You are on page 1of 9

ΕΙΚΟΣΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Το ελληνικό επιχειρηματικό «δαιμόνιο»:


μύθος και πραγματικότητα

Σ τ η ν ΕΛΛΑΔΑ ουδέποτε ξεκαθαρίστηκε η έννοια της επιχειρηματικότητας ή,


ακριβέστερα, η έννοια της παραγωγικής επιχειρηματικότητας.
Συνέπεια αυτού που εγώ έχω αποκαλέσει «νόθα αστικοποίηση» και του συνα­
κόλουθου εμπορομεσολαβητικού χαρακτήρα της οικονομίας, αλλά και της αμά­
θειας των από καθέδρας οικονομολόγων και οικονομολογούντων ελευθέρας βο-
σκής όλων των κατηγοριών.
Ακριβώς γι’ αυτό και η έννοια της παραγωγικής επένδυσης παραμένει αδιευ­
κρίνιστη μέχρι των ημερών μας και ο κάθε μεταπράτης χαρακτηρίζεται ως επιχει­
ρηματίας.
Δεν τίθεται ζήτημα ότι η νόθα αστική ελίτ, που κυριάρχησε μετά την Επα­
νάσταση του 1821 , είχε κάθε λόγο η οικονομία να λειτουργεί «εν υπαναπτύ-
ξει», διότι σ’ αυτό το πλαίσιο κατοχύρωνε τα εμπορομεσολαβητικά συμφέρο-
ντά της.
Ο διαχρονικός μύθος περί «Ψωροκώσταινας» δηλαδή της φτωχής και καταδι­
κασμένης σε φτώχεια Ελλάδας, λόγω απουσίας πρώτων υλών και φυσικού πλού­
του, ήταν το ιδεολογικό επιστέγασμα αυτής ακριβώς της οικονομικής «λογικής».
Ο Μπάτσης, γόνος και αυτός της νόθας αστικής ελίτ, που τόλμησε 120 χρόνια
μετά να αμφισβητήσει αυτόν το μύθο και να αποδείξει με στοιχεία το αντίθετο,
στήθηκε στον τοίχο.
Αποτέλεσμα είναι ότι η ελληνική βιομηχανική παραγωγή μέχρι το τέλος του
19ου αιώνα παρέμεινε στα σπάργανα. «Παρ’ ημίν η παραγωγή συντελείται εισέτι
διά της απλής τέχνης του χειρώνακτος ως και εν τη λοιπή Μέση Ανατολή», διαπί­
στωναν οι λίγοι θαρραλέοι και έντιμοι οικονομολόγοι της εποχής.
Κι αυτό όταν στην Αίγυπτο ένας Μωχάμετ Αλη με τη βοήθεια των εκεί Ελλή­
νων «πρωτοκλασάτων», όπως αποκλήθηκαν, είχε ήδη πραγματοποιήσει σημαντι­
κότατα βήματα εκβιομηχάνισης στη χώρα του.
Σε άλλο κεφάλαιο αυτής της εργασίας εξετάζουμε αναλυτικά τα της εξέλιξης
της βιομηχανίας και του σχηματισμού παραγωγικού κεφαλαίου μετά τη Μικρασια­
τική Καταστροφή και μέχρι των ημερών μας.
Η οπτική του παρόντος κεφαλαίου αναφέρεται στη διερεύνηση του αν στο εσω­
τερικό της χώρας αναπτύχθηκε γνήσια επιχειρηματική νοοτροπία ή όχι.
Υπογραμμίζω στο εσωτερικό, διότι στο εξωτερικό επίπεδο, κυρίως στη ναυτι-
168 _________________________________________________________________ ΒΑΣΙΛΗΣ ΦΙΛΙΑΣ

λία και όχι μόνο, αναδείχθηκαν πάμπολλοι και σημαντικότατοι'Ελληνες επιχειρημα­


τίες, αλλά -και αυτό είναι το κρίσιμο- σε ξένα οικονομικά περιβάλλοντα.

