Professional Documents
Culture Documents
Κοινοποιήστε το άρθρο! 0 0
Το 1936 η Ιταλία κατέλαβε την Αβησσυνία. Της επεβλήθησαν διεθνείς κυρώσεις που την
έφεραν σε απομόνωση. Για να πετύχει τις κατακτητικές της βλέψεις στράφηκε προς τη
Χιτλερική Γερμανία.
Πρώτος ο Μουσολίνι την 1 Νοε 1936 μίλησε για «Άξονα» που δεν αποτελεί διαχωριστική
γραμμή αλλά που ενώνει τα δύο έθνη και επί του οποίου μπορούν να στηριχθούν και
άλλα κράτη.
Στις 6 Απριλίου 1939 Ιταλικό τελεσίγραφο προς την Αλβανία με απαράδεκτους όρους,
μεταξύ των οποίων και «προσωρινή» στάθμευση Ιταλικών στρατευμάτων απορρίπτεται.
Την επομένη 7 Απρ 1939 Ιταλικά στρατεύματα αποβιβάζονται και καταλαμβάνουν την
Αλβανία, ο βασιλιάς της οποίας Ζώγου και η κυβέρνησή του καταφεύγουν στην Ελλάδα
(Πήλιο).
Η Αγγλία και η Γαλλία διαμαρτύρονται και δεν ικανοποιούνται από τη διαβεβαίωση του
Υπουργού των Εξωτερικών της Ιταλίας Τσιάνο, ότι « η κατοχή είναι προσωρινή μέχρι
αποκαταστάσεως της τάξεως…» επειδή φοβούνται παρόμοια αιφνιδιαστικά γεγονότα στο
χώρο της Βαλκανικής.
Γι’ αυτό και οι Πρωθυπουργοί της Αγγλίας και της Γαλλίας (Τσάμπερλαιν και Νταλαντιέ)
σπεύδουν στις 13 Απρ 1939 με επίσημες δηλώσεις να εγγυηθούν την ανεξαρτησία και
την ακεραιότητα της Ελλάδας και της Ρουμανίας.
Αντίθετα η Γερμανία έκρινε την Ιταλική εισβολή στην Αλβανία δίκαιη και νόμιμη, γι’ αυτό
και ήταν αντίθετη σε κάθε σκέψη των Δυτικών Δυνάμεων για ενδεχόμενη επέμβασή τους.
Είναι φανερή πλέον η επιδίωξη των Ιταλικών φασιστικών ηγετών για αναβίωση της
Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και κυριαρχίας των Ιταλών στη Μεσόγειο, την οποία με
κομπασμό αποκαλούν «Μare Νοstrum» (Θάλασσά μας).
Στο μεταξύ στις 3 Σεπτεμβρίου 1939 κηρύχθηκε, ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος στην
Ευρώπη, με αντιπάλους συνασπισμούς τις «Δυνάμεις του Άξονα» (Γερμανία – Ιταλία) και
τις «Δυτικές Δυνάμεις» (Γαλλία – Μεγάλη Βρετανία).
Μέχρι το τέλος Ιουνίου 1940, η Γερμανία με κεραυνοβόλες πολεμικές επιχειρήσεις είχε
καταλάβει την Πολωνία (1 Σεπ 1939), Δανία (Απρ 1940), Νορβηγία (Μαϊ 1940), Ολλανδία
(Μαϊ 1940), Βέλγιο (Μαϊ 1940), Λουξεμβούργο (Μαϊ 1940) και Γαλλία (Ιουν 1940) και είχε
εμπεδώσει την παγκόσμια φήμη της για το αήττητο του Γερμανικού Στρατού και των
Δυνάμεων του Άξονα γενικότερα.
Είχαν βεβαίως προηγηθεί λόγω της μυωπικής πολιτικής των Δυτικών Δυνάμεων, οι
βίαιες προσαρτήσεις στη Γερμανία, της Αυστρίας (Φεβ 1938) και της Τσεχοσλοβακίας
(Σεπ 1938). Η Μεγάλη Βρετανία έχει απομείνει μόνη της και απειλείται με εισβολή στο
έδαφός της. Στην Αφρική τα στρατεύματά της, πιεζόμενα από τους Ιταλούς αμύνονται στο
Σίντι Μπαράνι και Μάρσα Ματρούχ της Δυτικής Αιγύπτου. Από τα Βαλκανικά Κράτη:
Η Τουρκία με την καιροσκοπική της πολιτική πετυχαίνει την ουδετερότητά της
(Επιτήδειος Ουδέτερος).
Η Βουλγαρία με την εφεκτική πολιτική της δεν κρύβει τη φιλική της διάθεση προς
τις δυνάμεις του Άξονα, όπως και η Γιουγκοσλαβία.
Η Ρουμανία παραιτείται από την Αγγλική εγγύηση προστασίας και διαδηλώνει ότι
θα συνεργασθεί με τον Άξονα.
Τέλος, στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, ο Πρόεδρος Ρούσβελτ καθόρισε στις 12 Οκτ
1940 τους δύο βασικούς άξονες της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ. Πρώτο η προάσπιση
δια των Αμερικανικών Δυνάμεων ολόκληρου του δυτικού ημισφαιρίου και δεύτερο η
συνέχιση παροχής παντός είδους βοήθειας προς την Μ. Βρετανία, πλην στρατευμάτων.
Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ
Μετά την κατάληψη της Αλβανίας (Απρ 1939) από τη φασιστική Ιταλία, η στρατηγική
κατάσταση στον Ελληνικό χώρο ανατράπηκε. Η στρατηγική ιδέα «Μόνοι εναντίον των
Βουλγάρων μόνων, με την πρωτοβουλία του πολέμου στους Βουλγάρους», που ήταν
μέχρι τότε παραδεκτή, έπαψε να ισχύει. Έτσι το Ελληνικό Γενικό Επιτελείο Στρατού
αναγκάσθηκε να προβεί στην εκπόνηση του Πολεμικού Σχεδίου ΙΒ, για να
αντιμετωπισθούν δύο πλέον αντίπαλοι (Ιταλία και Βουλγαρία), που ενδεχόμενα θα
ενεργούσαν ταυτόχρονα κατά της Ελλάδας, καθώς και στη σύνταξη των παραλλαγών
αυτού, ΙΒα και ΙΒβ. Λεπτομερέστερα:
Το σχέδιο ΙΒ κάλυπτε τον κορμό της Ελλάδας και είχε αμυντική τοποθεσία τη
γραμμή Αλιάκμονας – Βενέτικος – Ζυγός Μετσόβου – Άραχθος (γραμμή ΙΒ).
Το σχέδιο ΙΒα κάλυπτε όλο το εθνικό έδαφος και είχε αμυντική τοποθεσία σχεδόν
τη γραμμή των συνόρων (γραμμή ΙΒα).
Το σχέδιο ΙΒβ κάλυπτε το μεγαλύτερο μέρος του εθνικού εδάφους και είχε
αμυντική τοποθεσία, μία ενδιάμεση γραμμή μεταξύ των δύο προηγούμενων
τοποθεσιών (γραμμή ΙΒβ).
