You are on page 1of 24

88 Η χριστιανική μαρτυρία στην εποχή της παγκοσμιοποίησης

Πέτρος Βασιλειάδης
Καθηγητής Α.Π.Θ.
Στυλιανός Τσομπανίδης
Επίκουρος Καθηγητής Α.Π.Θ.

ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ-ΚΛΙΜΑΤΙΚΗ ΑΛΛΑΓΗ-


ΔΙΑΘΡΗΣΚΕΙΑΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ:
Η ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ
ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗΣ

Οι νέες συνθήκες στα πλαίσια της παγκοσμιοποίησης


Το εύρος και η ταχύτητα των αλλαγών στην Ανατολική Ευρώπη με την
πτώση των καθεστώτων του «υπαρκτού σοσιαλισμού» και το τέλος του
ψυχρού πολέμου ανέτρεψαν το παγκόσμιο σκηνικό και σηματοδότησαν
την έναρξη μιας μεταβατικής εποχής, η οποία συνδύαζε πολλές
ανησυχητικές διασταυρούμενες απειλές. Η παγκόσμια ατμόσφαιρα που
είχε ήδη επιβαρυνθεί με μια τριπλή κρίση (ενεργειακή, διατροφική,
κλιματική) θα καταλήξει να γίνει ζοφερή από την έκρηξη το Φθινόπωρο
του 2008 της τεραστίων διαστάσεων και απροσδιόριστης σε διάρκεια και
συνέπειες παγκόσμιας οικονομικής κρίσης. Η κρίση, που εκτός από
οικονομική, είναι ηθική, πνευματική, και κρίση αξιών, συνδέεται άμεσα με
την πορεία και εξέλιξη της παγκοσμιοποίησης, ιδιαίτερα της οικονομικής
με τη μορφή της αντίθετης στις χριστιανικές αρχές νεοφιλελεύθερης
παγκόσμιας οικονομίας της αγοράς, κυρίαρχη φιλοσοφία της οποίας είναι
ο στυγνός υλισμός και η απληστία που θέτει «τα κέρδη πάνω από τον
άνθρωπο και το περιβάλλον».
Κύριο χαρακτηριστικό της είναι ο παροξυσμός του ατομοκεντρισμού
και του οικονομισμού, που με θράσος ομολογεί: «Την κοινωνία δεν την
γνωρίζω, δεν γνωρίζω παρά μόνο την αγορά» (Μ. Θάτσερ). Στο κέντρο
της λογικής της βρίσκεται η απεριόριστη κατανάλωση, η αχαλίνωτη
κερδοσκοπία, ο άκρατος ανταγωνισμός, ο οποίος γίνεται κατανοητός με
όρους του λεγόμενου «παιχνιδιού του μηδενικού αθροίσματος», σύμφωνα
Π. Βασιλειάδης – Στ. Τσομπανίδης 89

με το οποίο η απόκτηση δύναμης της μιας πλευράς σημαίνει εξάπαντος


εκμηδενισμό της άλλης, της αδύνατης πλευράς.
Τα πρότυπα συνεχούς ανάπτυξης και κατανάλωσης αγαθών
ανατρέπουν τη φυσική σχέση του ανθρώπου με το περιβάλλον·
προκαλούν την καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος, την εξάντληση
των φυσικών πόρων και τη μαζική εξαφάνιση των ειδών. Η ερήμωση
μάλιστα του οικοσυστήματος του πλανήτη και ιδιαίτερα η κατασπατάληση
των πρώτων υλών των φτωχών χωρών και των ιθαγενών προκαλούν με τη
σειρά τους μαζικές μεταναστεύσεις και πολέμους. Και η κατάσταση αυτή
ξεπερνά τα όρια των θρησκειών.

Η χριστιανική μαρτυρία και η εναλλακτική της πρόταση για την


παγκόσμια οικονομία
Με την κρίση που ξέσπασε το 2007 στις ΗΠΑ με τα ενυπόθηκα
στεγαστικά δάνεια υψηλού κινδύνου, η οποία ως γνωστό κορυφώθηκε
το Σεπτέμβρη του 2008 με την κατάρρευση της Lehman Brothers και
από το επόμενο έτος πέρασε με εντονότερο ρυθμό στην δημοσιονομική
σφαίρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα
την ελληνική οικονομία, έγινε κατανοητό από την παγκόσμια
χριστιανική κοινότητα πως υπάρχει ένα τεράστιο ηθικό πρόβλημα, στο
οποίο ο χριστιανισμός δεν μπορεί πλέον να μένει απαθής. Με δεδομένη
μάλιστα την γενικότερη κρίση της παγκόσμιας οικονομίας, όλες οι
συσσωρευμένες αντιφάσεις της οποίας εκρήγνυνται σταδιακά
οδηγώντας την σε κατάρρευση, η παγκόσμια ιεραποστολή είναι πλέον
υποχρεωμένη να φέρει ως πρώτη προτεραιότητα το ζήτημα αυτό.
Είναι γεγονός ότι η παγκόσμια χριστιανική κοινότητα, κύρια
έκφραση τις οποίας αποτελεί το Παγκόσμιο Συμβούλιο των Εκκλησιών
(ΠΣΕ), έχει προ πολλού προβληματιστεί για την παγκόσμια οικονομία
από την προοπτική τις «οικονομικής δικαιοσύνης», μια έννοια που
αναπτύχθηκε από τις εκκλησίες και την οικουμενική κίνηση ως
πρωταρχικό αίτημα της χριστιανικής μαρτυρίας στον 21ο αιώνα. Για
πολλές δεκαετίες σημαίνοντες θεολόγοι επέμεναν – μερικές φορές εις
ώτα μη ακουόντων – ότι η χριστιανική πίστη δεν μπορεί να αγνοεί την
ανάγκη για τη δικαιοσύνη σε παγκόσμιο επίπεδο ως θεϊκή βούληση.
90 Η χριστιανική μαρτυρία στην εποχή της παγκοσμιοποίησης

Άλλωστε, το ελάχιστο που πρέπει να κάνουν οι πιστοί, σύμφωνα με το


αίτημα της Κυριακής προσευχής «ελθέτω η Βασιλεία σου … ως εν
ουρανώ και επί γης», είναι να εργάζονται για την προώθηση της δίκαιης
κατανομής των πόρων και της εξουσίας ως απαραίτητη προϋπόθεση για
μια ανθρώπινη και οικολογικά βιώσιμη ανάπτυξη.
Το ΠΣΕ σε ένα εκτενές κείμενο εργασίας για την Παγκοσμιοποίηση,
που είχε επεξεργαστεί για την Η΄ Γενική Συνέλευση στη Harare το 1998
με τίτλο «Αντίσταση στην κυριαρχία – κατάφαση στη ζωή : η πρόκληση
της παγκοσμιοποίησης» και έγινε αποδεκτό από τη Συνέλευση, τονίζεται:
«Η παγκοσμιοποίηση αποτελεί ποιμαντική, ηθική, θεολογική και πνευματική
πρόκληση για τις Εκκλησίες και κυρίως για την οικουμενική κίνηση. Το όρα-
μα πίσω από την παγκοσμιοποίηση ανταγωνίζεται το όραμα της ενότητας
της ανθρωπότητας και του συνόλου των πλασμάτων που κατοικούν στη γη.
Η παγκοσμιοποιημένη οικουμένη της κυριαρχίας βρίσκεται σε αντίθεση με
την οικουμένη της πίστης και της αλληλεγγύης, η οποία αποτελεί την κινητή-
ρια δύναμη και το αίτιο της οικουμενικής κίνησης. Η λογική της παγκοσμιο-
ποίησης πρέπει να τεθεί υπό αμφισβήτηση μέσω μιας εναλλακτικής πρότα-
σης ζωής της κοινωνίας εν τη διαφορά». Έτσι, η Η΄ Γενική Συνέλευση
πρότεινε να γίνει η πρόκληση της παγκοσμιοποίησης κεντρικό συστατικό
της εργασίας του Π.Σ.Ε. και να στοχαστούν και να αντιδράσουν Εκκλησί-
ες και χριστιανοί «από την προοπτική της πίστης τους». Για το σκοπό αυτό
απηύθυνε προς τις Εκκλησίες-μέλη το ουσιαστικό ερώτημα και ταυτόχρο-
να κλήση: «Πώς ζούμε την πίστη μας στα πλαίσια της παγκοσμιοποίη-
σης;»1.
Ως απάντηση στο ερώτημα αυτό ξεκίνησε μια κοινή πορεία Εκκλησιών
και οικουμενικών οργανισμών για μια «Εναλλακτική παγκοσμιοποίηση
στην υπηρεσία των ανθρώπων και της γης» (Alternative Globalization
Addressing People and Earth =AGAPE». Η φράση συγκεκριμενοποιεί την
ελληνική σημασία του όρου αγάπη. H πρώτη φάση της διαδικασίας κορυ-
φώθηκε το 2006 στη Θ´ Γενική Συνέλευση στο Porto Alegre/Βραζιλία. Σε
μια σειρά μελετών και Συνδιασκέψεων σε όλο τον κόσμο, που συμμετεί-
χαν όχι μόνο θεολόγοι αλλά και οικονομολόγοι και κοινωνιολόγοι,
αναλύθηκαν οι επιδράσεις της παγκοσμιοποίησης σε όλες τις ηπείρους, α-
Π. Βασιλειάδης – Στ. Τσομπανίδης 91