* * *

Στο σημείο αυτό επιβάλλεται η διευκρίνιση της έννοιας της επιχειρηματικότη­


τας επιστημονικά και όχι με την επικρατούσα εν Ελλάδι χρησιμοποίηση του όρου,
στην οποία ήδη αναφερθήκαμε.
Επιχειρηματικότητα υπάρχει όταν συνδυάζονται οι συντελεστές της παραγω­
γής"-κεφάλαιο, εργασία και έδαφος- για την παραγωγή ενός ή περισσότερων
προϊόντων με στόχο να διατεθούν στην αγορά με κέρδος. Επομένως ο επιχειρη­
ματίας:
- Πρέπει να εξασφαλίσει τα χρηματικά εκείνα μέσα που είναι αναγκαία για την
πραγματοποίηση της επένδυσης (προσωπικά ή μέσω δανεισμού),
- Πρέπει να συνδυάσει με τρόπο επιτυχή τους παράγοντες της παραγωγής,
ώστε να ελαχιστοποιήσει το κόστος παραγωγής, που του εξασφαλίζει αντα­
γωνιστικό πλεονέκτημα,
- Πρέπει, τέλος, να κάνει έρευνα αγοράς για να διαπιστώσει ποια είναι τα πε­
ριθώρια διάθεσης των προϊόντων του.
Είναι δεδομένο ότι η όλη διαδικασία αφενός βασίζεται σε μια δημιουργική αντί­
ληψη (creative έλεγε ο Πέτερ Σούμπετερ), αφετέρου συνεπάγεται την ανάληψη
«ρίσκου», επιχειρηματικού κινδύνου.
Στο πλαίσιο μιας καπιταλιστικής οικονομίας όλα αυτά τα στοιχεία συνυπάρ­
χουν και συνδυάζονται σε οποιαδήποτε επενδυτική επιχειρηματική δραστηριό­
τητα.
Ερωτάται γιατί η τόση εμμονή στη βιομηχανική επιχειρηματική δραστηριότη­
τα και όχι στην εμπορική επιχειρηματική δραστηριότητα.
Διότι η βιομηχανική ενεργοποιεί τους μηχανισμούς συσσώρευσης κεφαλαί­
ου και διευρύνει την παραγωγική βάση της οικονομίας*.

* * *

Με το δεδομένο αυτό ας εξετάσουμε τα στοιχεία όσον αφορά στην επενδυτ.-


κή νοοτροπία στη χώρα μας όπως είναι πραγματικά και όχι όπως την εμφανίζον
οι οικονομολογούντες των τηλεοπτικών παραθύρων και οι εκπρόσωποι του ΣΕΞ
Δεδομένα τα οποία αβίαστα προκύπτουν από τη μελέτη της οικονομικής ιστορία;
του τόπου τα τελευταία 80 χρόνια, αλλά προσωπικά γνωρίζω και από τη θητε.:
μου στον Οργανισμό Βιομηχανικής Ανάπτυξης, όπου συμμετείχα ως οικονομολ.

* Βλέπε επ’ αυτού αναλυτικά: Β. Φίλια, «Το πρόβλημα του σχηματισμού παραγωγικού κεφc
λαίου εις τας υπαναπτύκτους οικονομίας», Αθήνα, 1967.
Η ΜΑΥΡΗ ΒΙΒΛΟΣ ΤΗΣ ΤΡΙΑΝΤΑΟΚΤΑΧΡΟΝΗΣ ΑΘΛΙΟΤΗΤΑΣ ______________________ 169

