Professional Documents
Culture Documents
Blek le Rat
Ο «μπαμπάς» του στένσιλ
Jimmy Massey
Το «σκουλήκι» που έβγαλε το αλεξίσφαιρο... έγινε πεταλούδα;
Grameen Bank
Η τράπεζα των φτωχών
Πολιτική γελοιογραφία
Η τέχνη που σκοτώνει
Τρελή κόλλα
Etgar Keret
Το χιούμορ είναι το αντίδοτο
Γιάννης Τριάντης
Ο «τύπος» πίσω απ΄ την τελευταία σελίδα
Bookcrossing
Ποιος έχει το βιβλίο;
the missing_link
6:35 min
the missing_link
Κωστής Αλεξανδρόπουλος
6:35 min
Αλέξης Γαγλίας / fiasko@otenet.gr
Blek le Rat
Ο «μπαμπάς» του στένσιλ
Διάλεξε το «όνομα» του, γιατί «οι παλιότεροι κάτοικοι των πόλεων είναι οι άνθρωποι και οι ποντικοί». «Από τον
αναγραμματισμό της λέξης ποντικός, στα αγγλικά, προκύπτει η λέξη τέχνη...», μου λέει γελώντας. Σήμερα, στα 55 του
χρόνια, συνεχίζει να θεωρεί τον εαυτό του αναπόσπαστο κομμάτι της πόλης, να ζωγραφίζει “dark” φιγούρες, εικόνες
και σύμβολα που μοιάζουν χαραγμένα με μολύβι στους τοίχους.
Μιλήσαμε μαζί του, όταν ο κόσμος στην Αθήνα έβγαινε στους δρόμους για να διαδηλώσει. Και ενώ οι περισσότεροι
φώναζαν συνθήματα, κάποιοι πίσω τους, προφυλαγμένοι και αθέατοι από τους αστυνόμους και τις κάμερες, «χτυπού-
σαν» μικρά στένσιλς. «Διατυπώνουν τα συνθήματα στη γλώσσα της τέχνης», λέει ο Blek. Περισσότερο πρωτότυπα- και
πιο όμορφα κυρίως.
Σταμάτης Μπενέτος
Ποιος είναι ο Τζίμι Μάσεϊ; Ένας πρώην πεζοναύτης των Η.Π.Α. που αίφνης φύτρωσαν στην πλάτη του ροζ φτερά και
έγινε αγγελούδι της ειρήνης; Πρώην φονιάς αμάχων ή ένας άνθρωπος, που «έμπλεξε» σ’ ένα επάγγελμα ανθυγιεινό…
σε ένα δύσκολο, θολό καθήκον; Ήρωας ή αδύναμος ο Τζίμι Μάσεϊ; Ατρόμητος «για πάντα πεζοναύτης» ή καταθλιπτικός
από φύσει του; Τον γνώρισα. Δε μπορώ όμως να τον κρίνω. Εάν επρόκειτο για ερώτηση σε γκάλοπ, θα βρισκόμουν στη
δύσκολη θέση του άσχετου -«δε γνωρίζω/ δεν απαντώ»…
Στην ομιλία του στη Νομική, το κοινό προσπάθησε σκληρά με τις ερωτήσεις να τον χρίσει πνευματικό συγγενή του
Νόαμ Τσόμσκυ. Ο Τζίμι δεν τα πήγε καλά -αν ήταν οντισιόν δεν θα έπαιρνε τον ρόλο… Όταν τον γνώρισα από κοντά, σ΄
ένα μικρό καφέ στο Σύνταγμα, είδα έναν μετανιωμένο άνθρωπο που αγωνιά να ξορκίσει τους εφιάλτες του. Ο ίδιος
προς το τέλος ψέλλισε ένα σιγανό, αμήχανο «I’ll try to save the world…» -δικαιολογείστε τον, λίγο αργότερα θα μι-
λούσε απ’ τον άμβωνα της εξέδρας στο πλήθος. Θεώρησα τη φράση του σαν το χαστούκι στον πυγμάχο πριν εφορμήσει
στην αρένα του -ο «κόουτς» ήταν απασχολημένος κι έτσι ο Τζίμι αυτομαστιγώθηκε.
Να τον αποθανατίσουμε στο πόντιουμ με φόντο τη Βουλή των Ελλήνων να αστράφτει από τον ήλιο του θερμοκηπί-
ου… να σηκώσει τα μανίκια του, να βγάλει αν θέλει και τη μπλούζα για να «τραβήξουμε» τα τατουάζ ή μήπως να του
ζητήσουμε ευγενικά να βάλει ένα τραπεζομάχαιρο στο στόμα και την κορδέλα του Ράμπο στα μαλλιά; Μας τυράννησαν
αυτά τα ερωτήματα. Πώς να σας τον παρουσιάσουμε, τι να τον βάλουμε να παραστήσει, για να κρατήσουμε στο κείμενο
τα περισσότερα βλέμματα. Τελικά είπαμε ότι έχει φάει αρκετά σκατά στη ζωή του. Δεν του ζητήσαμε τίποτα. Κι αν στις
φωτογραφίες καπνίζει, μιλάει με ένταση και το βλέμμα του συχνά «αφαιρείται» -έτσι είναι ο Τζίμι τελικά.
Ένα πρώην μαγκάκι που έφαγε τα μούτρα του, ένα αρτιμελές προϊόν της Αμερικής και του κόσμου -«άγουρο», από τα
δεκαεννιά του χρόνια τον μόρφωναν στρατιώτη στο καλύτερο «κολέγιο». Και όταν διατάχτηκε να σκοτώσει, δεν είπε
«αρνούμαι να εκτελέσω κύριε», η εκπαίδευση του ήταν πολύ ποιοτική -και «ποιητική» καθόλου. Μέσα απ’ το χάμερ του
ξεφώνιζε ο Τζίμι «hell, yeah!» και αλαλαγμούς. Σκότωνε και το στέρεο έπαιζε κάντρι. Τώρα ταξιδεύει σ’ όλον τον κόσμο
και μιλάει στους ανθρώπους για όσα έζησε και κατάλαβε απ’ τον πόλεμο, αλλά ξυπνάει από αίματα στον ύπνο του και
ακούει «εκρήξεις» από φθαρμένα λάστιχα και σακουλάκια τσιπς… Δεν λέω ότι είναι δίκαιο, αλλά ίσως ο μόνος τρόπος
για να απαντήσει ο ίδιος κάποτε το δύσκολο (για τον καθένα) ερώτημα του γκάλοπ… «Ποιος είναι ο Τζίμι Μάσεϊ τελικά;»
Τζίμι, είπες στην ομιλία σου στη Νομική πως κατατάχτηκες στο στρατό, εξ’ αιτίας των οικονομικών προβλημάτων που αντιμετώπιζες
τότε. Τι θυμάσαι απ’ αυτήν την περίοδο της ζωής σου;
Αποφοίτησα απ’ το λύκειο το 1990 και πήγα σ’ ένα τεχνικό κολέγιο για να σπουδάσω μηχανικός αυτοκινήτων. Έμεινα εκεί για ένα χρό-
νο, στη διάρκεια του οποίου έκανα δυο δουλειές για να τα βγάζω πέρα. Βλέπεις, ο πατριός μου ήταν εργάτης στη μεταλλουργία και συν-
δικαλιστής –όταν το συνδικάτο διαφωνούσε με τις εταιρείες, συχνά ο ίδιος έχανε τη δουλειά του- και η οικογένεια μας κάθε εισόδημα.
Δε μπορούσαν να υποστηρίξουν οικονομικά τις σπουδές μου και τα παράτησα. Ξεκίνησα να δουλεύω στις πετρελαιοπηγές, στο Τέξας
αρχικά και αργότερα στη Νέα Ορλεάνη. Αλλά ήμουν πολύ νέος, δεκαεννιά χρονών… πήρα μερικά λεφτά στα χέρια μου και «ξέφυγα»,
έπινα πολύ και συνεχώς «γλεντούσα» –έχασα το σπίτι μου, το αυτοκίνητό μου και τελικά έμεινα άστεγος. Καθώς λοιπόν πήγαινα σε μια
συνέντευξη για δουλειά, είδα έναν πεζοναύτη στρατολόγο. Δεν είχα απλά ανάγκη για δουλειά, στην κυριολεξία πεινούσα, ζούσα ζητια-
νεύοντας ψιλά στο δρόμο. Μίλησα μαζί του και δέχτηκα να γίνω πεζοναύτης -γιατί κανείς δε με ανάγκασε– όταν κατάλαβα ότι είχα δύο
επιλογές: να γίνω γκάνγκστερ του καπιταλισμού ως επαγγελματίας στρατιώτης ή γκάνγκστερ κυριολεκτικά… στους δρόμους.
Τη στιγμή που κατατάχτηκες, είχες σκεφτεί ότι υπάρχει ένα ρεαλιστικό ενδεχόμενο να πολεμήσεις; Και να σκοτώσεις ανθρώπους
ακόμα;
Αρχικά σκεφτόμουν τα λεφτά, τη μόρφωση και τη στέγη που μου έλειπε. Φυσικά ήξερα ότι υπήρχε περίπτωση να πάρω μέρος σε μάχη,
να σκοτώσω ανθρώπους. Γνώριζα όμως επίσης, ότι αν η Αμερική εμπλεκόταν σε έναν παράνομο πόλεμο είχα σαν πεζοναύτης το δικαί-
ωμα να αψηφήσω τις εντολές μου και να φύγω.
Απολαμβάνει κάθε στρατιώτης ένα τέτοιο δικαίωμα;
Ναι, τυπικά τουλάχιστον. Αλλά το ρίσκο είναι μεγάλο, μπορεί να φυλακιστείς, να χαρακτηριστείς δειλός ή προδότης για όλη σου τη ζωή.
Εκείνο τον καιρό προτεραιότητά μου, σου ξαναλέω, ήταν πως, ο Τζίμι Μάσεϊ θα καταφέρει να επιβιώσει στην Αμερική.
Σαν πολίτης, σα νέος άνθρωπος πριν το στρατό, σε γοήτευε καθόλου η ιδέα του πολέμου;
Νομίζω ότι κάθε αμερικανός είναι λίγο πολύ φιλοπόλεμος. Γενικά η αμερικάνικη νοοτροπία θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «φιλοπόλε-
μη». Μεγαλώνουμε με την ιδέα ότι η χώρα μας είναι ένα είδος «παγκόσμιας αστυνομίας» και τα βιβλία της ιστορίας μας δεν απεικονί-
ζουν τους πραγματικούς λόγους που κάθε φορά μας οδηγούν σε πόλεμο.
* Όσοι θέλουν να γνωρίσουν τον Τζίμι και να μάθουν την ιστορία του από τον ίδιο, μπορούν να διαβάσουν το βιβλίο του «Kill, kill,
kill». Κυκλοφορεί μεταφρασμένο στα ελληνικά από τις εκδόσεις «Παπαζήση».
Χάρις στην μαγική ανάπτυξη
του σώματός μου άρχισε
η συρρίκνωση και διαστολή
του δωματίου μου. Το κρεββάτι μου
ωστόσο διαστελλόμενο επιμηκύνεται
και στενεύει ώσπου να ζαρώσει
Όταν τη βρήκα
η καρφίτσα άρχισε να μεγαλώνει
και να γίνεται παχύτερη απ’ το σώμα μου.
6:35 min
Ακούστηκε ένας συριγμός σαν
να ξεφουσκώνει ένα τεράστιο μπαλόνι
Ζέππελιν κι άρχισε να πετάει
δεξιά κι αριστερά χτυπώντας τα έπιπλα.
6:35 min
6:35 min
6:35 min
Grameen
Η τράπεζα των φτωχών
bank Μίνα Παπαγεωργίου
Οι πρώτες τράπεζες των ανθρώπων ήταν οι ναοί των θεών τους -από την εποχή της Βαβυλώνας ακόμα, οι άνθρωποι αποθήκευαν
στους ναούς το χρυσό τους, πιστεύοντας πως η ιερότητα του χώρου θα απέτρεπε τους κλέφτες και θα προστάτευε την περιουσία τους.
Το χιλιετές παρελθόν, απ’ όπου έλκουν την καταγωγή τους, λέξεις όπως «ληστής» ή «τυμβωρύχος», καταρρίπτει αυτόν το συλλογισμό
τους. Αλλά η φιλοχρήματη ανασφάλεια της ράτσας μας, απλώς γέννησε τις τράπεζες -γρήγορα οι ιερείς μηχανεύτηκαν άλλες εξυπηρε-
τήσεις σαν τρόπους να προσελκύσουν το κοινό. Δάνεια, μετατροπή συναλλάγματος και πρωτόλεια της σύγχρονης πίστωσης από πέτρα
και πάπυρο. Έτσι οι τράπεζες συνέχισαν να υπάρχουν για πολλά ακόμα χρόνια -μέσα στις εκκλησιές και τις παγόδες μας κι ύστερα σαν
αυτοδύναμοι χώροι λατρείας, όπου δεν αποθηκεύουμε τις ράβδους χρυσού, αλλά αποταμιεύουμε τα κουπόνια μας.
Ο «λογαριασμός» μας, είναι σήμερα η στενογραφία όλου του κόπου και του πλούτου μας. Στις σύγχρονες, αχανείς τράπεζες, με
αποθεματικά εκατοντάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων, η περιουσία μας είναι μια ελάχιστη υποσημείωση κωδικών σε λίστες χιλιάδων
σελίδων με μικρά γράμματα. Δίπλα, η αναλυτική βιογραφία μας, το παρελθόν και το όνειρο μας… Στις Η.Π.Α. για να πάρεις δάνειο, για
να μπει το όνομα σου σ’ αυτές τις λίστες εικονικής ισχύος -που τύποι σαν τα σαΐνια της «ENRON» μπορούν παίζοντας να παραμορφώ-
σουν- δίνεις πληροφορίες έως και για τα τριτοξάδερφα σου…
Λένε πως όταν ο άνδρας εκσπερματώνει, εκκρίνεται στον οργανισμό του μια αντί-ορμόνη πέντε φορές δυνατότερη από αυτήν που φέρ-
νει τη στύση… Η Ελλάδα της υπερβολής στην απόλαυση, του μεταολυμπιακού φεσιού και της προσαρμογής στο σκληρό ευρώ, βρίσκε-
ται στα πρώτα, μακρόσυρτα δευτερόλεπτα ενός τέτοιου ξενερώματος. Τα 90’s ήταν -οικονομικίστικα μιλώντας- μια καλή περίοδος, που
μάλλον σαν όλα τα καλά πράγματα που μας συμβαίνουν, δεν αισθανθήκαμε αρκετά. Η γενιά μας, μεγαλωμένη στη χρηματοοικονομική
ευφορία της περασμένης δεκαετίας, σήμερα λούζεται τους κραδασμούς αυτής της «άνοιξης».