ναζητήθηκαν τοποθετήσεις για εναλλακτικές απαντήσεις και έγινε προ-


σπάθεια να ισχυροποιηθεί η αλληλεγγύη της οικουμενικής κοινότητας2.
Απαύγασμα της όλης προσπάθειας που συντόνισε η Κεντρική Επιτρο-
πή του Π.Σ.Ε. αποτέλεσε το ομώνυμο κείμενο «AGAPE – κλήση για αγά-
πη και δράση» (AGAPE-Call –A Call to Love and Action) που κατατέθη-
κε στη Θ´ Γενική Συνέλευση του Porto Alegre3. Πρόκειται για μια κλήση
προς τις Εκκλησίες σε ένα οικουμενικό όραμα ζωής με δίκαιες και αγαπη-
τικές σχέσεις μέσω της αναζήτησης εναλλακτικών απαντήσεων στο σημε-
ρινό οικονομικό σύστημα, αναγκαίων σήμερα όσο ποτέ άλλοτε. Ως
ανταπόκριση στην κλήση για περαιτέρω ανάπτυξη και εντατικοποίηση της
AGAPE προτάθηκε να ξεκινήσει μια διαδικασία μελέτης έως την επόμε-
νη Γενική Συνέλευση το 2013 του θέματος: «Φτώχεια, Πλούτος και Οικο-
λογία: οι επιπτώσεις της οικονομικής παγκοσμιοποίησης (PWE)» 4. Ζητή-
θηκε να αναλυθεί κάθε ένα από τα τρία αυτά στοιχεία - φτώχεια, πλούτος,
οικολογία - από θεολογική, οικονομική, πολιτική και κοινωνική άποψη.
Δίνεται ιδιαίτερη σημασία στην κατανόηση της σχέσης πλούτου και φτώ-
χειας, κυρίως στο ερώτημα: σε ποιο βαθμό οι τρόποι απόκτησης πλούτου
είναι υπεύθυνοι για τη φτώχεια, την ανισότητα και την εκμετάλλευση και
καταστροφή της φύσης; Στο πλαίσιο αυτό η διαδικασία για την AGAPE α-
σχολείται και με το θέμα «των ορίων του πλούτου και της κατανάλωσης»
ή «των ορίων της απληστίας» (Greed line)5. Με τον τρόπο αυτό επανέρχε-
ται, πιο επείγουσα και επιτακτική σήμερα, μια προοπτική παγκόσμιας αλ-
ληλεγγύης, την οποία είχε εκφράσει με χαρακτηριστικό τρόπο ο Charles
Birch στην Ε´ Γενική Συνέλευση στο Nairobi (1975) όταν δήλωνε: «Οι
πλούσιοι πρέπει να ζουν πιο απλά, για να μπορούν οι φτωχοί απλώς να ζή-
σουν»6 ή ακόμη και ο Γκάντι: «Η γη έχει αρκετά για τις ανάγκες μας (for
our need), όχι όμως για την απληστία μας (for our greed)».
Εν τω μεταξύ αναγνωρίζοντας τον άρρηκτο δεσμό της δικαιοσύνης
με την ειρήνη, προτάθηκε να συνδεθεί η διαδικασία για την AGAPE με
την «Οικουμενική Δεκαετία για την υπέρβαση της βίας» («Decade to
Overcome Violence» =DOV) 2001-2010, η οποία είχε ως βασικό στόχο να
τεθεί το όραμα της οικοδόμησης ενός «Πολιτισμού της Ειρήνης» από το
περιθώριο στο κέντρο της ζωής και της μαρτυρίας της Εκκλησίας7.
AGAPE και «Οικουμενική Δεκαετία για την υπέρβαση της βίας»
92 Η χριστιανική μαρτυρία στην εποχή της παγκοσμιοποίησης

μονοπώλησαν το ενδιαφέρον της «Διεθνούς Οικουμενικής Διάσκεψης για


την Ειρήνη» (International Ecumenical Peace Convocation=IEPC)8, που
πραγματοποιήθηκε στο Kingston/Jamaica το Μάιο του 2011, στο τέλος
δηλαδή της «Δεκαετίας για την υπέρβαση της βίας» (DOV), και
επικεντρώθηκε σε 4 θεματικές:
• «ειρήνη στην κοινότητα – για να μπορούν όλοι να ζουν ελεύθεροι
από το φόβο»
• «ειρήνη με τη γη – για να διαφυλαχθεί η ζωή»
• «ειρήνη στην αγορά – για να ζουν όλοι με αξιοπρέπεια»
• «ειρήνη μεταξύ των λαών – για να προστατευθεί η ανθρώπινη ζωή».
Ακόμη και χριστιανικές Εκκλησίες μέχρι χθες απρόθυμες να
αντιμετωπίσουν θέματα κοινωνικών δομών αρνούνται να υποκύψουν στην
ιδιωτικοποίηση και στοχεύουν να μετασχηματίσουν τον παγκόσμιο βίο,
αναζητώντας νέους τρόπους μαρτυρίας στο σύγχρονο κόσμο, χωρίς
βεβαίως να αγνοούν ή να αποκλείουν όλους εκείνους που επιθυμούν να
συμβάλουν στο κοινό καλό. Σήμερα όλο και περισσότεροι χριστιανοί
ακόμη και αν αντιπροσωπεύουν διαφορετικές θεολογικές οπτικές θέτουν
το ερώτημα: «Πώς μπορεί η χριστιανική συνείδηση να μείνει πιστή στην
πίστη της και την αποστολή της αν δεν κρίνει την οικονομία, την κοινωνική
αδικία, τη βία, τη δομή του κόσμου τούτου; Αν δεν δίνει και σε αυτά τα
πεδία τη μαρτυρία της με λόγο και με πράξη, δεν υπάρχει άραγε ο κίνδυνος
να εκπέσει σε έναν αστικό χριστιανισμό, ο οποίος αρκείται στην ασφάλεια
των ατομικών αρετών;»9. Γι΄ αυτό και κατά τη διαδικασία της AGAPE σε
ένα Συνέδριο για τις «Επιπτώσεις της Παγκοσμιοποίησης» εκπρόσωποι
των εκκλησιών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης διατύπωσαν το
ερώτημα: «Έχουν οι εκκλησίες μας το θάρρος να αντιμετωπίσουν τις ‘αξίες'
ενός τρόπου ζωής προσανατολισμένου στο κέρδος ως θέμα πίστεως, ή θα
προτιμήσουν να σιωπήσουν και να αποσυρθούν στην ‘ιδιωτική' σφαίρα;
Αυτό είναι το ερώτημα στο οποίο οι εκκλησίες πρέπει να απαντήσουν,
αλλιώς θα χάσουν την ψυχή τους»10.
Η απάντηση που ήρθε από πολλές πλευρές ήταν ότι η σύγχρονη παγκό-
σμια οικονομία ως οικονομία της καταστροφής και του θανάτου προκαλεί
την ίδια την πίστη (Θεός ή είδωλα;) και την ταυτότητα της Εκκλησίας και
αποτελεί πρόβλημα θεολογικό και πνευματικό, όχι απλώς και μόνο ένα
Π. Βασιλειάδης – Στ. Τσομπανίδης 93

