Professional Documents
Culture Documents
Τρία πεδία –ανάμεσα στα άλλα- συναρτώνται άμεσα του σκοπού αυτού: i Μέσα από
ποιους δρόμους και μορφές μια αριστερή αντικαπιταλιστική κίνηση πόλης μπορεί να
παρέμβει στα πολιτιστικά δρώμενα, ii ποιες είναι οι δυνατότητες και ταυτόχρονα τα
όρια μιας ριζοσπαστικής πολιτικής εντός των αστικών θεσμών –εν προκειμένω του
Δήμου- και iii ποιοι μπορεί να είναι οι όροι συγκρότησης ενός συλλογικού
κοινωνικού υποκειμένου ανθρώπων που ασχολούνται ενεργά με τον πολιτισμό, από
τη σκοπιά της συμβολής στη διαμόρφωση μιας συνολικότερης κοινότητας αγώνα στη
γειτονιά, απέναντι στην τοπική και κεντρική εξουσία.
1. Η τέχνη για τον καπιταλισμό: Ένα εμπόρευμα για την παραγωγή κερδών και ένα
όπλο για τον αποτελεσματικότερο έλεγχο των υπηκόων καταπιεσμένων
Η αστική τάξη, όπως και κάθε άρχουσα τάξη στην ανθρώπινη ιστορία παίρνει πολύ
σοβαρά υπ' όψη της, την τέχνη και τον ρόλο που αυτή παίζει στην συγκρότηση των
κοινωνιών, των ανθρώπινων κοινωνικών σχέσεων, της ανθρώπινης ψυχολογίας. Από
τα αρχαία χρόνια, η κάθε φορά άρχουσα τάξη φρόντιζε στο να αναπτύσσονται
μορφές τέχνης που να εξυπηρετούν και να διαιωνίζουν την κυριαρχία της. Όλα τα
μεγάλα επιτεύγματα του ανθρώπου που σήμερα θαυμάζουμε και καλώς, έχουν αυτό
το στοιχείο κυρίαρχα εγγεγραμμένο εντός τους: Οι μεγάλες πυραμίδες της αρχαίας
Αιγύπτου με το τιτάνιο μέγεθός τους, δεν απευθύνονταν κυρίως στους θεούς, αλλά
στους θνητούς: Το μεγαλείο των φαραώ και του αρχαίου ιερατείου είναι αιώνιο και η
δύναμή του ανάλογη του όγκου των πυραμίδων και των ναών, δηλαδή τεράστιο και
δεν επιδέχεται αμφισβήτηση.
Τα υπερφυσικά αγάλματα των αυτοκρατόρων της Ρώμης, η λογική «άρτος και
θεάματα» του ρωμαϊκού κράτους με την οποία πραγματοποίησε χιλιάδες εκδηλώσεις
για εκατοντάδες χρόνια, αυτό ακριβώς επιβεβαιώνει: Η τέχνη μπορεί κάλλιστα να
χρησιμοποιηθεί ως ένα μέσο/εργαλείο φόβου και αλλοτρίωσης των καταπιεσμένων
με στόχο την διαιώνιση της κυριαρχίας της άρχουσας τάξης των δουλοκτητών. Οι
χριστιανικοί ναοί του Μεσαίωνα ήταν αυστηροί, στιβαροί και προκαλούσαν δέος όχι
στον θεό, αλλά στους υπηκόους, δείχνοντας την στιβαρότητα της παπικής εξουσίας
και των φεουδαρχών. Αναλόγως, η ποίηση εξυμνούσε (ανάμεσα στα άλλα και
διογκώνοντάς τα) και τα κατορθώματα των βασιλιάδων οι οποίοι σύμφωνα με το
μότο πολλών ποιημάτων, επειδή ακριβώς ήταν βασιλιάδες, είχαν και την ικανότητα
για σπουδαία πράγματα. Η μουσική έντυσε με πανέμορφες μελωδίες αυτά τα έπη,
συμβάλλοντας τόσο στην δημιουργία αξεπέραστων ανθρώπινων καλλιτεχνικών
δημιουργημάτων, που όμως ταυτόχρονα συνέβαλλαν και στην διαιώνιση της
εξουσίας της κάθε φορά άρχουσας τάξης.