Ο αιμόφυρτος ληστής της τράπεζας -που οι τέλειοι επαγγελματίες μπάτσοι του περνούσαν χειροπέδες πισθάγκωνα, ενώ κόντευε να
πεθάνει στη μέση του δρόμου από τις σφαίρες που ‘χε φάει- ήταν 26 χρονών. Πήρε ένα ρίσκο που δεν του βγήκε. Τώρα θα περάσει
κάμποσα χρόνια στη φυλακή, απ’ την αποκοτιά του, να κάνει πράξη τον πιο οργισμένο αστεϊσμό της αφραγκίας μας -«ρε, θα ληστέψω
καμιά τράπεζα…»
Κάποιοι άλλοι, θα χρεωθούν κάμποσα χρόνια «μέσα» σαν κακοπληρωτές -γιατί δε μπόρεσαν να ξεχρεώσουν το επαγγελματικό τους
δάνειο, για το φιλόδοξο γυράδικο ή το βίντεοκλαμπ. Όταν βγουν, δε θα ‘χουν «βρακί να φορέσουν». Αλλά ίσως τότε η Ελλάς μοιάζει με
την Αργεντινή, που καταστράφηκε μέσα σε μια νύχτα από ένα λογιστικό τρυκ, από το πάθος της να πειθαρχήσει στην πολιτική του ΔΝΤ.
Σε μια τέτοια, μελλοντική κοινωνία γενικευμένης, εξόφθαλμης πια φτώχειας, μια αναγκαστική απλότητα ίσως αχρηστεύσει τη γραφειο-
κρατία. Τη θέση πολλών μεγάλων τραπεζών, ίσως πάρουνε μικροπιστωτικοί οργανισμοί, όπως η Grameen Bank. Ο πρώην κατάδικος
-ληστής ή κακοπληρωτής- θα μπορεί χωρίς πολύ γραφειοκρατία, να δανειστεί από εκεί έναν «οβολό». Λίγα, ελάχιστα χρήματα, όσα
δίνεις σήμερα για ένα «κομμάτι ψωμί» ή για να ανάψεις το κερί σου.
Νόμπελ με τόκο
Η λέξη «Grameen», σε μια κάπως ελεύθερη μετάφραση της, από τη γλώσσα που μιλούν στο Μπαγκλαντές (Bangla) στα ελληνικά,
σημαίνει κάτι μεταξύ «χωριού» και «αγροτικού». Η «Grameen Bank» όμως, για τους ανθρώπους στο Μπαγκλαντές σημαίνει κάτι πολύ
διαφορετικό από την ΑΤΕ και όποια άλλη, λίγο ή πολύ κλασσική, δυτικού τύπου τράπεζα γνωρίζετε ή μπορείτε να φανταστείτε -είναι η
«τράπεζα των φτωχών». Ένας «ιδιόρρυθμος» τραπεζικός οργανισμός, που δανείζει αποκλειστικά στους «φτωχότερους των φτωχών»
και εξελίσσεται με γεωμετρική πια πρόοδο, σαν το γιγαντιαίο αποτέλεσμα ενός μικρού, παράξενου οικονομικού πειράματος σε μια από
τις πολυπληθέστερες χώρες του -λεγόμενου- Τρίτου Κόσμου.
Εμπνευστής και «φυσικός» ηγέτης, τζένεραλ μάνατζερ της Grameen Bank, από την επίσημη ίδρυση της το 1983 έως και σήμερα, είναι
ο καθηγητής Μοχάμεντ Γιουνούς (Mohamed Yunus). Ο Γιουνούς, καθηγητής Οικονομικών στο πανεπιστήμιο του Chittagong, μια μέρα
του 1974, έβγαλε τους φοιτητές του από τις πανεπιστημιακές αίθουσες και τους οδήγησε σ’ ένα χωριό. Εκεί, μιλώντας με μια γυναίκα
που έφτιαχνε καρέκλες από μπαμπού, έμαθαν από πρώτο χέρι μερικά απλά πράγματα, πάνω στα οποία στηρίχτηκε ολόκληρη η τραπεζι-
κή «ιδεολογία» της Grameen Bank. Με λίγα λόγια, η γυναίκα προκειμένου να αγοράζει τις αναγκαίες πρώτες ύλες (μπαμπού), ήταν ανα-
γκασμένη να δανείζεται σε εβδομαδιαία βάση το απαραίτητο μικροποσό. Ούσα πάμφτωχη και χωρίς κανένα περιουσιακό στοιχείο που
θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει ως υποθήκη, ήταν αδύνατο γι’ αυτήν να συναλλαχθεί με τις υπάρχουσες τότε, συμβατικές τράπεζες.
Στέλνονταν έτσι απ’ ευθείας στην αγκαλιά των τοκογλείφων, που της έπιναν το αίμα, δανείζοντας της με έναν «συμφέροντα» τόκο, της
τάξης του 10%… τη βδομάδα. Ο Γιουνούς δεν ήθελε και πολύ να αντιληφθεί, πως το τραπεζικό κατεστημένο με την άκαμπτη γραφειο-
κρατία και την έλλειψη εμπιστοσύνης που προτάσσει, δεν είχε κανένα σκοπό να αντιπαρατεθεί σ’ αυτήν την εξόφθαλμη δυσλειτουργία
ο ιδρυτής της Grameen, Μοχάμεντ Γιουνούς ...και μια καλή πελάτισσα
του συστήματος. Πήρε λοιπόν την κατάσταση στα χέρια του και ξεκίνησε το 1976 να δανείζει με χαμηλό επιτόκιο, μικροποσά σε ακτή-
μονες αγρότες του χωριού Jobra και κάποιων άλλων κοντινών συνοικισμών. Τρία χρόνια αργότερα, με την υποστήριξη της Κεντρικής
Τράπεζας του Μπαγκλαντές και ορισμένων ξένων τραπεζών, η πρωτοβουλία του Γιουνούς πήρε τη μορφή πιλοτικού προγράμματος
και επεκτάθηκε στην ευρύτερη περιοχή του Tangail, κοντά στην πρωτεύουσα. Το μικρό πρότζεκτ έφερε γρήγορα, θετικά αποτελέσματα
στην οικονομία της περιοχής και το 1983 μετουσιώθηκε πια, σε μια «καθωσπρέπει», αναγνωρισμένη και από την κρατική νομοθεσία
τράπεζα, τη Grameen Bank.
Σήμερα, η Grameen είναι μια από τις μεγαλύτερες τράπεζες στο Μπαγκλαντές. Διατηρεί ένα καλά οργανωμένο δίκτυο από 1.450 κατα-
στήματα με 13.500 υπαλλήλους, που εξυπηρετούν σχεδόν 52.000 χωριά σε ολόκληρη τη χώρα. Όπως προκύπτει από τον κύκλο εργα-
σιών της Grameen, από τον Μάη του 2004 έως και τον Απρίλη του 2005, η τράπεζα διακίνησε σε μικροδανειολήπτες (microlending),
482 εκατομμύρια δολάρια, «σπασμένα» σε πολύ μικρά δάνεια των 100$ κατά μέσο όρο. Μάλιστα, η κερδοφορία της τράπεζας είναι
συνεχής από την ίδρυσή της μέχρι και σήμερα, με εξαίρεση τον πρώτο της χρόνο και τη διετία ’91-‘92. Η επιτυχημένη αυτή πορεία της
Grameen Bank, δεν αλλοίωσε πάντως στο ελάχιστο, την αρχική της «ιδεολογία».
Έτσι, η Grameen Bank εξακολουθεί, ακόμα και σήμερα, να είναι τόσο ριζοσπαστική, ώστε ν’ αποκλείει τους «πλούσιους» από το πελα-
τολόγιο της, ενώ ταυτόχρονα, «τρέχει» ειδικά προγράμματα δανεισμού για επαίτες, τους οποίους μάλιστα πριμοδοτεί με μηδενικό επι-
τόκιο, αντί του μέσου της ετήσιου τόκου, που κυμαίνεται στο 10%. Σύμφωνα με τον καθηγητή Γιουνούς: «Η μεθοδολογία της Grameen,
είναι σχεδόν αντίστροφη της συμβατικής τραπεζικής μεθόδου. Μια συμβατική τράπεζα βασίζεται στην αρχή, ότι όσα περισσότερα έχεις,
τόσα περισσότερα μπορείς κιόλας να πάρεις. Με άλλα λόγια, αν έχεις λίγα ή καθόλου, δεν παίρνεις τίποτα. Η συνήθης τραπεζική πρακτι-
κή βασίζεται στην υποθήκη -η Grameen είναι ελεύθερη από αυτόν τον περιορισμό».
Η εσωτερική δομή της Grameen Bank, μάλλον δε συγκαταλέγεται ανάμεσα στα απλούστερα τραπεζικά συστήματα. Χωρίς να απομα-
κρύνεται εντελώς από τα στάνταρντς μιας τράπεζας του δυτικού κόσμου, έχει προσαρμόσει πλήρως τη λειτουργία της στις ιδιόμορφες,
«σκληρές» συνθήκες της ευρύτερης περιοχής. Και μοιάζει με ένα απόλυτο, οικονομικό ενδιάμεσο, παραεκκλησιαστικής οργάνωσης και
κλίκας.
Απαράβατη αρχή της Grameen, είναι πως δεν πρέπει να πηγαίνει ο πελάτης στην τράπεζα, αλλά να «επισκέπτεται» η τράπεζα τον
πελάτη. Έτσι, κάθε υποκατάστημα της τράπεζας «ελέγχει» μια συγκεκριμένη περιοχή. Οι υπάλληλοι της τράπεζας επισκέπτονται τα χωριά
της περιοχής τους και έρχονται πιο κοντά με τον τοπικό πληθυσμό, εξηγώντας στους κατοίκους τον σκοπό και τη λειτουργία της. Για να
δανείσει όμως η Grameen σε κάποιον, θα πρέπει αυτός να σχηματίσει πρώτα μια πενταμελή «Ομάδα». Αρχικά, μόνο δύο από τα μέλη
της κάθε ομάδας, μπορούν να δανειστούν ένα μικρό ποσό. Μετά τις πρώτες έξι βδομάδες και αν οι δύο πρώτοι πελάτες έχουν απο-
πληρώσει κανονικά τις δόσεις τους, τότε μπορούν και τα υπόλοιπα τρία μέλη της «Ομάδας» να ξεκινήσουν τις συναλλαγές τους με την
τράπεζα. Ένας ορισμένος αριθμός «Ομάδων» αποτελούν ένα «Κέντρο». Τα «Κέντρα», περίπου είκοσι χωριά, υπάγονται τελικά σ’ ένα
Υποκατάστημα της Τράπεζας. Σχηματικά, η δομή της Grameen θα μπορούσε να αποδοθεί ως πυραμίδα: Άτομο-«Ομάδα»-«Κέντρο»-
Υποκατάστημα-Τράπεζα.
Η εμμονή της Grameen στη δημιουργία των «Ομάδων» και των «Κέντρων», αν και επιφέρει μια εξτρά πολυπλοκότητα στην λειτουργία
της τράπεζας, οφείλεται σε δύο λόγους:
1. Η Grameen δε «δένει» κανέναν από τους πελάτες της με οποιοδήποτε νομικό έγγραφο, άρα τυχόν αποτυχία τους να αποπληρώσουν
τις δόσεις του δανείου, δε συνεπάγεται γι’ αυτούς καμία δικαστική περιπέτεια. Μοναδική τους ποινή; Ότι δεν μπορούν να συνεχίσουν
να είναι πελάτες της τράπεζας. Το κόλπο της υπόθεσης είναι, πως την ίδια «τιμωρία» υφίστανται και τα υπόλοιπα τέσσερα μέλη της
Ομάδας, που χωρίς να είναι αναγκασμένοι να πληρώσουν τα «κερατιάτικα» του κακοπληρωτή, παύουν και αυτοί να θεωρούνται αξιό-
πιστοι πελάτες και αυτόματα χάνουν κάθε δικαίωμα περαιτέρω συναλλαγής τους με την Grameen. Αν σκεφτεί κανείς, πως το ποσοστό
αποπληρωμής δανείων στην Grameen αγγίζει το 99%, τότε η επινόηση του συστήματος των Ομάδων από τον κύριο Γιουνούς, κρίνεται
μάλλον επιτυχημένη…
2. Κάθε βδομάδα τα μέλη των Ομάδων που αποτελούν ένα Κέντρο συναντιούνται με τον διορισμένο από την Grameen, επιτηρητή του
Κέντρου τους. Στις συναντήσεις αυτές, πέρα από την αποπληρωμή των εβδομαδιαίων δόσεων του δανείου τους, οι πελάτες επαναλαμ-
βάνουν τον όρκο που έδωσαν, για να γίνουν «μέλη» της τράπεζας, τις «16 Αποφάσεις», που ο καθηγητής Γιουνούς «αποφάσισε» και
για λογαριασμό τους. Μια γεύση του… όρκου στην Grameen:
> «Θα τηρούμε πάντα τις τέσσερις αρχές της Grameen: Πειθαρχία, Ενότητα, Κουράγιο και Εργατικότητα, σε όλα τα βήματα της ζωής
μας».
> «Θα καλλιεργούμε λαχανικά. Θα τρώμε πολλά από αυτά και θα πουλάμε όσα περισσεύουν».
> «Θα μορφώνουμε τα παιδιά μας, έχοντας εξασφαλίσει πως θα μπορούμε να πληρώσουμε για την εκπαίδευση τους»
> «Δε θα δεχτούμε προίκα στο γάμο του γιου μας, ούτε και θα προικίσουμε την κόρη μας».
> «Θα προχωρούμε συλλογικά σε μεγαλύτερες επενδύσεις, για να πετύχουμε υψηλότερα εισοδήματα».
> «Αν διαπιστώσουμε κάποιο πειθαρχικό παράπτωμα σε κάποιο «Κέντρο», θα σπεύσουμε αμέσως εκεί και θα βοηθήσουμε στην
αποκατάσταση της πειθαρχίας».
> «Θα κάνουμε γυμναστική και θα παίρνουμε μέρος συλλογικά σε όλες τις κοινωνικές δραστηριότητες».
Ο επιτηρητής του κάθε Κέντρου, αφού διαπιστώσει την απομνημόνευση του όρκου και συλλέξει τις δόσεις, μετατρέπεται σ’ ένα είδος
«διαφωτιστή» των φτωχών και αναλαμβάνει πια, να «ανυψώσει την κοινωνική και πολιτική συνείδηση των νεοσύστατων «Ομάδων».
Πρακτικά, διαμορφώνει «αθόρυβα» ένα πιο ενεργό αγοραστικό κοινό, ωθώντας τους πελάτες σε περισσότερα δάνεια πάσης φύσεως.