πολιτικοκοινωνικό, οικονομικό θέμα. Η απληστία και απολυτοποίηση της


ατομικής ιδιοκτησίας χαρακτηρίζεται θεολογικά ως ειδωλολατρία· στο
πλαίσιο αυτό γίνεται λόγος για money-theism (παραλλαγή του
monotheism), που έχει να κάνει με τον Μαμμωνά και την ειδωλολατρία
του χρήματος και της αγοράς. Γι’ αυτό καλούνται οι Εκκλησίες και οι
χριστιανοί να γίνουν «ζώσα μαρτυρία» για τη δικαιοσύνη, την ειρήνη και
για το καλό όλης της κτιστής δημιουργίας μέσω της προσευχής, της
λειτουργίας και της συγκεκριμένης δράσης. Καλούνται να βρουν που είναι
σήμερα ο συγκεκριμένος τόπος τους. Στο κείμενο «AGAPE» δηλώνεται:
«Έχουμε κληθεί να παίρνουμε το μέρος των πασχόντων ανθρώπων και της
ωδύνουσας δημιουργίας και να είμαστε αλληλέγγυοι με όλους εκείνους που
οικοδομούν εναλλακτικές κοινότητες ζωής. Ο τόπος των Εκκλησιών είναι ε-
κεί όπου ο Θεός επιτελεί έργο, ο Χριστός πάσχει και το Πνεύμα προστατεύει
τη ζωή και αντιδρά στις καταστροφικές δυνάμεις και εξουσίες. Εκκλησίες
που μένουν μακριά από αυτόν το συγκεκριμένο τόπο του τριαδικού Θεού δεν
μπορούν να ισχυρίζονται για τον εαυτό τους ότι είναι πιστές»11.
Απέναντι στο παράδειγμα του σημερινού οικονομικού συστήματος,
που συνθλίβει τον άνθρωπο και τη ζωή, διαρρηγνύει το κοινωνείν,
στηρίζεται στον ατομισμό και την απληστία, επιτυγχάνει την αναδιανομή
του παγκόσμιου πλούτου υπέρ των ολίγων και οδηγεί σε περιθωριοποίηση
όλο και περισσότερους, οι Εκκλησίες που συμμετέχουν στη διαδικασία
της AGAPE εισηγούνται ένα διαφορετικό υπόδειγμα ζωής, μια
ευχαριστιακή στάση ζωής, η οποία αποτελεί σημείο και θεμέλιο μιας
«κοινωνίας της αγάπης, του μοιράσματος και της αλληλεγγύης».

Η ορθόδοξη συμβολή στην AGAPE και την DOV


Όσα αναπτύχθηκαν κατά την οικουμενική διαδικασία για την AGAPE
και την DOV (Οικουμενική Δεκαετία για την υπέρβαση της βίας) μπορεί
να υποστηριχθεί ότι εκφράζουν και ως ένα μεγάλο βαθμό τις Ορθόδοξες
Εκκλησίες, εφόσον είναι πλήρη μέλη του Π.Σ.Ε. Σίγουρα δεν μπορεί κα-
νείς να υποστηρίξει ότι οι Ορθόδοξες Εκκλησίες διαδραμάτισαν πρωτα-
γωνιστικό ρόλο στις διαδικασίες αυτές και ιδιαίτερα ότι μελέτησαν συστη-
ματικά τα ζητήματα της οικονομίας. Παρ’ όλα αυτά δεν μπορεί να
αρνηθεί κανείς ότι η ορθόδοξη σκέψη έχει συμβάλει στη θεολογική
94 Η χριστιανική μαρτυρία στην εποχή της παγκοσμιοποίησης

περιγραφή και θεμελίωση της δικαιοσύνης, της ειρήνης και της


ακεραιότητας της δημιουργίας και στην κατοχύρωση των ανθρωπίνων
δικαιωμάτων. Ήδη από πολύ νωρίς οι Ορθόδοξες Εκκλησίες έχουν
δηλώσει ρητά ότι η χριστιανική διακονία και μαρτυρία στον κόσμο είναι
μια «Λειτουργία μετά τη λειτουργία»12.
Πολύ σημαντικές και θεμελιακές για μελλοντικές τοποθετήσεις είναι οι
ομόφωνες από όλες τις Ορθόδοξες Εκκλησίες αποφάσεις της Γ΄ Προσυνο-
δικής Πανορθόδοξης Διάσκεψης στο Chambésy (1986) στο θέμα: «Η συμ-
βολή της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην επικράτηση της ειρήνης, της δικαιοσύ-
νης, της ελευθερίας, της αδελφοσύνης και της αγάπης μεταξύ των λαών, και
στην άρση των φυλετικών και λοιπών διακρίσεων». Ιδιαίτερη σημασία για
το θέμα που μας απασχολεί έχει η επισήμανση ότι η φτώχεια, η πείνα, η
οδύνη, η άδικη και συχνά εγκληματική κατανομή και διαχείριση των υλικών
αγαθών, προσβάλλουν όχι μόνο την εικόνα του Θεού στο κάθε ανθρώπινο
πρόσωπο, αλλά και τον ίδιο τον Θεό, ο οποίος σαφώς ταυτίζει τον εαυτό
του με τον πεινασμένο και φτωχό άνθρωπο (Μτ 25,40). Γι’ αυτό,
συμπεραίνεται στο κείμενο, «η πίστη στο Χριστό χωρίς διακονική αποστολή
χάνει τη σημασία της... Κάθε άλλη προσπάθεια να δούμε το Χριστό ως
πραγματική παρουσία, χωρίς υπαρξιακή σχέση με αυτόν, ο οποίος
χρειάζεται βοήθεια, δεν είναι τίποτα άλλο από απλή θεωρία»13.
Αξίζει να αναφερθεί ότι από τις Ορθόδοξες Εκκλησίες η Ρωσική ασχο-
λήθηκε το 2000 ανάμεσα σε άλλα κοινωνικοηθικά θέματα και με τα
ζητήματα της ειρήνης, της δικαιοσύνης, της οικολογίας και της παγκοσμι-
οποίησης, στο κείμενο «Οι βάσεις της κοινωνικής διδασκαλίας της Ρωσι-
κής Ορθόδοξης Εκκλησίας»14. Μία άλλη ενδιαφέρουσα κίνηση στην οποί-
α προχώρησε η Ρωσική Εκκλησία ήταν το 2004, όταν επεξεργάστηκε έναν
«Κώδικα βασικών ηθικών αξιών και κανόνων για την οικονομική δραστη-
ριότητα»15. Με αυτόν ήθελε να απευθυνθεί στον επιχειρηματικό κόσμο
και να δώσει κατευθυντήριες γραμμές για την αντιμετώπιση κυρίως του
προβλήματος του νεποτισμού (crony capitalism). Με βάση αυτό το κείμε-
νο, το οποίο έχει θεωρηθεί από την υπεύθυνη ομάδα του Π.Σ.Ε. για την
«AGAPE» ως συμβολή, εισηγήθηκε στη Γενική Συνέλευση του Porto Ale-
gre ο πρωτοπρεσβύτερος Vsevolod Chaplin, αναπληρωτής πρόεδρος του
γραφείου εξωτερικών υποθέσεων του Πατριαρχείου Μόσχας, το θέμα του
Π. Βασιλειάδης – Στ. Τσομπανίδης 95

για την αναγκαιότητα της ηθικής ανανέωσης, της αλήθειας και της δικαιο-
σύνης στην οικονομία.
Μία βαρυσήμαντη, κριτική και με ανοικτό πνεύμα παρέμβαση για τις
προκλήσεις της παγκοσμιοποίησης, αντιπροσωπευτική της Ορθοδοξίας, έ-
κανε ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος στο ετήσιο οικονομικό
φόρουμ το 1999 στο Davos. Ο Πατριάρχης μιλώντας για το θέμα «Ηθικά
διλήμματα της Παγκοσμιοποιήσεως», εξέφρασε τις ενστάσεις της Ορθό-
δοξης Εκκλησίας εναντίον των επιπτώσεων της παγκοσμιοποίησης και της
ιδεολογίας της ελεύθερης αγοράς. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης εξήγησε ό-
τι η χριστιανική οικουμενικότητα διαφέρει ουσιαστικά από την παγκοσμι-
οποίηση, αφού η πρώτη στηρίζεται στη συναδελφότητα και σέβεται και υ-
πηρετεί το ανθρώπινο πρόσωπο, ενώ η δεύτερη επιδιώκει τη διεύρυνση
της αγοράς, την ευημερία των αριθμών και τη μεγιστοποίηση του κέρδους.
Και δηλώνει με σαφήνεια: «Η Ορθόδοξος Εκκλησία έχει βιώσει και καλλι-
εργήσει την ιδέα της πνευματικής οικουμενικότητας, όπερ είναι μία μορφή
παγκοσμιότητας, διότι διακηρύσσει ότι πρέπει να συνδέονται δια δεσμών α-
γάπης, αδελφότητος και συνεργασίας όλοι οι άνθρωποι πάσης φυλής και
γλώσσης και παντός πολιτισμού. Είναι αλήθεια ότι προσκαλεί όλους εις μιαν
πίστιν, αλλά δεν εξαρτά την αδελφοσύνη και την αγάπη, αλλά και το ενδια-
φέρον αυτής, εκ της προσχωρήσεως εις αυτήν. Διότι αγαπά τους πάντας, και
βιώνει εις το έπακρον την ενότητα του ανθρωπίνου γένους»16.
Αυτή η ανιδιοτελής αγάπη βρίσκει την ύψιστη έκφρασή της μέσω της
ευχαριστίας στη συμμετοχή στην αγαπητική κοινωνία του τριαδικού Θεού,
η οποία σημαίνει πλήρης ζωή για όλους. Περιλαμβάνεται μάλιστα στο φά-
σμα των εκκλησιολογικών τοποθετήσεων στη διαδικασία για την
«AGAPE». Μεγάλη απήχηση ιδιαίτερα στην οικουμενική προσπάθεια για
την οικοδόμηση ενός πολιτισμού δίκαιης ειρήνης βρήκε η Διαθρησκειακή
Διάσκεψη των Βρυξελλών το 2001 με πρωτοβουλία του Οικουμενικού
Πατριαρχείου. Η Διάσκεψη με θέμα «Η ειρήνη του Θεού εν τω κόσμο»
και μάλιστα οι τοποθετήσεις του Πατριάρχη Βαρθολομαίου στην
εναρκτήρια ομιλία του17 θεωρήθηκαν ως σημαντική συμβολή για την
«Οικουμενική Δεκαετία για την υπέρβαση της βίας» και εκτιμήθηκαν
ιδιαίτερα από τη Μικτή Ομάδας Εργασίας της Ρωμαιοκαθολικής
Εκκλησίας και του Π.Σ.Ε.
96 Η χριστιανική μαρτυρία στην εποχή της παγκοσμιοποίησης