Με βάση τα σχέδια αυτά τα Δ’ και Ε’ Σώματα Στρατού (ΣΣ), που είχαν την έδρα τους στην
Καβάλα και την Αλεξανδρούπολη αντίστοιχα θα αντιμετώπιζαν τη Βουλγαρική απειλή,
ενώ την απειλή της Ιταλίας από την Αλβανία θα αντιμετώπιζε στο χώρο της Δυτικής
Μακεδονίας το Τμήμα Στρατιάς Δυτικής Μακεδονίας (ΤΣΔΜ), που είχε έδρα την Κοζάνη,
με τα Β’ και Γ’ ΣΣ, εδρεύοντα στη Λάρισα και Θεσσαλονίκη αντίστοιχα και στο χώρο της
Ηπείρου η ανεξάρτητη ενισχυμένη8η Μεραρχία με έδρα τα Ιωάννινα, ενώ στον ενδιάμεσο
χώρο της Πίνδου, σαν σύνδεσμος των τμημάτων θεάτρων επιχειρήσεων Δυτικής
Μακεδονίας και Ηπείρου θα ενεργούσε, υπό το ΤΣΔΜ, το απόσπασμα Πίνδου με έδρα το
Επταχώρι. Το Α’ ΣΣ θα παρέμενε αρχικά στην Αθήνα.
Συνολικά η Ελλάδα την εξεταζόμενη περίοδο διέθετε 5 Διοικήσεις Σωμάτων Στρατού ( Α’-
Β’- Γ’- Δ’ – Έ’) με 14 Μεραρχίες πεζικού, μειωμένης συνθέσεως. Με το σχέδιο
επιστράτευσης προβλεπόταν να αυξηθούν σε 16 ΜΠ, 4 Ταξιαρχίες ΠΖ και 1 Μεραρχία
Ιππικού.
Υπήρχαν τα αναγκαία όπλα και πυρομαχικά αλλά υπήρχαν και σοβαρές ελλείψεις σε
όλμους, αντιαεροπορικό και αντιαρματικό πυροβολικό, άρματα και αεροσκάφη που
οφειλόταν στην αδυναμία εξευρέσεως πηγών προμηθείας από το εξωτερικό.
Υπήρχαν αποθέματα σίτου για αγώνα 50 ημερών, τροφίμων 15 – 17 ημερών, νομής 30
ημερών και καυσίμων 45 ημερών (πλην αεροσκαφών (α/φ) που επαρκούσαν για 25).
Οχήματα υπήρχαν περίπου 600 ενώ οι ανάγκες ξεπερνούσαν τις 7.000.
Η προέλαση εκδηλώθηκε με πυκνές φάλαγγες που έδιναν την εντύπωση πορείας και όχι
μάχης. Προφανώς οι Ιταλοί πίστευαν ότι δεν θα συναντούσαν αντίσταση ή ότι αυτή θα
ήταν μόνο συμβολική για την «τιμή των όπλων». Παράλληλα από 28 09:20
βομβαρδίζονται ο Πειραιάς, ο Ισθμός Κορίνθου και το Τατόι χωρίς σοβαρό αποτέλεσμα
αλλ’ η Πάτρα έχει τίμημα 50 νεκρούς και 100 τραυματίες. Ανθελληνική και προκλητική η
συμπεριφορά της Ιταλικής παροικίας των Πατρών. Ειδοποιημένοι για τον βομβαρδισμό,
κράτησαν το μυστικό για τον εαυτό τους, άλλαξαν κατοικίες τη νύκτα 27/28 και
υποδέχθηκαν την επίθεση με ζητωκραυγές και τραγούδια ενώ παράλληλα εκδήλωναν
ενέργειες σαμποτάζ κατά του εκεί Κέντρου Εκπαιδεύσεως Νεοσύλλεκτων.
Στο μέτωπο τα τμήματα Προκαλύψεως, αφού αντιστάθηκαν στην αρχική επιθετική
δράση, άρχισαν να συμπτύσσονται, σύμφωνα με το σχέδιο, στα ενδιάμεσα προς την
αμυντική τοποθεσία ερείσματα. Ταυτόχρονα τα αποσπάσματα καταστροφών προβαίνουν
στις προβλεπόμενες ανατινάξεις γεφυρών όπως του Δρίνου στα Κτίσματα, του Γόρμπου
καθώς και του Αώου στη Μεσογέφυρα όπου καθηλώνεται φάλαγγα 5-6 Αρμάτων, με
αποτέλεσμα 2 να καταπέσουν στη γέφυρα και 2 να ανατιναχθούν σε παρακείμενο
ναρκοπέδιο. Δεν ανατινάχθηκε, από κακή πυροδότηση, η γέφυρα του Αώου στο Χάνι
Μπουραζάνι.
Μετά το τέλος της πρώτης ημέρας οι Ιταλοί είχαν καταλάβει με τη Μεραρχία «Φερράρα»
τα υψ. Κερασόβου – Δυτ. Δελβινακίου – Χάνι Δελβινάκι – Κοκαλάκι – Μερόπης – γέφυρα
Μπουραζάνι – χ. Καβάσιλα ενώ με τη Μεραρχία «Σιέννα» το χ. Άγιοι Πάντες και τα
υψώματα Βόρεια Φιλιατών. Ο καιρός κατά διαστήματα ήταν νεφελώδης και το βράδυ
βροχερός.
Κατά τη νύκτα 28/29 Οκτ τα συμπτυσσόμενα τμήματα έφθασαν στη γραμμή, από τα
δυτικά προς τα ανατολικά, νότια του ποταμού Καλαμά – Τσιφλίκι – υψ. Παραπόταμου –
Μενίνα – Αμπέλια (Δυτ. Βροσίνας) – Γρίμποβο – Αετόπετρα – Λάβδανη – Σιταριά –
Γόρμπος ποτ. – Γεροπλάτανος – Βίγλα – διάβαση Πεκλάρι (ΒΑ Κόνιτσας) – Κλέφτης.
Οι Ιταλοί τόσο την 1η όσο και την 2η ημέρα κινούνται με διστακτικότητα. Παρά το ότι το
απόγευμα της 28ης έχουν χάσει την επαφή με τα Ελληνικά τμήματα , μόλις στις 10.00 της
29ης εκδηλώνουν κινήσεις μικρών φαλάγγων στις περιοχές Γεροπλάτανος, Βύσανη και
Χάνι Δελβινάκι. Στις 16:00 μηχανοκίνητη φάλαγγα που κινήθηκε από το Χάνι Τζεραβίνας,
βλήθηκε από το ελληνικό πυροβολικό και αναγκάσθηκε να καλυφθεί πίσω από το Χάνι
Δελβινάκι.
Σ’ όλες τις κατευθύνσεις προέλασης των Ιταλών, η σύμπτυξη των Ελληνικών Τμημάτων
Προκαλύψεως γίνεται κανονικά τις δύο πρώτες ημέρες εκτός από:
Την περιοχή εκβολών του Καλαμά, όπου στις 29 Οκτ. μικρά ιταλικά τμήματα
πεζικού και ιππικού κατόρθωσαν να διαβούν τον Καλαμά και να κινηθούν προς το χ.
Δάφνη, αναγκάσθηκαν όμως να συμπτυχθούν και πάλι Βόρεια του ποταμού, ύστερα
από τοπική επιτυχή αντεπίθεση.
Την Περιοχή Σιταριά – Τζεραβίνα, όπου προσεβλήθησαν τα νώτα του 11/42
τάγματος πεζικού από ιταλικά τμήματα που προηγουμένως είχαν καταλάβει
ανενόχλητα το υψ. Χάβος, γιατί αδικαιολόγητα το είχε εγκαταλείψει η εκεί
εγκατεστημένη διμοιρία. Το τάγμα προσβάλλεται ταυτόχρονα από την εχθρική
Αεροπορία και το πυροβολικό, με αποτέλεσμα να παρατηρηθεί άτακτη σύμπτυξη
μερικών τμημάτων. Η τάξη αποκαταστάθηκε με επέμβαση του τομέα Καλαμά, ο
οποίος ανακατέλαβε το υψ. Χάβος και με δρακόντεια μέτρα της Μεραρχίας
(λειτουργία εκτάκτου στρατοδικείου).