Το 94% των συναλλασσόμενων με την Grameen είναι γυναίκες, αφού η τράπεζα κρίνει ότι διαχειρίζονται πολύ αποδοτικότερα τα χρή-
ματα από το μπαγκλαντεσιανό ανδρικό πρότυπο, που προφανώς τα ξοδεύει σε «λούσα». Μεγάλα δάνεια, είτε στεγαστικά, είτε για πρό-
σβαση στις τηλεπικοινωνίες, την ηλεκτροδότηση, την υδροδότηση, την εκπαίδευση των παιδιών, αλλά και μικρά, για δραστηριότητες
που ποικίλουν, από την αγορά ρουχισμού ή την επισκευή αγροτικών μηχανημάτων, έως την αγορά αγελάδων και κατσικιών. Φυσικά
για σχεδόν όλες τις εφαρμογές των μεγάλων δανείων, η Grameen έχει αναπτύξει τις αντίστοιχες θυγατρικές της εταιρείες, των οποίων τις
υπηρεσίες ο δανειολήπτης είναι υποχρεωμένος να προτιμήσει.
Το μοντέλο της Grameen, τα τελευταία χρόνια βρίσκει μιμητές και αποσπά επαίνους από σημαντικές προσωπικότητες, μα και διεθνείς
οργανισμούς. Η Banco de Nordeste στη Βραζιλία και η Dagang Bali Bank στην Ινδονησία, είναι δύο από τις τράπεζες που κόπιαραν την
κεντρική ιδέα της Grameen. O ίδιος ο καθηγητής Γιουνούς έχει κερδίσει το βραβείο ειρήνης «Ίντιρα Γκάντι», αλλά και τη συμπάθεια
προσωπικοτήτων, όπως ο Τζίμι Κάρτερ και η οικογένεια Κλίντον. O O.H.E. ενθαρρύνει τις μεγάλες δυτικές τράπεζες να δανείζουν όλο
και περισσότερα χρήματα σε παρόμοιους μικροπιστωτικούς (micro-credit) οργανισμούς, ενώ και η Παγκόσμια Τράπεζα συγκαταλέγεται
στους σημαντικότερους υποστηρικτές της Grameen Bank. Στις 13 Οκτωβρίου του 2006, ο καθηγητής Γιουνούς και το τραπεζικό του
μοντέλο, μοιράστηκαν το σημαντικότερο παγκόσμιο βραβείο της «κατηγορίας» τους, το Νόμπελ Ειρήνης. «Για τις προσπάθειες τους να
δημιουργήσουν οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη στα κατώτερα στρώματα», ήταν το σκεπτικό της νορβηγικής επιτροπής. Με την
προσωπική του δόξα, αλλά και την επαγγελματική του επιτυχία, να έχουν φτάσει στον κολοφώνα τους, ο Γιουνούς, στις 18/02/2007
ανακοίνωσε την ίδρυση ενός νέου πολιτικού κόμματος, ίσως σαν ένα ακόμα παρακλάδι του «Ομίλου Grameen»… Στους πολίτες-πελά-
τες του, υποσχέθηκε ότι η νέα του πολιτική κίνηση θα είναι δημοκρατική από τη βάση της και εντελώς διαφορετική από τα υπάρχοντα
κόμματα που κατέστρεψαν το δυναμικό της χώρας. «Η δημιουργία του Citizen’s Power είναι μια κίνηση απαραίτητη ώστε να ανυψωθεί
το έθνος, στο σημείο που του αξίζει», τόνισε ο Γιουνούς στο πρώτο του πολιτικό διάγγελμα.
Επικριτικά απέναντι στον Γιουνούς και τη Grameen, στέκονται αρκετά πρώην στελέχη της κυβέρνησης του Μπαγκλαντές, πρώην πρω-
θυπουργοί και υπουργοί οικονομικών -η καθαρή αποτυχία τους να δώσουν λύση στο πρόβλημα της φτώχειας των ανθρώπων εκεί,
περιορίζει τη σημασία της γνώμης τους στο ελάχιστο. Ας γράψουν λοιπόν τις τελευταίες γραμμές του κειμένου, ανεξάρτητοι οικονομικοί
αναλυτές και απλοί άνθρωποι που συναλλάσσονται με την τράπεζα. Πολλοί απ’ αυτούς, υποστηρίζουν πως το μοντέλο της Grameen
είναι εντελώς ανεφάρμοστο σε παγκόσμια κλίμακα και πως σε σύγχρονες κοινωνίες όπως η δική μας, θα έσκαγε με τον κρότο της τσι-
χλόφουσκας. Πως ο τόκος που απαιτεί η Grameen είναι από 30-50% υψηλότερος από τον συνήθη τόκο μιας «νορμάλ» τράπεζας. Ή ότι
τα ποσά των δανείων είναι τόσο μικρά, ώστε επιτρέπουν στους ανθρώπους μόνο να εμπορεύονται αγαθά και όχι να γίνονται ανεξάρ-
τητοι παραγωγοί. «Δεν ανεβαίνουμε όπως μας υποσχέθηκαν. Η Grameen μας κρατά να στριφογυρίζουμε σε κύκλους. Αλλά κανείς απ’
αυτούς, δε θέλει να πει κάτι τέτοιο. Το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι να πληρώνουμε τις δόσεις μας και να ακολουθούμε τους κανό-
νες», λέει ένας ανώνυμος πελάτης της Grameen. Κι όσο πετυχημένο και αν είναι το πείραμα του καθηγητή Γιουνούς, που κατόρθωσε να
«υψώσει» περισσότερους από τους μισούς πελάτες του πάνω από το όριο της φτώχειας, η τελευταία, ανυπόγραφη άποψη, είναι μάλλον
ανυπόφορα κοινή. Για όλους μας, παντού.
πολιτική
ακόμα κι ο Αριστοφάνης είχε μπελάδες
αφού όταν επιλέγεις να σατιρίσεις επιλέγεις
κι αυτούς μαζί.
Εδώ, μπαίνει σφήνα το «Δίκτυο για τα Δι-
καιώματα των Γελοιογράφων» (Cartoonists
Rights Network), η διεθνής οργάνωση που
ίδρυσε ο Δρ Ρόμπερτ Ράσελ με σκοπό να
Γελοιογραφία
τους υπερασπιστεί, απέναντι στις διώξεις
είτε αυταρχικών είτε «δημοκρατικών»
καθεστώτων.
Ο Δρ Ράσελ γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη
το 1942 και αποφοίτησε το 1966 από τη
σχολή καλών τεχνών του Πανεπιστημίου
του Σίρακιους. Μετά από μια περιοδεία
με την Αμερικάνικη ειρηνευτική αποστολή
στην Ινδία, ασχολήθηκε επαγγελματικά με
την ίδρυση καινοτόμων οργανισμών που
υπηρετούν επείγουσες κοινωνικές ανάγκες.
Έζησε και εργάστηκε σε Ασία και Αφρική
πάνω από 25 χρόνια. Από το 1992 που
το ίδρυσε, ο Δρ Ράσελ ασχολείται με το
«Δίκτυο» και παρακολουθεί στενά περι-
πτώσεις θυμάτων λογοκρισίας και κρατικού
τραμπουκισμού. Επικοινώνησα μαζί του
και είχε την καλοσύνη να απαντήσει σε
μερικές ερωτήσεις μου:
6:35 min
Δόκτωρ Ράσελ, μετά την πολυετή σας εμπειρία σε κοινωφελείς οργανισμούς ασχοληθήκατε με κάτι πολύ εξειδικευμένο όπως η πολιτική
γελοιογραφία. Ποιο γεγονός οδήγησε στο «Δίκτυο για τα Δικαιώματα των Γελοιογράφων» το 1992;
Δούλευα τότε στη Σρι-Λάνκα, όταν έμαθα για κάποιον γελοιογράφο που είχε δεχτεί επίθεση από τραμπούκους της κυβέρνησης: τον έδειραν,
τον μαχαίρωσαν και έκαναν ζημιές στο σπίτι του. Μίλησα μαζί του κι όταν μου αποκάλυψε πως καμία οργάνωση για τ’ ανθρώπινα δικαιώμα-
τα δεν έσπευσε να τον βοηθήσει, ιδρύσαμε το «Δίκτυο» επί τόπου. Ήταν ο Τζέφρι Γιουνούς που δυστυχώς μας άφησε πριν από 3 χρόνια.
Ηγείστε του μοναδικού παγκοσμίως φορέα με αυτό το αντικείμενο. Ποιος ακριβώς είναι ο ρόλος του «Δικτύου» από τη στιγμή που ένας
σκιτσογράφος δεχτεί την βία του τοπικού κατεστημένου;
Κάθε περίπτωση είναι διαφορετική αλλά και ίδια συγχρόνως. Ένας γελοιογράφος επηρεάζεται πιο άσχημα από μια τέτοια εμπειρία αφού οι
ερευνητές, οι πολεμικοί ανταποκριτές, ακόμα και οι φωτορεπόρτερ είναι πιο εξοικειωμένοι με τη βία της δουλειάς τους και αντιλαμβάνο-
νται την πιθανότητα να υποστούν παράνομη λογοκρισία. Οι γελοιογράφοι είναι ανέτοιμοι να αντιμετωπίσουν την απομάκρυνση φίλων και
συγγενών τους, την αποστασιοποίηση των αρχισυντακτών τους και συχνά, δεν έχουν πλήρη γνώση των δικαιωμάτων τους ως πολίτες. Όντας
συνήθως εκτός των κύκλων που ασχολούνται με την προστασία των δημοσιογράφων, δε γνωρίζουν τι πρέπει να κάνουν και κυριεύονται από
φόβο και αβεβαιότητα. Πρώτο μέλημά μας, είναι να αποτιμήσουμε την ψυχολογική και πνευματική τους κατάσταση καθώς και το κλίμα στο
άμεσο περιβάλλον τους.
Συνεργαζόμαστε μαζί τους και ψάχνουμε πόρους για να τους βοηθήσουμε. Όταν χρειαστεί, παρουσιάζουμε τις περιπτώσεις τους στις αντίστοι-
χες πρεσβείες στην Ουάσινγκτον. Δημοσιεύουμε την έκκλησή τους στο δίκτυο του IFEX (διεθνής οργανισμός για την ελευθερία της έκφρασης)
και προσπαθούμε να ευαισθητοποιήσουμε τους σχετικούς τοπικούς οργανισμούς για τ’ ανθρώπινα δικαιώματα ώστε να βοηθήσουν από
κοινού.
Από το 1992, ποια ήταν η πιο δυσάρεστη περίπτωση που αντιμετωπίσατε; Ήταν το 1999, η χειρότερη χρονιά για τους υπό διωγμό πολιτι-
κούς γελοιογράφους;
Η πιο δυσάρεστη περίπτωση ήταν εκείνη του Μουνίρου Τουράι στη Σιέρα Λεόνε. Δολοφονήθηκε από τους αντάρτες του RUF και του Φοντάι
Σάνκο στη Φρίταουν. Ο Ιρφάν Χουσεΐν επίσης, δολοφονήθηκε στην Ινδία και η αστυνομία απέδωσε το θάνατό του σε επιπλοκή κατά τη
διάρκεια ληστείας. Εγώ πιστεύω πως τιμωρήθηκε για τα σκίτσα του. Και στις δυο περιπτώσεις πάντως, δεν είχαμε ειδοποιηθεί για τον κίνδυνο
παρά μόνο μετά το μοιραίο.
Το 2005 και το 2006 ήταν δυο δύσκολες χρονιές, με τα γεγονότα που ακολούθησαν τη δημοσίευση των σκίτσων του Μωάμεθ και το θάνατο
πολλών ανθρώπων στις εκδηλώσεις διαμαρτυρίας. Αυτή η περίπτωση θα μείνει στην ιστορία ως η πρώτη μεγάλη πρόκληση κατά της ελευθε-
ρίας της έκφρασης στον 21ο αιώνα.
6:35 min
Φωτιά και τσεκούρι στους Δανούς
Το Σεπτέμβρη του 2005, η Δανέζικη εφημερίδα «Jyllands-Posten» τύπωσε 12 γελοιογραφίες με θέμα τον προφήτη Μωάμεθ. Το αποτέλεσμα
ήταν μια χιονοστιβάδα απειλών, «συμβολαίων θανάτου» και άγριων διαδηλώσεων μέχρι και μποϋκοτάζ ακόμα των Δανέζικων προϊόντων
από χώρες της Μέσης Ανατολής. Οι αντιδράσεις του Δυτικού κόσμου ήταν σπασμωδικές και ανάμικτες. Ελευθερία της έκφρασης ή σεβασμό
στα ιερά και τα όσια του «άλλου»; Επίπλαστα διλήμματα σαν κι αυτό έστειλαν προς διάφορες κατευθύνσεις πολιτικούς, διανοούμενους και
δημοσιογράφους ανάλογα με την ατζέντα που ο καθένας έπρεπε να τιμήσει. Εντωμεταξύ, το μικρόβιο της αυτολογοκρισίας άρχισε να μεγαλώ-
νει κι όσο οι «βέβηλοι» που τόλμησαν να αναδημοσιεύσουν τα σκίτσα ανά τον κόσμο καλούνταν στην τάξη απ’ τις αρχές του τόπου τους τόσο
οι απειλές από την άλλη πλευρά γιγαντώνονταν. Οι δώδεκα «άπιστοι» ζουν ακόμα με τα κεφάλια τους επικηρυγμένα, ενώ η ελευθερία του
τύπου δικάστηκε ξανά και ξανά με αφορμή το γεγονός αυτό.
Ο δημιουργός του «MAUS» Αρτ Σπίγκελμαν, είπε: «Το σκέφτηκα πολύ. Αν υπάρχει δικαίωμα να γελοιογραφείς, υπάρχει δικαίωμα και να
προσβάλλεις. Αλλιώς, έχουμε πρόβλημα. Τα αντι-σημιτικά σκίτσα με προσβάλλουν. Ε, και; Είναι σύμπτωμα του προβλήματος και όχι η αιτία.»
Το «Δίκτυο» βράβευσε τους 12 Δανούς σκιτσογράφους με το ετήσιο βραβείο του για επίδειξη ιδιαίτερου θάρρους στην πολιτική γελοιογρα-
φία και ανακοίνωσε τη θέση του στη σχετική συζήτηση:
1. Το «Δίκτυο» υποστηρίζει πλήρως τους 12 Δανούς και το δικαίωμά τους να εκφράζονται ελεύθερα.
2. Θεωρούμε ειρωνεία το γεγονός ότι οι επικριτές τους προστατεύονται από το ίδιο ακριβώς δικαίωμα που οι 12 σκιτσογράφοι εξάσκησαν εξ’
αρχής.