γος στην έρευνα των κλάδων μεταλλουργίας, πετροχημικών, γεωργικών μηχανών,


χρωμάτων, χυτηρίων κ.ά.
Τα σχετικά συμπεράσματα είναι τα ακόλουθα:
Πρώτον, με ελάχιστες εξαιρέσεις, οι βιομηχανικές επιχειρήσεις στην Ελλάδα
έχουν μια «κρατικοδίαιτη» αντίληψη, με την έννοια ότι θεωρούν ότι το κράτος έχει
υποχρέωση όχι απλώς να τις ενισχύει, αλλά να τις στηρίζει καλύπτοντας όλες τις
ενδεχόμενες απώλειες,
Δεύτερον, οι βιομηχανικές επιχειρήσεις στην Ελλάδα -και πάλι με ελάχιστες
εξαιρέσεις- κινούνται με πολύ περιορισμένα ίδια κεφάλαια και αντλούν τα υπό­
λοιπα από την κεφαλαιαγορά, με δύο καίριες συνέπειες: α) τη σοβαρή επιβάρυν­
ση του επιχειρησιακού κόστους και β) τη μετατόπιση του επιχειρησιακού κινδύ­
νου έτσι ώστε η όποια αποτυχία να βαρύνει τους δανειοδότες,
Τρίτον, οι ελληνικές βιομηχανικές επιχειρήσεις κατά κανόνα δεν κάνουν έρευνα
αγοράς, ώστε να γνωρίζουν τις δυνατότητες απορρόφησης του προϊόντος τους,
Τέταρτον, οι ελληνικές βιομηχανικές επιχειρήσεις παραβλέπουν τους στοιχειώ­
δεις όρους ανταγωνιστικότητας σε σχέση με ομοειδείς επιχειρήσεις του εξωτερι­
κού, με αποτέλεσμα το κόστος παραγωγής τους να είναι υψηλότερο και όταν αί­
ρεται η δασμολογική προστασία -όπως συνέβη με την είσοδό μας στην ΕΟΚ- να
καταποντίζονται.
Γι’ αυτούς όλους τους λόγους η μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων βιομηχάνων
δεν γνωρίζουν ότι οι νόμοι της αγοράς είναι αμείλικτοι και έχουν μια τυχοδιωκτι­
κή αντίληψη του τρόπου λειτουργίας τους. Τυχοδιωκτική που συνίσταται στο ότι
δεν αναπτύσσουν την επιχείρησή τους στη βάση μιας προοπτικής χρόνου, αλλά
με τη λογική του άμεσου προσπορισμού κερδών, μια λογική τελικά «της αρπα-
χτής».
ΓΓ αυτό ακριβώς και στο εσωτερικό της χώρας δεν αναδείχθηκε κανένας βιο-
μήχανος αυτού του τύπου, που οι Αμερικανοί του 19ου αιώνα αποκαλούσαν
«captains of industry» (καπετάνιους της βιομηχανίας). Πρόκειται για «διατονικές»
εμφανίσεις, που έρχονται και παρέρχονται, χωρίς να εμπεδώνουν μια βιομηχανι­
κή υποδομή διάρκειας.
Κλάδοι αιχμής με σοβαρές προϋποθέσεις ανάπτυξης -όπως π.χ. ένδυσης, υπό­
δησης- συνετρίβησαν για όλους αυτούς τους λόγους πολύ πριν εμφανιστεί ο κι­
νεζικός ανταγωνισμός.

* * *

Επιβεβαίωση όλων αυτών αποτελεί η αξιοποίηση των κεφαλαίων του Σχεδίου


Μάρσαλ σε επίπεδο βιομηχανίας.
Τα κεφάλαια που διατέθηκαν αφειδώς προς την κατεύθυνση αυτή, με εξαιρετι­
κά προνομιακούς όρους, κυριολεκτικά κατασπαταλήθηκαν άσκοπα.
Οι ημέτεροι που τα έλαβαν όχι μόνο δεν πραγματοποίησαν επιτυχείς επενδύ-
170 ΒΑΣΙΛΗΣ ΦΙΛΙΑΣ

