You are on page 1of 3

1

ΔΕΚΑ ΜΙΚΡΑ ΑΡΑΠΑΚΙΑ Η ΦΙΛΗ ΜΟΥ


ΖΕ_ΠΕΡΝΤΥ_ΛΕ_ΝΤΟ
Δέκα μικρά αραπάκια σε μια γειτονιά Είχα μιά φίλη πού λέτε παιδιά
Ζέ περντύ λέ ντό (ρε,μι,φα ,σολ.λα.σι)ντέ
χάθηκε το ένα πάει και μείνανε εννιά. όλο κατσούφιαζε κάθε φορά
μα κλάρινέτε (δις)
΄Α σί πάπα σά βέ σά τριαλαρό (δις) ούτε μιλούσε, ούτε λαλούσε,
Εννιά μικρά αραπάκια παίζανε κρυφτό μόνο τήν μούρη δυο πήχες κρεμούσε.
0 πά καμαράτ ό πά καμαρατ ο-πά ο-πά
κρύφτηκε το ένα πάει και μείνανε οκτώ.
ο-πά
Ω, πόσο τήν ελυπόμουνα
Οκτώ μικρά αραπάκια φρούτα τρων κλεφτά και σκεφτόμουνα συλλογιόμουνα
ΕΧΑΣΑ ΤΟ ΝΤΟ
πιάστηκε το ένα πάει και μείνανε επτά. πως θά τής φύγει η ακεφιά
Έχασα το ντο (ρε, μι, φα σολ λα σι) του δύσκολη ήταν αυτή η δουλειά.
Επτά μικρά αραπάκια ξύπνησαν πριν φέξει
μικρού κλαρίνου(δις)
Το να ξανακοιμήθηκε και ‘μείναν μόνο έξι. Στο κατηχητικό(στην κατασκήνωση)
Αν το μάθει ο αρχηγός μας τι θά πει
θά μας διώξει από τήν κατασκήνωση ήρθε πού λές
Έξι μικρά αραπάκια στη βροχή κοιμούνται τις πρώτες μέρες , ήταν νά την κλαις
στό πί καί φί
πούντιασε το ένα πάει και ‘μείναν μόνο ούτε μιλούσε, ούτε γελούσε,
τι θέλαμε , τι θέλαμε καί ήρθαμε έδω
πέντε. μόνο τήν πόρτα (πύλη) νά φύγει κοιτούσε
καί τόν μπελά μας βρήκαμε
μ' αύτόν τόν αρχηγό (δις)
Πέντε μικρά αραπάκια μπαίνουν στη σειρά Ω, πόσο τήν ελυπόμουνα…
ξέφυγε το ένα πάει και ‘μείναν τέσσερα.
Ξάφνου την βλέπω εκεί δά νά γελά
Τέσσερα μικρά αραπάκια πάνε στην κυρία κι ύστερα γέλια πολλά δυνατά
κράτησε το ένα πάει και ‘μείναν μόνο τρία. τώρα μιλούσε, καί τραγουδούσε,
Η ΓΑΪΔΟΥΡΑ
τώρα το γέλιο σε όλους σκορπούσε.
Τρία μικρά αραπάκια πάνε στο σχολείο
έμεινε το ένα πάει και ‘μείναν μόνο δύο. Έχασα τη γαϊδούρα μου
με ξύλα φορτωμένη Ω, πόσο την εχαιρόμουνα
ντε γαϊδούρα ντε. καί σκεφτόμουνα, συλλογιόμουνα
Δύο μικρά αραπάκια έρχονται σε μένα πως θα, χαρεί τώρα η μαμά,
κράτησα το ένα πάει κι έμεινε μόνο ένα. Ντε (3), ντε γαϊδούρα ντε!
όταν τήν έβλεπε πάλι, ξανά.