Συνεπώς, με βάση τα παραπάνω, η αντίληψη που έχει η αστική τάξη του καιρού
μας για την τέχνη, ενσωματώνει όλη την προηγούμενη εμπειρία των αρχουσών
τάξεων: Θέλει και προωθεί την τέχνη τόσο για το κέρδος, όσο και για να μπορεί
μέσω της τέχνης να ελέγχει τις συνειδήσεις και να παγιώνει την δική της
ηγεμονία και κυριαρχία, έναντι των καταπιεσμένων της αστικής/καπιταλιστικής
κοινωνίας: Των εργαζομένων, των μεσαίων στρωμάτων και της νεολαίας. Εάν
ισχύει αυτή η διαπίστωση, μπορούμε να την χρησιμοποιήσουμε ως βάση για να
ξεδιπλώσουμε περαιτέρω την σκέψη μας: Με ποιο τρόπο και με ποια εργαλεία, η
αστική τάξη μεταλλάσσει την τέχνη και της προσθέτει το χαρακτηριστικό του όπλου
για την διατήρηση της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων προς όφελος του κεφαλαίου;
Η παραγωγή έργων τέχνης, δεν αρκεί τις περισσότερες φορές για να την μετατρέψει
σε στυλοβάτη της αστικής κυριαρχίας. Για παράδειγμα, όσα λαϊκοποπ σκυλάδικα και
αν φτιαχτούν δεν αρκούν για να κάνουν την τέχνη ανώδυνη για την αστική τάξη ή
όπλο υπέρ της. Χρειάζεται κάτι πολύ πιο δυνατό για να γίνει αυτό: Και αυτό είναι το
πλαίσιο εντός του οποίου θα διαμεσολαβηθεί η τέχνη για να φτάσει από τον
δημιουργό στον τελικό αποδέκτη που είναι το κοινό. Και αυτό το πλαίσιο είναι η
εμπορευματική διαδικασία. Η διαδικασία αυτή από την φύση της επιβάλλει ένα
κριτήριο για να κριθεί το καλλιτεχνικό έργο, τόσο όσον αφορά τον δημιουργό όσο
και τους αποδέκτες. Το κριτήριο της εμπορευσιμότητας: Είναι ικανό το παραγόμενο
έργο τέχνης να πουλήσει και πώς; Εάν πουλήσει τότε έχει πετύχει τον στόχο του, άρα
άξιζε να παραχθεί. Η υιοθέτηση του κριτηρίου της εμπορευσιμότητας από την μεριά
του δημιουργού/παραγωγού τον υποχρεώνει -χωρίς να το φωνάζει- να
αυτολογοκριθεί και να προσαρμόσει τα εκφραστικά του μέσα στην ανάγκη/επιταγή
της εμπορευματικής διαδικασίας.
Παράλληλα, διαμορφώνονται σε βάθος χρόνου τα ανάλογα αντανακλαστικά και από
το κοινό, το οποίο μαθαίνει να αποδέχεται ή να απορρίπτει ένα έργο τέχνης, με βάση
το κυρίαρχο κριτήριο του αν αυτό το έργο πουλά ή όχι. Βλέπουμε λοιπόν, πως η
ηγεμονία του κριτηρίου εμπορευσιμότητας, ενώ φανερά και επιφανειακά δεν
αποκλείει την παραγωγή καλλιτεχνικών έργων επικίνδυνων για την ηγεμονία της
άρχουσας αστικής τάξης, επί της ουσίας όμως και υπόγεια, διαμορφώνει σε βάθος
χρόνου τόσο τον παραγωγό/καλλιτέχνη όσο και τους κοινωνικούς αποδέκτες του
έργου, σύμφωνα με τις αξίες και τα καλούπια της άρχουσας τάξης. Έτσι η τέχνη
ευνουχίζεται και είτε γίνεται ανώδυνη για το καπιταλιστικό σύστημα, είτε
μεταλλάσσεται σε πολιτισμικό υπερασπιστή του συστήματος αυτού.