3. Οι επικριτές αποδεικνύουν βάσιμη την υποψία της εφημερίδας πως οι σκιτσογράφοι θα έπρεπε να φοβούνται αμέσως μετά την εξάσκηση
του νόμιμου δικαιώματός τους.
6:35 min
Δρ Ράσελ, απ’ ότι φαίνεται, το 2006 ήταν κακή χρονιά για τη δημοσιογραφική ελευθερία. Δε σκοτώθηκε βέβαια κανένας γελοιογράφος
αλλά ξεκίνησε μια μεγάλη συζήτηση γύρω από την αυτολογοκρισία μετά το θέμα των Δανέζικων σκίτσων. Η θέση του «Δικτύου» ήταν
ξεκάθαρη όμως ο υπόλοιπος κόσμος έμοιαζε μπερδεμένος. Ακούσαμε διαφορετικές απόψεις ακόμα και από ανθρώπους ή «χώρους» που
κατά κύριο λόγο μάχονται για την ελευθερία της έκφρασης. Τι μάθαμε τελικά;
Ειλικρινά, θεωρώ ότι ήταν μια σπουδαία χρονιά για την ελευθερία της έκφρασης. Το σημαντικό ήταν η συζήτηση και όχι οι διάφορες απόψεις.
Οι απειλές κατά της ζωής των Δανών έφεραν στο προσκήνιο μερικές θεμελιώδεις και απόλυτα ρεαλιστικές διαφορές μεταξύ Δύσης και Ισλάμ.
Οι σκεπτόμενοι άνθρωποι κι από τις δύο πλευρές πρέπει να έμαθαν πολλά για τους απέναντι και για τον εαυτό τους, αν ήταν έξυπνοι. Μάθαμε
στα σίγουρα πως υπάρχουν διαφορές και κάποιες απ’ αυτές ίσως να μη σβήσουν ποτέ.
Είναι κοινός τόπος τελευταία στον κόσμο της Δυτικής πολιτικής γελοιογραφίας, αμφιλεγόμενο να λέγεται είτε το αντιμουσουλμανικό είτε
το αντισημιτικό. Είμαστε πλέον τόσο απασχολημένοι με τη Μέση Ανατολή που οι εγχώριες μάχες περνούν σε δεύτερη μοίρα; Δε θα έπρεπε
κάθε μια πολιτική γελοιογραφία να είναι αμφιλεγόμενη στην ουσία της;
Η οικονομία μας και συνεπώς οι ζωές μας εδώ στη Δύση, βασίζονται στο πετρέλαιο της Μέσης Ανατολής. Αλλά εκείνοι θεωρούν πως ήρθε η
σειρά τους. Αυτή τη στιγμή, οι παραδόσεις του Ισλάμ, του Χριστιανισμού και του Ιουδαϊσμού, συγκρούονται σε πνευματικό, γεωγραφικό και
στρατηγικό επίπεδο όσο ποτέ. Είναι πολύ σημαντικό, πιθανόν σημαντικότερο από τις τοπικές εξελίξεις, εκτός κι αν ζει κανείς στη Μέση Ανα-
τολή. Υπάρχει χώρος στη γελοιογραφία για τους ανώδυνους συντηρητικούς σκιτσογράφους όσο και για τους δηκτικούς έως προσβλητικούς,
σατιρικούς γελοιογράφους. Εγώ πάντως, δε διαβάζω γελοιογραφίες για ενημέρωση ή απλό σχολιασμό. Ο ανώδυνος, δεν είναι πολιτικός γε-
λοιογράφος αλλά ένας εικονογράφος για την κατεστημένη άποψη. Ψάχνω γελοιογραφίες που θα με ανεβάσουν ψυχολογικά. Θέλω να γελάσω
και να δω μια αλήθεια που δεν εκφράζεται με λέξεις, να δω τους σπουδαίους να φαίνονται ανθρώπινοι και αν είναι δυνατόν να γελοιοποιού-
νται κιόλας. Να αναγκάζονται να θυμηθούν πως αν δεν προσέξουν τι λένε και τι κάνουν όπως έχουν ευθύνη, κάποιος απίθανος τύπος με ένα
μολύβι κι ένα κομμάτι χαρτί θα τους ξεμπροστιάσει. Σε μια πραγματική δημοκρατία, αυτός ο απίθανος τύπος μπορεί να ρίξει έναν πολιτικό
από το βάθρο του.
6:35 min
Μια γελοιογραφία έχει άλλου είδους αντίκτυπο από ένα κείμενο. Μπορεί μια εικόνα να φέρει σε κάποιον περισσότερους
μπελάδες από χίλιες λέξεις;
Μπορείς να ρωτήσεις τους 12 Δανούς γι’ αυτό.
Περιπτώσεις λογοκρισίας έχουμε και σε χώρες όπου η ελευθερία της έκφρασης θεωρείται δεδομένη, σαν την Ελλάδα. Πως
και δεν υπάρχει παράρτημα του «Δικτύου» σε κάθε μια από αυτές τις χώρες; Δε θα δυνάμωνε έτσι η παρουσία σας;
Συμφωνώ. Θα έπρεπε το «Δίκτυο» να έχει παρουσία όπου υπάρχουν σκιτσογράφοι. Πολλοί απ’ αυτούς ζητάνε ένα παράρτημα
του «Δικτύου» όπου θα συνεισφέρουν στην εδραίωση της ελευθερία της έκφρασης. Άλλωστε, είναι συχνά τα πρώτα θύματα της
όποιας καταπίεσης λόγω του εν γένει προσβλητικού ύφους τους. Με εκπλήσσει που δεν παίρνουν περισσότεροι την πρωτοβου-
λία να ιδρύσουν παράρτημά μας στη χώρα τους. Οι σκιτσογράφοι συχνά απομονώνονται χωρίς λόγο. Ενώ ο ανταγωνισμός στα
πλαίσια της αγοράς είναι θεμιτός, η εξέλιξη της τέχνης τους πρέπει να είναι συλλογική προσπάθεια.
Θεωρώ ότι ένας από τους σιωπηλούς εχθρούς που το πολιτικό και κοινωνικό χιούμορ έχουν ν’ αντιμετωπίσουν σήμερα
είναι η επίπλαστη ανάγκη για πολιτική ορθότητα. Τι λέτε γι’ αυτό;
Με απασχολεί τόσο η πολιτική ορθότητα που δεν μπορώ να έχω άποψη αλλά… η πολιτική ορθότητα είναι πνευματική δειλία,
ότι χειρότερο δηλαδή.
6:35 min
Τι ακριβώς είναι τα «Εργαστήριά» σας στις χώρες «υψηλού κινδύνου»;
Όπως λέει το μότο του «Δικτύου»: Δουλεύουμε για να κάνουμε τους γελοιογράφους, τους πιο δυνατούς ανθρώπους στον κόσμο.
Πολλοί γελοιογράφοι είναι απομονωμένοι και δε γνωρίζουν πολλά περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Σπάνια συμμετέχουν σε σχετι-
κούς οργανισμούς όπου οι υπόλοιποι δημοσιογράφοι πρωτοστατούν. Στα «Εργαστήρια» διδάσκουμε τη διακήρυξη των ανθρωπί-
νων δικαιωμάτων και τους νόμους γύρω από την ελευθερία της έκφρασης στην ίδια τους τη χώρα. Προσπαθούμε να τους πείσουμε
να συμμετέχουν στα τοπικά δίκτυα των σχετικών διεθνών οργανώσεων ή να δικτυωθούν και μεταξύ τους. Κάποτε στη Γκάνα, ένας
σκιτσογράφος μου είπε, πως παρά τη μακρόχρονη παράδοση της χώρας στην πολιτική γελοιογραφία, ποτέ οι γελοιογράφοι της
χώρας δε βρέθηκαν όλοι μαζί. Στο «Εργαστήρι» κάποιοι γνώρισαν επιτέλους από κοντά τα ινδάλματά τους και ήταν μια πολύ συγκι-
νητική στιγμή γι’ αυτούς.
Ποιοι γελοιογράφοι κινδυνεύουν αυτή τη στιγμή στον κόσμο;
Παρακολουθούμε την περίπτωση του Τζόναθαν Σαπίρο στη Νότιο Αφρική, μια πολύ σημαντική περίπτωση, τον Λευκορώσο Όλεγκ
Μίνιχ και τη σύζυγό του στη Γερμανία κι έναν Ιρανό γελοιογράφο που βρίσκεται επίσης στην εξορία περιμένοντας νέα για το άσυλό
του. Ένας σκιτσογράφος στη Ζιμπάμπουε ήταν η αιτία ν’ απειληθεί η ζωή του αρχισυντάκτη του, στη Τζαμάικα τελευταία έγινε με-
γάλη φασαρία για μια γελοιογραφία που διακωμωδούσε τον πρωθυπουργό και υπάρχουν φυσικά και οι 12 Δανοί, των οποίων οι
ζωές ακόμα απειλούνται. Ο παλιότερος νικητής (μαζί με τους Δανούς) του ετήσιου βραβείου μας, ο Άλι Ντίλεμ, βρίσκεται σε διαρκή
κίνδυνο στην Αλγερία. Γράφει τη δική του σελίδα στη δημοσιογραφική ιστορία της χώρας του κι εκτίει ποινή πολλών ετών εξ’ αιτίας
της δουλειά του.
Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σας γελοιογράφοι; Ποια είναι η γελοιογραφία του αρχείου σας με το μεγαλύτερο αντίκτυπο;
Οι πιο σημαντικοί είναι όσοι απειλούνται, όσοι φυλακίστηκαν κι όσοι δολοφονήθηκαν. Η επιρροή τους είναι διαχρονική. Τα ονόμα-
τά τους θα ξεχαστούν σύντομα αλλά για όσους μάχονται για εκείνους παραμένουν πηγές μνήμης και κινήτρου.
Όποτε περιπλανιέμαι στο διαδίκτυο διαβάζοντας γελοιογραφίες βρίσκω έναν καινούργιο αγαπημένο καλλιτέχνη. Αγαπημένοι μου
όμως, πραγματικοί ήρωες, είναι όσοι στελεχώνουν το «Δίκτυο» και τα παραρτήματά του ανά τον κόσμο. Είναι πολύ ωραίο να δου-
λεύεις με τους ήρωές σου. Όλοι θα έπρεπε να τους ψάξουμε και να σταθούμε αντάξιοί τους.
6:35 min
τρελή
κόλλα
« Μ η ν α γ γ ί ζ ε ι ς ! » μου είπε.
« Τ ι ε ί ν α ι ; » ρώτησα.
« Κ ό λ λ α » , είπε. « Ε ι δ ι κ ή κ ό λ λ α . Α π ’ τ ι ς κ α λ ύ τ ε ρ ε ς » .
«Γιατί την αγόρασες;»
« Τ η χ ρ ε ι α ζ ό μ ο υ ν » , είπε. « Π ο λ λ ά π ρ ά γ μ α τ α ε δ ώ γ ύ ρ ω χ ρ ε ι ά ζ ο ν τ α ι κ ό λ λ η μ α » .
« Τ ί π ο τ α ε δ ώ γ ύ ρ ω δ ε ν χ ρ ε ι ά ζ ε τ α ι κ ό λ λ η μ α » , είπα. « Π ο λ ύ θ α ‘ θ ε λ α ν α ξ έ ρ ω γ ι α τ ί π α ς κ α ι
τ’ αγοράζεις όλα αυτά».
« Γ ι α τ ο ν ί δ ι ο λ ό γ ο π ο υ σ ε π α ν τ ρ ε ύ τ η κ α » , μουρμούρισε. « Γ ι α ν α π ε ρ ν ά ε ι ο κ α ι ρ ό ς » .
Δεν ήθελα να τσακωθώ, οπότε σώπασα. Το ίδιο κι εκείνη.
« Α ξ ί ζ ε ι τ ί π ο τ ε α υ τ ή η κ ό λ λ α ; » ρώτησα.
Μου ’δειξε τη φωτογραφία πάνω στο κουτί, μ’ έναν τύπο που κρεμόταν ανάποδα απ’ το ταβάνι.
« Κ α μ ι ά κ ό λ λ α δ ε ν μ π ο ρ ε ί ν α κ ρ α τ ή σ ε ι κ ά π ο ι ο ν έ τ σ ι » , είπα. « Α π λ ά θ α τ ρ ά β η ξ α ν τ η φ ω τ ο -
γραφία ανάποδα. Ή θα ’βαλαν το γλόμπο του φωτός στο πάτωμα».
Της πήρα το κουτί απ’ το χέρι και το περιεργάστηκα.
«Κοίτα κι εδώ, στο παράθυρο. Δεν μπήκαν καν στον κόπο να κρεμάσουν τα στόρια απ’
τ η ν ά λ λ η ά κ ρ η . Ε ί ν α ι α ν ά π ο δ α , α ν σ τ ’ α λ ή θ ε ι α σ τ έ κ ε τ α ι σ τ ο τ α β ά ν ι . Ρ ί ξ ε μ ι α μ α τ ι ά » , είπα
ξανά δείχνοντάς της το παράθυρο.
Δεν έριξε ούτε ματιά.
« Ε ί ν α ι κ ι ό λ α ς ο κ τ ώ η ώ ρ α » , είπα. « Π ρ έ π ε ι ν α φ ύ γ ω ο λ ο τ α χ ώ ς » .
Πήρα το χαρτοφύλακά μου και τη φίλησα στο μάγουλο.
«Θα γυρίσω πολύ αργά. Δουλεύω».
« Υ π ε ρ ω ρ ί ε ς » , είπε. « Ξ έ ρ ω , ξ έ ρ ω » .
Τηλεφώνησα στην Άμπι απ’ το γραφείο.
« Δ ε ν μ π ο ρ ώ σ ή μ ε ρ α » , της είπα. « Π ρ έ π ε ι ν α γ υ ρ ί σ ω σ τ ο σ π ί τ ι ν ω ρ ί ς » .
« Γ ι α τ ί ; » ρώτησε η Άμπι. « Σ υ ν έ β η τ ί π ο τ α ; »
«Όχι… δηλαδή μάλλον ναι. Νομίζω ότι κάτι υποπτεύεται».
Έπεσε σιωπή. Άκουγα την αναπνοή της Άμπι απ’ την άλλη άκρη της γραμμής.
« Δ ε ν κ α τ α λ α β α ί ν ω γ ι α τ ί ε ξ α κ ο λ ο υ θ ε ί ς ν α μ έ ν ε ι ς μ α ζ ί τ η ς » , μουρμούρισε. « Δ ε ν κ ά ν ε τ ε τ ί π ο τ α
πια μαζί. Ούτε καν καυγαδίζετε. Δεν μπορώ να το καταλάβω αυτό».
Έκανε μια παύση κι ύστερα επανέλαβε:
«Πολύ θα ’θελα να καταλάβω».