Ένα μικρό αραπάκι βρίσκει μια γυναίκα Απ’ το να μάτι είναι στραβή
την παντρεύεται και κάνει αραπάκια δέκα. κι απ’ τ’ άλλο δε με βλέπει,
ντε γαϊδούρα ντε. ΚΙΝΕΖΟΣ
Ντε (3), ντε γαϊδούρα ντε!
Στην Κίνα μια φορά κι έναν καιρό
ΔΥΟ ΜΑΘΗΤΑΚΙΑ ζούσε ο Τσιγκαράκατσίκιτσο.
Απ’ το να αυτί είναι κουφή
κι απ’ τ’ άλλο δεν ακούει, Είχε ένα σώμα δυο πήχες μακρουλό
Δυο μαθητάκια προχωρούν και κάθε πόδι του ήταν σαν αυγό.
ντε γαϊδούρα ντε.
μες το δάσος τραγουδούν.
Ντε (3), ντε γαϊδούρα ντε!
Τσίγκαρακατσίκι τσόγκολο
Παίζουν -παίζουν ρουμπάτσελόρουμ παράραραραρα
Απ’ το να πόδι είναι κουτσή
-βιολελέττο (δις) ότο ότο ούτι ούτι ούτιγκα
κι απ’ τ’ άλλο δεν πατάει,
βιο-βιο-βιο-βιολελέττο ούτιγκα ούτιγκα τίγκα τίγκα.
ντε γαϊδούρα ντε.
βιο-βιο-βιο-βιολελό
Ντε (3), ντε γαϊδούρα ντε!
(-πιανελέττο… Όταν στο δρόμο ήθελε να βγει
-κλαρινέρττο… τον κουβαλούσαν στη πλάτη δυο κοντοί
Στην ανηφόρα δεν μπορεί
-ταμπουρέττο κι ο Τσίγκαράκα δεν είχε πια δουλειά
στην κατηφόρα πέφτει,
-κιθαρέττο) και τότε γελούσε δυνατά χα,χα.
ντε γαϊδούρα ντε.
Ντε (3), ντε γαϊδούρα ντε!
που πάτε, που πάτε Τσίγκαρακατσίκι........
χαρούμενα τόσο πρωί
Όποιος τη βρει να τη χαρεί,
είμαστε μαθητές και πάμε εκδρομή.
τα ξύλα να μου φέρει.
ντε γαϊδούρα ντε.
ΙΣΠΑΝΙΑ
Ντε (3), ντε γαϊδούρα ντε!
ΣΤΗΝ ΕΞΟΧΗ Μακρυά στην Ισπανία –ολέ!
έχει ψηλά βουνά
Στην έξοχη δεν πρέπει να κοιμάσαι, και θάλασσα πλατειά
πρωί - πρωί στο πόδι πρέπει να’ σαι και ήλιο λαμπερό
με τη δροσιά τα μούτρα σου να πλένεις έχει κρασί καλό
πλάτσα πλουτσα στά νερά κιθάρες τραγουδούν
τρά λάλα λα λα (δίς). και ταυρομάχοι ορμούν.

Χωρίς μιλιά να τρως ό,τι σου δίνουν,


τα μάγουλά σου πρέπει να παχύνουν Ο ΨΥΛΛΟΣ
και η μαμά να λέει με καμάρι,
ένα γιόκα [μια κορούλα] πού’χω γω Στο πάτωμα της τάξης μας είναι ένας
πω, πω, πω να τον χαρώ, ψήλος.
πω, πω, πω, πω, πω. (δίς) Να μας ζήσει ο ψήλος μας
κι ας μην είναι φίλος μας.
Κι' όταν σκοπό σε βάλουν να φυλάξεις,
σαν δεις γατιά και κότες μη τρομάξεις
και τις φωνές μη μπήξεις κάνα βράδυ Ο ΠΕΤΡΟΣ
συμμορία βρε παιδιά τρά λάλα λά (δ ίς;.
Ο μικρός ο Πέτρος είχε μύγα εις την μύτη
Κι όταν σου πουν να πας υπηρεσία, Και την χτύπησε και πέταξε.
πρώτος εσύ να γίνεσαι θυσία. … (ο Πέτρος ήταν μικρός)
Με ντί ντί ντί και τρόμπα να τρομπάρεις … (μεγάλα αυτιά)
τσάφ-τσούφ, ντί ντί ντί (δίς). … (μύγα)
… (μύτη)
2
ΣΚΙ ΣΤΡΑΒ0Σ βΕΛ0ΝΑ ΓΥΡΕΥΕ ΧΑΡΩΠΑ