Ο καπιταλισμός μπορεί να ενσωματώσει τα πάντα στο πεδίο της τέχνης και του
πολιτισμού, αρκεί να εξασφαλίζει την ηγεμονία του πλαισίου διαμεσολάβησης
μεταξύ τέχνης και κοινωνίας: Την ηγεμονία της εμπορευματικής διαδικασίας και της
βιομηχανίας του θεάματος. Διότι είναι αυτή η διαδικασία/σχέση/διαμεσολάβηση που
μπορεί να ξεδοντιάσει, ακόμα και τα πιο φορτισμένα πολιτικά έργα τέχνης,
εκκενώνοντάς τα από το χειραφετητικό φορτίο τους και δίνοντάς τους
αστικό/εμπορευματικό περιεχόμενο. Η εμπορευματική διαδικασία παίζοντας τον
ρόλο του πλαισίου διαμεσολάβησης, διαμορφώνει παράλληλα έμμεσα και άμεσα
τόσο το κοινό όσο και το έργο τέχνης στην κατεύθυνση αποδοχής της υπάρχουσας
τάξης πραγμάτων. Ως επιβεβαίωση της ανάλυσης αυτής έχουμε και το ιστορικό
αντίθετο της διαδικασίας εμπορευματοποίησης της τέχνης: την τάση τόσο διαφόρων
καλλιτεχνών/παραγωγών όσο και μιας μερίδας του κοινωνικού σώματος των
καταπιεσμένων, να αναζητά δρόμους καλλιτεχνικής έκφρασης και τέχνης, έξω από το
κανάλι της εμπορευματοποίησης.
Το καπιταλιστικό σύστημα μέσω πολλαπλών αναδιαρθρώσεων, μπόρεσε και
αναδιαμόρφωσε σε μεγάλο βαθμό τους κώδικες της ατομικής και κοινωνικής
συμπεριφοράς, προσαρμόζοντάς τους στις αξίες, τους στόχους και εν τέλει στην
αναπαραγωγή του ως τέτοιο. Ο καταναλωτισμός, ο ατομισμός, η μετατροπή της
τέχνης σε καπιταλιστικό εμπόρευμα/προϊόν, σε συνδυασμό με την υπονόμευση και
παρακμή της γειτονιάς ως κοινωνικού χώρου, και την παράλληλη διαδικασία
αποσύνθεσης της –κάποτε ισχυρής- εργατικής και λαϊκής ταυτότητας, συνέβαλλαν
και στην δραματική υποχώρηση της πολιτικής τέχνης τις τελευταίες δεκαετίες. Σε
αυτή την εξέλιξη συνέβαλε και η επίσης δραματική υποχώρηση της πάλαι ποτέ
ισχυρής αριστερής πολιτικής/πολιτισμικής ταυτότητας.
Πριν μερικές δεκαετίες ήταν ακόμα πολύ μακριά οι ραγδαίες εξελίξεις που θα
ακολουθούσαν και θα διαμόρφωναν το –εν πολλοίς- σημερινό τοπίο. Η ύπαρξη μιας
ισχυρής λαϊκής/εργατικής ταυτότητας, η ύπαρξη της λαϊκής γειτονιάς η οποία ως
χώρος και ως σχέση δομούσε ένα πολύμορφο κοινωνικό πεδίο, η ύπαρξη μιας επίσης
ισχυρής αριστερής πολιτικής/πολιτισμικής ταυτότητας, όλα αυτά συνέβαλαν στο να
μπουν οι βάσεις για να εκφραστεί η πολιτική και πολιτιστική αναζήτηση/δημιουργία
των κοινωνικά και ταξικά καταπιεσμένων στρωμάτων.