Έκλαιγε.
« Λ υ π ά μ α ι , λ υ π ά μ α ι , Ά μ π ι . Ά κ ο υ , μ ό λ ι ς μ π ή κ ε κ ά π ο ι ο ς » , είπα ψέματα. « Π ρ έ π ε ι ν α κ λ ε ί σ ω
τ ώ ρ α . Θ α σ ε ξ α ν α π ά ρ ω α ύ ρ ι ο . Α ύ ρ ι ο θ α ’ χ ο υ μ ε ό λ ο τ ο ν κ α ι ρ ό ν α τ α π ο ύ μ ε » , υποσχέθηκα.
Γύρισα στο σπίτι νωρίς. Είπα « γ ε ι α » μπαίνοντας, αλλά δεν πήρα απάντηση. Έκανα μια γύρα σ’ όλα τα δωμάτια. Δεν τη βρήκα σε
κανένα. Στο τραπέζι της κουζίνας βρήκα το σωληνάριο της κόλλας, εντελώς τελειωμένο. Προσπάθησα να κουνήσω μια καρέκλα για
να καθίσω. Δεν κουνήθηκε. Ξαναπροσπάθησα. Ούτε σπιθαμή. Την είχε κολλήσει στο πάτωμα. Το ψυγείο δεν άνοιγε. Το ’χε κολλήσει
κι αυτό, για να μην μπορεί ν’ ανοίξει. Δεν καταλάβαινα τι συνέβαινε, τι την έπιασε κι έκανε τέτοιο πράγμα. Δεν ήξερα πού ήταν. Πήγα
στο καθιστικό να τηλεφωνήσω στη μάνα της. Δεν μπόρεσα να σηκώσω το ακουστικό· το ’χε κολλήσει κι αυτό. Έδωσα μια κλωτσιά
στο τραπέζι και κόντεψα να σπάσω το πόδι μου. Ούτε καν κουνήθηκε. Και τότε την άκουσα να γελάει, κάπου από πάνω μου. Κοίταξα
πάνω και την είδα. Στεκόταν ξυπόλητη στο ταβάνι του καθιστικού.
Έμεινα να την κοιτάω χάσκοντας. Όταν ανέκτησα τον έλεγχο των φωνητικών μου χορδών, το μόνο που βρήκα να ρωτήσω ήταν:
«Τι στην ευχή… τρελάθηκες τελείως;»
Δεν απάντησε, χαμογέλασε μόνο. Το χαμόγελό της φαινόταν τόσο φυσικό, ενώ αυτή κρεμόταν έτσι ανάποδα, λες και τα χείλη της
τεντώνονταν μόνα τους από τη δύναμη της βαρύτητας.
« Μ η ν α ν η σ υ χ ε ί ς , θ α σ ε κ α τ ε β ά σ ω » , είπα τρέχοντας στο ράφι κι αρπάζοντας τα πιο χοντρά βιβλία.
Έφτιαξα έναν πύργο με τους τόμους της εγκυκλοπαίδειας και σκαρφάλωσα στην κορυφή.
« Μ π ο ρ ε ί ν α σ ε π ο ν έ σ ε ι λ ι γ ά κ ι » , είπα προσπαθώντας να κρατήσω την ισορροπία μου.
Εξακολουθούσε να χαμογελάει. Τράβηξα όσο πιο δυνατά μπορούσα, αλλά δεν έγινε τίποτα. Προσεκτικά γλίστρησα κάτω.
« Μ η ν α ν η σ υ χ ε ί ς » , είπα. « Θ α φ ω ν ά ξ ω τ ο υ ς γ ε ί τ ο ν ε ς , κ ά τ ι θ α β ρ ω ν α κ ά ν ω , θ α π ά ω δ ί π λ α
να ζητήσω βοήθεια».
« Θ α υ μ ά σ ι α » , γέλασε. « Δ ε ν π ρ ό κ ε ι τ α ι ν α π ά ω π ο υ θ ε ν ά » .
Γέλασα κι εγώ. Ήταν τόσο όμορφη και τόσο απρόσμενη. Έτσι όπως κρεμόταν ανάποδα απ’ το ταβάνι. Με τα μακριά της μαλλιά να
κυματίζουν προς τα κάτω και τα στήθη της να μοιάζουν με δυο τέλειες σταγόνες δάκρυα κάτω απ’ το άσπρο της μπλουζάκι. Τόσο
όμορφη. Ξαφνικά σκαρφάλωσα στη στοίβα με τα βιβλία και τη φίλησα. Ένιωσα τη γλώσσα της πάνω στη δική μου. Τα βιβλία γκρεμί-
στηκαν κάτω απ’ τα πόδια μου, αλλά εγώ έμεινα να αιωρούμαι στον αέρα, κρεμόμουν μονάχα απ’ τα χείλη της.
Από τη συλλογή διηγημάτων του ‘Ετγκαρ Κερέτ «Ο οδηγός λεωφορείου που ήθελε να γίνει θεός».
Ε κ δ ό σ ε ι ς Κ α σ τ α ν ι ώ τ η , 2 0 0 4 / Μ ε τ ά φ ρ α σ η , Μ ά γ κ υ Κ ο έ ν
Etgar Keret
Το χιούμορ είναι το αντίδοτο
Τα βιβλία του Etgar Keret, είναι λένε, τα «πιο κλεμμένα βιβλία στο Ισραήλ». Διηγήματα και κείμενά του, δημοσιεύονται σε έντυπα
και ιστοσελίδες ή εκδίδονται, σε όλον τον κόσμο. Στην Ελλάδα, ο ισραηλινός συγγραφέας παραμένει εν πολλοίς άγνωστος. Μυστή-
ριο. Παρόλο που δύο συλλογές διηγημάτων του κυκλοφορούν από τριετίας από τον Καστανιώτη (Ο οδηγός λεωφορείου που ήθελε
να γίνει Θεός, Τα μπλουζ της Γάζας), παρόλο που έχει δις επισκεφτεί τη χώρα επισήμως σε εκθέσεις και φεστιβάλ, παρόλο που είναι
ένας από τους δημοφιλέστερους νέους συγγραφείς στον κόσμο, το ελληνικό το κοινό τον αγνοεί. Κι είναι κρίμα. Διότι η φωνή του
Keret συγκαταλέγεται ανάμεσα στις πιο πρωτότυπες, ιδιοσυγκρασιακές λογοτεχνικές προτάσεις που έχουν ξεπηδήσει την τελευταία
δεκαπενταετία από τη Μέση Ανατολή.
Γεννημένος το 1967 στο Τελ-Αβίβ, ο Keret έχει χαρακτηριστεί ως ο «Amos Oz της γενιάς του» κι αποτελεί πρόσωπο λατρείας για
τη σκεπτόμενη ισραηλινή νεολαία. Το λογοτεχνικό του σύμπαν αποτελείται από απροσάρμοστα παιδιά, παραβατικούς νεαρούς,
θλιμμένους φαντάρους και μελαγχολικές φιγούρες που προσπαθούν να επιβιώσουν με όπλο το πικρό χιούμορ και τον αυτοσαρκα-
σμό, μέσα σ’ ένα περιβάλλον αυξούμενης βίας και παραλογισμού. Πολυσχιδής συγγραφική προσωπικότητα που καταπιάνεται με μια
πληθώρα καλλιτεχνικών εκφράσεων -πρόσφατα βραβεύτηκε στις Κάνες με τη Χρυσή Κάμερα ως πρωτοεμφανιζόμενος σκηνοθέτης- ο
Keret είναι παγκοσμίως γνωστός κυρίως για τα σπουδαία διηγήματά του: σύντομα, πυκνογραμμένα, πικρά αστεία, σουρεαλιστικά κι
εν τέλει άκρως απολαυστικά, διαβάζονται απνευστί και φωλιάζουν με την πρωτοτυπία τους στο μυαλό του αναγνώστη για πολύ και-
ρό μετά την ανάγνωσή τους. Παρά τη φαινομενική τους υφολογική απλότητα, πρόκειται για κείμενα ιδιαιτέρως μελετημένα: η γραφή
του Keret φέρει όλο το βάρος της έκρυθμης κατάστασης στην περιοχή του και συνιστά ταυτόχρονα μια οξεία όσο και υπαινικτική
κριτική στην ένθεν κακείθεν της Λωρίδας της Γάζας πολιτική βίας και ανευθυνότητας.
Δυο φανατικοί αναγνώστες του, ο Γιάννης Παλαβός και ο Λουκάς Τσουκνίδας, του έστειλαν μια μέρα ένα μήνυμα στο www.myspace.
com/etgarkeret. «Dear Etgar, hi from Athens, Greece. We are preparing a new magazine. Would you like to be interviewed for
us?». «I’d love to» απάντησε. Ό,τι ακολουθεί είναι η πολύ ενδιαφέρουσα συνομιλία που είχαν.
Το όνομα «Etgar Keret» μπορεί ν’ αποδοθεί στ’ αγγλικά ως «Urban Challenge». Έχετε πει ότι ένα τέτοιο όνομα είναι κατάλληλο για
το καινούργιο παπούτσι της Nike, αλλά όχι για ένα παιδί. Αυτό το είδος χιούμορ είναι συχνά ακατάληπτο για ολόκληρη τη γενιά που
προηγήθηκε: ακόμα κι αν το καταλαβαίνουν, δεν το εκτιμούν. Μοιάζει με απλούστευση, αλλά καταδεικνύει το χάσμα ανάμεσα στους
μεν και τους δε. Πόσο σημαντικό είναι το να μην παίρνουμε τον εαυτό μας στα σοβαρά;
Νομίζω ότι το χιούμορ είναι μια από τις σπουδαιότερες ανθρώπινες ποιότητες, και ειδικά ο αυτοσαρκασμός. Το χιούμορ βασίζεται στην
αναστοχαστική σκέψη. Μας επιτρέπει να εξετάσουμε ζητήματα που ήδη γνωρίζουμε από διαφορετική προοπτική. Δια του χιούμορ μα-
θαίνουμε ότι ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζουμε τις καταστάσεις δεν είναι ο μόνος δυνατός. Κι αυτό έχει σημασία για τον καθένα,
αλλά ιδιαίτερα για ανθρώπους που ζουν σε περιοχές του πλανήτη όπως η δική μου.
Τα βιβλία σας έχουν ανακηρυχθεί ως τα «Περισσότερο κλεμμένα βιβλία στο Ισραήλ». Παρουσιάζει, νομίζω, αρκετό ενδιαφέρον ότι
τον τίτλο της «Περισσότερο κλεμμένης ταινίας στις ΗΠΑ» κρατά το «Clerks» του Kevin Smith. Πιστεύετε ότι δημιουργοί όπως εσείς
και ο Smith, δεδομένου ότι είστε περίπου της ίδια ηλικίας και αντλείτε στο έργο σας ιδιαίτερα από τη δημοφιλή κουλτούρα, αποτε-
λείτε μέρος μιας ευρύτερης γενιάς καλλιτεχνών με το ίδιο κοινό;
Ένα πράγμα είναι σίγουρο: ότι το κοινό μας προέρχεται από την ίδια οικονομική και κοινωνική τάξη. Οι άνθρωποι που κλέβουν την
κουλτούρα τους, είναι συνήθως εκείνοι που δεν έχουν χρήματα για να την αγοράσουν. Παρόλο που είμαι για λόγους αρχής ενάντια στην
κλοπή, δεν μπορώ να μη νιώθω κολακευμένος από το γεγονός ότι κάποιος διέτρεξε τον κίνδυνο να τον πιάσουν και να τον στείλουν
στο αυτόφωρο μόνο και μόνο για διαβάσει τις ιστορίες μου. Αυτό που μπορώ να κάνω εγώ από την πλευρά μου, είναι να συνεχίσω να
βγάζω βιβλία που να είναι αρκετά μικρά ώστε να μπορείς να τα κρύψεις στην εσωτερική τσέπη του παλτού σου.
Ορισμένοι συγγραφείς έχουν ωράριο εργασίας: γράφουν με αυστηρό πρόγραμμα καθημερινά από τις εννέα ως τις πέντε ή άλλες,
συγκεκριμένες ώρες. Άλλοι γράφουν όταν έχουν έμπνευση. Εσείς πώς γράφετε;
Γράφω μόνο όταν έχω μια καλή ιδέα για μια ιστορία. Αν δεν έχω, μπορώ ν’ αφήσω να περάσουν ολόκληρες εβδομάδες χωρίς να γρά-
ψω ούτε λέξη. Ζηλεύω πραγματικά τους συγγραφείς που μπορούν να γράψουν ακόμη κι όταν δεν έχουν έμπνευση. Απλώς, προσωπικά
μου είναι αδύνατο.
Η γραφή σας είναι πολλές φορές συγγενής προς την ποίηση. Ποια είναι η σχέση σας με τον ποιητικό λόγο; Το ύφος σας έχει δεχτεί
επιρροές από ποιητές και, αν ναι, ποιους;
Μ’ αρέσει η ποίηση, αλλά ποτέ δεν κατάφερα να γράψω. Επειδή όταν γράφω τείνω να συσχετίζω ασύνδετα στοιχεία και ταυτόχρονα λει-
τουργώ παρορμητικά, μου είναι απαραίτητο να έχω κάποια πλοκή, προκειμένου να μη χάνω τον προσανατολισμό μου. Η πλοκή παίζει
το ρόλο της σπονδυλικής στήλης που ενώνει όλους τους επιμέρους συσχετισμούς.
Στα διηγήματά σας υπάρχει ένα έντονο στοιχείο παραφροσύνης, βίας και θανάτου, που όμως λαμβάνεται περίπου ως δεδομένη,
κοινώς αποδεκτή συνθήκη της ζωής. Αυτό έχει να κάνει με το γεγονός ότι ζείτε στο Ισραήλ ή αντανακλά μια προσωπική σας άποψη
για τα πράγματα;
Πιστεύω ότι, όταν μεγαλώνει κανείς σε μια περιοχή όπου η βία και ο παραλογισμός είναι το καθημερινό του περιβάλλον, αρχίζει να
αποδέχεται το παράδοξο χωρίς να κάνει πολλές ερωτήσεις. Τα διηγήματά μου επιχειρούν τόσο να αποτυπώσουν αυτήν την αίσθηση
όσο και, ακριβώς καταγράφοντάς τη, να την αμφισβητήσουν. Αναγνωρίζω ότι ο παραλογισμός και η βία είναι τμήμα της κοινωνίας μου.
Ωστόσο, σε καμία περίπτωση δεν τα αποδέχομαι.