σεις, αλλά και δεν επέστρεψαν τα κεφάλαια που τους δόθηκαν -οι λεγάμενες «πα­
γωμένες πιστώσεις»- σε κλίμακα της τάξεως του 50%.
Ελάχιστες επιτυχείς και αποδοτικές επιχειρήσεις -όπως π.χ. τα τσιμέντα- έγι­
ναν με αυτά τα κονδύλια.
- Από τις άλλες πολλές κατέληξαν σε άλλου τύπου κερδοσκοπίες, όπως π.χ. η
«Πειραϊκή-Πατραϊκή», που δανείστηκε κεφάλαια του Σχεδίου με επιτόκιο 1%,
τα οποία διοχέτευσε στην Ελβετία και τα δάνεισε με 22%!!!
Δεν είναι λοιπόν ούτε τυχαίο ούτε συμπτωματικό ότι οι όποιες σημαντικές ιδιω­
τικές επενδύσεις μεταπολεμικά έγιναν κατά κανόνα από ξένες επιχειρήσεις, με άξο­
να κυρίως την αξιοποίηση των διαθέσιμων πρώτων υλών (π.χ. του βωξίτη από τους
Ιταλούς).
Οι'Ελληνες βιομήχανοι, ακόμα και εκείνοι που ήρθαν στην κυρίως Ελλάδα με­
τά τη Μικρασιατική Καταστροφή και έδωσαν μια σχετική ώθηση προς την κατεύ­
θυνση της εκβιομηχάνισης της χώρας στο Μεσοπόλεμο, πέραν των όσων ήδη επι-
σημάνθηκαν, έπασχαν ευθύς εξαρχής από «επιδεικτικό καταναλωτισμό».Ένα φαι­
νόμενο που εμφανίζεται στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές οικονομίες στην ώρι­
μη φάση της εξέλιξής τους, στην Ελλάδα όμως -όπως άλλωστε και σε όλες τις χώ­
ρες του υπανάπτυκτου καπιταλισμού- εμφανίζεται στην πρώιμη φάση, με εξαιρε­
τικά αρνητικές συνέπειες. Με την «επιδεικτική κατανάλωση» κατασπαταλάται το
δυνητικό οικονομικό πλεόνασμα, που σημαίνει πρακτικά ότι ο δείκτης επανεπέν-
δυσης είναι πολύ χαμηλός.
Κάτω από αυτές τις προϋποθέσεις η εκβιομηχάνιση παραμένει διαχρονικά σκι­
ώδης και πάντως θεαματικά χαμηλότερη από τις πραγματικές δυνατότητες της χώ­
ρας.
Οι όποιοι αναπτυξιακοί νόμοι και τα όσα περί κινήτρων κατά καιρούς θεσμο­
θετούνται πέφτουν στο κενό, όχι μόνο λόγω του τυχοδιωκτισμού μιας κατά βάση
αντιπαραγωγικής πλουτοκρατίας, αλλά και λόγω μιας απόλυτα αναποτελεσματι­
κής διοικητικής γραφειοκρατίας και μιας στείρας εισπρακτικής πρακτικής του κρά­
τους, που καταπνίγει στα σπάργανα κάθε εκδήλωση γνήσιας επιχειρηματικότη­
τας.
Το ότι η οικοδομή, που σήμερα διεμβολίζεται από τους μνημονιακούς φοροει­
σπράκτορες, αναδείχθηκε ως ο κύριος συντελεστής αυτής της «ανάπτυξης εν υπα-
ναπτύξει» ήταν μια φυσιολογική συνέπεια. Συνέπεια που συνίσταται στην απορ­
ρόφηση όλων των κεφαλαιακών διαθεσίμων, όχι σε παραγωγικές επενδύσεις, αΧ-
λά σε «ντουβάρια».

* * *

Μια από τις μεγάλες προσδοκίες του μεταπολιτευτικού οράματος ήταν η χω­
ρά να έμπαινε σε φάση πραγματικής ανάπτυξης. Μια προσδοκία που καταποντ.-
στηκε μαζί με όλες τις άλλες.
Η ΜΑΥΡΗ ΒΙΒΛΟΣ ΤΗΣ ΤΡΙΑΝΤΑΟΚΤΑΧΡΟΝΗΣ ΑΘΛΙΟΤΗΤΑΣ 171

Οι «προοδευτικοί», «εκσυγχρονιστές», «ανανεωτές» όλων των κατηγοριών που


κράτησαν το πηδάλιο της χώρας απεδείχθησαν απολύτως ανίκανοι να αντιστρέ­
φουν την πορεία της χώρας προς το σημείο μηδέν, που έχει φτάσει σήμερα.
Μεγαλόστομοι και κομπορρήμονες κρετίνοι, όχι μόνο δεν πέτυχαν ούτε ένα
βήμα προς την κατεύθυνση της αξιοποίησης των παραγωγικών δυνατοτήτων της
χώρας, αλλά δεν είχαν τη στοιχειώδη νοημοσύνη να αντιληφθούν τους κινδύνους
που προέκυπταν από τη λεγάμενη παγκοσμιοποίηση και την είσοδο της χώρας
στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Αποτέλεσμα ήταν η εξαγορά από τους ξένους όλων των υγιών βιομηχανικών
επιχειρήσεων, ο αφελληνισμός και η διόγκωση του αντιπαραγωγικού πλουτοκρα­
τικού στρώματος, με μεγάλη συμμετοχή της πολιτικής «ελίτ», που βρέθηκε με τερά­
στιες περιουσίες σε ακίνητα και πολυτελή μέσα διαβίωσης όλων των κατηγοριών;
Εκ των υστέρων και πολύ αργά εκπέμπουν το μήνυμα «δεν παράγουμε τίπο­
τα», για να δικαιολογήσουν την άνευ όρων εξώνηση του δημόσιου πλούτου της
χώρας στους μνημονιακούς «σωτήρες» μας.
Αυτοί οι κυρίως υπεύθυνοι για την πτωτική και αδιεξοδική πορεία της οικονο­
μίας μαζί με τους οικονομικούς λυμεώνες που τους στηρίζουν και τους περιβάλ­
λουν, αυτοί που συνέβαλαν στη γιγάντωση του παρασιτισμού στη χώρα τολμούν
να κουνάνε το δάχτυλο απειλητικά στο λαό «αν δεν συμμορφωθεί προς τας υπο­
δείξεις» του διεθνούς τοκογλυφικού συνασπισμού.
Αυτοί που στο όνομα της Δημοκρατίας κατέστρεψαν τη Δημοκρατία και πα­
ραβίασαν και παραβιάζουν το Σύνταγμα και βαρύνονται για χαμερπή ιδιοτέλεια
θα απολογηθούν μια μέρα -θέλουν δεν θέλουν- για ό,τι έπραξαν ή παρέλειψαν
να κάνουν εις βάρος της οικονομίας και των συμφερόντων του λαού.
ΕΙΚΟΣΤΟ ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Υηερκαταναλωτισμός και ιδιωτική υπερχρέωση