Ιστορικά, η τάση αυτή στην χώρα μας πέρασε πολλές φάσεις κατά τη διάρκεια του
20ου αιώνα: Έτσι έχουμε τις εργατικές λέσχες του μεσοπολέμου στην Ελλάδα, όπου
το νεοσύστατο εργατικό κίνημα της χώρας δημιουργεί πολιτιστικές λέσχες
αλληλένδετα δεμένες με την καθημερινή ζωή των σωματείων, για να περάσουμε στη
δεκαετία του ’40 στην έκρηξη πολιτιστικής δημιουργίας στα βουνά της Ελεύθερης
Ελλάδας (δλδ στις περιοχές όπου απελευθερώνονταν από τον ΕΛΑΣ και το ΕΑΜ). Η
τάση αυτή θα βρει νέους δρόμους έκφρασης τη δεκαετία του ’60 με τις λέσχες των
Λαμπράκηδων, τη δημιουργία του Συλλόγου Φίλων Ελληνικής Μουσικής (ΣΦΕΜ)
και τις πρώτες μεγάλες συναυλίες σε ανοιχτούς χώρους με πρωτεργάτη τον Μίκη
Θεοδωράκη. Παράλληλα, η ελπίδα και η ρεαλιστικότητα όπως φάνταζε τότες για μια
νέα σοσιαλιστική κοινωνία, ήταν και αυτά παράγοντες που συνέβαλλαν καθοριστικά
σε αυτή την αναζήτηση. Οι συνθήκες τούτες είναι που επέτρεψαν να ανθίσει μια
γόνιμη σχέση ανάμεσα στον αριστερό αγωνιστή καλλιτέχνη και στο λαϊκό κοινωνικό
σώμα, με όλες τις ανεπάρκειες και αντιφάσεις που και αυτές υπήρξαν και δεν ήταν
λίγες.
Εάν έτσι έχουν τα πράγματα, ένα επόμενο ζήτημα που τίθεται είναι πως η
εμπορευματοποίηση υλοποιείται, ποιοι είναι οι μηχανισμοί που πρακτικά πλέον,
διαμεσολαβούν την τέχνη και την κοινωνία προς όφελος της άρχουσας αστικής
τάξης:
Μια ακόμα αστική αντίληψη που συναντάμε συχνά στις συζητήσεις για τον πολιτισμό
είναι ότι η χορηγία είναι ένας ανώδυνος για το λαό τρόπος, με σκοπό τη
χρηματοδότηση πολιτιστικών δράσεων, σε περιόδους όπου η κρατική/δημοτική
επιχορήγηση συρρικνώνεται. Δηλαδή «αν κάποιος ευκατάστατος έχει ως περίσσευμα
κάποια χρήματα και θέλει να βοηθήσει στο ανέβασμα κάποιου έργου, στη
διοργάνωση μιας εκδήλωσης, που είναι το πρόβλημα»; Το πρόβλημα είναι πως η
χορηγία δεν ταυτίζεται με τη δωρεά. Γίνεται από επιχειρήσεις και όχι από πρόσωπα
και σε ανταποδοτική βάση. Στην πιο "ανώδυνη" περίπτωση αναφέρεται η επωνυμία
της επιχείρησης ενώ στις περισσότερες περιπτώσεις υπάρχουν πολλές συμφωνίες που
σχετίζονται με την προώθηση του ονόματος ή προϊόντων της εταιρείας. Οι
επιχειρήσεις εκμεταλλεύονται χορηγικά προγράμματα για να βελτιώσουν την
εικόνα/προφίλ της επιχείρησης στη συνείδηση του κοινού (π.χ. των κατοίκων μιας
περιοχής).
Πώς όμως το αστικό κράτος αβαντάρει τη χορηγία; Το πρώτο είναι οι
φοροαπαλλαγές-φοροελαφρύνσεις των επιχειρήσεων με χορηγικά προγράμματα. Με
τον τρόπο αυτό επιβαρύνεται έμμεσα ο κρατικός προϋπολογισμός. Ένα δεύτερο είναι
ένα ευρύτερο νομοθετικό πλαίσιο που αναβαθμίζει τον ρόλο της χορηγίας
καθιστώντας την, κυρίαρχο διαμεσολαβητή/χρηματοδότη της κρατικής/δημοτικής
πολιτιστικής πολιτικής.