Δεν μπορώ να αντισταθώ στον πειρασμό να σας ρωτήσω πώς γράψατε μερικές ιστορίες που θεωρώ πραγματικά αριστουργήματα: «Η
νύχτα που πέθαναν τα λεωφορεία», «Ένα τελευταίο διήγημα κι αυτό είναι όλο»…
«Η νύχτα που πέθαναν τα λεωφορεία» γράφτηκε ένα βράδυ που περίμενα για δύο ώρες μαζί με άλλους επιβάτες ένα λεωφορείο που
υποτίθεται πως περνούσε ανά δέκα λεπτά. Σταδιακά, γεννιόταν ανάμεσα στους επιβάτες η αίσθηση ότι το γεγονός αυτό, η αργοπορία
του λεωφορείου, είναι ενδεικτικό μιας ευρύτερης κοινωνικής παρακμής. Ήταν απλώς ένα λεωφορείο που καθυστερούσε, όμως οι άν-
θρωποι αντέδρασαν με τόσο υστερικό τρόπο, που σκέφτηκα ότι έπρεπε οπωσδήποτε να γράψω αυτή την ιστορία. Το «Ένα τελευταίο δι-
ήγημα κι αυτό είναι όλο» γεννήθηκε ένα βράδυ που μέθυσα σ’ ένα μπαρ μ’ έναν κατασχέτη. Ο τύπος μου έλεγε ότι όταν πάει σε σπίτια
για να κάνει τη δουλειά του, πάντοτε υπάρχει κάτι που οι άνθρωποι τον ικετεύουν να μην πάρει. Αυτό το «κάτι» είναι το σημαντικότερο
γι’ αυτούς: η συλλογή των δίσκων τους, ένας πίνακας-οτιδήποτε. Όταν γύρισα σπίτι εκείνο το βράδυ προσπάθησα να σκεφτώ ποιο θα
ήταν αυτό το «κάτι» για μένα, αν ερχόταν ένας κατασχέτης στο δικό μου σπίτι. Δεν κατάφερα να καταλήξω κάπου, κι έτσι έφτιαξα αυτό
το πλάσμα που έρχεται και κατάσχει καλλιτεχνικά ταλέντα.
Το διήγημα ως λογοτεχνικό είδος γενικά θεωρείται ήσσονος αξίας σε σύγκριση με το μυθιστόρημα. Ποια είναι η άποψη σας; Εσείς
πώς το επιλέξατε ως την κύρια φόρμα του συγγραφικού σας έργου;
Ποτέ δεν επέλεξα το διήγημα, το διήγημα επέλεξε εμένα. Αναμφισβήτητα, το διήγημα κατάγεται από μια διαφορετική, λιγότερο εκλο-
γικευμένη περιοχή απ’ ότι το μυθιστόρημα. Πάντως, θεωρώ ότι το να επιχειρεί κανείς συγκρίσεις ανάμεσα στο μυθιστόρημα και το
διήγημα έχει εξίσου λίγο νόημα με το να συγκρίνει την πεζογραφία με την ποίηση. Πρόκειται για δύο ξέχωρες καλλιτεχνικές εκφράσεις.
Τα μυθιστορήματα, σίγουρα, είναι πιο δημοφιλή, όμως όταν έχτιζα την προσωπική μου συλλογή λογοτεχνικών έργων που με συγκί-
νησαν και μ’ άλλαξαν ως άνθρωπο, έβαζα πλάι στα διηγήματα του Kafka και του Babel το «Έγκλημα και τιμωρία» του Dostoyefski και
το «Η Βουή και η Μανία» του William Falkner. Και τα διηγήματα και τα μυθιστορήματα με επηρέασαν εξίσου και δεν μπορώ ούτε να
διανοηθώ να μετρήσω τι από τα δύο υπήρξε σημαντικότερο για την πορεία μου.
Πολύ συχνά επιλέγετε ως αφηγηματική οπτική την οπτική των παιδιών. Τι σας κάνει να νιώθετε άνετα με τον τρόπο που βλέπουν τον
κόσμο τα παιδιά;
Πιστεύω ότι τα παιδιά, επειδή ακριβώς είναι καινούρια στον κόσμο μας, μπορούν να θέτουν ερωτήματα για ζητήματα στα οποία οι
ενήλικες απαντούν αυτόματα, τυποποιημένα. Αυτό που δίνει ώθηση σ’ ένα παιδί είναι, νομίζω, η περιέργεια. Κι η περιέργεια είναι ένα
κίνητρο που σιγά-σιγά μεγαλώνοντας όλοι μας το χάνουμε.
Πρόσφατα γράψατε ένα παιδικό βιβλίο. Ήταν ευκολότερο ή δυσκολότερο απ’ ό,τι συνήθως;
Δεν είχε διαφορά. Μια ιστορία είναι πάντα μια ιστορία ανεξαρτήτως ακροατηρίου: πρέπει να είναι ειλικρινής, να προκαλεί την έκπληξη
και να διαθέτει χαρακτήρες που συγκινούν, είτε απευθύνεται σε παιδιά είτε σε ενήλικες.
Στην Ελλάδα, πολλοί νέοι αρνούνται να λάβουν μέρος στο πολιτικό παιχνίδι. Για χρόνια τα στερεότυπα παραμένουν αναλλοίωτα: Η
«αριστερά» ασχολείται με την «υψηλή» κουλτούρα και η «δεξιά» ασχολείται με το χρήμα και τις μπίζνες. Παρόλο που οι δικές σας
πολιτικές απόψεις διαγράφονται στα κείμενά σας, ακόμη σας κατηγορούν επειδή αρνείστε να διαλέξετε πλευρά. Πιστεύετε ότι κάποια
στιγμή ο κόσμος θα αντιμετωπίσει την πολιτική με σκεπτικισμό, εγκαταλείποντας τις μανιχαϊστικές οπτικές;
Επειδή η πολιτική είναι εξ’ ορισμού πραγματισμός, ο καλύτερος τρόπος για να προωθήσεις τις απόψεις σου είναι να αγνοήσεις όλους
τους άλλους και να τους θεωρήσεις συλλήβδην ηλίθιους. Το ουσιαστικό ενδιαφέρον για τον άλλο, η μέθεξη, δεν είναι πραγματιστικό
συναίσθημα και ως εκ τούτου οι πολιτικοί σπάνια το χρησιμοποιούν. Εξακολουθώ να πιστεύω ότι το ενδιαφέρον και η παραδοχή της
αμφισημίας είναι απαραίτητα εργαλεία στην προσπάθειά μας να ζήσουμε και να κάνουμε τις κατάλληλες επιλογές. Αυτό, προφανώς, με
καθιστά έναν όχι και τόσο επαρκή πολιτικό, αλλά, ενδεχομένως, με καθιστά ελαφρώς πιο ολοκληρωμένο άνθρωπο.
Στο Ισραήλ και την Ελλάδα η θητεία είναι υποχρεωτική. Προσωπικά, το διάβασμα με βοήθησε να αντιμετωπίσω ευκολότερα τη
διαστρεβλωμένη πραγματικότητα του στρατού. Αργότερα, όμως, κατάλαβα ότι το πρόβλημα ήταν δικό μου: η ίδια παράλογη πραγ-
ματικότητα βασίλευε και στον υπόλοιπο κόσμο, έξω από το στρατόπεδο. Τελικά, ο στρατός μιμείται την κοινωνία ή η κοινωνία τον
στρατό;
Το ίδιο συνέβη και με μένα. Το διάβασμα στη θητεία μου με έσωσε. Στο στρατό νιώθεις ένα πολύ έντονο αίσθημα απομόνωσης και
τα βιβλία σου υπενθυμίζουν ότι υπάρχουν κι άλλοι άνθρωποι σαν και σένα: μπερδεμένοι, φοβισμένοι, γεμάτοι επιθυμίες. Νιώθεις
λιγότερο μόνος. Νομίζω ότι η στρατιωτική δομή μοιάζει πάρα πολύ με τη δομή της υπόλοιπης κοινωνίας, με μια μικρή διαφορά: ο
ίδιος μηχανισμός έξω είναι πιο βίαιος, πιο σκληρός και κυρίως πιο απροκάλυπτος. Ο στρατός είναι όπως η «φυσιολογική» ζωή: στη
«φυσιολογική» ζωή σε απολύουν, στο στρατό σου ρίχνουν φυλακή.
Υποψιάζομαι ότι γελάτε πολύ με το θάνατο. Η ερώτηση για το τέλος είναι: ποιο είναι το αγαπημένο σας ανέκδοτο με θάνατο;
Φοβάμαι πολύ τον θάνατο για να πω ανέκδοτα εις βάρος του εγγράφως. Μπορεί να μάθει ότι τον κοροϊδεύω και να μου ’ρθει για
επίσκεψη.
6:35 min
6:35 min
φωτό: monkie
Γιάννης Τριάντης
Συναντηθήκαμε με τον Γιάννη Τριάντη στο γραφείο του στην «Ελευθεροτυπία», κάπου στα τέλη του περασμένου Οκτώβρη.
Η κουβέντα μας, παρέμεινε εγκλωβισμένη στα τσιπάκια του κασετόφωνου που «έβγαλε τη δουλειά», μήνες τώρα. Ώστε όταν
πάτησα το «play» για να ξεκινήσω την απομαγνητοφώνηση -και τον εγκλωβισμό εκ νέου, των χιλιάδων λέξεων που έπεσαν στο
τραπέζι, στους τέσσερις αυτούς τοίχους του περιοδικού -φοβήθηκα κιόλας μήπως είχε σβηστεί. Το περιεχόμενο και η σημασία
της, «δημοσιογραφική» ή αναγνωστική –περισσότερο- είχε ξεπεραστεί απ’ την τραχιά, ταχεία επικαιρότητα. Οι κύκλοι που ο
κόσμος διασχίζει, ξανά και ξανά, με αλλαγμένα μόνο πρόσωπα αλλά την ίδια ουσία και η συγγραφική ταυτότητα του Τριάντη,
ελπίζω πως έσωσαν τελικά το κείμενο.
Αν αποδώσω σωστά τα λόγια του, θα αντικρίσετε ένα λόγο που δεν είναι δοκίμιο. Θα μοιάζει με τα άρθρα του στην «Ελευθε-
ροτυπία», που μου φαίνονται σα μικρά ρεπορτάζ με στίχους. Σε ωραία ελληνικά, σύγχρονα και ανεπιτήδευτα, γραμμένα σε μια
γλώσσα που δεν «κωλώνει». Και αν μπορούσατε να ακούσετε «ιδίοις όμμασι» την αυθεντική κόπια, τη μήτρα του παρακάτω κει-
μένου, μάλλον θα διαπιστώνατε ότι ο Τριάντης έχει καταφέρει ένα από τα σημαντικότερα πλεονεκτήματα ενός «γραφιά». Γράφει
όπως μιλάει.
Στο τελευταίο φύλλο της εφημερίδας, που ‘ναι και μια απ’ τις σημαντικότερες σελίδες της -εσώτερο εξώφυλλο και ίχνος της ιδεο-
λογίας της, πίσω απ’ το περιτύλιγμα.
6:35 min
Αλέξης Γαγλίας / fiasko@otenet.gr
Τα φοιτητικά χρόνια που τόσο περιμένατε, άξιζαν τελικά τον κόπο; Γιατί είστε τόσο επικριτικός με τους «εκσυγχρονιστές»;
Δεν παίρνω τίποτα πίσω από ‘κείνα τα χρόνια. Ήταν μια περίοδος Οι «εκσυγχρονιστές» και ο Σημίτης προσωπικά, έκαναν μια
έντονης πολιτικοποίησης, με όλα τα θετικά και αρνητικά. Το 1976 προσπάθεια να «μπαλώσουν» αυτό το κράτος-μπουρδέλο. Κυρίως
οργανώθηκα κιόλας στην ΚΝΕ, απ’ όπου αποχώρησα δυο χρόνια όμως προσπάθησαν να πείσουν τους Έλληνες, ότι αρκεί να «γίνου-
αργότερα. με Ευρώπη», για να λυθούν δια μαγείας όλα μας τα προβλήματα.
Παρέκαμψαν ωμά, σε επίπεδο ύβρεως την ιδιοσυστασία αυτού
Ήταν εύκολη η αποχώρηση αυτή; του λαού. Προσπάθησαν βίαια και με τον μανδύα του σοσιαλιστή,
Ας μη δραματοποιούμε τα πράγματα. Στην ΚΝΕ είχα μια παρουσία να κάνουν ορισμένες μεταρρυθμιστικές κινήσεις, που όλες τους
αξιοσημείωτη, αλλά διαφοροποιούμουν σε αρκετά σημεία -και είχαν καπιταλιστικό πρόσημο. Ευτυχώς ο Σημίτης ήταν ένας μέτριος
μόνο που διάβαζα «Αυγή» και «Αντί», τότε θεωρούνταν έγκλημα άνθρωπος, ακόμα και σαν διαχειριστής. Δεν κατάφερε τίποτα. Αλλά
καθοσιώσεως. Αλλά πέρα απ’ αυτά, εκείνα τα χρόνια εγώ σταδιακά για μένα, που όπως δεν έπαψα ποτέ να είμαι αριστερός, δεν έπαψα
διαμόρφωνα το χαρακτήρα μου. Διάβαζα πολύ, από λογοτεχνία κιόλας να πιστεύω στην εντοπιότητα, στο χώμα και στην πατρίδα,
έως βιβλία πολιτικής σκέψης, άκουγα πολύ μουσική, έπαιζα μπάλα. μια τέτοια πολιτική συμπεριφορά δε μπορούσε να είναι αποδεκτή.
Το τρίπτυχο «Αυγή», ποδόσφαιρο και ΚΝΕ ακούγεται λίγο «ιδιόρ-
ρυθμο».
6:35 min
Αυτά λέτε και σας κατηγορούν «εθνικιστή»; επιστροφής στον αυταρχισμό, στην στρατοκρατική λογική
Όσοι με λένε εθνικιστή είναι μαλάκες και τους γράφω «να διατηρήσουμε αυτό που κατακτήσαμε, έστω και με τα
στα αρχίδια μου. Τέτοιος εθνικιστής είναι κι ο κομαντάτε όπλα».
Μάρκος -ή ήταν ο Τσε όταν μιλούσε για «πατρίδα»… Για
μένα η «πατρίδα» δεν υφίσταται σαν σύνορο, αλλά ως Το λέτε αυτό γιατί είστε ενάντια σε κάθε μορφής βία; Αν
προσωπικό ανάχωμα, είναι το «συλλογικό» των ανθρώπων δείτε δέκα ανθρώπους με καλυμμένα τα πρόσωπά τους να
που ζούνε μαζί. Το να ζω μαζί σου σ΄ έναν τόπο σημαίνει σπάνε μια τράπεζα, θα τους θεωρήσετε αλήτες;
πολλά -όταν αντικρίζεις τον ήλιο όπως φωτίζει εδώ και όχι Δε θα πω ότι είναι αλήτες.
