Professional Documents
Culture Documents
* * *
* * *
* Βλέπε επ’ αυτού αναλυτικά: Β. Φίλια, «Το πρόβλημα του σχηματισμού παραγωγικού κεφc
λαίου εις τας υπαναπτύκτους οικονομίας», Αθήνα, 1967.
Η ΜΑΥΡΗ ΒΙΒΛΟΣ ΤΗΣ ΤΡΙΑΝΤΑΟΚΤΑΧΡΟΝΗΣ ΑΘΛΙΟΤΗΤΑΣ ______________________ 169
* * *
σεις, αλλά και δεν επέστρεψαν τα κεφάλαια που τους δόθηκαν -οι λεγάμενες «πα
γωμένες πιστώσεις»- σε κλίμακα της τάξεως του 50%.
Ελάχιστες επιτυχείς και αποδοτικές επιχειρήσεις -όπως π.χ. τα τσιμέντα- έγι
ναν με αυτά τα κονδύλια.
- Από τις άλλες πολλές κατέληξαν σε άλλου τύπου κερδοσκοπίες, όπως π.χ. η
«Πειραϊκή-Πατραϊκή», που δανείστηκε κεφάλαια του Σχεδίου με επιτόκιο 1%,
τα οποία διοχέτευσε στην Ελβετία και τα δάνεισε με 22%!!!
Δεν είναι λοιπόν ούτε τυχαίο ούτε συμπτωματικό ότι οι όποιες σημαντικές ιδιω
τικές επενδύσεις μεταπολεμικά έγιναν κατά κανόνα από ξένες επιχειρήσεις, με άξο
να κυρίως την αξιοποίηση των διαθέσιμων πρώτων υλών (π.χ. του βωξίτη από τους
Ιταλούς).
Οι'Ελληνες βιομήχανοι, ακόμα και εκείνοι που ήρθαν στην κυρίως Ελλάδα με
τά τη Μικρασιατική Καταστροφή και έδωσαν μια σχετική ώθηση προς την κατεύ
θυνση της εκβιομηχάνισης της χώρας στο Μεσοπόλεμο, πέραν των όσων ήδη επι-
σημάνθηκαν, έπασχαν ευθύς εξαρχής από «επιδεικτικό καταναλωτισμό».Ένα φαι
νόμενο που εμφανίζεται στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές οικονομίες στην ώρι
μη φάση της εξέλιξής τους, στην Ελλάδα όμως -όπως άλλωστε και σε όλες τις χώ
ρες του υπανάπτυκτου καπιταλισμού- εμφανίζεται στην πρώιμη φάση, με εξαιρε
τικά αρνητικές συνέπειες. Με την «επιδεικτική κατανάλωση» κατασπαταλάται το
δυνητικό οικονομικό πλεόνασμα, που σημαίνει πρακτικά ότι ο δείκτης επανεπέν-
δυσης είναι πολύ χαμηλός.
Κάτω από αυτές τις προϋποθέσεις η εκβιομηχάνιση παραμένει διαχρονικά σκι
ώδης και πάντως θεαματικά χαμηλότερη από τις πραγματικές δυνατότητες της χώ
ρας.
Οι όποιοι αναπτυξιακοί νόμοι και τα όσα περί κινήτρων κατά καιρούς θεσμο
θετούνται πέφτουν στο κενό, όχι μόνο λόγω του τυχοδιωκτισμού μιας κατά βάση
αντιπαραγωγικής πλουτοκρατίας, αλλά και λόγω μιας απόλυτα αναποτελεσματι
κής διοικητικής γραφειοκρατίας και μιας στείρας εισπρακτικής πρακτικής του κρά
τους, που καταπνίγει στα σπάργανα κάθε εκδήλωση γνήσιας επιχειρηματικότη
τας.
Το ότι η οικοδομή, που σήμερα διεμβολίζεται από τους μνημονιακούς φοροει
σπράκτορες, αναδείχθηκε ως ο κύριος συντελεστής αυτής της «ανάπτυξης εν υπα-
ναπτύξει» ήταν μια φυσιολογική συνέπεια. Συνέπεια που συνίσταται στην απορ
ρόφηση όλων των κεφαλαιακών διαθεσίμων, όχι σε παραγωγικές επενδύσεις, αΧ-
λά σε «ντουβάρια».