Σε επίπεδο δήμων οι χορηγίες είναι το τέλειο άλλοθι για να συρρικνωθεί η κρατική
χρηματοδότηση ή η απαίτηση για κρατική χρηματοδότηση ενώ ταυτόχρονα
εντάσσεται στο γενικότερο σχεδιασμό που θέλει το δήμο με τη μορφή της
επιχείρησης. Οδηγεί σε μεγαλύτερη εμπλοκή του τοπικού ή υπερτοπικού κεφαλαίου
στο φάσμα της τοπικής πολιτιστικής πολιτικής και τελικά σε μια έμμεση
εμπορευματοποίηση των δημοτικών πολιτιστικών υπηρεσιών τόσο σε επίπεδο
χρηματοδότησης αλλά και πλαισίου σχέσεων.
Πώς όμως η ανάπτυξη της ανταποδοτικής χορηγίας τα προηγούμενα χρόνια οδήγησε
στην ουσιαστική ποδηγέτηση της καλλιτεχνικής απεύθυνσης; Η κύρια λειτουργία της
ανταποδοτικής χορηγίας αναφέραμε ότι είναι μια έμμεση αλλά πολύ βαθιά
εμπορευματοποίηση. Για παράδειγμα μέσω της χορηγίας ενισχύονται μόνο εκείνα τα
πολιτιστικά προϊόντα που θα μπορέσουν να δώσουν στις εταιρείες κάποιο κύρος,
εκείνα που μεγιστοποιούν τη δυνατότητα ταύτισης με τα προϊόντα των εταιρειών και
μπορούν να ενταχθούν στο διαφημιστικό τους σχεδιασμό. Η χορηγία μετατοπίζει την
αντιμετώπιση του κοινωνού του πολιτιστικού προϊόντος περισσότερο στην ιδιότητα
του πελάτη.
Δε λείπει όμως και η άμεση επιθετική παρέμβαση των εταιρειών η οποία
εκδηλώνεται με διάφορους τρόπους, όπως για παράδειγμα μέσα από πλατφόρμες
χορηγίας. Τούτες οι πλατφόρμες χορηγίας μεταξύ άλλων, αναλαμβάνουν και την ίδια
τη διαμεσολάβηση ανάμεσα στους καλλιτέχνες και το κοινό, μέσα από ΜΜΕ -και
άλλους θεσμούς- με τα οποία συνεργάζονται. Ένα τρανταχτό παράδειγμα είναι αυτό
γνωστής εταιρείας κινητής τηλεφωνίας που "έρχεται να καλύψει την ανάγκη των
νέων Ελλήνων καλλιτεχνών να ακούσουν και να ακουστούν μέσα από την προώθηση
της «φωνής» τους και την πρωτοπορία των νέων Μέσων"! Ειδικά για την ανάπτυξη
μιας τέχνης έξω από την εμπορευματική διαδικασία, η μετακίνηση της
χρηματοδότησης στη χορηγία είναι μαχαιριά πισώπλατη, αφ’ ενός γιατί πάντα θα
υποχρηματοδοτείται και αφ’ ετέρου γιατί ανεβάζει τον πήχυ της θεαματικής
διαδικασίας που δεν μπορούν να τον αντέξουν όσοι δεν χορηγούνται.
3. Η τέχνη ως στοιχείο του πολιτισμού και η παρέμβασή μας σε αυτό το πεδίο, μέσα
και κυρίως έξω από τον αστικό θεσμό "Δήμος"
Η συμμετοχή μας σε επιτροπές ή ΝΠ του δήμου και για τον πολιτισμό έχει κριτήριο
και αποστολή το να εκφράζει τα συμφέροντα των εργατικών και φτωχών λαϊκών
στρωμάτων. Να ελέγχει τη δημοτική εξουσία από θέσεις εργατικής αριστερής
αντιπολίτευσης, να συμβάλλει στην ενίσχυση της πολιτιστικής δημιουργίας έξω από
τους αστικούς θεσμούς (με την πληροφόρηση, τη διεκδίκηση χώρων και υποδομών
για τη νεολαία, τη στήριξη της ερασιτεχνικής δημιουργίας και των νέων
καλλιτεχνών, την υπεράσπιση του δικαιώματος στον πολιτισμό, κ.α.). Να υπηρετεί
την οργάνωση της λαϊκής πάλης έξω από τον αστικό θεσμό «δήμος». Να συμβάλλει
στην ανάπτυξη μαζικού λαϊκού κινήματος στην κατεύθυνση συγκρότησης
συλλογικών οργάνων διεκδίκησης και επιβολής της λαϊκής θέλησης ως αναγκαίο όρο
και προϋπόθεση για την ικανοποίηση των λαϊκών αναγκών και τη νικηφόρα έκβαση
των αναγκαίων συγκρούσεων.