Το τάγμα Προκαλύψεως Κόνιτσας κράτησε τις Θέσεις τον στο υψ. Κλέφτης – διάβαση
Πεκλάρι την 29η Οκτ αφού δεν δέχθηκε ισχυρή πίεση.
Η εχθρική Αεροπορία ήταν λιγότερο δραστήρια την 29 η Οκτ λόγω νεφώσεως.
Βομβαρδίστηκαν όμως τα Ιωάννινα και το Μέτσοβο (4 Νεκροί, 5 Τραυματίες) καθώς και ο
ΣΔ της 8ης ΜΠ στη θέση Βρύση Πασά και αναγκάστηκε να μεταφερθεί στο χ. Πέτσαλι, 10
χιλιόμετρα ΝΑ Καλπακίου.
Τη νύχτα 29/30 Οκτ η 8η ΜΠ αφού πέτυχε να κερδίσει τις δύο μέρες με επιβράδυνση του
εχθρού, πολύ μπροστά από την κύρια Αμυντική Τοποθεσία και επειδή έκρινε ότι η
παραμονή και η φθορά των Τμημάτων Προκαλύψεως μπροστά ήταν άσκοπη, αποφάσισε
και διέταξε όλα τα Προκαλυπτικά τμήματα να μπουν στην τοποθεσία, πράγμα που έγινε
με απόλυτη επιτυχία, αφού όχι μόνο δεν υπήρξε εχθρική πίεση αλλά είχε σχεδόν
επιτευχθεί πλήρης διακοπή της επαφής. Παράλληλα το ΓΕΣ προώθησε από το Αγρίνιο
στην Άρτα και έθεσε στη διάθεση της Μεραρχίας το 39 ° Σύνταγμα Ευζώνων της 3ης ΜΠ.
Οι απώλειες στο διήμερο αγώνα ήταν μικρές, πλην του 11/42 τάγμα πεζικού Δελβινακίου,
που είχε 70 αγνοούμενούς και είχε χάσει μεγάλο μέρος από τα υλικά τον.
Το βράδυ 29 Οκτ. η κατάσταση από Ιταλικής πλευράς είχε ως εξής: Η Μεραρχία
«Φερράρα» προσπαθεί να γεφυρώσει τον Αώο στη Μεσογέφυρα, χωρίς αποτέλεσμα,
λόγω μεγάλης , ταχύτητας ρεύματος. τμήματα της Μεραρχίας «Σιέννα» έφθασαν 3
χιλιόμετρα ΒΔ Κεραμίτσας και Νότια Φιλιατών μέχρι της βόρειας όχθης τον Καλαμά και
υψωμάτων Βρυσέλας.
Συνέχιση του Αγώνα από το πυροβολικό και η Ιταλική Προπαρασκευή της Επίθεσης ( 30,
31 Οκτ και 1 Νοε )
Από το πρωί της 30ης Οκτ οι Ιταλοί ασχολούνται με την επίγεια και εναέρια παρατήρηση,
με τη διευθέτηση των δρομολογίων και την αποκατάσταση τους, για την προώθηση τον
όγκου των δυνάμεών τους προς την τοποθεσία Ελαίας – Καλαμά, τις αναγνωρίσεις και
γενικώς την προπαρασκευή της επίθεσής τους. Η Ιταλική αεροπορία βομβαρδίζει κάθε
πρωί και συνήθως 10.00 – 12.00 τακτικούς στόχους της τοποθεσίας Ελαία – Καλαμάς,
όπως τα υψώματα Γκραμπάλα – Ασσόνισα – Ελαίας – Σουδενών, με ιδιαίτερη
σφοδρότητα στις 31 Οκτ και 1 Νοε γιατί ο καιρός τότε ήταν αίθριος.
Το ελληνικό πυροβολικό, που από πριν είχε μελετήσει και είχε επισημάνει όλες τις
πιθανές θέσεις συγκέντρωσης και ανάπτυξης των εχθρικών δυνάμεων, πέτυχε και τις
τρεις αυτές μέρες, με την εύστοχη βολή τον, να εξαρθρώσει σχεδόν την επιθετική διάταξη
τον Ιταλικού πυροβολικού και των τεθωρακισμένων και να επιφέρει στο πεζικό βαρύτατες
απώλειες. Χαρακτηριστικό είναι το πώς περιγράφει ο στρατηγός Βισκόντι Πράσκα τον
αγώνα της 31 ης Οκτ και την ακρίβεια τον Ελληνικού πυροβολικού:
«Όλη την ημέρα της 31ης Οκτωβρίου οι Φάλαγγες προέλασαν σταθερά κάτω από τα πυρά
τον εχθρικού πυροβολικού, το οποίο ήταν όχι πολύ πυκνό αλλά αρκετά εύστοχο και
αποδείχθηκε εξαιρετικά αποτελεσματικό. Πυροβολαρχίες μέσα σε σπήλαια, τις οποίες δεν
κατόρθωσε ν’ αποκαλύψει ούτε η επίγεια ούτε η εναέρια παρατήρηση χτυπούσαν τα
τμήματα στα σημεία της αναγκαστικής διάβασής τους ή σε ακάλυπτα σημεία που δεν
ήταν δυνατό να παρακαμφθούν και προκαλούσαν απώλειες με το να βάλλουν
προς όλες τις κατευθύνσεις, κατά του μετώπου και των πλευρών των στρατευμάτων
μας».
Τελικά την 1η Νοεμβρίου οι Ιταλοί προώθησαν τα τεθωρακισμένα τους και το πυροβολικό
του ΣΣ, που είχαν μείνει πίσω εξαιτίας των οδικών καταστροφών και της περιορισμένης
αλλά εξαιρετικής δράσεως της Ελληνικής Αεροπορίας και προσπαθούσαν μέχρι το
βράδυ, με τα Τμήματά τους της πρώτης γραμμής να λάβουν την επαφή με την αμυντική
τοποθεσία Ελαίας – Καλαμά, χωρίς όμως και να το κατορθώνουν ολοκληρωτικά.
Στο μεταξύ στις 31 Οκτ το Ελληνικό Ναυτικό με τα αντιτορπιλικά «Ψαρά» και «Σπέτσες»
(διοικητής ο πλοίαρχος Κώνστας), βομβάρδισε θέσεις τον Ιταλικού πυροβολικού στις
περιοχές Κονίσπολη, Σαγιάδες, Σμέρτο, Φιλιάτες με αποτέλεσμα την ανατίναξη
πυρομαχικών στην Κονίσπολη και Σαγιάδα. Ο ενθουσιασμός των Ελληνικών Τμημάτων
από την επιτυχή αυτή δράση τον Ναυτικού υπήρξε μεγάλος και η τόνωση του ηθικού
σημαντική. Πρέπει να τονισθεί ότι η επιχείρηση έγινε ύστερα από επιμονή του
Αρχιστρατήγου και επέμβαση τον Πρωθυπουργού, χωρίς τόσο το ΓΕΝ, όσο και ο
Βρετανός σύνδεσμος στην Αθήνα αντιναύαρχος Τέρλ, θεωρούσαν την παρουσία των
Ελληνικών πολεμικών πλοίων στην περιοχή ως πολύ ριψοκίνδυνη.