Κ αΤΗΓΟΡΕΙΤΑΙ ΣΗΜΕΡΑ ο ελληνικός λαός από τους ξένους «εταίρους» μας και
τους υπέρβαρους πολιτικούς ηγέτες ότι διαμόρφωσε έναν τρόπο ζωής πάνω από
τις δυνατότητες της πραγματικής οικονομίας.
Η κατηγορία εις βάρος του ελληνικού λαού είναι αστήρικτη και ασύστολη από
πλευράς απόδοσης ευθυνών· παραμένει, όμως, το γεγονός ότι η χώρα στα τριά­
ντα οκτώ χρόνια της μεταπολίτευσης έζησε πάνω από τις δυνατότητες της πραγ­
ματικής οικονομίας.
Ήδη στις αρχές της δεκαετίας του ’80 ο αείμνηστος Σάκης Καράγιωργας δια­
κήρυσσε σε όλους τους τόνους ότι «τρώμε το ψωμί του μέλλοντος» και ορισμένοι
σώφρονες και σκεπτόμενοι πανεπιστημιακοί, μεταξύ των οποίων και εγώ από κα-
θέδρας, αλλά και με άρθρα στον καθημερινό Τύπο, προειδοποιούσαμε για τους
διαφαινόμενους κινδύνους μιας μελλοντικής οικονομικής κατάρρευσης, όχι όμως
μόνο, ούτε κυρίως λόγω της ιδιωτικής υπερκατανάλωσης, αλλά βασικά και πρω­
ταρχικά λόγω δημοσιονομικού οργίου, της κρατικής σπατάλης και της αλματώ­
δους αύξησης του κόστους των κρατικών προμηθειών ως συνέπεια των παράνο­
μων «δοσιμάτων» (μίζες) στα κυβερνητικά στελέχη και σε υψηλόβαθμους διοικη­
τικούς παράγοντες.
Όχι μόνο δεν εισακουσθήκαμε, αλλά και κατηγορηθήκαμε ότι οι επισημάνσεις
μας αυτές είχαν κίνητρα «αντιπολιτευτικά».
Το σύνθημα «Τσοβόλα, δώσ’ τα όλα» εξέφραζε την οικονομική «λογική» της
πολιτικής των ανοικτών θυρών, που ακολούθησαν ιδιαίτερα οι κυβερνήσεις της
«αλλαγής», αλλά και οι κυβερνήσεις της λεγάμενης Κεντροδεξιάς.

* * *

Το εύρος της ιδιωτικής υπερκατανάλωσης δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση Λ .a


αγνοηθεί, διότι συνιστά μια από τις βασικές παραμέτρους που συνέθεσαν το χροΛ
κό του προαναγγελθέντος θανάτου της οικονομίας· πρέπει, όμως να ερμηνευθεί.
Είπαν, πολλοί «σοφοί» άνδρες, ότι ο υπερκαταναλωτισμός του Έλληνα οφείλε­
ται στο αποκτηθέν «σύνδρομο της Κατοχής», δηλαδή είναι απότοκος των δίσ;
κτων χρόνων του πολέμου και της μεγάλης οικονομικής δυσπραγίας των λαϊκν, -ι
στρωμάτων στην εικοσαετία ’45-’65, που οδήγησε στην εξωτερική μετανάστε.
ση.
Η ΜΑΥΡΗ ΒΙΒΛΟΣ ΤΗΣ ΤΡΙΑΝΤΑΟΚΤΑΧΡΟΝΗΣ ΑΘΛΙΟΤΗΤΑΣ 173