Η ορθόδοξη συμμετοχή στις δραστηριότητες του ΠΣΕ και στην κοινή


χριστιανική μαρτυρία για μια δίκαιη ειρήνη σε όλη τη δημιουργία
αυξήθηκε μετά τη Γενική Συνέλευση στο Perto Alegre το 2006 και έγινε
πιο δημιουργική. Από το 2007 θα πραγματοποιηθεί μια σειρά σημαντικών
διορθόδοξων διασκέψεων18 στη Βοστόνη, στο Βουκουρέστι, στη Λέρο,
στο Βόλο και στη Συρία στα πλαίσια της προπαρασκευής της «Διεθνούς
Οικουμενικής Διάσκεψης για την Ειρήνη» (International Ecumenical
Peace Convocation=IEPC) στη Jamaica το 2011). Αλλά και το Τμήμα
Θεολογίας του ΑΠΘ, τον Μάιο του 2009, σε συνεργασία με την
Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών τις Ιεράς Μητροπόλεως Δημητριάδος
και Αλμυρού και την Θεολογική Σχολή τις Χαϊδελβέργης, διοργάνωσε
επιστημονικό σεμινάριο με θέμα: «Βιβλική θεολογία της
απελευθέρωσης, πατερική θεολογία, και οι αμφισημίες της
νεωτερικότητας», ανάμεσα στα θέματα του οποίου ήταν και η
θεολογική προσέγγιση της παγκόσμιας οικονομίας.
Στις τοποθετήσεις τους οι εκπρόσωποι των Ορθοδόξων Εκκλησιών
αντιλαμβάνονται τα ζητήματα της ειρήνης, της συμφιλίωσης και της
δικαιοσύνης ως θεολογικά και εκκλησιολογικά θέματα που ανήκουν στην
πίστη και τη μαρτυρία της Εκκλησίας. Οι Ορθόδοξοι, έχοντας ως θεμέλιο
για την κατανόηση του θέματος της ειρήνης τη βιβλική έννοιά της,
υπογραμμίζουν ότι αυτή δεν συμπίπτει με μία ουδέτερη, αρνητική
αντίληψη, η οποία την ταυτίζει απλώς και μόνο με την απουσία του
πολέμου ή την οργανωμένη μαζική βία. Από τα ανακοινωθέντα των
διορθοδόξων συναντήσεων φαίνεται ότι έχει γίνει συνείδηση πλέον ότι για
να εγκαθιδρυθεί μια διαρκής ειρήνη, χρειάζεται να εργαστεί κανείς
εντατικά και να βοηθήσει την ανθρωπότητα να αγωνιστεί εναντίον των
απάνθρωπων και άδικων καταστάσεων και υπέρ της δημιουργίας
κατάλληλων συνθηκών για την ελεύθερη ανάπτυξη όλων των ανθρώπων
και για την κάλυψη όλων των βασικών αναγκών τους: της τροφής, της
στέγασης, της ενδυμασίας, της υγείας, της μόρφωσης, της προσωπικής
ασφάλειας και ελευθερίας. Επομένως η ειρήνη δεν κατανοείται ως ηθικό
αγαθό από μόνη της· συνδυάζεται και συνδέεται με τη δικαιοσύνη και την
αλληλεγγύη, που συνιστούν την προϋπόθεση για την ανάπτυξη ενός
πολιτισμού ειρήνης, τόσο σε τοπικό όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο.
Π. Βασιλειάδης – Στ. Τσομπανίδης 97

Βασικό χαρακτηριστικό της αλληλεγγύης που συνδέεται άμεσα με τη


δικαιοσύνη είναι ότι αυτή όχι μόνο δεν περιορίζεται σε γεωγραφικά όρια,
αλλά είναι επίσης χρονικά παγκόσμια. Ενδιαφέρεται και για τις
μελλοντικές γενιές και το μέλλον του κόσμου.
Υπό το πνεύμα αυτό η διακήρυξη των προκαθημένων των Ορθοδόξων
Εκκλησιών το Φθινόπωρο του 2008, όταν δηλαδή η οικονομική «κρίση
του αιώνα» κορυφωνόταν, υπογράμμιζε χαρακτηριστικά: «Οι Ορθόδοξοι
χριστιανοί συμμερίζονται μετά των άλλων, θρησκευόμενων ή μη
ανθρώπων του πλανήτη, την ευθύνη για τη σύγχρονη κρίση, διότι
ανέχθηκαν ή συμβιβάστηκαν ακρίτως και προς ακραίες επιλογές του
ανθρώπου χωρίς την αξιόπιστη αντιπαράθεση προς αυτές του λόγου της
πίστεως. Έχουν, συνεπώς, και αυτοί μείζονα υποχρέωση να συμβάλλουν
στην υπέρβαση των διασπάσεων του κόσμου. Η χριστιανική διδασκαλία
διά την οντολογική ενότητα του ανθρώπινου γένους και της θείας
δημιουργίας, όπως αυτή εκφράζεται στο μυστήριο του εν Χριστώ
απολυτρωτικού έργου, αποτελεί θεμελιώδη βάση για την ερμηνεία της
σχέσεως του ανθρώπου με τον Θεό και τον κόσμο.…Το χάσμα μεταξύ
πλουσίων και πτωχών διευρύνεται δραματικά εξ αιτίας της οικονομικής
κρίσης, που συνήθως είναι αποτέλεσμα μανιακής κερδοσκοπίας εκ
μέρους οικονομικών παραγόντων και στρεβλής οικονομικής
δραστηριότητας, η οποία, στερούμενη ανθρωπολογικής διαστάσεως και
ευαισθησίας, δεν εξυπηρετεί, τελικά, τις πραγματικές ανάγκες της
ανθρωπότητας. Βιώσιμη οικονομία είναι εκείνη, που συνδυάζει την
αποτελεσματικότητα με την δικαιοσύνη και την κοινωνική αλληλεγγύη» 19.
Από τα παραπάνω φαίνεται η προθυμία των Ορθοδόξων Εκκλησιών να
συνεργαστούν και με άλλες χριστιανικές και θρησκευτικές παραδόσεις, με
διεθνείς οργανισμούς, με οργανώσεις και γενικά με όλους εκείνους που
αγωνίζονται για ένα δίκαιο, ειρηνικό, αλληλέγγυο και βιώσιμο κόσμο.
Αυτό που χρειάζεται είναι συγκεκριμένες ενέργειες και δέσμευση και όχι
μόνο ευσεβείς λόγοι. Την ανάγκη αυτή επισημαίνουν οι Ορθόδοξες
Εκκλησίες λέγοντας: «Ως Εκκλησία κληθήκαμε να ευαισθητοποιηθούμε
στον τρόπο που εργαζόμαστε και εκφράζουμε την εκκλησιαστική μας ύπαρξη
σε όλα τα επίπεδα της εκκλησιαστικής ζωής. Σε αυτή τη συνάφεια είναι
σημαντικό να μη μιλάμε μόνο περί δικαιοσύνης και ειρήνης, αλλά επίσης να
98 Η χριστιανική μαρτυρία στην εποχή της παγκοσμιοποίησης

καταστρώνουμε σχέδια και να συμβάλλουμε πρακτικά σε προγράμματα και


σε οργανωμένες δραστηριότητες για τη συγκεκριμένη πραγματοποίηση των
αξιών της δικαιοσύνης και της ειρήνης…»20.