Κατά τον ίδιο χρόνο η 8η Μεραρχία αποσύρει τα τμήματά της (1 τάγμα πεζικού, 1
πυροβολαρχία, 1 λόχο πολυβόλων, 2 ουλαμοί πυροβολικού συνοδείας) από την Πρέβεζα
και τα μεταφέρει στον Τομέα Θεσπρωτίας ως ενίσχυση και την 1 η Νοε μεταφέρει άλλο
τάγμα από την Άρτα στα Ιωάννινα ως εφεδρεία. Η Μεραρχία προέβη στις μετακινήσεις
αυτές, ύστερα από πληροφορίες που είχε από το ΓΕΣ σύμφωνα με τις οποίες, οι
πιθανότητες εχθρικής αποβατικής ενέργειας στην περιοχή ήσαν ελάχιστες. Παράλληλα
εξαιτίας της δυσμενούς εξέλιξης της κατάστασης στον τομέα της Πίνδου και της
διείσδυσης των Ιταλών στην περιοχή τον Σμόλικα, προωθεί στο όρος Γκαμήλα ένα τάγμα
πεζικού που της δόθηκε από το ΓΕΣ, για να καλύψει τις διαβάσεις Παπίγγου και
Αστράκας και συμπτύσσει το Απόσπασμα Αώου (τάγμα Προκαλύψεως Κόνιτσας) για να
αποφράξει τις διαβάσεις τον ποταμού Αώου προς τα νότια της περιοχής Βρυσοχώρι και
να συνδεθεί με το Απόσπασμα Μετσόβου (που τέθηκε υπο διοίκηση της 8 ης ΜΠ αντί τον
ΤΣΔΜ από 31 Οκτ) και που βάδιζε από Μέτσοβο προς Βρυσοχώρι.
Το ΓΕΣ εξαιτίας της δυσμενούς εξέλιξης τον αγώνα στην Πίνδο, υπενθυμίζει στην
8η Μεραρχία τη βασική αποστολή της (έμμεση αποδοχή τυχόν απόφασης της Μεραρχίας
για σύμπτυξη), να αποφράξει δηλαδή τον άξονα Ιωάννινα – Μέτσοβο – Καλαμπάκα, πλην
όμως η τελευταία εμμένει στην αρχική της απόφαση να δώσει τον αγώνα στην τοποθεσία
Ελαία – Καλαμάς. Ο διοικητής της 8ης ΜΠ, υποστράτηγος Κατσιμήτρος Χαράλαμπος, με
ολύμπια γαλήνη τη νύκτα 1/2 Νοε στο νέο ΣΔ, στο χ. Πετσάλη, αναμένει την έκβαση της
επικείμενης σύγκρουσης. Η πιο μεγάλη μέρα γι’ αυτόν, για τη σύγχρονη Ελλάδα σε λίγο
ξημερώνει.
Η Μάχη στην Ελαία
Το πρωί της 2ης Νοεμβρίου βρίσκει τον Ιταλικό Στρατό να έχει συμπληρώσει τις
προετοιμασίες του. Στις 08:00 υποκλέπτεται από τον ασύρματο της 8 ης Μεραρχίας ένα
ιταλικό σήμα του διοικητού τον 25 ου ΣΣ προς την ιταλική Αεροπορία, που έλεγε:
«Επωφεληθείτε από την καλή μέρα και χτυπήστε δυνατά τον εχθρό ». Πράγματι στις
09:00 αλλεπάλληλα σμήνη βομβαρδίζουν την τοποθεσία Ελαία – Καλαμάς και ιδιαίτερα τα
υψώματα Γκραμπάλας – Ελαίας – Μονής Βελά. Στις 12:00 περίπου που σταμάτησε η
Αεροπορία, ο βομβαρδισμός συνεχίζεται με μεγαλύτερη πυκνότητα από το ιταλικό
πυροβολικό και ιδιαίτερα στον υποτομέα των Σουδενών και Ελαίας. Δύο χιλιάδες βλήματα
έπεσαν από τις 12:00 ως τις 15.00 αλλά η αποτελεσματικότητα των βλημάτων ήταν
πενιχρή στα χαρακώματα.
Στις 15:00 περίπού οι Φάλαγγες ΣΟΛΙΝΑ και ΤΡΙΤΣΙΟ εξορμούν κατά των υψ.
Γκραμπάλας και ΒΑ της Ελαίας και οι Φάλαγγες ΚΕΝΤΡΙΚΗ και ΣΑΠΙΕΝΤΖΑ κατά Ελαίας
– Νεγράδων και Βροντισμένης παρά την επιβράδυνση και τις απώλειες από τη δράση του
Ελληνικού πυροβολικού. Ιταλική συγκέντρωση 2 ταγμάτων σε μία χαράδρα πλησίον της
Ψηλορράχης επισύρει την συγκεντρωτική βολή του Ελληνικού πυροβολικού στις 13:40 με
αποτέλεσμα τη διάλυση και άτακτη φυγή των Ιταλών προς Χάνι Καλλιθέας ενώ μερικοί
έφτασαν μέχρι το χωριό Ποντικάτες, δηλαδή 20 χιλιόμετρα μακριά. Η επίθεση όμως κατά
της Γκραμπάλας παρά την αρχική απόκρουση είναι συνεχής και επίμονη. Στις 20:00 μία
δύναμη λόχου με Αλβανούς στρατιώτες ανέβηκε, από την πιο απόκρημνη πλευρά,
αθέατη στο υψ. Γκραμπάλα, εφορμά αιφνιδιαστικά και ανατρέπει την Ελληνική διμοιρία
από τη νότια κορυφή (υψ. 1060) του υψώματος αυτού. Την ίδια ώρα άλλος λόχος
ανατρέπει την υπόλοιπη δύναμη τον ελληνικού λόχου που κατείχε το υψ. Γκραμπάλα και
έτσι οι Ιταλοί κυριεύουν το συγκρότημα της Γκραμπάλας και το διατηρούν αφού η
Διοίκηση του 3/15 Τάγματος στο οποίο ανήκε το ύψωμα, δεν διέθετε εφεδρεία για να
ενεργήσει αντεπίθεση. Επί πλέον τις πρώτες εσπερινές ώρες άρχισε σφοδρή
χιονοθύελλα που συνεχιζόταν μέχρι το πρωί.
Στις 05.00 της 31ης Νοεμβρίου, όταν κόπασε η χιονοθύελλα εκτοξεύθηκε η ελληνική
αντεπίθεση από διατεθείσα διλοχία του 15 ΣΠ. Την ώρα που τα ελληνικά τμήματα
ανέρχονταν στη Γκραμπάλα, ανέβαινε από την πίσω πλευρά και το υπόλοιπο τάγμα των
Αλβανών που εξαιτίας της σφοδρότατης χιονοθύελλας είχε αποσυρθεί για διανυκτέρευση
στα Καλύβια Αρίστης και είχε αφήσει επάνω στο ύψωμα μόνο ένα λόχο, με προοπτική να
επανέλθει με την αυγή στη θέση του. Ακολουθεί μάχη σώμα με σώμα και ο εχθρός
ανατρέπεται με την ξιφολόγχη και διαλύεται.
Η Γκραμπάλα, το σημαντικότατο αυτό ύψωμα για όλη την τοποθεσία της Ελαίας, γίνεται
και πάλι Ελληνικό. Το παρατηρητήριό της εντοπίζει στις 06:00 στα Καλύβια Αρίστης
ολόκληρό το 47 ΣΠ των Ιταλών έτοιμο και αυτό να ανέβει στην Γκραμπάλα για να
συνεχίσει απ’ εκεί προς τα υψ. 1060 – 1090 (Ασσόνισα) και ανατολικότερα. Επακολουθεί
συγκεντρωτική βολή 4 πυροβολαρχιών με αποτέλεσμα τη διάλυση τον Συντάγματος και
τη ματαίωση της επίθεσης.