στα βόρεια, δε σημαίνει ότι υπερέχεις. Αλλά ότι η αντίληψη Θα τους θεωρήσετε «χούλιγκανς»; Ή μήπως πολιτικοποιη-
σου διαμορφώνεται αλλιώς -η αισθητική σου είναι μοιραία μένους, με έναν «αλλιώτικο» τρόπο;
διαφορετική. Θα σου πω ότι αισθάνομαι, πως τα παιδιά αυτά είναι το
Η παράδοση του Τσε και το λατίνικο αίμα που βράζει, είναι ριζοσπαστικό πρόσωπο μιας νεότητας που δεν έχει αλλάξει
δηλαδή οι βάσεις των κινημάτων, που γίνανε και κυβερνή- ακόμα πουκάμισο… Που σημαίνει ότι σε επίπεδο συναι-
σεις στη Νότιο Αμερική; σθηματικό, μπορεί να είμαι μαζί τους, αλλά όταν επιστρα-
Ξέρεις, αυτές είναι εξελίξεις, που δε νομίζω να είχανε καν τεύσω τη δική μου λογική και δυνητικά, τους έθετα κάποια
προβλεφθεί από τους «εγκεφάλους» των Η.Π.Α. Έχουμε ερωτήματα, ξέρω ότι δε θα συναντιόμασταν. Επαναλαμβά-
πια κυβερνήσεις ριζοσπαστών, που δεν κυβερνούν με το νω, με συγκινεί ο οίστρος, αλλά δε με γοητεύει καθόλου
«επαναστατικό» θυμικό και αποδεικνύουν ότι στην πράξη, το πολιτικό αποτέλεσμα. Και αν έρθουμε στα πιο απλά και
στην διαχείριση, τα καταφέρνουν πολύ καλά. Αναλαμβάνο- καθημερινά… χέστηκε η φοράδα αν έσπασαν και τη βιτρίνα
ντας συχνά εντυπωσιακές πρωτοβουλίες, όπως συνηθίζει ο μιας τράπεζας.
Τσάβεζ. Θα τα πάρει πίσω απ’ την ασφαλιστική…
Τους συμπαθείτε; Σας εμπνέουν σαν άνθρωποι ο Τσάβεζ ή Σιγά την αντίσταση λοιπόν… Ακόμα και αν, ο «άγρια»
ο Μοράλες; επαναστατημένος νέος του σήμερα, μείνει και στη συνέχεια
Μπορεί να διαφωνώ με ορισμένα στοιχεία τους, αλλά με της ζωής του εκτός «παραγωγής», ακόμα και αν μονάσει
συγκινούν. και γίνει ένας Καρούζος… είμαι και πάλι σίγουρος ότι δε θα
συνεχίσει να σπάει τράπεζες -μπορεί να πει «γαμιούνται οι
Δεν θεωρείτε τον Τσάβεζ λαϊκιστή; τράπεζες και το τραπεζικό σύστημα», αλλά δε θα πάει να το
Καθόλου. σπάσει. Η αυταξία μιας τέτοιας ενέργειας, περιορίζεται μόνο
στο να εγκαρδιώνει τους ανθρώπους που πράττουν έτσι. Δεν
Δημοκράτη; περικλείει κανένα άλλο «κέρδος».
Εδώ ομολογώ ότι έχω ένα «πρόβλημα». Παρότι η δημο-
κρατία στην Βενεζουέλα λειτουργεί υποδειγματικά στο Γράφετε και μιλάτε πολύ ελεύθερα, χωρίς να «μασάτε» τα
τυπικό της μέρος, έχω την αίσθηση ότι ο Τσάβεζ δεν έχει λόγια σας. Πόσο ριψοκίνδυνη είναι τελικά η γνώμη στη
αποβάλλει ορισμένα στοιχεία αυταρχικά. Δεν εννοώ αυτά δημοσιογραφία;
που «καταγγέλλουν» οι Η.Π.Α. και τα τσιράκια τους -γιατί Ξεκίνησα από το ρεπορτάζ. Αυτό με προφύλασσε -γιατί
τρέφουν πάρα πολλά τσιράκια εκεί οι αμερικανοί- έχω όμως «ρεπορτάζ» σημαίνει «γεγονός», όχι άποψη. Πολιτικές
την εντύπωση, ότι ποτέ του ο Τσάβεζ δε θα δεχτεί, αν στην αναλύσεις ουσιαστικά, άρχισα να γράφω στην «Ελευθεροτυ-
πορεία των μεταρρυθμίσεών του απωλέσει την λαϊκή εντολή, πία», όπου είχα, όπως και ακόμη, τη δυνατότητα να γράφω
να πάει πίσω στη μάνα του και να παραχωρήσει έτσι απλά ότι θέλω. Πολλές φορές κιόλας κόντρα στη γραμμή της
την εξουσία. Ίσως αυτό συμβαίνει γιατί τόσο ο Τσάβεζ, όσο εφημερίδας. Και δεν μου έχουν κόψει ούτε μια λέξη.
και ο Μοράλες, νιώθουνε μέσα τους παράκλητοι. Αυτό, ναι,
με ενοχλεί. Όπως και ότι συμβαίνει στην Κούβα του Κάστρο. Ποτέ;
Που θα μπορούσε να απολαμβάνει χρόνια τώρα μια πλήρη Ούτε μισή. Υπήρξαν εποχές συγκρούσεων, αλλά δε με λογό-
δημοκρατία -μετά από τόσες πολιτικές κατακτήσεις, δεν έχει κριναν ποτέ. Και θα σου πω το εξής -ήρθα στην «Ελευθερο-
να φοβάται τίποτα. τυπία» το ’88. Ένα χρόνο μετά, έγραφα αναλύσεις εναντίον
της «κάθαρσης». Η εφημερίδα ήταν σημαιοφόρος της
Πάντως ο Κάστρο όταν αρρώστησε, τον αδελφό του ήθελε «κάθαρσης» -εγώ θεωρούσα ότι εμπεριείχε μια καθεστωτι-
να διορίσει πρωθυπουργό… Μπορεί μια τέτοια κίνηση, κή αντίληψη. Δε μου έκοψαν λέξη. Κι αυτό νομίζω είναι ένα
μετά από χρόνια αγώνων, να θεωρηθεί τελικά «πολιτική στοιχείο που κάνει την εφημερίδα να ξεχωρίζει σε πανευρω-
κατάκτηση»; παϊκή κλίμακα.
Η Κούβα έχει καταφέρει πολιτικά, πολλά και σημαντικά
πράγματα. Και ο νεποτισμός είναι ένα στοιχείο αυτοσυντή- Ο δημοσιογραφικός αυτός «κανόνας» της «Ε», όπως τον
ρησης σε ορισμένες περιπτώσεις -η Κούβα κυριολεκτικά, περιγράφετε, ισχύει και σε άλλες εφημερίδες;
ακόμη είναι στο στόμα του λύκου… Όμως αυτό δε μπορεί Ναι, ισχύει και αλλού.
να αποτελεί άλλοθι εσαεί. Εσύ θα πεθάνεις, τι θα επακο- Για όλους τους δημοσιογράφους ή μόνο για ορισμένους;
λουθήσει; Η εικόνα των ανατολικών καθεστώτων, που Ο κάθε δημοσιογράφος κατακτά τη δυνατότητα να γράφει
κατέρρευσαν σαν χάρτινοι πύργοι; Η Κούβα αντέχει ακόμα αυτό που θέλει. Δε μπορεί ο καθένας να το κάνει αυτό.
γιατί κρατάει την πνοή που της έδωσαν ο Κάστρο και ο Τσε, Φυσικά το να γράφει ένας συνάδελφος στα «Νέα» ή το
όταν έφτασαν εκεί με το πλοιάριο απ’ το Μεξικό. Αλλά ρε «Έθνος» και η άποψη του να είναι συμβατή με τη «γραμμή»
μπαγάσα… κάντο, τόλμα την υπέρβαση, ακόμα κι αν τελικά της εφημερίδας του, είναι κάτι αυτονόητο. Αλλά και σ’ άλλες
χάσεις τις εκλογές. Οι Σαντινίστας στη Νικαράγουα παρέδω- εφημερίδες υπάρχουν άνθρωποι που έχουν κατακτήσει το
σαν την εξουσία -τώρα κέρδισαν πάλι τις εκλογές. Ο Τσάβεζ δικαίωμα να γράφουν τη γνώμη τους. Απλά, εδώ αυτό είναι
και ο Μοράλες είναι επίσης δημοκρατικά εκλεγμένοι. Ελπίζω καθεστώς, είναι προστατευμένο. Εμβληματικό στοιχείο της
να διατηρηθούν σ’ αυτόν το δρόμο. Δεν υπάρχει δυνατότητα εφημερίδας.
Είναι ο τίτλος της εφημερίδας; μέσα απ’ τη στήλη μου αρκετά πράγματα που μπορεί να αφορούν το
Θα έλεγα πως αποθεώνει τον τίτλο της. καινούργιο προφίλ των εφημερίδων. Πολλοί δε συμμερίζονται τις από-
ψεις μου, όμως ένα είναι βέβαιο -οι εφημερίδες δε μπορούν να ζήσουν
Διάβασα ένα κείμενό σας σχετικά με την από-ριζοσπαστικοποίηση της οχυρωμένες στην παλιά λογική τους.
«Liberation». Και θεώρησα πως ίσως αναφερθήκατε στη γαλλική εφη-
μερίδα για να τονίσετε το κακό κι ασύμφορο παράδειγμα της και μέσα Πείτε μου ένα ξεπερασμένο παράδειγμα αυτής της λογικής…
στην ίδια την «Ελευθεροτυπία». Η άκρατη πολιτικολογία. Δε μπορείς να έχεις κάθε μέρα πρώτο θέμα τι
Δεν το είχα στο μυαλό μου, ομολογώ. είπε ο Καραμανλής και ο Παπανδρέου, ο Τσοχατζόπουλος, ο Ρουσό-
πουλος ή η Διαμαντοπούλου. Δε θα το υποτιμήσεις. Καλώς ή κακώς δε
Κινδυνεύει η «Ελευθεροτυπία» να πάθει ότι και η «Liberation»; Ή μπορείς να αγνοήσεις την τυπική πολιτική λειτουργία. Αλλά δεν είναι
μήπως αυτό έχει ήδη συμβεί; δυνατόν να δαπανάς τόσο χαρτί και στο πρωτοσέλιδό σου να ασχολείσαι
Ένας τέτοιος κίνδυνος υπάρχει για όλους μας -έντυπα, δημοσιογραφικούς μόνο με τέτοιου είδους θέματα. Γιατί έτσι υποτιμάς καινούργια πράγμα-
οργανισμούς και πρόσωπα. Πραγματώνεται όταν αναθεωρήσεις κρίσιμα τα, για τον πολιτισμό, τις νέες μορφές επικοινωνίας, τα κινήματα… Και
στοιχεία που ορίζουν την προσωπικότητά σου, όπως εδώ ο απίστευτος επιστρέφοντας στην περίπτωση της «Liberation» -μια φίλη μου από το
πλουραλισμός. Η «Ελευθεροτυπία» σε ότι αφορά την ελευθερία και την Παρίσι μου είπε, «η Liberation πέθανε και πεθαίνει γιατί εγκατέλειψε
ποικιλία των απόψεων, παραμένει όπως ήτανε. Το πώς θα μπορούσε τον ριζοσπαστισμό της». Ελπίζω να μη συμβεί το ίδιο στην «Ελευθερο-
σήμερα μια εφημερίδα να διεκδικήσει το μέλλον της, είναι άλλης τάξεως τυπία».
ζήτημα και αφορά όλες τις εφημερίδες, ελληνικές και ξένες. Έχω γράψει
Sound check
φωτό: Κωνσταντίνος Σταυρόπουλος
διάφανα
κρίνα
Αλέξης Γαγλίας / fiasko@otenet.gr
Τα «Διάφανα Κρίνα» και η μουσική τους, ήταν ένα από τα πρώτα αλλιώτικα ακούσματα που σαμποτάρισαν τη
μονοκρατορία της ραπ στ’ αυτιά μου. Θυμάμαι ακόμα πολύ καθαρά την πρώτη φορά που τους είδα σε live- στα
Γιάννενα, στο «Μαντζάτο», τέως μουσικό μπαράκι και νυν εμπορικό κέντρο, όπως πια συμβαίνει συχνά. Δε θα
πήγαινα- δυο τρία κομμάτια τους που είχε τύχει ν’ ακούσω, μου άρεσαν, αλλά δε με είχαν ακόμα κερδίσει. Στο
live με έσυραν οι φίλοι μου- και ήταν ίσως η πρώτη φορά που μέσα από αυτή τη ζωντανή εμπειρία των «Διά-
φανων Κρίνων», εκτίμησα τη ροκ μουσική. Γιατί είδα πέντε ανθρώπους να ξεγυμνώνουνε όλο το μέσα λυρισμό
τους επάνω στη σκηνή, να τραγουδάνε ποιήματα σε ρυθμούς αρμονικούς με λέξεις όπως «ζεστό», αλλά και
«σκοτάδι». Γιατί είδα μια μπάντα με όλη τη σημασία της λέξης, να παίζει με τα μάτια της κλειστά, για να παράγει
τελικά έναν ήχο φτιαγμένο σαν απ’ το οινόπνευμα και τον καπνό που έρεαν στην ατμόσφαιρα. Φυσικά τα «Κρίνα»
δεν είναι η πρώτη, ούτε η μοναδική ροκ μπάντα που μπορεί να πετύχει μια τέτοια μυσταγωγία, να ξεπεράσει τη
μελαγχολική επιτήδευση με ενέργεια, αλλά όχι σα σκουριασμένο ροκαμπίλι. Έτυχε απλά να είναι η πρώτη τέτοια
μπάντα που εγώ είδα. Τους ξανασυνάντησα τώρα, με την αφορμή της συνέντευξης. Δέκα χρόνια μετά. Πολλά
έχουνε αλλάξει από τότε. Το διαμέρισμα με τη βεράντα και την πόλη μπροστά είναι σίγουρα αλλού νοικιασμένο.
Απ’ τα μεσημεριάτικα πάρτι στον ήλιο, έχουνε απομείνει μέσα μου μόνο μικρά, χαρούμενα καρέ. Και ο Νικολάκης,
που πάντα τον βλέπαμε να έρχεται με χειρόφρενο σε όλες τις στροφές, πρόλαβε και εφάρμοσε το αγαπημένο
ρητό του- “live fast, die young”. Τους ανθρώπους από τα «Διάφανα Κρίνα» την πρώτη φορά δεν τους γνώρισα.