Η επιτακτική και υπερεπείγουσα ανάγκη για κοινή μαρτυρία των


χριστιανών
Είναι γεγονός ότι υπάρχουν διαφορετικές αντιλήψεις μεταξύ των Εκ-
κλησιών σχετικά με τις αναλύσεις και τις εκτιμήσεις της σημερινής διαδι-
κασίας της παγκοσμιοποίησης, υπάρχουν διαφορές στην κατανόηση του
ρόλου και της αποστολής που πρέπει να έχουν οι Εκκλησίες στις εκάστοτε
κοινωνίες και γενικότερα στον κόσμο. Ιδίως στο σημείο που αφορά στην
ανάληψη δράσης και στην προσπάθεια επίτευξης συμφωνίας ως προς τα
συγκεκριμένα βήματα που πρέπει να γίνουν, υπάρχει πολύ μεγάλη δυ-
στοκία στην οικουμενική κίνηση. Εδώ υπάρχει ένα ευρύ φάσμα τοποθετή-
σεων που περιλαμβάνει «καθώς πρέπει» θεσμικές μεταρρυθμίσεις, την ε-
στίαση της δράσης σε επιμέρους όψεις του προβλήματος (π.χ. χρέος), την
παγκοσμιοποίηση με «ανθρώπινο πρόσωπο» έως τη μεταμορφωτική δρά-
ση και ανατροπή της λογικής, της πράξης και του πνεύματος της
«δικτατορίας της αγοράς».
Παρά ταύτα, σήμερα οι χριστιανοί που συμμετέχουν στη διαδικασία για
μια εναλλακτική παγκοσμιοποίηση υπέρ του ανθρώπου και της γης, καθώς
και στην οικοδόμηση μιας «δίκαιης ειρήνης» έχουν τη βαθιά πεποίθηση ό-
τι αυτές οι διαφορές μπορεί να δυσκολεύουν το διάλογο και τις πρακτικές
συνέπειες που πρέπει αυτοί να αναλάβουν, όμως σε καμία περίπτωση δεν
πρέπει να αποτελούν εμπόδιο στην πορεία για αμοιβαία κατανόηση και
συνεργασία. Το ότι υπάρχουν διαφορετικές θεολογικές και
εκκλησιολογικές τοποθετήσεις και διαφορετικές προσεγγίσεις των
προβλημάτων του κόσμου, αυτό δεν δικαιολογεί τη χρησιμοποίησή τους
ως πρόφαση για τη μη υπεράσπιση της ζωής σήμερα. Μπορεί καθένας να
θεμελιώνει με διαφορετικό τρόπο τις ενέργειές του, η θέληση όμως για την
αντιμετώπιση των προκλήσεων και η αποδοχή κοινών κριτηρίων βοηθάει
σε ευρύτερες συμφωνίες. Όπως πολύ σωστά έχει υπογραμμισθεί, το καίριο
ερώτημα σήμερα σε καιρό παγκοσμιοποίησης «δεν μπορεί να τίθεται με
την προοπτική ποιος πολιτισμός έχει δίκαιο ή ποια Εκκλησία είναι πιο ορ-
Π. Βασιλειάδης – Στ. Τσομπανίδης 99

θή, αλλά τι έχουν να πουν οι Εκκλησίες και τι μπορούν να κάνουν για τον
άνθρωπο, για τις σχέσεις του με τον Θεό και τους άλλους ανθρώπους, για
τα προβλήματά του, για τον κόσμο. Για να απαντήσει όμως κανείς θετικά
στο ερώτημα αυτό, πρέπει να ξεπεράσει το σύνδρομο του μοναδικού δρό-
μου». Σήμερα κανείς, πόσο μάλλον οι Εκκλησίες, δεν μπορεί να αντιμετω-
πίσει τα προβλήματα που προέρχονται από την παγκοσμιοποίηση μόνος
του ή με την ομάδα του ή να επιβάλει σε όλους τη θεώρησή του ή να προ-
βάλει τη μοναδικότητά του με τη χρήση των προβλημάτων.
Ενώπιον της αλληλεξάρτησης και της παγκοσμιότητας των
προβλημάτων· ενώπιον του τεράστιου μεγέθους, της πολυπλοκότητας και
της όξυνσης των κινδύνων που απειλούν τη ζωή· ενώπιον της διεθνούς αλ-
ληλοϋποστήριξης και σύμπραξης των οικονομικο-πολιτικών
συμφερόντων, των τεχνολογικών γνώσεων και της στρατιωτικής – και
γενικά της «αυτοκρατορικής» δύναμης (αυτό που χαρακτηρίζεται ως
σύγχρονο «imperium») είναι επιτακτική και υπερεπείγουσα ανάγκη οι Εκ-
κλησίες να μιλήσουν με μια φωνή και να απαντήσουν με κοινή δράση.
Μέσα σε έναν κόσμο, όπου όλο και περισσότεροι άνθρωποι «παραλύουν»
από την ανασφάλεια και παραιτούνται, σύνολος ο χριστιανικός κόσμος
καλείται να αντλήσει ελπίδα από τις κοινές πνευματικές πηγές του και να
τη μοιραστεί με άλλους.
Σε αυτό το πνεύμα κινείται εδώ και χρόνια και η Ρωμαιοκαθολική
Εκκλησία. Αξίζει να αναφερθούν οι δηλώσεις της Εγκυκλίου Επιστολής
Ut unum sint του Πάπα Ιωάννη Παύλου Β΄, οι οποίες υπογραμμίζουν ότι η
κοινή μαρτυρία «ως κοινή φωνή των χριστιανών έχει μεγαλύτερη
απήχηση από τη μεμονωμένη φωνή» και ότι η οικουμενική συνεργασία σε
πρακτικά θέματα είναι «αληθινή σχολή οικουμενισμού» και «ένας
δυναμικός δρόμος προς την ενότητα» (UUS 43 . 40,). Σε αυτές τις
βαρυσήμαντες δηλώσεις προστίθεται, σε σχέση με όσα αναφέραμε
παραπάνω για την αναγκαιότητα της κοινής μαρτυρίας σήμερα, και μια
άλλη αλήθεια. Η κοινή μαρτυρία προάγει την κοινωνία μεταξύ των
Εκκλησιών. Ενώ πάντοτε ορθά υπογραμμιζόταν στην οικουμενική κίνηση
ότι η διαίρεση αποτελεί εμπόδιο για μια αξιόπιστη μαρτυρία, ίσχυε
ταυτόχρονα ότι η κοινή μαρτυρία ασκεί θετική επίδραση στο οικουμενικό
κλίμα και στην προαγωγή της ενότητας. Πολύ σωστά και με οραματισμό
100 Η χριστιανική μαρτυρία στην εποχή της παγκοσμιοποίησης