Κατά το ίδιο «Μοτίβο» της προηγούμενης ημέρας, επαναλαμβάνονται και στις 3
Νοεμβρίου οι ιταλικές ενέργειες βομβαρδισμού από την αεροπορία και το πυροβολικό και
με ιδιαίτερη σφοδρότητα στην Ψηλορράχη, Ελαία, Ρεπέτιστα, Σιάστη και Μονή Σωσσίνου.
Στις 16:00 φάλαγγα 50 – 60 αρμάτων με 80 μοτοσικλετιστές βγαίνει από τους Χώρους
Αποκρύψεως κοντά στη διχάλωση των δρόμων, προς Μέρτζανη και προς Χάνι Δελβινάκι
και εφορμά κατά του λόφου της Ελαίας. Η επίθεση θραύεται από την αντιαρματική άμυνα
και από το εύστοχο πυρ τον πυροβολικού της τοποθεσίας.
Μπροστά στην αντιαρματική τάφρο καταστρέφονται 9 άρματα και 30 μοτοσικλέτες ενώ τα
υπόλοιπα άρματα αναστράφηκαν και υποχώρησαν. Αλλά και το ιταλικό πεζικό που ήταν
στους χώρους συγκέντρωσης για να επιτεθεί μετά τα άρματα, χτυπήθηκε από το ελληνικό
πυροβολικό και δεν μπόρεσε να εκδηλώσει την επίθεσή του στην Ελαία.
Την ίδια τύχη είχαν τα Ιταλικά τμήματα που ενεργούσαν στον Άγιο Αθανάσιο και στην
Γκόριτσα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την αναπτέρωση τον ηθικού των ανδρών της
Μεραρχίας γιατί έβλεπαν ότι η αντιαρματική τους άμυνα ήταν αποτελεσματική κι’ ας
αντιμετώπιζαν για πρώτη φορά άρματα.
Τόσο εξοικειώθηκαν, ώστε αναφέρονται τολμήματα χρησιμοποίησης κουβερτών στις
ερπύστριες των αρμάτων για την ακινητοποίησή τους.
Παρά τις επιτυχίες αυτές, ο διοικητής της μεραρχίας, βλέποντας την αρματική επίθεση
στην Ελαία και γνωρίζοντας την ασθενή αντιαρματική θέση του στον υποτομέα της
Γρίμπιανης (τον τομέα Καλαμά, πού ήταν ΒΔ Του ποταμού Καλαμά) και θέλοντας να
εξοικονομήσει περισσότερη εφεδρεία για τις ανάγκες που έβλεπε ότι κάθε ημέρα θα
μεγάλωναν, διέταξε τη σύμπτυξη των υποτομέων Γρίμπιανης και Γρανιτσοπούλας από τη
θέση τους δυτικά τον Καλαμά, στις επίσης οργανωμένες Θέσεις των υποτομέων Ζίτσας
και Σουλόπουλού, ανατολικά τον Καλαμά.
Η σύμπτυξη αυτή έγινε κατά αριστοτεχνικό τρόπο τη νύχτα 3/4 Νοε χωρίς ο εχθρός να
την αντιληφθεί. Παρά το γεγονός ότι η Ανώτατη Ιταλική Διοίκηση ματαίωσε τη συνέχιση
της επίθεσης πού προβλεπόταν για τις 4 Νοε για να οργανωθεί καλύτερα και να
εξασφαλισθεί ο πλουσιότερος ανεφοδιασμός, η επιθετική δραστηριότητα της αεροπορίας,
του πυροβολικού αλλά και των μονάδων ελιγμού της πρώτης γραμμής ήταν συνεχής και
πάντοτε κατά το γνωστό πλέον μοτίβο (09:00 – 12:00 η αεροπορία, 12:00 – 15.00 το
πυροβολικό, 15:00 και μετά οι μονάδες ελιγμού).
Την προηγούμενη νύχτα 3/4 Νοε οι Ιταλοί είχαν πετύχει με λίγες δυνάμεις να περάσουν
τον Καλαμά στην περιοχή τον Αγ. Αθανασίου, πλην όμως με ελληνική αντεπίθεση στις 4
Νοε οι Ιταλοί απωθήθηκαν και πάλι πέρα από το ποτάμι.
Τόσο το πεζικό όσο και το πυροβολικό των Ελλήνων αυτές τις 3 ημέρες καταπονείται
πολύ από τις πτήσεις χαμηλού ύψους της Ιταλικής αεροπορίας. Για να αποφύγουν την
αποκάλυψη των θέσεων τους και τις απώλειες, το πυροβολικό τηρεί αναγκαστική «σιγή»
ακόμα και σε αιτήσεις βολής απόλυτης ανάγκης, ενώ το πεζικό αναγκάζεται να μείνει
μέσα στα χαρακώματα.
Παρ’ όλα αυτά τη νύκτα 4/5 Νοε εκπέμπονται Ελληνικές αναγνωρίσεις και αποσπάσματα
έξω από την αμυντική τοποθεσία, στη Βουρλιόζα και στη γέφυρα τον Καλαμά, απ’ όπου
μάζεψαν τις μοτοσικλέτες και τα άρματα πού άφησαν πίσω οι Ιταλοί στις 3 Νοε. Επίσης
επιθετικές αναγνωρίσεις στάλθηκαν στη γέφυρα τον Αγ. Αθανασίού και στις θέσεις Δυτικά
τον Καλαμά.
Μόλις το απόγευμα της 4ης Νοε οι Ιταλοί αντιλαμβάνονται ότι οι προωθημένες θέσεις
δυτικά τον Καλαμά έχουν εγκαταλειφθεί από τους Έλληνες και στις 5 το πρωί της 5ης Νοε
εγκαθιστούν βάση πυρός στο υψ. Λεπροβούνι.
Επιθετικές προσπάθειες για την κατάληψη της Γκραμπάλας, της Ελαίας και της
Βροντισμένης στις 5 Νοε αποτυγχάνουν με καταστροφή αρκετών αρμάτων μπροστά στη
Βροντισμένη στις βαλτώδεις εκτάσεις τον Καλαμά. Το βράδυ ο ασύρματος της 8 ηςΜΠ
υποκλέπτει ένα ραδιογράφημα Ιταλικής Μονάδας πού έλεγε:
« Είμαστε υποχρεωμένοι να αναστείλουμε τις επιχειρήσεις αναμένοντας ενισχύσεις.
Οι Έλληνες οι οποίοι είναι γνωστοί για το πείσμα και την επιμονή τούς, οργάνωσαν από
τον καιρό της ειρήνης το τραχύ και ανώμαλο έδαφος της Ηπείρου με τέτοια μεθοδικότητα
και επιμέλεια, ώστε κάθε βράχος αποτελεί μία φωλιά πολυβόλων και κάθε σπήλαιο μία
θέση άμυνας και παρουσιάζουν τόση λύσσα στον αγώνα ώστε χρειάζονται περισσότερα
και ισχυρότερα μέσα για να τους εκδιώξουμε »
Το ιταλικό πεζικό συνεχίζει την επιθετική τον πίεση κατά τη διάρκεια της 6ης Νοε και παρά
το ότι την ημέρα αυτή παρατηρείται έλλειψη πυρομαχικών στο Ελληνικό πυροβολικό, οι
Ιταλοί αναχαιτίζονται από τα αυτόματα όπλα και τα τυφέκια τον πεζικού.