* * *
Μια από τις μεγάλες προσδοκίες του μεταπολιτευτικού οράματος ήταν η χω
ρά να έμπαινε σε φάση πραγματικής ανάπτυξης. Μια προσδοκία που καταποντ.-
στηκε μαζί με όλες τις άλλες.
Η ΜΑΥΡΗ ΒΙΒΛΟΣ ΤΗΣ ΤΡΙΑΝΤΑΟΚΤΑΧΡΟΝΗΣ ΑΘΛΙΟΤΗΤΑΣ 171
Κ αΤΗΓΟΡΕΙΤΑΙ ΣΗΜΕΡΑ ο ελληνικός λαός από τους ξένους «εταίρους» μας και
τους υπέρβαρους πολιτικούς ηγέτες ότι διαμόρφωσε έναν τρόπο ζωής πάνω από
τις δυνατότητες της πραγματικής οικονομίας.
Η κατηγορία εις βάρος του ελληνικού λαού είναι αστήρικτη και ασύστολη από
πλευράς απόδοσης ευθυνών· παραμένει, όμως, το γεγονός ότι η χώρα στα τριά
ντα οκτώ χρόνια της μεταπολίτευσης έζησε πάνω από τις δυνατότητες της πραγ
ματικής οικονομίας.
Ήδη στις αρχές της δεκαετίας του ’80 ο αείμνηστος Σάκης Καράγιωργας δια
κήρυσσε σε όλους τους τόνους ότι «τρώμε το ψωμί του μέλλοντος» και ορισμένοι
σώφρονες και σκεπτόμενοι πανεπιστημιακοί, μεταξύ των οποίων και εγώ από κα-
θέδρας, αλλά και με άρθρα στον καθημερινό Τύπο, προειδοποιούσαμε για τους
διαφαινόμενους κινδύνους μιας μελλοντικής οικονομικής κατάρρευσης, όχι όμως
μόνο, ούτε κυρίως λόγω της ιδιωτικής υπερκατανάλωσης, αλλά βασικά και πρω
ταρχικά λόγω δημοσιονομικού οργίου, της κρατικής σπατάλης και της αλματώ
δους αύξησης του κόστους των κρατικών προμηθειών ως συνέπεια των παράνο
μων «δοσιμάτων» (μίζες) στα κυβερνητικά στελέχη και σε υψηλόβαθμους διοικη
τικούς παράγοντες.
Όχι μόνο δεν εισακουσθήκαμε, αλλά και κατηγορηθήκαμε ότι οι επισημάνσεις
μας αυτές είχαν κίνητρα «αντιπολιτευτικά».
Το σύνθημα «Τσοβόλα, δώσ’ τα όλα» εξέφραζε την οικονομική «λογική» της
πολιτικής των ανοικτών θυρών, που ακολούθησαν ιδιαίτερα οι κυβερνήσεις της
«αλλαγής», αλλά και οι κυβερνήσεις της λεγάμενης Κεντροδεξιάς.
* * *
Η «ερμηνεία» αυτή είναι κατ’ επιεική διατύπωση ανόητη. Ξεκινάει και καταλή
γει σε ψυχολογικά στοιχεία, που υποτίθεται ότι διαμόρφωσαν νοοτροπία και συ
μπεριφορά του Έλληνα μεταπολεμικά.
Η σαθρότητα του επιχειρήματος αποδεικνύεται όταν ληφθεί υπόψη: πρώτον,
ότι το φαινόμενο του υπερκαταναλωτισμού δεν είναι μόνο ελληνικό, αλλά αφορά
σε όλες τις χώρες καπιταλιστικής ανάπτυξης και, δεύτερον, ότι ο υπερκαταναλω-
τισμός χαρακτηρίζει παντού κυρίως τα νεοπαγή μικροαστικά στρώματα, που ανα
πτύχθηκαν και διευρύνθηκαν μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Στρώματα κοινωνικά ανασφαλή, όπου η απόκτηση περιουσιακών στοιχείων
και πραγμάτων λειτουργεί ως στοιχείο κοινωνικής επιβεβαίωσης και περιωπής
(status), κάτι που γνωρίζουμε από τις έξοχες αναλύσεις του Μαρξ, του Μαξ Σέ-
λερ, του'Εριχ Φρομ κ.ά., που μίλησαν για «φετιχισμό του εμπορεύματος».