το «Διάταγμα περί Οικουμενισμού» Unitatis redintegratio της Β΄


Βατικανής Συνόδου δήλωνε ότι με την κοινή μαρτυρία και τη συνεργασία
σε κοινωνικοπολιτικά ζητήματα «όλοι όσοι πιστεύουν στον Χριστό
μπορούν…να γνωρίσουν καλύτερα και να εκτιμήσουν περισσότερο ο ένας
τον άλλο και να προετοιμάσουν το δρόμο προς την ενότητα των
χριστιανών» (UR 12). Στο σημείο αυτό έχουμε να κάνουμε με μια βασική
αρχή που διαμορφώθηκε ήδη από την περιώνυμη Εγκύκλιο Επιστολή του
Οικουμενικού Πατριαρχείου το 1920 προς όλες τις χριστιανικές
Εκκλησίες21. Σύμφωνα με αυτήν η από κοινού ανάπτυξη «πρακτικών»
δραστηριοτήτων από τις Εκκλησίες δεν έπρεπε να αναβληθεί, ώσπου να
επέλθει πλήρης δογματική συμφωνία. Η συνεργασία σε κοινωνικά θέματα
και η από κοινού στράτευση στο όνομα του Χριστού χάριν του ανθρώπου,
θα έκανε και την υπόθεση της ενότητας περισσότερο γνωστή και
προσφιλή και θα προετοίμαζε το δρόμο προς την επανένωση. Όπως έχει
τονίσει ο πρώτος Γενικός Γραμματέας και ιστορικός του Π.Σ.Ε. Visser’t
Hooft αυτή η σπουδαία αρχή αποτέλεσε μία από τις βασικές προϋποθέσεις
της οικουμενικής κίνησης22.
Παρά ταύτα η σημερινή υπάρχουσα, αλλά ατελής, «κοινωνία των Εκκλησιών»
πρέπει να αυξηθεί. Η παραμορφωμένη εικόνα μιας διαιρεμένης και αναποφάσιστης
Χριστιανοσύνης δεν ικανοποιεί κανέναν και δεν δίνει «καλή μαρτυρία». Μια
διασπασμένη και σε ανταγωνιστικά στρατόπεδα διασκορπισμένη χριστιανική κοινότητα
δίνει στην ανθρωπότητα μια συγκεχυμένη εικόνα για τις δυνατότητές της και την
πραγματική αποστολή της. Αυτή η κατάσταση καθιστά την κοινή μαρτυρία πιο
σημαντική και επείγουσα από ποτέ. Ο αγγλικανός αρχιεπίσκοπος Desmond Tutu είχε πει
κάποτε: «το Απαρτχάιντ είναι πολύ ισχυρό για μια διαιρεμένη Εκκλησία»23. Σήμερα οι
δυνάμεις της απληστίας, της αδικίας, της βίας και της καταστροφής του περιβάλλοντος
είναι πάρα πολύ στενά συνδεδεμένες και δικτυωμένες και γι΄ αυτό πολύ ισχυρές για μια
διασπασμένη χριστιανική κοινότητα. Γι΄ αυτό, σίγουρα, δεν μπορεί παρά να συμφωνήσει
κανείς με την επισήμανση του πρώην Γενικού Γραμματέα του ΠΣΕ Κonrad Raiser σε
σχέση με την ανάγκη της κοινής μαρτυρίας των χριστιανών στο πλαίσιο της
παγκοσμιοποίησης: «Εάν δεν υπήρχε ήδη η οικουμενική κίνηση, θα έπρεπε σήμερα να
τη δημιουργήσουμε»24.
Χωρίς την οικουμενική συνάντηση και την κοινή μαρτυρία ο Χριστιανισμός ως
μήνυμα κινδυνεύει να χάσει όχι μόνο την αξιοπιστία του αλλά και την ταυτότητά του.
Π. Βασιλειάδης – Στ. Τσομπανίδης 101

Κινδυνεύει να γίνει αλάτι που έχει χάσει την αρμύρα του. Και όπως λέει ο ίδιος ο Χριστός
(Μτ 5,13) «αν το αλάτι χάσει την αρμύρα του δεν χρησιμεύει πια σε τίποτε· το πετούν έξω
στο δρόμο και το πατούν οι άνθρωποι».

Η χριστιανική μαρτυρία για την ακεραιότητα της κτιστής


δημιουργίας
και η αναγκαιότητα του Διαθρησκειακού διαλόγου

Από την δεκαετία του ’70 η χριστιανική κοινότητα, στρέφεται προς


το αγωνιώδες ερώτημα αν είναι εφικτή μια αναστροφή της
ομολογουμένως και εξ αντικειμένου ανήθικης παγκόσμιας τάξης
πραγμάτων. Αυτή τη φορά, όμως, με τη συνδρομή της συσσωρευμένης
σοφίας των θρησκευτικών και ηθικών πνευματικών παραδόσεων σε
αναζήτηση νέας παγκόσμιας ηθικής και ανθρώπινης ευθύνης,
παράλληλα με τα διεθνώς – πλην όμως ερήμην των θρησκειών –
κατοχυρωμένα ανθρώπινα δικαιώματα. Η οικολογική κρίση, που όλο
και περισσότερο δείχνει ανάγλυφα το εφιαλτικό της πρόσωπο, έχει
πειστικά αποδείξει πως η περίφημη Declaration of Human Rights, η
Διακήρυξη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, που πολύ ορθά υιοθέτησε η
παγκόσμια κοινότητα (εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων), και μάλιστα
μέσω του διεθνούς δικαίου, είναι απελπιστικά ελλιπής αν δεν
συνοδευτεί και από μια παράλληλη Διακήρυξη των ανθρωπίνων
ευθυνών, Declaration of Human Responsibilities.
Από την δεκαετία του ’90 και μέχρι σήμερα η συντεταγμένη
Ορθοδοξία, όπως και η παγκόσμια κοινότητα γενικότερα,
επικεντρώνει την προσοχή της σε δυο αλληλοσυμπληρούμενους
άξονες: τον διαθρησκειακό διάλογο και την περιβαλλοντική
ευαισθησία. Είναι η εποχή της ανόδου στον οικουμενικό θρόνο (Νοε.
1991) του πατριάρχη Βαρθολομαίου, με τον οποίον αρχίζει η
βασισμένη στις διαθρησκειακές σχέσεις παγκόσμια καμπάνια για το
περιβάλλον. Στα επάλληλα διεθνή και διεπιστημονικά οικολογικά
συνέδρια που έχει μέχρι σήμερα διοργανώσει αναγνωρίζεται και
ομολογείται ότι η επιστήμη (το ιδεώδες δηλαδή της νεωτερικότητας)
και η θρησκεία (από τους πλέον πανάρχαιους και ανθεκτικούς θεσμούς
102 Η χριστιανική μαρτυρία στην εποχή της παγκοσμιοποίησης

της ανθρώπινης κοινωνίας) είναι εξίσου υπεύθυνες για την


υποβάθμιση του περιβάλλοντος, και για τον λόγο αυτό οφείλουν
αμφότερες να επαναπροσδιορίσουν την στάση τους αναφορικά με την
ακεραιότητα της κτιστής δημιουργίας του Θεού. Ο Θεός είναι ο
δημιουργός όλης της ζωής, αυτός διαρκώς την συντηρεί και επιδιώκει
την εκπλήρωσή της. Γι’ αυτό και απαιτεί να συνεργαζόμαστε μαζί του,
αλλά και με όσους επιδιώκουν να οικοδομήσουν τη Βασιλεία του
Θεού σε έναν άδικο, σπαρασσόμενο και κατακερματισμένο κόσμο.
Ο Οικουμενικός Πατριάρχης, και σύσσωμη η σώφρων Ορθοδοξία,
πιστεύουν πως η συνάντηση των θρησκειών και ο διαθρησκειακός
διάλογος, ιδιαίτερα για την διάσωση του περιβάλλοντος, είναι ευθύνη
των χριστιανών και ιδιαίτερα της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαζί με
όλους εκείνους, που έχουν κάνει μια ρεαλιστική αξιολόγηση του
κόσμου που ζούμε, η συντεταγμένη Ορθοδοξία θεωρεί υπέρτατο χρέος
της την προώθηση ενός ευρύτερου οικουμενικού διαλόγου των
θρησκευτικών παραδόσεων με στόχο την διατήρηση της καλής λίαν
δημιουργίας του Θεού από την διαφαινόμενη – και επιστημονικά
σχεδόν επιβεβαιωμένη – οικολογική καταστροφή.
Οι κλειστές θρησκευτικές κοινότητες έχουν συμβάλει στον
κατακερματισμό του κόσμου. Συχνά η ιστορία των σχέσεών τους έχει
χαρακτηριστεί από ανταγωνισμό, αμοιβαίο αποκλεισμό, συγκρούσεις
και ολοκληρωτικούς πολέμους. Χωρίς να αναφέρουμε τον περίφημο
30ετή πόλεμο, η παρούσα παγκόσμια συγκυρία (από τη Βόρεια
Ιρλανδία, την πρώην Γιουγκοσλαβία, την Παλαιστίνη κλπ.) είναι
αψευδής μάρτυρας. Η πεμπτουσία της χριστιανικής μαρτυρίας είναι
πρώτα απ’ όλα η «διακονία της καταλλαγής», γι’ αυτό και απαιτείται
συνεργασία με όποια κίνηση επιδιώκει να συμφιλιώσει τις
θρησκευτικές παραδόσεις όλου του κόσμου, έτσι ώστε οι
θρησκευτικές κοινότητες να ενθαρρύνουν την ενότητα και την
ευημερία ολόκληρης της ανθρωπότητας και όχι να γίνονται αιτίες
συγκρούσεων, και μερικές φορές ακόμη και πολέμων.
Στην τελευταία διακήρυξη των προκαθημένων των Ορθοδόξων
Εκκλησιών το 2008, πέραν της κριτικής του ατομισμού και του
ισχύοντος συστήματος της παγκόσμιας οικονομίας, αναφέρονται και
Π. Βασιλειάδης – Στ. Τσομπανίδης 103

τα εξής: «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία φρονεῖ ὅτι ἡ τεχνολογική καί