Όμως την ημέρα αυτή οι Ιταλοί προπαρασκευάζουν νέα επιθετική προσπάθεια για την
επομένη, πού θα την κατευθύνουν στα δύο πλευρά της τοποθεσίας Ελαίας και ιδιαίτερα
στα υψώματα Γκραμπάλας και Ασσόνισα. Έτσι το πρωί της 7ης Νοε η ιταλική αεροπορία
βομβαρδίζει σκληρά από 09:00 – 11:00 και στη συνέχεια το πυροβολικό από 11:00 –
15:00 την περιοχή Γκραμπάλας, χωρίς όμως τελικά θετικά γι’ αυτούς αποτελέσματα γιατί
πριν καν λάβουν την επαφή με την τοποθεσία τα επιτεθέντα ιταλικά τάγματα
διασκορπίστηκαν από το Ελληνικό πυροβολικό περί τις 16:30. Στις 22:00 όμως της ίδιας
ημέρας ιταλική διλοχία, εκμεταλλευόμενη το σκοτάδι, αναρριχάται και καταλαμβάνει τη
νότια κορυφή της Γκραμπάλας (υψ. 1060) ανατρέποντας την εκεί αμυνόμενη ελληνική
διμοιρία. Με άμεση όμως, τούτη τη φορά, Ελληνική αντεπίθεση και μετά από αγώνα
σώματος προς σώμα και με χρήση χειροβομβίδων κυρίως ξανακυριεύεται από τους
Έλληνες. Στα στήθη νεκρών της ιταλικής διλοχίας βρέθηκαν μεταλλικά εμβλήματα
(ταυτότητες) με τα στοιχεία «47 RQΤ» και την επιγραφή «FANTI DELLA
MORTE»,δηλαδή «Στρατιώτες του Θανάτου». Αυτό αποτελεί απάντηση σε όσους
ισχυρίζονται πως δεν πολέμησαν οι Ιταλοί στην Ήπειρο.
Στις 8 Νοε τα Ελληνικά παρατηρητήρια διαπιστώνουν ασυνήθιστη κίνηση Ιταλικών
μεταγωγικών αυτοκινήτων στα μετόπισθεν και ιδιαίτερα στο Χάνι Δελβινάκι. Ακόμη
παρατηρούν αλλαγή των θέσεων του Ιταλικού πυροβολικού προς τα πίσω αλλά και
απουσία αρμάτων μπροστά στην αμυντική τοποθεσία της Ελαίας. Είναι η πρώτη ένδειξη
για την 8η ΜΠ ότι οι Ιταλοί αδειάζουν την τοποθεσία. Ο εχθρός ντροπιασμένος
αποσύρεται από το Πεδίο της Μάχης. Η Ελλάδα σώθηκε.
Οι απώλειες της 8ης Μεραρχίας κατά τον αμυντικό της αγώνα από 1-5 Νοε ανήλθαν σε 3
αξιωματικούς και 57 οπλίτες νεκρούς και σε 5 αξιωματικούς και 203 οπλίτες τραυματίες.
Οι απώλειες των Ιταλών, από την έναρξη των επιχειρήσεων μέχρι τις 5 Νοε σύμφωνα με
τις απόψεις τον Στρατηγού Πράσκα ήταν 17 αξιωματικοί και 354 οπλίτες νεκροί και 65
αξιωματικοί και 1134 οπλίτες τραυματίες. Ως αγνοούμενοι φέρονται 10 αξιωματικοί και
648 οπλίτες.
Κατά τη διάρκεια 30, 31 Οκτ και 1, 2 Νοε οι Ιταλοί στον κάτω ρου του Καλαμά
ασχολούνται με τη διευθέτηση και αποκατάσταση των δρομολογίων και ιδιαίτερα με την
κατασκευή της οδού Κονίσπολη – Σαγιάδα, που περατώθηκε στις 2 Νοε 1940. Επίσης
εκτελούν αναγνωρίσεις και προσπαθούν με τις ελαφρές τους δυνάμεις να λάβουν την
επαφή με τα Ελληνικά τμήματα τον Τομέα της Θεσπρωτίας, χωρίς όμως να το
κατορθώσουν εξαιτίας της δράσης τον Ελληνικού πυροβολικού. Το πυροβολικό του
Τομέα Θεσπρωτίας παρενοχλεί τις κινούμενες φάλαγγες και τα συνεργεία κατασκευών και
επισκευών των οδών και των γεφυρών, επιφέροντας βαριές απώλειες. Ένα από τα
θύματά τον είναι και ο διοικητής του 32 Συντάγματος Πεζικού και της ομώνυμης
Φάλαγγας συνταγματάρχης ΤΖΑΝΙΝΙ, που σκοτώθηκε από βλήμα πυροβολικού στο
παρατηρητήριο των Φιλιατών.
Από τις 2 ως τις 4 Νοε οι Ιταλοί χωρίς να πάψουν να σφυροκοπούν τον τομέα
Θεσπρωτίας και ιδιαιτέρως τις περιοχές Τσιφλίκι – Βρυσέλα – Παραπόταμος – Ρίζιανη –
Νεοχώριο προωθούν από τη νέοκατασκευασθείσα οδό Κονίσπολη – Σαγιάδες το βαρύ
πυροβολικό τους και γενικά προετοιμάζουν τη βίαιη διάβαση του Καλαμά. Πράγματι στις
5 Νοε μετά το άγριο σφυροκόπημα από το πυροβολικό και την Αεροπορία των Ιταλών
κατορθώνεται κατά τις 10:15 η κατασκευή γέφυρας στη θέση Τσιφλίκι, από την οποία
διαπεραιώνονται τμήματα της Μεραρχίας Ιππικού και κατά τις 15.00 η γέφυρα στη θέση
Βρυσέλα για τη Μεραρχία Σιέννα. Οι Ιταλοί το βράδυ της 5ης Νοε κατέχουν μία γραμμή
υψωμάτων 2 χιλιόμετρα βόρεια της Ηγουμενίτσας – στενωπός Παραποτάμου.
Στις 6 Νοε τα εχθρικά προγεφυρώματα νότια του Καλαμά διευρύνονται παρά την
Ελληνική αντίδραση και κυριεύεται η Ηγουμενίτσα. Τα ελληνικά τμήματα του κάτω ρου
τον Καλαμά είναι ανεπαρκή για την διεξαγωγή επιβραδυντικού αγώνα, γι’ αυτό και με
διαταγή της 8ης Μεραρχίας διακόπτουν την επαφή και αποσύρονται στην τοποθεσία
Σουλίου – Αχέροντα, όπου προωθείται από τη Φιλιππιάδα το 39 Σύνταγμα Ευζώνων
(μείον) της 3ης Μεραρχίας, ενώ ο Τομέας Οεσπρωτίας αναδιατάσσεται προς κάλυψη των
οδεύσεων από Ελευθεροχώρι και Μενίνα προς Ιωάννινα, ενισχυθείς την επομένη από
την 8η ΜΠ με ένα τάγμα πεζικού. Ωστόσο οι Ιταλοί δεν επεδίωξαν να παρενοχλήσουν τις
Ελληνικές δυνάμεις που συμπτύχθηκαν ούτε να εκμεταλλευτούν την επιτυχία τους.
Αρκέστηκαν να προωθήσουν τμήματα του ιππικού τους μέχρι Μαζαρακιά στις 8 Νοε και
Μαργαρίτι στις 9 Νοε, που αποτέλεσε και το νοτιότερο άκρο της εχθρικής εισχώρησης.
Σημειώνεται όμως ότι η στάση αυτή των Ιταλών δικαιολογείται μόνο από το φόβο τους να
μην αποκοπούν από τις βάσεις τους, συνεχίζοντας την προέλαση προς νότο, από τυχόν
πλευρική Ελληνική επίθεση, εφ’ όσον δεν είχε ακόμη διασπασθεί η τοποθεσία Ελαίας.