Και ούτε τώρα τους ξέρω δηλαδή- δεν είναι φίλοι μου. Αλλά αν η μουσική τους, τα λόγια τους και τα τραγούδια
τους είναι αληθινά όσο μου ακούγονται, τότε δεν άλλαξαν καθόλου. Ευαίσθητοι άνθρωποι, ακόμα ανθεκτικοί
έναντι του καλλιτεχνικού ψωνίσματος και κάθε άλλης «σχιζοφρένειας» του χρόνου. Τους ευχαριστούμε που μας
ανέχτηκαν μες στα πόδια τους, σε μια ώρα «δύσκολη» για κάθε μπάντα, στο sound check πριν από την ανοιξιάτι-
κη συναυλία τους στο «ΑΝ».
Την πρώτη μου μπάλα μπάσκετ την αγόρασα από βιβλιοπωλείο. Ήταν αμέσως μετά το «έπος» του
’87 και έβρισκες μπάλες του μπάσκετ ακόμα και στα φαρμακεία. Η πρώτη μου πορτοκαλί θεά ήταν
μάρκας «Double», πιο πλαστική κι από τη Νικόλ Κίντμαν και είχε ένα κατασκευαστικό ελάττωμα,
ένα εξόγκωμα που την έκανε ξεχωριστή. Μ’ αυτήν έμαθα να παίζω μπάσκετ αλλά ήταν πράγματι η
πιο άθλια μπάλα που έπιασα στη ζωή μου. Αγόρασα πολλές από τότε, έχασα και κάποιες - μία που
είχα κλέψει από μια ομάδα μου την έκλεψαν κάποιοι με τη σειρά τους όταν δε βρήκαν τίποτε πιο
αξιόλογο στο αυτοκίνητό μου – αλλά ποτέ δεν αποφάσισα να δώσω το αντίτιμο για τη δερμάτινη
«Spalding», την αυθεντική μπάλα του ΝΒΑ. Ήξερα πως θα κατέληγε στη διακόσμηση, αφού δεν έχει
φτιαχτεί για τα «τσιμέντα».
Τέλος εποχής;
Το φετινό πρωτάθλημα του ΝΒΑ παραλίγο να γίνει το πρώτο χωρίς τη δερμάτινη θεά. Η «Spalding», μετά από μακροχρόνιες έρευνες
και εφ’ όσον η προμήθεια κατάλληλου δέρματος γίνεται όλο και πιο δύσκολη τελευταία – κόστος, αντιδράσεις οικολόγων κλπ – ανα-
κοίνωσε την κατασκευή μιας νέας μπάλας από συνθετικό υλικό, μελετημένης έτσι, ώστε να βελτιώνει την απόδοση των παικτών και
να μη φθείρεται στη διάρκεια του παιχνιδιού.
«Συνθετικές μπάλες χρησιμοποιούνται εδώ και χρόνια στην Ευρώπη και στο κολεγιακό πρωτάθλημα και το 99% των παικτών μεγά-
λωσαν παίζοντας με τέτοιες μπάλες», δήλωσε ο αντιπρόεδρος του ΝΒΑ, Στου Τζάκσον. Δεν είχε προβλέψει πως αυτή η δήλωσή του
θα ταίριαζε γάντι με τα λόγια του πολλά βαρύ Σακίλ Ο’ Νιλ: «Η καινούργια μπάλα μοιάζει σαν τις φτηνές που βρίσκεις στα παιχνιδά-
δικα.» Μια πιο άμεση απάντηση ήρθε από τα χείλη του Τζέρι Στακχάουζ: «Παίζοντας μπάσκετ σαν παιδιά, ονειρευόμασταν τη μέρα
που θα τρέχαμε στο παρκέ με τη δερμάτινη μπάλα…»
Η αλήθεια βέβαια είναι πως η δερμάτινη χρειάζεται «στρώσιμο», πρέπει να χτυπηθεί και να καταπονηθεί για λίγο μέχρι να είναι
έτοιμη προς χρήση. Οι άνθρωποι της Spalding, ερευνούσαν καιρό το πώς θα εξομοιώσουν μια «παιγμένη» δερμάτινη μπάλα. Η
καινούργια τεχνολογία θα προσέφερε ακριβώς αυτό. Μπάλα από το κουτί κατευθείαν στο παρκέ και με καλύτερη συμπεριφορά
στον ιδρώτα. Το επιχείρημα για παραδοσιακούς τύπους και Λουδίτες του μπάσκετ είναι παραπάνω από προφανές. Μια μπάλα που
αλλάζει συμπεριφορά στη διάρκεια του παιχνιδιού είναι σα να συμμετέχει, είναι ζωντανή.
Μπάλα, καλή καρδιά μα και γκρίνια
Τα επιχειρήματα κόντρα στην αλλαγή δεν έμειναν φυσικά σε επίπεδο νοσταλγίας. Οι ψηλοί παραπονέθηκαν πως δεν μπορούν να τη
«χεριάσουν» καλά και οι κοντοί πως αναπηδά διαφορετικά σε παρκέ και ταμπλό. Ο Ντουέιν Γουέιντ, σκόρερ που χρησιμοποιεί το
ταμπλό πολύ συχνά δήλωσε πως κάτι έχει αλλάξει στη συμπεριφορά της μπάλας και θα πρέπει να προσαρμόσει το σουτ του. Λεπτο-
μέρειες, αλλά κινήσεις που έχουν γίνει πλέον αυτόματες αλλάζουν δύσκολα. Επιπλέον, κάποιος έπρεπε να ρωτήσει τους παίκτες πριν
πάρει μια απόφαση που τους αφορά τόσο άμεσα. Δεν είναι;
Το ΝΒΑ όμως είναι ένας κερδοσκοπικός οργανισμός, όπως και οι ομάδες κι ο αυτοκράτορας-κομισάριος Ντέιβιντ Στερν δεν έχει
μάθει να του πηγαίνουν κόντρα. Έχοντας φέρει με τους χειρισμούς του αυτό το πρωτάθλημα-πολυεθνική στη θέση ενός από τα
τοπ θεάματα στον κόσμο, δεν είναι εύκολο να του κάνει κανείς κριτική. Κι έτσι η αλλαγή έγινε χωρίς πολλά πολλά κι η κανονική
περίοδος ξεκίνησε με τη νέα μπάλα να κατακλύζει τα αθλητικά καταστήματα και να πωλείται στην εξωφρενική τιμή των 99,99$ (ούτε
εκατό) παρ’ ότι το κόστος παραγωγής ήταν χαμηλότερο κατά 5%. Αν και η γκρίνια συνεχίστηκε, ο Στερν και οι ιθύνοντες της Spalding
ήταν αισιόδοξοι: «Όσο προχωράμε και οι παίκτες συνηθίζουν τη μπάλα το θέμα πάει να λήξει οριστικά.»
Η επιστήμη αντεπιτίθεται
Ένα σημαντικό χτύπημα στην καινούργια μπάλα ήρθε από έναν υποστηρικτή της. Ο ιδιοκτήτης των Ντάλας Μάβερικς, ο νεαρός
χάι-τεκ επιχειρηματίας Μαρκ Κιούμπαν, έρχεται συχνά σε αντιπαράθεση με τους πραιτοριανούς του ΝΒΑ και έχει πληρώσει αρκετά
πρόστιμα γι’ αυτό. Αν και η νέα μπάλα του φαινόταν σα φυσική εξέλιξη της παλιάς, οι συνεχείς διαφωνίες των παικτών του έδωσαν
μια ιδέα. Ζήτησε από τον φίλο του Τζέιμς Χόρβιτζ, πανεπιστημιακό φυσικό και ερευνητή, να κάνει μερικά ιδιωτικά τεστ στη συνθετι-
κή μπάλα. Ο καθηγητής και η ομάδα του κατέληξαν ότι:
Κάτω από τέτοια πίεση και με το νέο στοιχείο των μικροτραυματισμών, ο Στερν «λύγισε». Ανέλαβε την πλήρη ευθύνη και ανακοί-
νωσε συνοπτικά ότι απ’ την πρωτοχρονιά του 2007, οι αγώνες θα γίνονται ξανά με την παλιά δερμάτινη μπάλα. Οι παίκτες πιέστη-
καν, αντέδρασαν και νίκησαν. Ή μήπως κάτι δεν έγινε σωστά; Μήπως ο ισχυρός άντρας του ΝΒΑ έχασε την ουσία όλου αυτού του
ντόρου;
Δε με κατάλαβες ποτέ…
Η φασαρία έγινε κυρίως, επειδή η απόφαση πάρθηκε χωρίς την ανάμειξη των άμεσα ενδιαφερόμενων, των παικτών ή τουλάχιστον
του οργάνου που τους εκπροσωπεί. Ο Ντέιβιντ Στερν μπορεί να διατείνεται ότι έκανε αυτό που ήθελαν οι παίκτες όμως για άλλη μια
φορά έδρασε από μόνος του. Μετά από δυο μήνες παιχνιδιών αποφάσισε για μια νέα αλλαγή, ερήμην όσων υπέστησαν τις συνέπειες
της προηγούμενης απόφασής του.
Ο Στιβ Κερ, τόνισε σε μια ραδιοφωνική του συνέντευξη το πώς ουσιαστικά, η σχέση Στερν-παικτών δεν άλλαξε καθόλου παρά τη
φαινομενική νίκη τους. Ο αυταρχικός κομισάριος έκανε και πάλι το δικό του παρακάμπτοντας εκείνους, χωρίς τους οποίους η αυτο-
κρατορία του δε θα υπήρχε. Ο ίδιος βγήκε λάδι και διατήρησε τη θέση ισχύος που έχει υιοθετήσει.
Κωστής Αλεξανδρόπουλος
Καθώς ξεκινώ την έρευνα σχετικά με το «bookcrossing» οι πληροφορίες που έχω είναι συγκεχυμένες. Τα μέλη του σχετικού site ανταλ-
λάσσουν τα βιβλία που έχουν ήδη διαβάσει. Μια κοινότητα που έχει δημιουργηθεί με βάση τα βιβλία και που κινείται ίσως, με μηνιαίες
συγκεντρώσεις που τα μέλη συναντιούνται, μιλάνε γι’ αυτά, μια «λογοτεχνική παρέα» είναι ο προσδιορισμός στον οποίο ποντάρω τα λε-
φτά μου –μάλλον τα βιβλία μου. Φαντάζομαι κάτι στατικό, βαρύ και παρνασσικό, που απλώς εκμεταλλεύεται την νέα τεχνολογία για να
δημοσιοποιήσει τον εαυτό του, να στρατολογήσει νέα μέλη. Μια περίπτωση λίγο καλύτερη από ένα απαρχαιωμένο κλειστό λογοτεχνικό
σαλόνι, όπου γινόντουσαν απαγγελίες και κυρίως κριτική των βιβλίων που κυκλοφορούσαν ανάμεσα στα μέλη, με έναν ή μία πατρόνα
ως κυρίαρχη προσωπικότητα, έτοιμους καυστικούς χαρακτηρισμούς κτλ.
Έχω πέσει τελείως έξω γιατί απλούστατα δεν υπάρχει το μέσα! Λάθος!
Αυτό το οποίο προτάσσεται στο bookcrossing δεν είναι το προζαϊκό κατασκήνωμα σε πολυθρόνες με πίπες και τσάι, η εκπόνηση βαθυ-
στόχαστων αφορισμών, ούτε μόνο η ιδέα να ανταλλάξεις τα βιβλία που έχεις διαβάσει και που σκονίζονται στα ράφια μιας βιβλιοθήκης.
Το βασικό είναι η ιδέα του παιχνιδιού, γιατί κανένας δεν πρόκειται να σου παραδώσει αμαχητί κανένα βιβλίο. Θα σου δώσουν στοι-
χεία, ενδείξεις και αφηρημένες γεωγραφικές συντεταγμένες για το που βρίσκεται κάποιο από αυτά, τα χαρακτηρισμένα «σε κατάσταση
απελευθέρωσης». Για παράδειγμα, σύμφωνα με το site κάποια έβοσκαν στην περιοχή της Καπνικαρέας. Τράβα βρέστα, διάβασέ τα
και μετά κάνε το ίδιο, με μια μικρή αλλά λίαν σημαντική λεπτομέρεια: όταν θα ανακαλύψεις ένα από αυτά, θα βρεις να αναγράφεται
ένας μοναδικός κωδικός στην πρώτη σελίδα. Στο site, γράφοντας το κωδικό αυτόν μπορείς να παρακολουθήσεις την «βιογραφία» του
«απελευθερωμένου» βιβλίου, τα ψευδώνυμα εκείνων που το έχουν διαβάσει, τα μέρη στα οποία έκανε τις εμφανίσεις του και τα σχόλια
που συγκέντρωσε από εκείνους που το πέτυχαν στο διάβα τους.
Πάνω από όλα, πρόκειται περί ενός παιχνιδιού και αυτό σκεφτόταν και ο δημιουργός του Ron Hornbaker όταν το Μάρτιο του 2001 το
έβαλε σε εφαρμογή. Υπήρχε στις ΗΠΑ ένα άλλο διαδυκτιακό παιχνίδι, το «Where’s George?», εκ του George Washington που υπάρχει
στα νομίσματα, όπου μπορούσες να μάθεις που βρίσκεται τρόπον τινά η τυχερή σου δεκάρα ή η δεκάρα που έδωσες στο μπακάλη της
γειτονιάς σου την Τρίτη το μεσημέρι αγοράζοντας μπρόκολα –ανίχνευση της τυχαιότητας της ανθρώπινης δραστηριότητας. Ο Hornbaker
αναρωτιόταν, τι άλλο θα ήταν ενδιαφέρον να παρακολουθήσεις την πορεία του. Τότε, το μάτι του πέφτει σ’ εκείνα τα προαναφερθέντα
ράφια. Γλόμπος καρτούν ίπταται πάνω από το κεφάλι του. Βιβλία! Το ίδιο βράδυ το βασικό πλάνο είχε καταστρωθεί.
Ένα ανατρεπτικό παιχνίδι που πέρα από τα καταστασιακά στοιχεία περιπλάνησης και αναζήτησης στο τοπίο της πόλης, εμπεριέχει και
μια μαγική δόση μεταφυσικής μέσω της συνέχειας, μέσω του ταξιδιού. Το βιβλίο που έχεις εσύ αγοράσει συνεχίζει το ταξίδι του, απο-
κτά ένα είδος ζωής, επιβεβαιώνοντας την καβαλιστική παράδοση που θέλει τα βιβλία να έχουν δική τους αυτόνομη ύπαρξη. Το βιβλίο
μετατρέπεται σε όχημα, σπάζοντας το στεγανό του δεσίματος στη ράχη και της σελίδας. Απελευθερώνεται από την ασφυξία της ιδιωτικής
ανάγνωσης και την στεγνή μονοσήμαντη αξία της αγοραπωλησίας, της αγοραίας εφήμερης διασκέδασης.
6:35 min