Το κρίσιμο ερώτημα όμως είναι εάν η κλίμακα του υπερκαταναλωτισμού παρα
μένει σε κάποια «φυσικά» όρια ή αν και γιατί παίρνει παθολογικές διαστάσεις.
Τα φυσικά όρια καθορίζονται από την κάλυψη «δευτερογενών», δηλαδή μη επι-
βιωτικών αναγκών, που αναμφισβήτητα καλύπτουν ένα ευρύτατο φάσμα, που
ασφαλώς συνδέεται με το επίπεδο ευημερίας ατόμων, ομάδων και κοινωνιών.
Όμως, ο υπερκαταναλωτισμός που παίρνει το χαρακτήρα φρενίτιδας και απο-
τέλεσε βασικό χαρακτηριστικό των μεταπολεμικών «κοινωνιών αφθονίας» είναι
απότοκος μιας κατευθυνόμενης εκμαθημένης συμπεριφοράς.
Μιας συμπεριφοράς που εξυπηρετεί την ταχύρρυθμη εμπορική ανακύκλωση,
που εξασφαλίζει την ασταμάτητη ροή κέρδους. Μιας συμπεριφοράς στην οποία
εξωθείται ο καταναλωτής αφενός με τη διαφήμιση -commercial την αποκαλούν
οι Αμερικανοί-, αφετέρου με την παροχή χρηματοπιστωτικών «διευκολύνσεων»,
που και πάλι διευρύνουν τον τραπεζικό κύκλο εργασιών, άρα τα τραπεζικά κέρ
δη.
Το λεγόμενο «πλαστικό χρήμα» έχει ακριβώς αυτή την αποστολή, που οδηγεί
στην υπερχρέωση όλων εκείνων των ανθρώπων που το οικονομικό τους επίπεδο
είναι χαμηλότερο από τις προσδοκίες τους.
Φαινόμενο παγκόσμιο, όχι μόνο ελληνικό, με δείκτες υπερχρέωσης σε πολλές
χώρες πολύ υψηλότερους από εκείνους της Ελλάδας.
Δεν είναι τόσο η διάσταση του φαινομένου που χαρακτηρίζει την ελληνική πε
ρίπτωση όσο η δυσαναλογία μεταξύ της οικονομικής βάσης των δανειζομένων και
του ύψους του δανεισμού και μια ψευδαισθητική αντίληψη ευημερίας, που εδραιώ
θηκαν ως συνέπεια αυτής της δυνατότητας προσφυγής στις τράπεζες.
Μια ψευδαισθητική αντίληψη που η γενίκευσή της οφείλεται όχι μόνο στα κα
ταναλωτικά δάνεια όλων των κατηγοριών -στεγαστικά, «διακοπών», σπουδαστι
κά κ,λπ. κ.λπ.- αλλά και στα επιχειρηματικά δάνεια, που επέτρεψαν παράτολμα
και αμελέτητα εγχειρήματα κάθε είδους, που είχαν ως παράπλευρη συνέπεια την
εκτίναξη των ενοικίων στις εμπορικές και βιομηχανικές ζώνες σε δυσβάσταχτα
ύψη.
174 ΒΑΣΙΛΗΣ ΦΙΛΙΑΣ
Η ευθύνη των τραπεζών για την εξέλιξη αυτή είναι ασύγκριτα μεγαλύτερη από
εκείνη των πέΧατωντοως'.’Μέπιεστικό τρόπο -τηλεφωνήματα, διαφημιστικά φυλ-
λάδια, τηΧεοπτικές διαφημίσεις κ.λπ.- οι τράπεζες ωθούσαν τον κόσμο να δανεί
ζεται και τούτο διότι με τη διαδικασία αυτή εξασφάλιζαν υπέρογκα κέρδη.