Η Μάχη στην Πίνδο
Στον Τομέα της Πίνδου επιτέθηκε η 3η Μεραρχία Αλπινιστών «Τζούλια» στις 05:30 της
28ης Οκτ 1940. Πρέπει να σημειωθεί όμως ότι κατά ορισμένων Ελληνικών φυλακίων η
επίθεση εκδηλώθηκε από τις 01.00, δηλαδή δύο ώρες πριν επιδοθεί το Ιταλικό
τελεσίγραφο. Έτσι 2 συγκροτήματα συνταγμάτων πεζικού της μεραρχίας «Τζούλια»
(καλυπτόμενα από 2 λόχους από Βορρά), συγκροτημένα σε 3 Φάλαγγες το ένα και 2 το
άλλο, με δύναμη 1 τάγμα πεζικού και 1 πυροβολαρχίας η κάθε μία, εισέβαλλαν στην
Πίνδο ακολουθώντας τις κατευθύνσεις που οδηγούν βόρεια και νότια τον Σμόλικα
αντίστοιχα.
Τα Ελληνικά Προκαλυπτικά τμήματα αφού πρόβαλαν αρχικά σθεναρή αντίσταση,
άρχισαν στη συνέχεια να συμπτύσσονται και τη νύχτα 28/29 Οκτ βρίσκονταν στη γραμμή
Καταφύκι – Σκάλα – Φαρμάκη – Κιάφα – Επάνω Αρένα – Μούκα – Πάτωμα – Καστάνιανη
– Μάλιστα. Στο μεταξύ ο διοικητής τον Αποσπάσματος Πίνδου, συνταγματάρχης Δαβάκης
Κωνσταντίνος, για να ενισχύσει τα μαχόμενα τμήματα, διέταξε την άμεση προώθηση
προς τη γραμμή τον μετώπου των Λόχων τον 111/51 Τάγματος, που είχαν αρχίσει να
φτάνουν στο Επταχώρι από το πρωί της 28ηs Οκτωβρίου. Διέταξε επίσης να
συγκεντρωθούν στο χ. Μόρφη όλα τα μεταφορικά μέσα των χωρικών της Πίνδου, για να
χρησιμοποιηθούν στη μεταφορά πυρομαχικών και άλλων εφοδίων στα μαχόμενα
τμήματα. Η έκκλησή τον προς τα χωριά της Πίνδου έγινε δεκτή με μεγάλη προθυμία και
ενθουσιασμό. Γέροντες, γυναίκες και παιδιά εργάστηκαν, επί ημέρες, με ηρωισμό και
αυτοθυσία, μεταφέροντες πυρομαχικά και εφόδια μέχρι την πρώτη γραμμή του μετώπου
και διακομίζοντας τραυματίες κάτω από πολύ δυσμενείς συνθήκες. Ο εχθρός έχοντας
μεγάλη υπέροχη στο πεζικό και στο πυροβολικό και υποστηριζόμενος από την επίσης
συντριπτικά υπέρτερη Αεροπορία τον, συνέχισε δραστήρια την πίεση και αστραπιαία τις
κινήσεις του με αποτέλεσμα:
Μέχρι το βράδυ της 31 Οκτ να έχει απωθήσει τα προκαλυπτικά τμήματα,
διάσπαρτα στη γενική γραμμή Πρίασπος – Κούτσουρο – Γάβρος – Βούζιο –
Κεράσοβο και από εκεί στη νότια πλευρά τον Αώου, κοντά στο χ. Βρυσοχώρι.
Μέχρι την 3η Νοε, αφού απώθησε τα Ελληνικά τμήματα στο Βούζιο και
απέκρουσε αντεπίθεση καταπονημένων και περιορισμένων Τμημάτων του
Αποσπάσματος Πίνδου υπό την Ιη Μεραρχία που είχε φθάσει στην περιοχή, (η
αντεπίθεση έγινε για ανακατάληψη των υψ. Γύφτισας – Οξνάς και σ’ αυτή την 1η Νοε
σκοτώθηκε ο πρώτος Ελληνας αξιωματικός, υπολοχαγός (ΠΖ) Διάκος Αλέξανδρος
από τα Δωδεκάνησα, κατά την επίθεση τον Λόχου του προς κατάληψη τον υψ.
Τσούκα, ανατολικά της Φούρκας), αδιαφόρησε για την έλλειψη επαρκούς καλύψεως
του αριστερού του πλευρού και προέλασε ταχύτατα μέχρι τη Σαμαρίνα (2 Νοε) και
Βωβούσα (3 Νοε).
Έτσι δημιουργήθηκε μεταξύ Σμόλικα και Γράμμου, δηλαδή στο όριο μεταξύ της 8 η ΜΠ,
που υπαγόταν στο ΓΕΣ και του Αποσπάσματος Πίνδου, που υπαγόταν στο ΤΣΔΜ, ένας
πολύ επικίνδυνος εχθρικός θύλακας για ολόκληρη την ελληνική αμυντική διάταξη. Το
Απόσπασμα Πίνδου, που δέχτηκε την πίεση ολόκληρης της Μεραρχίας Αλπινιστών
«Τζούλια» διεξήγαγε επί διήμερο, κάτω από πολύ δυσμενείς καιρικές συνθήκες, σκληρό
και άνισο αγώνα και απέδωσε ό,τι ήταν ανθρωπίνως δυνατόν. Η παραπέρα εξέλιξη της
κατάστασης περιερχόταν πλέον στα χέρια των προϊσταμένων κλιμακίων.
Η Ελληνική Αντεπίθεση στην Πίνδο
Το ΓΕΣ ανησύχησε πολύ από τη δυσμενή εξέλιξη της κατάστασης στην Πίνδο, γι’ αυτό και
αποφάσισε στις 31 Οκτ να αναθέσει τη διεύθυνση των επιχειρήσεων στην Πίνδο στο Β’
ΣΣ, να φράξει πρώτα τις ορεινές διαβάσεις προς τη Νεάπολη, τα Γρεβενά και το Μέτσοβο
και στη συνέχεια, μετά τη σταθεροποίηση του μετώπου, να αναλάβει επιθετικές ενέργειες
στην κατεύθυνση Επταχώρι – Κεράσοβο, για την αποκοπή των Ιταλικών Δυνάμεων που
κινούνταν προς τη Σαμαρίνα και ακολούθως τη συντριβή τους ή την απώθηση δυτικά της
Πίνδου. Έτσι σε πρώτη φάση διέταξε:
Βασικό σφάλμα της ιταλικής διοίκησης ήταν η υπεραισιοδοξία της η οποία συνέβαλε στον
αιφνιδιασμό των στρατευμάτων της από την πείσμονα Ελληνική αντίδραση που
προβλήθηκε, δεδομένου ότι τα είχε προετοιμάσει περισσότερο για στρατιωτικό περίπατο
παρά για σκληρούς και πεισματώδεις αγώνες. Αυτή η κατάσταση είχε σαν αποτέλεσμα τη
διστακτικότητα στην εκπλήρωση των αποστολών τους και την παροχή χρόνου στην
Ελληνική πλευρά για επιστράτευση και ενίσχυση της άμυνάς της.