Όταν πας να κάνεις σκι Στραβός βελόνα γύρευε όλα-ολα Χαρωπά τα δυο μου χέρια τα χτυπώ
μέσα σ'ένα αχυρώνα Μια και είμαι εγώ παιδί ξέρω πάντα να
πάνω στα ψηλά βουνά βατκτσιτσελο βατσικτσο γελώ,
ξάφνουνα σου ένας σκιέρ κι ένας κουφός του έλεγε όλα-ολα χαρωπά τα δυο μου χέρια τα χτυπώ.
σου χαλάει τη δουλειά. τήνάκουσα πού έβροντα
βατκτσιτσελο- βατσικτσο. …δάχτυλα
Γιο λαλά κυρία, …γόνατα
γιο λαλά κουκού, Κουτσός στον κάμπο έτρεχε όλα-ολα …πόδια
γιο λαλά κυρία, γιο. νά πιάση καβαλλάρη …θε να γελάσω δυνατά
βατκτσιτσελο βατσικτσο
. . . ξάφνου να σου μια αρκούδα . . . κι ένας μουγγός του έλεγε όλα-ολα
. . . ξάφνου μια χιονοστιβάδα . . . ποΰπας βρε παληκάρι ΤΟ ΓΑΤΙ ΤΗΣ ΑΓΝΗΣ
. . . ξάφνου να σου ένας σκύλος . . . βατκτσιτσελο- βατσικτσο
. . . ξάφνου να σου ένα τραίνο . . .
Το γατί βιντι,βιντι, βι
. . . ξάφνου ένα ασθενοφόρο . . . Όψύλλος εγονάτησε όλα-ολα της Αγνής -ΙΙ-
. . . ξάφνου να σου δυο φίλοι . . γκαμήλα νά φόρτωση έχει ουρά -ΙΙ-
βατκτσιτσελο βατσικτσο τόση δα -ΙΙ-
κι ο γκαμηλιέρης φώναζε όλα-ολα μια ουρά -ΙΙ-
θά τήν κοψομεσιάσης φουντωτή -ΙΙ-
βατκτσιτσελο- βατσικτσο στρογγυλή -ΙΙ-
Ο ΦΟΙΤΗΤΗΣ σαν κουμπί -ΙΙ-
Πολλά ψέματα είπαμε όλα-ολα …………………………….κόμμα
Ενας ντόρος (3) ένας φοιτητής ας πούμε και μια αλήθεια Το γατί….
λοιμοκοντόρος βατκτσιτσελο- βατσικτσο …………………………..τελεία και παύλα.
στά μάτια του γυαλιά, φορεί κι ακουστικά, ο κόκκορας εγέννησε όλα-ολα
γυρίζει μές τους δρόμους, σαράντα κολοκύθια
καί πείραζει τά παιδιά (2) βατκτσιτσελο- βατσικτσο ΜΕΞΙΚΑΝΙΚΟ ΚΟΥΤΣΟΜΠΟΛΙΟ
τα κιλοκύθια είχανε μέσα νερό
Η νοικοκυρά ζητάει το νοίκι και το νερό βατράχια (αργά και βαρειά) Όλο-όλο πάπα βιόλο
μά αύτός δέν έχει χαρτζιλίκι· βατκτσιτσελο- βατσικτσο πόμπο-πόμπο ω,ε!
Μά τί νά του ειπείς, που είναι φοιτητής
τίκο-τίκο,πόρτο ρίκο
νά πάρεις μιά σανίδα Απ’ όλα τα πετούμενα όλα-ολα όϊ, όϊ ο
καί νά τον περιποιηθείς (2). Ο γάιδαρος μ’ αρέσει
Βατκτσιτσελο- βατσικτσο (γρήγορα & ψιλά) Τάϋο κάϊ εμόϊ
0 γαλατας ζητάει το γάλα, Γιατί έχει αηδονιού φωνή όλα-ολα τάϋο σαβάϊ μπόϊ
μά αυτός δέν έχει πιά πεντάρα· Και δαχτυλίδι μέση ράμε-ρίσα να παμπόϊ
Μά τί νά τοϋ ειπείς… Βατκτσιτσελο- βατσικτσο ράϊ,ράϊ ρά.