Η «ερμηνεία» αυτή είναι κατ’ επιεική διατύπωση ανόητη. Ξεκινάει και καταλή­
γει σε ψυχολογικά στοιχεία, που υποτίθεται ότι διαμόρφωσαν νοοτροπία και συ­
μπεριφορά του Έλληνα μεταπολεμικά.
Η σαθρότητα του επιχειρήματος αποδεικνύεται όταν ληφθεί υπόψη: πρώτον,
ότι το φαινόμενο του υπερκαταναλωτισμού δεν είναι μόνο ελληνικό, αλλά αφορά
σε όλες τις χώρες καπιταλιστικής ανάπτυξης και, δεύτερον, ότι ο υπερκαταναλω-
τισμός χαρακτηρίζει παντού κυρίως τα νεοπαγή μικροαστικά στρώματα, που ανα­
πτύχθηκαν και διευρύνθηκαν μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Στρώματα κοινωνικά ανασφαλή, όπου η απόκτηση περιουσιακών στοιχείων
και πραγμάτων λειτουργεί ως στοιχείο κοινωνικής επιβεβαίωσης και περιωπής
(status), κάτι που γνωρίζουμε από τις έξοχες αναλύσεις του Μαρξ, του Μαξ Σέ-
λερ, του'Εριχ Φρομ κ.ά., που μίλησαν για «φετιχισμό του εμπορεύματος».
Το κρίσιμο ερώτημα όμως είναι εάν η κλίμακα του υπερκαταναλωτισμού παρα­
μένει σε κάποια «φυσικά» όρια ή αν και γιατί παίρνει παθολογικές διαστάσεις.
Τα φυσικά όρια καθορίζονται από την κάλυψη «δευτερογενών», δηλαδή μη επι-
βιωτικών αναγκών, που αναμφισβήτητα καλύπτουν ένα ευρύτατο φάσμα, που
ασφαλώς συνδέεται με το επίπεδο ευημερίας ατόμων, ομάδων και κοινωνιών.
Όμως, ο υπερκαταναλωτισμός που παίρνει το χαρακτήρα φρενίτιδας και απο-
τέλεσε βασικό χαρακτηριστικό των μεταπολεμικών «κοινωνιών αφθονίας» είναι
απότοκος μιας κατευθυνόμενης εκμαθημένης συμπεριφοράς.
Μιας συμπεριφοράς που εξυπηρετεί την ταχύρρυθμη εμπορική ανακύκλωση,
που εξασφαλίζει την ασταμάτητη ροή κέρδους. Μιας συμπεριφοράς στην οποία
εξωθείται ο καταναλωτής αφενός με τη διαφήμιση -commercial την αποκαλούν
οι Αμερικανοί-, αφετέρου με την παροχή χρηματοπιστωτικών «διευκολύνσεων»,
που και πάλι διευρύνουν τον τραπεζικό κύκλο εργασιών, άρα τα τραπεζικά κέρ­
δη.
Το λεγόμενο «πλαστικό χρήμα» έχει ακριβώς αυτή την αποστολή, που οδηγεί
στην υπερχρέωση όλων εκείνων των ανθρώπων που το οικονομικό τους επίπεδο
είναι χαμηλότερο από τις προσδοκίες τους.
Φαινόμενο παγκόσμιο, όχι μόνο ελληνικό, με δείκτες υπερχρέωσης σε πολλές
χώρες πολύ υψηλότερους από εκείνους της Ελλάδας.
Δεν είναι τόσο η διάσταση του φαινομένου που χαρακτηρίζει την ελληνική πε­
ρίπτωση όσο η δυσαναλογία μεταξύ της οικονομικής βάσης των δανειζομένων και
του ύψους του δανεισμού και μια ψευδαισθητική αντίληψη ευημερίας, που εδραιώ­
θηκαν ως συνέπεια αυτής της δυνατότητας προσφυγής στις τράπεζες.
Μια ψευδαισθητική αντίληψη που η γενίκευσή της οφείλεται όχι μόνο στα κα­
ταναλωτικά δάνεια όλων των κατηγοριών -στεγαστικά, «διακοπών», σπουδαστι­
κά κ,λπ. κ.λπ.- αλλά και στα επιχειρηματικά δάνεια, που επέτρεψαν παράτολμα
και αμελέτητα εγχειρήματα κάθε είδους, που είχαν ως παράπλευρη συνέπεια την
εκτίναξη των ενοικίων στις εμπορικές και βιομηχανικές ζώνες σε δυσβάσταχτα
ύψη.
174 ΒΑΣΙΛΗΣ ΦΙΛΙΑΣ