Συνεπώς με βάση τα παραπάνω, απορρίπτουμε τη λογική της «συνδιαχείρισης».
Απορρίπτουμε την εμπλοκή σε «εκβιασμούς» διαχείρισης της μιζέριας (όχι σε
εγκρίσεις προϋπολογισμών, προσλήψεων ελαστικών σχέσεων εργασίας στο όνομα
της κάλυψης αναγκών, κ.α.), συναίνεση στις «δημοκρατικότερης και πιο κοινωνικής»
αξιοποίησης των ΕΣΠΑ στο όνομα του «τι να κάνουμε δεν βρίσκουμε άλλους
πόρους».
Τοποθετούμαστε με βάση τις δικές μας θέσεις και με περαιτέρω εξειδίκευση: Λόγου
χάρη η θέση για την διαγραφή του χρέους/να πληρώσει το κεφάλαιο σε φόρους,
αποτελεί παράλληλα και πρόταση-διέξοδος για το που θα βρεθούν οι πόροι και πως
θα αξιοποιηθούν για τις εργατικές-λαϊκές ανάγκες.
Συμβάλλουμε στην αποκάλυψη των αντεργατικών – αντιλαϊκών πολιτικών και
διαπλοκών των τοπικών αρχών. Αντιπαλεύουμε και αποκαλύπτουμε την
αντιδραστική πολιτική κυβερνήσεων, ΕΕ, και δήμων και των οικονομικών
συμφερόντων του κεφαλαίου (και του τοπικού), προτάσσοντας ένα αντικαπιταλιστικό
πλαίσιο στόχων πάλης και για τα λεγόμενα τοπικά και πολιτιστικά ζητήματα.
Είναι λάθος να αντιλαμβανόμαστε την τέχνη σαν τον φτωχό συγγενή της πολιτικής.
Η τέχνη και ευρύτερα τα πολιτιστικά δρώμενα είναι ένα πολύ σοβαρό όπλο τόσο στα
χέρια της αστικής τάξης, όσο και στα χέρια των δυνάμεων που αγωνίζονται για μια
κοινωνία απαλλαγμένη από την εκμετάλλευση ανθρώπου και φύσης. Στην πράξη
χρειάζεται να υπερβούμε την ενασχόληση με την τέχνη μόνο ως διοργάνωση
φεστιβάλ, συναυλιών αλληλεγγύης σε αγωνιζόμενα κομμάτια της κοινωνίας και την
συγγραφή κάποιων ενίοτε και καλών άρθρων περί τέχνης και πολιτικής. Παρόλη την
ελπιδοφόρα εμφάνιση, μαζικοποίηση και δραστηριοποίηση τα τελευταία χρόνια
συλλογικοτήτων γειτονιάς όπως είναι πχ τα Κοινωνικά Κέντρα, οι Εργατικές Λέσχες
κλπ, η αντίληψη για την τέχνη και τον πολιτισμό που έχουν διάφορες αριστερές
συλλογικότητες, παραμένει εν πολλοίς εργαλειακή: Κυρίαρχο κριτήριο στις
καλλιτεχνικές επιλογές των διαφόρων πολιτικών-πολιτιστικών εκδηλώσεων
(φεστιβάλ, συναυλίες αλληλεγγύης κλπ) παραμένει η αναγνωρισιμότητα του
καλλιτέχνη, επομένως αρκετές φορές ηγεμονεύουν οι συσχετισμοί με όρους θεάματος
έναντι των όρων περιεχομένου, στάσης κ.λπ. Με τον τρόπο αυτό όμως υποβαθμίζεται
η ίδια τη λειτουργία της τέχνης ως φορέα ιδεολογίας και όπλου που βοηθάει στη
ρηγμάτωση της κυρίαρχης συνείδησης.