(αργά και βαρειά) Κράτο-κράτο μεξικάνο


πόμπο-πόμπο ω,ε!
σί σινιόρε εμπορτάντο
όϊ. όϊ, όϊ.
ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΒΟΥΝΟ
(γρήγορα & ψιλά) Τάϋο κάϊ εμόϊ…
Πάνω στό βουνό στόν καθαρόν αέρα
παίζει ένας βοσκός γλυκά μέ τήν
φλογέρα, ΤΑ ΣΤΕΛΕΧΗ

Τά κάτασπρα αρνάκια του μέ χάρη Μάσες, ξάπλες, αραλίκι,


παίζουν και πηδούν στό δροσερό είμαστε το τεμπελίκι
χορτάρι κατανάλωση τροφών
ΠΡΑΓΜΑ ΠΟΥ ΓΙΝΕ ΣΑΒΒΑΤΟ η ομάδα στελεχών
Τά αρνάκια βελάζουν και τόν βοσκό
φωνάζουν (δίς) Πράγμα που βαρκα-τρούλο-πετρολίνο- Κοιμάμαι κι ονειρεύομαι
τσοκαρεκλοποδαριά- να σου ‘ρθει πότε θα μεγαλώσω
Τό πρωί πρωί πρωτού ο ήλιος νά βγει Πράγμα που ‘γινε Σαββάτο (δις) να γίνω και γω στέλεχος
ο καλός βοσκός γιά τό βουνό κινάει σ’ ένα πλα-σ’ ένα πλάτανο από κάτω. να πέσω να ξαπλώσω

Καί τό δειλινό όταν ο ήλιος δύσει Επαντρε βαρκα-τρούλο-πετρολίνο- ////////////////////////////