Η ευθύνη των τραπεζών για την εξέλιξη αυτή είναι ασύγκριτα μεγαλύτερη από
εκείνη των πέΧατωντοως'.’Μέπιεστικό τρόπο -τηλεφωνήματα, διαφημιστικά φυλ-
λάδια, τηΧεοπτικές διαφημίσεις κ.λπ.- οι τράπεζες ωθούσαν τον κόσμο να δανεί­
ζεται και τούτο διότι με τη διαδικασία αυτή εξασφάλιζαν υπέρογκα κέρδη.
Ανεξαρτήτως ευθυνών, το αποτέλεσμα δεν ήταν μόνο μια πλασματική διόγκω­
ση της ζήτησης καταναλωτικών προϊόντων διάρκειας (π.χ. αυτοκινήτων), αλλά
και γενικότερα των εισαγωγών.
Ένας ανταγωνισμός γοήτρου με άξονα την καταναλωτική επίδειξη της πολιτι­
κής νομενκλατούρας, της παρασιτικής κεφαλαιοκρατίας και των «προσωπικοτή­
των» της «σόου μπίζνες» λειτούργησαν ως μηχανισμοί επιδημικής επιμόλυνσης,
που αμαύρωσε συνολικά την ελληνική κοινωνία.
Την αμαύρωσε ενώ παράλληλα στέρησε από την παραγωγή το μεγαλύτερο μέ­
ρος του οικονομικού πλεονάσματος, που «επενδυόταν» σε κατοικίες εξωφρενικής
χλιδής, πολυτελή κότερα, πισίνες κ.ο.κ.
Μια τάξη ανθρώπων που ανάμεσά τους δημιουργήθηκε ένας ιστός αλληλοϋ-
ποστήριξης, που πέτυχε να τους βοηθά στη φοροδιαφυγή και γενικότερα στην
αποφυγή της εκπλήρωσης κάθε υποχρέωσης απέναντι στο κράτος.
Σ ' αυτούς προστέθηκαν μεγαλοεργολάβοι, μεγαλογιατροί, μεγαλοδικηγόροι,
«επιχειρηματίες» της νύχτας, αλλά και μεγιστάνες των ΜΜΕ, που όλοι μαζί συνέ­
θεσαν την «καλή κοινωνία» της χώρας.
Όπως το κακό νόμισμα εκτοπίζει το καλό (νόμος του Γκρέσαμ), έτσι ο κόσμος
αυτός εξετόπισε και εξουδετέρωσε τα υγιή κύτταρα της κοινωνίας, και αυτό συνι-
στά την κύρια διαφορά, με ανάλογα φαινόμενα στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Κύ­
ρια διαφορά, διότι εκεί οι διεφθαρμένοι πυρήνες δεν επεκράτησαν κατά κράτος
όπως συνέβη στην Ελλάδα.
Γσχυρές δυνάμεις από τον πνευματικό και ακαδημαϊκό αλλά και από τον πολι­
τικό χώρο σε άλλες χώρες αντιτάχθηκαν σ’ αυτή τη λογική του καταναλωτικού
διαφθορείου και γι’ αυτό τα φαινόμενα αυτά υπήρξαν πρόσκαιρα μόνο κυρίαρχα,
δεν επεκράτησαν για σχεδόν μια τεσσαρακονταετία.
Από την άποψη αυτή το πλήγμα και ο διασυρμός που δέχεται σήμερα η χώ­
ρα θα λειτουργήσει ως αφύπνιση.
Η μακαριότητα μιας ψευδεπίγραφης ευμάρειας και ευδαιμονίας ανατρέπεται
και μαζί της ανατρέπονται και τα είδωλα του καταναλωτισμού και της ασύδοτης
ιδιοτέλειας, ενώ ο μέσος Έλληνας ξαναμαθαίνει να αποδίδει ευθύνες και να απαι­
τεί κυρώσεις.
Σαφέστατα με βαρύτατο τίμημα, αλλά αυτό αποτελεί και την προϋπόθεση για
να παύσουμε να είμαστε επιεικείς και «φιλάνθρωποι» απέναντι στους ολετήρες
του έθνους, που κατηύθυναν για τριάντα οκτώ χρόνια τις τύχες του.
Η συγνώμη έχει ως προαπαιτούμενό της τη μεταμέλεια. Ποιος από τους κυρί­
ους αυτούς πράγματι μεταμελήθηκε; Ο Τσοχατζόπουλος, ο Παπανδρέου, ο Μη-
τσοτάκης, ο Βουλγαράκης, ο Πάγκαλος, ο Βενιζέλος, ο Σημίτης, οι υμνητές τον
Η ΜΑΥΡΗ ΒΙΒΛΟΣ ΤΗΣ ΤΡΙΑΝΤΑΟΚΤΑΧΡΟΝΗΣ ΑΘΛΙΟΤΗΤΑΣ ______________________ 175