οἰκονομική πρόοδος δέν ἐπιτρέπεται νά ὁδηγοῦν εἰς τήν καταστροφήν
τοῦ περιβάλλοντος καί τήν ἐξάντλησιν τῶν φυσικῶν πόρων. Ἡ ἀπληστία
διά τήν ἱκανοποίησιν τῶν ὑλικῶν ἐπιθυμιῶν ὁδηγεῖ εἰς τήν πτώχευσιν
τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ περιβάλλοντος. Δέν πρέπει νά
λησμονῆται ὅτι ὁ φυσικός πλοῦτος τῆς γῆς δέν εἶναι μόνον περιουσία
τοῦ ἀνθρώπου ἀλλά, πρωτίστως, δημιουργία τοῦ Θεοῦ: «τοῦ Κυρίου ἡ
γῆ καί τό πλήρωμα αὐτῆς, ἡ οἰκουμένη καί πάντες οἱ κατοικοῦντες ἐν
αὐτῇ» (Ψαλ. 23, 1). Ὀφείλομεν νά ἐνθυμώμεθα ὅτι, ὄχι μόνον αἱ
σημεριναί, ἀλλά καί αἱ μελλοντικαί γενεαί ἔχουν δικαίωμα ἐπί τῶν
φυσικῶν ἀγαθῶν, τά ὁποῖα μᾶς ἔδωσε ὁ Δημιουργός» (§ 8-10).
Βέβαια, οι διάφορες θρησκείες συνεχίζουν να προβάλουν αξιώσεις
αποκλειστικότητας στη σωτηρία, που στην πραγματικότητα
ακυρώνουν άλλους τρόπους ύπαρξης και πίστης. Είναι σε αυτό
ακριβώς το πλαίσιο που ο Ηans Küng διατύπωσε την αξιωματική
θέση ότι «δεν μπορεί να υπάρξει ειρήνη στον κόσμο, αν δεν υπάρξει
ειρήνη μεταξύ των θρησκειών», και ότι «δεν μπορεί να υπάρξει
ειρήνη μεταξύ των θρησκειών αν δεν υπάρχει διάλογος μεταξύ τους».
Άλλωστε τα προβλήματα που αντιμετωπίζει σήμερα αντιμετωπίζει ο
κόσμος δεν μπορούν να επιλυθούν μεμονωμένα από οποιαδήποτε
μεμονωμένη θρησκευτική παράδοση. Στις μέρες μας όλο και
περισσότεροι άνθρωποι αναζητούν μια πνευματικότητα που δεν είναι
σεχταριστική, αλλά ολιστική, μια πνευματικότητα που ανοίγει τις
καρδιές στους άλλους και δεν δημιουργεί έχθρα για τους άλλους,
ακόμη και θρησκευτική και θεολογική αντιδικία με τους άλλους.
Οι πάντες σήμερα αναμένουν από τις θρησκευτικές κοινότητες να
συμβάλουν στην ευημερία του κόσμου, και δεν ανέχονται οι
θρησκείες να αποτελούν έναν ακόμη παράγοντα διαίρεσης, μια
ακόμα δύναμη κατακερματισμού. Προσδοκούν απ’ αυτές να είναι
πηγή συμφιλίωσης και θεραπείας, και από τους χριστιανούς να
καταθέτουν την μαρτυρία τους ως οι κατ’ εξοχήν «διάκονοι της
καταλλαγής», αφού «τὰ πάντα ἐκ τοῦ Θεοῦ τοῦ καταλλάξαντος ἡμᾶς
ἑαυτῷ διὰ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ καὶ δόντος ἡμῖν τὴν διακονίαν τῆς
καταλλαγῆς» (Β΄ Κορ 5,18). Παρ’ όλες τις διαφορές και παρ’ όλη την
104 Η χριστιανική μαρτυρία στην εποχή της παγκοσμιοποίησης

ποικιλομορφία τους οι θρησκείες είναι αδιανόητο να μη


συνεργάζονται για τη δημιουργία μιας πανανθρώπινης οικογένειας,
που επιτέλους θα ζει με ειρήνη και αρμονία. Με την τεράστια
μάλιστα απήχηση που έχουν στα λαϊκά στρώματα μπορούν να
συμβάλουν αποφασιστικά στην διατήρηση της ακεραιότητας της
δημιουργίας. Αυτός είναι ο στόχος του διαθρησκειακού διαλόγου, με
σημείο μάλιστα αιχμής την διατήρηση της ακεραιότητας της κτιστής
δημιουργίας, και αυτό για τους χριστιανούς, ιδιαίτερα μάλιστα για
τους Ορθοδόξους δεν μπορεί να είναι επιλογή αλλά αναγκαιότητα.
Αυτή όμως η αδήριτη αναγκαιότητα δεν ήταν πάντοτε αυτονόητη
στο παγκόσμιο χριστιανικό ιεραποστολικό κίνημα. Για 50 και πλέον
χρόνια τόσο σε πολυμερές, όσο και σε αυστηρά ομολογιακό, επίπεδο
οι χριστιανοί ήταν αρνητικά διακείμενοι στην αποδοχή του
διαθρησκειακού διαλόγου ως θεμιτό «ιεραποστολικό παράδειγμα».
Ήταν ο Ορθόδοξος μητροπολίτης του Όρους του Λιβάνου Georges
Khodr που πρώτος κατά την δεκαετία του ‘70 υποστήριξε με πάθος
την αναγκαιότητά του, με βάση την «οικονομία του Αγίου
Πνεύματος». Υπογράμμισε πως μια χριστοκεντρική θεολογία
διαχωρίζει το Χριστό από το μυστήριο της Αγίας Τριάδος. Πέρα από
την υποστατική αυτονομία του Πνεύματος, υπογράμμισε ότι η έλευση
του Αγίου Πνεύματος στον κόσμο δεν είναι υποδεέστερη από αυτή του
Υιού, αλλά ούτε και μια απλή λειτουργία του Λόγου. Ανάμεσα στην
«οικονομία του Υιού» και την «οικονομία του Πνεύματος υπάρχει μια
αμοιβαιότητα. Από τη στιγμή που το Πνεύμα «όπου θέλει πνει» (Ιω.
3,8) δεν μπορούμε να αποκλείσουμε, υποστήριζε, τις μη-χριστιανικές
θρησκείες ως σημεία στα οποία επενεργεί το Άγιο Πνεύμα. Ο Khodr
θεωρούσε πως το κύριο ιεραποστολικό μας έργο είναι «να
ακολουθήσουμε τα ίχνη του Χριστού όπως αυτά γίνονται αισθητά στις
σκιές των άλλων θρησκειών» (σ. 340).
Με την συμβολή της Ορθόδοξης πνευματολογίας άρχισε σε
ευρύτερο διαχριστιανικό επίπεδο να διευρύνεται το θεολογικό όραμα
και να αλλάζει ριζικά η έννοια της ιεραποστολικής δράσης. Εξ ου και
οι σπασμωδικές αντιδράσεις τόσο των ακραίων συντηρητικών
προτεσταντικών ομάδων, όσο και μερικών εκ αυτοαποκαλούμενων
Π. Βασιλειάδης – Στ. Τσομπανίδης 105