Μεγάλο είναι το πρόβλημα στην άσκηση πολιτιστικής πολιτικής από δημοτικές αρχές
που μιλούν στο όνομα της αριστεράς. Στην πράξη ελάχιστα διαφέρουν από την
πολιτιστική πολιτική την οποία ασκούν οι αστικές πολιτικές δυνάμεις. Δε λείπουν οι
ίδιες διαδικασίες, η αποσπασματική-πυροτεχνική αντιμετώπιση του πολιτισμού με
κριτήριο τι θα ανεβάσει το κύρος των εκάστοτε αρχόντων με φωτογραφίες και
χειραψίες με επώνυμους καλλιτέχνες, παραγοντισμό, διαπλοκή με τους δικούς μας
«αριστερούς» διαμεσολαβητές. Ακόμα και αν υπάρχει μια καλή πρόθεση να
εμπλακούν με τα σπέρματα μιας ανεξάρτητης τοπικής καλλιτεχνικής παραγωγή
γίνεται με όρους πατερναλιστικούς και απαξιωτικούς. Οι «αριστερές» δημοτικές
αρχές αντιλαμβάνονται στην καλύτερη περίπτωση την πολιτιστική πολιτική, ως
διοργάνωση δωρεάν –ή με φτηνό εισιτήριο- πολιτιστικών εκδηλώσεων και είναι
ελάχιστα πλέον τα δείγματα μιας άλλης πολιτιστικής παρέμβασης στη δράση τους.
Λείπει παντελώς η αντίληψη σύνδεσης της τέχνης και των πολιτιστικών δρωμένων,
με μια ευρύτερη ταξική αντίληψη η οποία να συμβάλλει στην συγκρότηση του
πολιτισμικού υπόβαθρου με στόχο την ανάδειξη των εργαζομένων και του λαού σε
δρώντα πολιτικά/πολιτισμικά υποκείμενα. Λείπει παντελώς μια πολιτιστική πολιτική
που να κατανοεί και να αμφισβητεί έμπρακτα την αστική αντίληψη για την τέχνη
(εμπορευματικές σχέσεις, χορηγία, ανάθεση και μετατροπή των κατοίκων σε απλούς
καταναλωτές μιας έστω και ποιοτικής τέχνης κλπ).
Από την άλλη μεριά υπάρχει το αντίθετο πρόβλημα: Αναγνωρίζεται η ανάγκη
αμφισβήτησης των εμπορευματικών κριτηρίων/διαμεσολαβήσεων, αλλά γίνεται αυτό
είτε από την σκοπιά απόρριψης της τέχνης και του πολιτισμού γενικά, είτε από την
σκοπιά της απόρριψης της τέχνης ως κοινωνική παραγωγή κρατώντας τη μόνο ως
ατομική δημιουργία. Έτσι πετιέται μαζί με τα απόνερα και το μωρό: Άλλο πράγμα η
αμφισβήτηση/απόρριψη των εμπορευματικών κριτηρίων/διαμεσολαβήσεων η οποία
είναι ορθή και γόνιμη και άλλο πράγμα η απόρριψη του κοινωνικού χαρακτήρα της
τέχνης. Ακόμα χειρότερη και λαθεμένη είναι η αντίληψη άρνησης της τέχνης και ως
επαγγελματική βιοποριστική ενασχόληση (κοινώς εργασία). Αποτελεί μια ελιτίστικη
και εν τέλει μικροαστική αντίληψη που θέλει τον καλλιτέχνη αποκλειστικά και μόνο
δημιουργό και την τέχνη αποκλειστικά και μόνο δημιουργία. Συνεπώς και σύμφωνα
πάντα με αυτή την αντίληψη, όσοι καλλιτέχνες επιδιώκουν να ζουν από την τέχνη
τους είναι «ξεπουλημένοι» και ο αγώνας για βελτίωση των συνθηκών εργασίας των
καλλιτεχνών (αμοιβές, σχέσεις εργασίας, υποδομές, ασφάλιση κλπ) είναι είτε
μάταιος, είτε αδιάφορος.