Σχεδίου Ανάν, οι ιδιοκτήτες των «οφ-σορ» εταιρειών, οι εργολάβοι και υπεργολά-


βοι των ολυμπιακών έργων, οι άρχοντες του νυχτερινού υποκόσμου, οι ζάπλουτοι
θαμώνες των βαρελάδικων και των σκυλάδικων; Όλοι ανεξαιρέτως, θρασύτεροι πι­
θήκων, πλένουν όπως ο Πόντιος Πιλάτος τα χέρια τους για να απαλλαγουν της ευ­
θύνης, «του αίματος του αθώου τούτου», του ελληνικού λαού, που όλοι αυτοί οδή­
γησαν στο χείλος της αβύσσου εκμεταλλευόμενοι την άγνοια και την αμάθειά του.
Το ασυγχώρητο όμως πάνω απ’ όλα και πριν απ’ όλα είναι ότι όλοι αυτοί κα­
τέστρεψαν τα όνειρα και κατέλυσαν την ελπίδα του λαού στη μεταπολίτευση.
Ο λαός π.χ. το 1981 ήταν πρόθυμος για κάθε θυσία για να ξανασταθεί η Ελλά­
δα στα πόδια της. Ακολούθησαν τα χρόνια της μεγάλης απογοήτευσης, η έναρ­
ξη του μεγάλου φαγοποτιού και της κλεπτοκρατίας.
Είναι ακριβώς τότε, που ψυχολογικά ο υπερκαταναλωτισμός των λαϊκών στρω­
μάτων αρχίζει να λειτουργεί ως υποκατάστατο και υπεραναπλήρωση για ένα ακό­
μα χαμένο όνειρο. Αλλη μια ιδιοτυπία της ελληνικής περίπτωσης· μια φυγή στην
ουτοπία του έχειν και κατέχειν, όπως έλεγε ο'Εριχ Φρομ.
Όμως η κοινωνική παθολογία στη μεταπολιτευτική περίοδο εκφράζεται, όσο
σε τίποτε άλλο, και σ’ αυτό που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε «κυνήγι της τύ­
χης». Απότοκος και αυτό μιας εικονικής και ψευδαισθητικής αντίληψης της πραγ­
ματικότητας, που καλλιεργήθηκε εκ των άνω για να λειτουργεί μαζί με τον υπερ-
καταναλωτισμό ως όπιο του λαού, ο τζόγος έγινε εθνικό σπορ των Ελλήνων.
Δεν είναι μόνο τα οκτώ καζίνα -αριθμός που μόνο στο Λας Βέγκας έχει το αντί­
στοιχό του-, δεν είναι οι καθημερινές λαχειοφόρες κληρώσεις, όπου το Υπουργείο
«Πολιτισμού» προΐσταται και κατευθύνει, είναι και τα εκατοντάδες εκατομμύρια
που παίζονται ιδιωτικά από τη μια άκρη της Ελλάδας ως την άλλη, κάθε μήνα.
Τραγικό και θλιβερό υποκατάσταστο μιας ζωής που γίνεται κάθε μέρα και
πιο ανοηματική, χωρίς την παραμικρή έξαρση και ανάταση. Μιας ζωής για την
οποία την ευθύνη έχουν πρωταρχικά και κύρια οι εξαχρειωμένες ηγεσίες της χώ­
ρας, που διέσυραν συστηματικά τα ιερά και τα όσια του ελληνικού λαού.
Άλλωστε, στο ίδιο πλαίσιο και για τους ίδιους λόγους, διαμορφώνεται το φαι­
νόμενο της «μελλοντολογίας», με καφετζούδες, χαρτορίχτρες, μέντιουμ και άλλα
υποκείμενα, που εμπορεύονται την ελπίδα, τις φοβίες, τις ανασφάλειες και τα αδιέ­
ξοδα των ταπεινωμένων και καταφρονεμένων.

You might also like