πάλι μέ χαρά θέ νά ξαναγυρίσει. τσοκαρεκλοποδαριά- να σου ‘ρθει
Επαντρεύανέ το σπάρο (δις) Τα στελέχη δουλεύουνε σκληρά
Τά αρνάκια βελάζουν (δίς) με τον κο-με τον κοκοβιό κουμπάρο. κοιμούνται όλη μέρα με μάτια ανοιχτά.
Τριάλαλαλαλαλα [βαϊτατζούμ][2]-είναι πολύ αιματηρά.
Νύφη κά- βάρκα-τρούλο-πετρολίνο-
τσοκαρεκλοποδαριά- να σου ‘ρθει Όταν γίναμε στελέχη όλες εμείς [τσαφ-τσουφ]
Νυφη κάναν τη σαρδέλα (δις)
Η ΣΥΝΤΡΟΦΙΑ Οι ατσίδες, ρα ξεφτέρια,οι τραχείς =ΙΙ=
την πεντά- την πεντάμορφη κοπέλα. Φαϊ, ύπνο και τραγούδι, καίγετα το πελεκούδι
Εκαλέ βάρκα-τρούλο-πετρολίνο-
Μια συντροφιά από φίλους κινά Μαμ και νάνι, είμαστε όλες εμείς =ΙΙ=
τσοκερεκλοποδαριά- να σου ‘ρθει.
για ν’ ανεβεί πιο ψηλά στα βουνά
Εκαλέσαν το χταπόδι (δις)
στο μονοπάτι που πάει στη κορφή Ξυπνάμε το πρωί,μας φέρνουν το φαΐ
που χορε- που χορεύει σ’ ένα πόδι.
βρίσκουν δυο φίλους που είχαν χαθεί μασάμε χαρωπά και πίνουμε γερά.
Ήρθαν και βάρκα-τρούλο-πετρολίνο-
Και αρχινάνε αμέσως κραυγές Ποντικοί, ποντικοί, μη μας τρώτε κακοί το
τσοκαρεκλοποδαριά- να σου ‘ρθει
σαν του Τυρόλου και πιο δυνάτες γλυκό μας
ήρθαν και τα στρείδια μύδια (δις)
κι έτσι βρεθήκανε όλοι μαζί ποντικοί θα το πω στην αρχηγό μας.
παλαμί- παλαμίδες και σαυρίδια.
και δεν χαθήκαν οι δυο οι κουτοί.
3
ΚΑΜΠΑΝΑΚΙ
ΘΟΥΡΙ0Σ ΖΥΜΑΡΙΚΩΝ
Ήταν γλυκό κιι εργατικό
αγέρωχο σην όψη
γλυκόλαλο κι ηχηρό το λέγανε Προκόπη. Ως πότε βρέ αγόρια θά ζούμε νηστικά
μέ ρύζια καί λαπάδες και άλλα φουσκωτά.
Η θορυβώδης του φωνή Ως πότε η μανέστρα θά πρίζη τίς καρδιές
η μισητή κι απαίσια καί πότε άπ' τά στομάχια μας θά φύγουν
δεν θ’ ακουστεί ποτέ ξανά εις την οι φακές.
Στεφάνη
μέσα. Κάλλιο σαράντα πιάτα πληγούρι καί
παστά παρά ένα κουτάλι άπ' τά
Πάντοτε τον σκεπτόμασταν ζυμαρικά.
γλυκό το άκουσμά του
κάθε πρωί μας ξύπναγε με τη γλυκιά Χάθηκε τό παστίτσιο μας τό κρέας, ο
λαλιά του. κιμάς
το όμορφο τό κέϊκ μας καί ο ωραίος
Τρέχαμε τότε όλες μαςμ’ορμή στις μουσακας.
τουαλέτες,
χωρίς γυαλιά, με τα μαλλιά αχτένιστα Μα τί λοιπόν σας κάναμε καί μας
μαζί με τις πετσέτες.
παιδεύετε έτσι εμπρός λοιπόν λίγο φα'ΐ
Κι Ω! Τι χαρμόσυνο άγγελμα πριν η κοιλιά μας φέξει.
όταν το μεσημέρι
βροντούσε η φωνάρα του: ελάτε στο
τραπέζι. Η ΠΙΤΑ ΤΟΥ ΣΠΑΝΟΥ

Και πέφταμε μ’ ορμή Τήν πι μανάμ την πίττα πού φάγε δ


πάνω στις φασολάδες σπανός
πάνω στις κόκκινες σουπιές κ τις ήταν αμάν , αμάν ήταν κολοκυθένια.
μακαρονάδες.
Και τζούμ παράπαμ και τζούμ παράπαμ
Ω! κι όταν η λάντζα τέλειωνε καί τζούμ πάρα παπάμ παπάμ (δίς).
μην ακουστεί η φωνάρα του
και πάψουν οι δικές μας. Καί κείνος πού την έφτιαξε ήταν
κολοκυθένιος.
Ωιμέ! Στο σιωπητήριο πώς να περάσει η
ώρα; Σιγή,σιωπή και βογγητό, σ’όλη την Καί ο φούρνος πού την έψησε ήταν
Άνω Χώρα κολοκυθένιος.

Κι ω! τη χαρά της λύτρωσης Καί εκείνοι πού την έφαγαν ήταν


όταν σαν τα’ απογευματάκι κολοκυθένιοι.
ηχούσε η φωνίτσα του να πάμε για
κεκάκι.

Γλυκό (δις), γλυκύτατο,γλυκό μας


καμπανάκι,
που κάθε βράδυ σήμαινες να πάμε για
νανάκι.

Ωιμέ! Ποιος θα τα κάνει το΄τα τώρα;


Μια ιδέα μού’ φτασε τούτη αυτή την ώρα.

Υψώστε, ηχήστε τύμπανα


και βάλτε κλαπατσίμπανα
μνημούρι αιώνιο στην μνήμη του.

Κι αν όσα αναφέραμε
δεν σας αρέσουν διόλου
σκασίλα μας και μας λοιπόν
εμείς θυσιαστήκαμε για χάρη του
συνόλου.

You might also like