Δεύτερο βασικό σφάλμα της Ιταλικής Διοίκησης υπήρξε η εφαρμογή τον σχεδίου της κατά
τρόπο άκαμπτο. Επέμενε δηλαδή και κατέβαλε συνεχείς προσπάθειες για την ευόδωση
της κύριας προς το Καλπάκι προσπάθειας και με τις ίδιες δυνάμεις που αρχικά είχε
διαθέσει και δεν εκμεταλλεύτηκε την επιτυχία των δευτερεουσών κατευθύνσεων, της
παραλιακής και της ορεινής, με συνέπεια τη φθορά και την πλήρη αποτυχία. Αν είχε
διατηρήσει ως εφεδρεία μία Μεραρχία και την είχε διαθέσει στην παραλιακή ζώνη θα είχε
απειλήσει σοβαρά τα νώτα της 8ης Μεραρχίας με διαφορετικά αποτελέσματα. Συνεπώς τα
σχέδια των επιχειρήσεων κατά την εφαρμογή όχι μόνο δεν πρέπει να είναι άκαμπτα, αλλά
αντίθετα επιβάλλεται να είναι εύκαμπτα και να αναπροσαρμόζονται ανάλογα με την
εξέλιξη της κατάστασης, χωρίς να αποκλείεται ακόμη και η μεταφορά της κύριας
προσπάθειας στη δευτερεύουσα κατεύθυνση.
Τρίτο σοβαρό σφάλμα είναι η παράλειψη της 3ης Μεραρχίας Αλπινιστών «Τζούλια» κατά
την προέλαση της προς το Δίστρατο και τη Βωβούσα να καλύψει επαρκώς το αριστερό
(ανατολικό) πλευρό της με αποτέλεσμα να πλευροκοπηθεί, να περικυκλωθεί και να
καταστραφεί το μεγαλύτερο μέρος της δυνάμεώς της. Επομένως οι βαθιές διεισδύσεις
στον επιθετικό αγώνα επιβάλλονται, αλλ’ όμως για να επιφέρουν το επιδιωκόμενο
αποτέλεσμα πρέπει να εξασφαλίζονται επαρκώς.
Οι Ιταλικές δυνάμεις που επιτέθηκαν στο Καλπάκι δεν επεδίωξαν με επιμονή να λάβουν
την επαφή με τον αντίπαλο στην αμυντική τοποθεσία και να ενεργήσουν λεπτομερείς
αναγνωρίσεις των θέσεων, των όπλων και του εχθρού γενικότερα, ώστε να κατευθύνουν
αναλόγως τα τμήματα επίθεσης κατ’ ευθείαν προς τους αντικειμενικούς σκοπούς.
Αντίθετα τα τμήματα οδηγούνταν προς την αμυντική τοποθεσία σε σχηματισμούς μάλλον
παρελάσεως παρά επιθέσεως, με αποτέλεσμα να γίνονται άριστος στόχος του Ελληνικού
πυροβολικού αλλά και να μην πιέζεται η κύρια αμυντική τοποθεσία, πλην μερικών
εξαιρέσεων, όπως στη Γκραμπάλα και στην Ψηλορράχη. Επομένως οι επιθέσεις εναντίον
οργανωμένων τοποθεσιών, για να πετύχουν θετικά αποτελέσματα πρέπει να ενεργούνται
μετά τη λήψη της επαφής και ύστερα από λεπτομερείς αναγνωρίσεις, ώστε τα επιτιθέμενα
τμήματα να οδηγούνται προς τους σαφώς καθορισμένους επί του εδάφους
αντικειμενικούς σκοπούς.
Η επιλογή της τοποθεσίας ΙΒα ήταν επιτυχής γιατί αποδείχθηκε ότι είχε φυσική εδαφική
ισχύ και κάλυπτε ευρέως τις περιοχές της Δυτικής Μακεδονίας και της Ηπείρου. Η
απόφαση της 8ης Μεραρχίας και η εμμονή σ’ αυτή για την εκπλήρωση της αποστολής της
αποτέλεσε ορθή ενέργεια γιατί η τοποθεσία Ελαίας – Καλαμά, εκτός τον ότι εξασφάλιζε
την πόλη των Ιωαννίνων και κάλυπτε τη ζωτική περιοχή του Μετσόβου, διέθετε
ικανοποιητική αμυντική οργάνωση και ακόμη ήταν γνώριμη στο Στρατηγείο και τις
Μονάδες της 8ης Μεραρχίας. Επομένως για την επιλογή μιας αμυντικής τοποθεσίας
πρέπει να εξετάζεται τόσο η ισχύς της, όσο και η δυνατότητα κάλυψης ζωτικών χώρων
και ακόμη η δυνατότητα εκπλήρωσης της αποστολής κάτω από τις πιο ευνοϊκές
συνθήκες.
Έγιναν σφάλματα και από Ελληνικής πλευράς, όπως η ανεπαρκής επάνδρωση του
Τομέα της Θεσπρωτίας και της Πίνδου, η Διοικητική υστέρηση μερικών προκαλυπτικών
Τμημάτων στο Χάνι Δελβινάκι και στο Σταυρό του Γράμμου αλλά και στην Γκραμπάλα.
Αυτά όμως ήταν σφάλματα στη σφαίρα της τακτικής μάλλον και οπωσδήποτε λιγότερα και
λιγότερο σοβαρά απ’ αυτά που διέπραξε η Ιταλική πλευρά, γι’ αυτό και η νίκη ήταν τελικά
με το μέρος των Ελλήνων. Επομένως επιβεβαιώθηκε το αξίωμα: « Νικάει εκείνος που
κάνει τα λιγότερα σφάλματα ».
Γενικές Διαπιστώσεις – Συμπεράσματα.
Η νικηφόρα έκβαση της μάχης Πίνδου – Ελαίας – Καλαμά υπέρ των Ελλήνων:
1. Διέλυσε το μύθο για το αήττητο των δυνάμεων του Άξονα.
2. Προκάλεσε Παγκόσμιο θαυμασμό και συμπάθεια για την μαχόμενη Ελλάδα.
3. Ανέτρεψε τις αισιόδοξες προβλέψεις της Ανώτατης Ιταλικής Ηγεσίας και είχε
δυσμενή επίδραση στο ηθικό και τη μαχητική ικανότητα των Ιταλών.
4. Ανάγκασε τον πανίσχυρο σε άρματα, αεροπορία και πυροβολικό (πλέον του
Ναυτικού) αντίπαλο να μεταπέσει ουσιαστικά από την επίθεση στην άμυνα, μετά από
αγώνα 10 ημερών.
5. Υποχρέωσε στη συνέχεια τους Ιταλούς να αποστείλουν στην Αλβανία 19 ακόμα
μεραρχίες, αποστερώντας αυτές από το Μέτωπο της Αφρικής, τη συγκεκριμένη
χρονική περίοδο, διευκολύνοντας έτσι την άμυνα των Βρετανών στα Αιγυπτολιβυκά
σύνορα.
6. Αποκάλυψε την έλλειψη συντονισμού των ενεργειών του πεζικού, των Αρμάτων,
τον πυροβολικού και της Αεροπορίας των Ιταλών.
7. Εξασφάλισε τον απαιτούμενο χρόνο για την ολοκλήρωση της επιστράτευσης και
την προώθηση των μονάδων στο μέτωπο.
8. Προπαρασκεύασε και δημιούργησε τις προϋποθέσεις για την ανάληψη από τον
Ελληνικό Στρατό επιθετικών επιχειρήσεων μέσα στην Αλβανία.
9. Ενίσχυσε το ακμαίο αγωνιστικό πνεύμα των Ελλήνων μαχητών και την απόφασή
τους για τη συνέχιση του αγώνα.
10. Σημείωσε την αποτελεσματική επέμβαση του Ελληνικού πυροβολικού όταν και
όπου αυτή ήταν αναγκαία.
11. Απέδειξε την αξία της αμυντικής οργάνωσης του εδάφους αλλά και της
συνεισφοράς τον εντοπίου πληθυσμού.