Ανεξαρτήτως ευθυνών, το αποτέλεσμα δεν ήταν μόνο μια πλασματική διόγκω
ση της ζήτησης καταναλωτικών προϊόντων διάρκειας (π.χ. αυτοκινήτων), αλλά
και γενικότερα των εισαγωγών.
Ένας ανταγωνισμός γοήτρου με άξονα την καταναλωτική επίδειξη της πολιτι
κής νομενκλατούρας, της παρασιτικής κεφαλαιοκρατίας και των «προσωπικοτή
των» της «σόου μπίζνες» λειτούργησαν ως μηχανισμοί επιδημικής επιμόλυνσης,
που αμαύρωσε συνολικά την ελληνική κοινωνία.
Την αμαύρωσε ενώ παράλληλα στέρησε από την παραγωγή το μεγαλύτερο μέ
ρος του οικονομικού πλεονάσματος, που «επενδυόταν» σε κατοικίες εξωφρενικής
χλιδής, πολυτελή κότερα, πισίνες κ.ο.κ.
Μια τάξη ανθρώπων που ανάμεσά τους δημιουργήθηκε ένας ιστός αλληλοϋ-
ποστήριξης, που πέτυχε να τους βοηθά στη φοροδιαφυγή και γενικότερα στην
αποφυγή της εκπλήρωσης κάθε υποχρέωσης απέναντι στο κράτος.
Σ ' αυτούς προστέθηκαν μεγαλοεργολάβοι, μεγαλογιατροί, μεγαλοδικηγόροι,
«επιχειρηματίες» της νύχτας, αλλά και μεγιστάνες των ΜΜΕ, που όλοι μαζί συνέ
θεσαν την «καλή κοινωνία» της χώρας.
Όπως το κακό νόμισμα εκτοπίζει το καλό (νόμος του Γκρέσαμ), έτσι ο κόσμος
αυτός εξετόπισε και εξουδετέρωσε τα υγιή κύτταρα της κοινωνίας, και αυτό συνι-
στά την κύρια διαφορά, με ανάλογα φαινόμενα στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Κύ
ρια διαφορά, διότι εκεί οι διεφθαρμένοι πυρήνες δεν επεκράτησαν κατά κράτος
όπως συνέβη στην Ελλάδα.
Γσχυρές δυνάμεις από τον πνευματικό και ακαδημαϊκό αλλά και από τον πολι
τικό χώρο σε άλλες χώρες αντιτάχθηκαν σ’ αυτή τη λογική του καταναλωτικού
διαφθορείου και γι’ αυτό τα φαινόμενα αυτά υπήρξαν πρόσκαιρα μόνο κυρίαρχα,
δεν επεκράτησαν για σχεδόν μια τεσσαρακονταετία.
Από την άποψη αυτή το πλήγμα και ο διασυρμός που δέχεται σήμερα η χώ
ρα θα λειτουργήσει ως αφύπνιση.
Η μακαριότητα μιας ψευδεπίγραφης ευμάρειας και ευδαιμονίας ανατρέπεται
και μαζί της ανατρέπονται και τα είδωλα του καταναλωτισμού και της ασύδοτης
ιδιοτέλειας, ενώ ο μέσος Έλληνας ξαναμαθαίνει να αποδίδει ευθύνες και να απαι
τεί κυρώσεις.
Σαφέστατα με βαρύτατο τίμημα, αλλά αυτό αποτελεί και την προϋπόθεση για
να παύσουμε να είμαστε επιεικείς και «φιλάνθρωποι» απέναντι στους ολετήρες
του έθνους, που κατηύθυναν για τριάντα οκτώ χρόνια τις τύχες του.
Η συγνώμη έχει ως προαπαιτούμενό της τη μεταμέλεια. Ποιος από τους κυρί
ους αυτούς πράγματι μεταμελήθηκε; Ο Τσοχατζόπουλος, ο Παπανδρέου, ο Μη-
τσοτάκης, ο Βουλγαράκης, ο Πάγκαλος, ο Βενιζέλος, ο Σημίτης, οι υμνητές τον
Η ΜΑΥΡΗ ΒΙΒΛΟΣ ΤΗΣ ΤΡΙΑΝΤΑΟΚΤΑΧΡΟΝΗΣ ΑΘΛΙΟΤΗΤΑΣ ______________________ 175