5.5. Γιατί έχει νόημα στις σημερινές συνθήκες να στηριχθεί μια ανεξάρτητη
καλλιτεχνική παραγωγή;
Αποδεχόμενοι τη μαρξιστική θέση ότι "η τέχνη είναι καθρέφτης και σφυρί"
θεωρούμε ότι οι μορφές και τα περιεχόμενα της τέχνης κάθε εποχής, αντανακλούν
την κίνηση της κοινωνικής συνείδησης επιδρώντας ταυτόχρονα σε αυτή. Στην κίνηση
αυτή σαφώς εμπεριέχονται τόσο η κυρίαρχη ιδεολογία όσο και η μορφοποίηση –
πολύμορφων και αντιφατικών- σπερμάτων ιδεών που αντιστέκονται σε αυτή.
Αποδεχόμαστε ότι όσο αντιφατική και αν είναι αυτή η ανεξάρτητη καλλιτεχνική
παραγωγή μάλλον θα παίξει σημαντικό ρόλο στην παραγωγή της τέχνης που θα
εκφράσει αλλά και θα επιδράσει στη διαμόρφωση της αυριανής κοινωνίας που
οραματιζόμαστε.
Ως ανεξάρτητη καλλιτεχνική παραγωγή περιγράφουμε σήμερα, την καλλιτεχνική
παραγωγή που δεν πραγματώνεται με κυρίαρχους τους όρους της
εμπορευματοποίησης, δεν επικοινωνείται μέσα από τους κυρίαρχους διαύλους
διαμεσολάβησης και παράγεται κυρίως από κοινωνικά ενεργούς ανθρώπους.
Ως εκ τούτου, θεωρούμε σημαντική την ανάπτυξη καλλιτεχνικών κινημάτων που θα
αντιστέκονται στο στραγγαλισμό της ανεξάρτητης καλλιτεχνικής παραγωγής και θα
διεκδικούν το δικαίωμά τους να παρέμβουν στην κοινωνική πραγματικότητα. Θα
εδραιώνουν τα δικαιώματα που έχουν ήδη κατακτηθεί με αγώνες διεκδικώντας
παράλληλα τη διεύρυνσή τους και ωθώντας το υπάρχον σύστημα στα όριά του,
φέρνοντάς το αντιμέτωπο με τα αδιέξοδά του.
Σύνδεση των ντόπιων καλλιτεχνών με άλλα ενεργά κομμάτια της τοπικής κοινωνίας.
Μια σημαντική τέτοιου είδους σύνδεση θα μπορούσε να είναι με μαθητές και να
αφορά καλλιτεχνικά μαθήματα ή θεματικά workshops π.χ. μουσική παραγωγή hip-
hop, κινηματογραφική παραγωγή κ.λπ.).
Ως πλαίσιο διεκδίκησης αφορά τόσο τους καλλιτέχνες και τον κόσμο γενικότερα που
ασχολείται ενεργά με τον πολιτισμό όσο και την εκάστοτε δημοτική Αρχή προς
την οποία και απευθύνεται για να υλοποιηθεί. Τι θα μπορούσε σε αρχικό –και
μόνο- στάδιο να περιλαμβάνει;
Στόχος μας να συμβάλλουμε και μέσα από τον τομέα του πολιτισμού, στην κοινωνική
απελευθέρωση που θα ανθίζουν οι τέχνες και η πολιτιστική δημιουργία και ο κάθε
άνθρωπος θα μπορεί να ανυψωθεί από καταναλωτή τέχνης σε καλλιτέχνη-δημιουργό.
Που θα μπορεί να ξεδιπλώνει τις ικανότητες και τα ταλέντα του και χωρίς
περιορισμούς να έρχεται σε επαφή με τις καλλιτεχνικές δημιουργίες σε όλους τους
τομείς.