στο καλό
(δις) Κι έμεινε η καρδιά γιαρέμ γιαρέμ μονάχη
Η ξενιτιά το χαίρεται, τζιβαέρι μου, γεια χαρά σας παλικάρια σαν της ερημιάς γιαρέμ γιαρέμ το στάχυ
το μοσχολούλουδό μου, να μας φέρετε σφουγγάρια, τέτοια συμφορά Χριστέ, Χριστέ,
σιγανά, σιγανά, σιγανά και ταπεινά. γιούσες και μαργαριτάρια, Χριστέ μου
απ’ το γιαλό, όλο γιαλό. να μην ξαναδώ ποτέ ποτέ ποτέ μου.
Αχ αναθεμα σε ξενιτιά, τζιβαέρι μου,
εσύ και το καλό σου, Με του φεγγαριού γιαρέμ γιαρέμ
σιγανά, σιγανά, σιγανά και ταπεινά. τ1 αγιάζι
ΑΝΑΜΕΣΑ ΤΣΙΡΙΓΟ τ' όνειρο χαρές γιαρέμ γιαρέμ μοιράζει
Μου πήρες το παιδάκι μου, τζιβαέρι μου, μα στην ξαστεριά γιαρέμ γιαρέμ
και το ‘κανες δικό σου, Ανάμεσα Τσιρίγο και σε καβό Μαληά της μέρας
σιγανά, σιγανά, σιγανά και ταπεινά. καράβι κινδυνεύει Παναγιά μου γίνεται φτερό γιαρέμ γιαρέμ κι αγέρας.
σιγανά, σιγανά, σιγανά παντοτεινά μ’ όλη τη συντροφιά. (δις)
Τώρα στου ματιού γιαρέμ γιαρέμ γιαρέμ
Γυρίζει τριγυρίζει λιμάνι για να βρει (δις) την άκρη
τα κύματα το σπρώχνουν Παναγιά μου θάλασσα κυλάει γιαρέμ γιαρέμ το δάκρυ
ΤΣΑΡΚΑ ΜΕ ΤΟ ΤΡΕΧΑΝΤΗΡΙ ν’ αράξει δεν μπορεί. (δις) τι να πω κι εγώ Χριστέ, Χριστέ,
Χριστέ μου
Τσάρκα με το τρεχαντήρι να σε παω σου Βοήθα Παναγιά μου για να γλιτώσουνε που με ένα μικρό πουλί ,πουλί,
‘ταξα, (δις) πουλί τ’ ανέμου.
απ’ την Μύκονο στην Τήνο κι απ’ τη κι όσα καντήλια έχεις Παναγιά μου
Πάρο στην Αξιά. θα στ’ ασημώσουμε. (δις) Με βασιλικό γιαρέμ - γιαρέμ και δυόσμο
στόλισε ο Θεός γιαρέμ - γιαρέμ
Απ΄ τη Σέριφο στη Σίφνο κι απ’ την Δε κλαίω το καράβι ούτε και σιρμαγιά τον κόσμο
Άνδρο ως (δις)
τη Τζια, απ’ την Κίμωλο στη Μήλο μόν’ κλαίω τα καημένα
κι απ’ τη Σύροστα Θερμιά. που τα ’χω διαλεχτά. (δις)
Απ’ την Αμοργό στη Θύρα κι απ΄ τη ΜΗΛΟ ΜΟΥ ΚΟΚΚΙΝΟ
Σίκινο
στη Νιο θα σε κάνω καπετάνιο και πουλί ΜΕΣ ΤΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ Μήλο μου κόκκινο ρόϊδο βαμμένο (δις)
θαλασσινό. γιατί μι μάρανες τον πικραμένο. (δις)
Μες του Αιγαίου πρόλαβε να δεις
Απ’ την Αίγινα στην Ύδρα, Πόρο και στα μες του Αιγαίου Αιγαίου τα νησιά, Πααίνω κι έρχομαι και δε σε βρίσκω, (δις)
Μέθανα και στις όμορφες στις Σπέτσες Α, μες του Αιγαίου τα νησιά βρίσκω την πόρτα σου μανταλωμένη.
μια βραδιά κι ας πέθαινα. αγγέλοι φτερουγίζουν. (δις)
Τσάρκα με το τρεχαντήρι να σε πάω σου Και μέσα στιο φτε- βοήθα Παναγιά μου, Τα παραθύρια σου φεγγοβολάνε (δις)
’ταξα, και μέσα στο φτε στο φτερούγισμα, ρωτάω το μάνταλο που είναι η κυρά σου.
απ’ τη Σέριφο στον Πόρο πίσω και στον Α και μέσα στο φτερούγισμα, (δις)
Πειραιά. τριαντάφυλλα σκορπίζουν.
Κυρά μ’ δεν είν’ εδώ πάει στη βρύση,(δις)
Αιγαίο μου γαλήνε βόηθα Παναγιά μου πάει να πιει νερό και να γιομίσει. (δις
Αιγαίο μου γαλήνε αχ γαλήνεψε.
Α, Αιγαίο μου γαλήνεψε
τα γαλανά νερά σου.
Ο ΑMΑΡΑΝΤΟΣ
Να ‘ρθουνε τα παι – πρόβαλε να δεις,
Για ιδέστε τον Αμάραντο, να ‘ρθουνε τα παι τα παιδάκια σου,
σε τι βουνά φυτρώνει. Α, να ‘ρθουνε τα παιδάκια σου,
Φυτρώνει μες στα δύσβατα, στα ποθητά νησιά σου.
στις πέτρες, στα λιθάρια.
Ποτέ του δεν ποτίζεται Ροδόσταμο να- πρόβαλ’ άστρι μου,
και δεν κορφολογιέται. ροδόσταμο να αχ να γίνουνε
Τον τρων τα ελάφια, δεν ψοφούν, Α, ροδόσταμο να γίνουνε
τ’ αγρίμια κι ημερεύουν. Αιγαίο τα νερά σου.
Να τον ‘τρωγε κι η μάνα,
ποτέ να μην πεθάνει.
15
ΠΕΝΤΟΖΑΛΗΣ