γνήσιων ή υπερ-ορθοδόξων. Το βασικό επιχείρημα ήταν ότι ο


διαθρησκειακός διάλογος, εκτός των άλλων, αποτελεί σιωπηρή
αποδοχή, ότι «όλες οι θρησκείες είναι οι ίδιες». Πολλοί, μάλιστα, εκ
των ακραίων ευαγγελικαλιστών υποστήριξαν – και όπως συμβαίνει σε
πάμπολλες περιπτώσεις (666, κάρτα πολίτη κλπ) η επιχειρηματολογία
τους υιοθετείται αυτούσια από πολλούς ημετέρους «ου κατ’
επίγνωσιν» ζηλωτές – ότι η ενασχόληση με τον διαθρησκειακό
διάλογο υπονομεύει την καθολικότητα και την αλήθεια της
Εκκλησίας, η δυναμική εμπλοκή και ενασχόληση με τα
περιβαλλοντικά ζητήματα αποτελούν όθνια στοιχεία, ξένα προς το
«ευαγγέλιο» της σωτηρίας. Παρόμοια ανησυχία εκφράστηκε
ατεκμηρίωτα από όσους βλέπουν ότι ένας τέτοιος διάλογος οδηγεί
στον συγκρητισμό. Ο διαθρησκειακός διάλογος, όμως, δεν αποβλέπει
ούτε στην δημιουργία μιας παγκόσμιας θρησκείας, ούτε αποτελεί
προσπάθεια να υπονομευθεί η ιδιομορφία των θρησκειών, πολύ
περισσότερο είναι αντίθετος με κάθε συγκρητισμό. Είναι ουσιαστικά ο
αντίποδας του συγκρητισμού! Είναι μια προσπάθεια προώθησης της
συνεργασίας με απώτερο στόχο να διακονηθεί η ενότητα σε έναν
κόσμο που κατακερματίζεται από εντάσεις, διαιρέσεις και διαφωνίες.
Στο σημείο αυτό οφείλουμε να διευκρινίσουμε πως ο σύγχρονος
διαθρησκειακός διάλογος ουδεμία σχέση έχει με το αφελές πείραμα
του Σικάγου τον προπερασμένο αιώνα (1893) για την συνένωση των
θρησκειών, με την μορφή δηλαδή μιας παγκόσμιας θρησκείας
(World’s Parliament of Religions = Παγκόσμιο Κοινοβούλιο των
Θρησκειών). Απώτερος στόχος εκείνης της προσπάθειας ήταν η
δημιουργία από τις συντηρητικές δυνάμεις της τότε αμερικανικής
«αφύπνισης» μετώπου ενάντια στη νεωτερικότητα και την
εκκοσμίκευση, όπως άλλωστε καταγράφτηκε στην επίσημη δήλωση:
«to unite all religions against irreligion».
Αντίθετα 100 χρόνια μετά, το 1993, η νέα διαθρησκειακή
πρωτοβουλία ήταν εμπνευσμένη από το οικουμενικά
προσανατολισμένο νέο «ιεραποστολικό παράδειγμα», και φυσικά για
τους χριστιανούς βασιζόταν θεολογικά στην «οικονομία του Αγίου
Πνεύματος». Γι’ αυτό άλλωστε και είχε ως κύριο εισηγητή τον
106 Η χριστιανική μαρτυρία στην εποχή της παγκοσμιοποίησης

διακεκριμένο ρωμαιοκαθολικό καθηγητή της Τυβίγγης Hans Küng,


που ήταν άλλωστε εκείνος που προετοίμασε και παρουσίασε το
κείμενο Towards a Global Ethic: An Initial Declaration, που
υιοθέτησε εκτός των χριστιανών και πλειάδα θρησκευτικών και
πολιτικών ηγετών.
Ο διαθρησκειακός διάλογος δεν αποβλέπει, λοιπόν, στην
δημιουργία μιας παγκόσμιας θρησκείας, μια πανθρησκείας, όπως
κακόβουλα ακόμη και σήμερα συνεχίζει να υποστηρίζεται. Στον
διαθρησκειακό διάλογο (inter-faith, και όχι inter-religious) η
συνάντηση των θρησκειών θεωρείται ως κατάφαση στην ετερότητα,
ως έμπρακτη εκδήλωση πιστότητας στην περί «ξενίας δεσποτικής»,
φιλοξενίας, ξένου κλπ, χριστιανική διδασκαλία, ως «συνάντηση
δεσμεύσεων και υποχρεώσεων», που έχει ως στόχο τη δημιουργία μιας
ανθρωπινότερης κοινωνίας, με πρωτοβουλία μάλιστα των πιστών των
διαφόρων θρησκευτικών κοινοτήτων, κόντρα στις επιλογές των
πολιτικών, που συνήθως χρησιμοποιούν ανοίκεια τη θρησκεία ως
άλλοθι για τα άνομα σχέδιά τους. Κυρίως όμως έχει ως απώτερο στόχο
αυτό που πολλοί Ορθόδοξοι μετ’ επιτάσεως προβάλλουν ως κυρίαρχο
αίτημα της κοινής χριστιανικής μαρτυρίας: την υιοθέτηση μιας
διακήρυξης ανθρωπίνων ευθυνών.

Διαθρησκειακές πρωτοβουλίες για την επιβίωση του πλανήτη


Την δεκαετία που μας πέρασε υπήρξαν πολλές διαθρησκειακές
πρωτοβουλίες στις οποίες οι χριστιανοί ένθερμα συμμετείχαν με
σκοπό την διατήρηση της «καλής λίαν» δημιουργίας. Μια από αυτές,
και σ’ αυτήν μόνο θα επιμείνω, ήταν και η Παγκόσμια Διαθρησκειακή
Συνδιάσκεψη της Ασίας το 2010. Η Συνδιάσκεψη αυτή, με τη
συμμετοχή 60 και πλέον θεολόγων και μελετητών της θρησκείας,
επιστημόνων, κορυφαίων φιλοσόφων, σημαινόντων πολιτικών και
κορυφαίων παραγόντων του Διεθνούς Δικαίου, μεταξύ των οποίων και
του πρωθυπουργού της Μαλαισίας, των τέως πρωθυπουργών της
Αυστραλίας και της Νιγηρίας, καθώς και των επιτετραμμένων του
Γενικού Γραμματέα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών,
πραγματοποιήθηκε στην πρωτεύουσα της Μαλαισίας Κουάλα
Π. Βασιλειάδης – Στ. Τσομπανίδης 107

Λουμπούρ (3-7 Οκτωβρίου) με θέμα: «Πίστη, Κοινή Σοφία και


Διεθνές Δίκαιο» (Faith, Shared Wisdom and International Law). Από
την Ορθόδοξη χριστιανική παράδοση μετείχε με τις ευλογίες του
Οικουμενικού Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως κ. Βαρθολομαίου
και ο ομιλών, ο οποίος παράλληλα εκπροσωπούσε και την Παγκόσμια
Συνομοσπονδία Θεολογικών Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων (WOCATI),
ως ο επίτιμος πρόεδρός της.
Στην συνδιάσκεψη αποφασίστηκε η δημιουργία ενός Παγκόσμιου
Σχεδίου Δράσης, που θα αντλεί την έμπνευσή του από τις ηθικές
διδαχές των θρησκευτικών, αλλά και των λοιπών ηθικών πνευματικών
παραδόσεων της υφηλίου. Η προσπάθεια να βρεθεί ένα κοινό πεδίο
δεοντολογίας στο οποίο να συζητούνται τα βασικότερα προβλήματα
που έχει να αντιμετωπίσει ο κόσμος σήμερα είναι το κλειδί για έναν
ειρηνικό και οικολογικά συνειδητοποιημένο κόσμο. Ένας από τους
βασικούς στόχους της συνάντησης ήταν να δημιουργηθεί ένας
σύνδεσμος που θα εισαγάγει τον προβληματισμό του στο ευρύτερο
κοινωνικό σύνολο και θα προωθήσει την εφαρμογή των ηθικών αξιών
στο διεθνές δίκαιο. Στις μέρες μας οι διάφοροι φορείς και παράγοντες
που ευθύνονται για την υποβάθμιση του επιπέδου διαβίωσης στον
πλανήτη μας όλο και περισσότερο προσφεύγουν στη συσσωρευμένη
γνώση των θρησκευτικών και των λοιπών ηθικών παραδόσεων της
μακραίωνης ιστορίας.
Συζητήθηκε ο τρόπος με τον οποίο κάποιες σημαντικές αρχές που
απορρέουν από τις διδασκαλίες θρησκευτικών παραδόσεων μπορούν
να δημιουργήσουν τα θεμέλια για έναν ειρηνικό κόσμο. Οι διάφορες
θρησκευτικές παραδόσεις, τα θρησκευτικά ιδρύματα και οι
θρησκευτικοί ηγέτες διαδραματίζουν ένα σπουδαίο ρόλο σε τοπικό,
εθνικό και διεθνές επίπεδο. Γι’ αυτό και η ευθύνη τους για έμπρακτη
συμβολή στην εγκαθίδρυση της ειρήνης, της δικαιοσύνης και της
ακεραιότητας της δημιουργίας είναι μεγάλη. Το συνέδριο έδωσε
ιδιαίτερη έμφαση στις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων, σχετικά με την
προστασία του πλανήτη. Επαναβεβαίωσε τη σημασία μιας
αποτελεσματικής δράσης σε τοπικό, περιφερειακό και διεθνές επίπεδο
ενόψει του φαινομένου της κλιματικής αλλαγής. Αυτό που απαιτείται
108 Η χριστιανική μαρτυρία στην εποχή της παγκοσμιοποίησης

είναι η προσωπική ευθύνη του καθενός, αλλά και η συλλογική


μεταμόρφωση της ανθρώπινης συνείδησης. Οι θρησκευτικές και
ηθικές παραδόσεις, αλλά και οι νομικοί και πολιτικοί θεσμοί οφείλουν
να εστιάσουν την προσοχή τους προς αυτή την κατεύθυνση. Στο
κείμενο που παρήγαγε το συνέδριο αριθμούνται ορισμένες βασικές
ηθικές αρχές καθώς και μια κοινή γραμμή που μπορεί να ακολουθηθεί
από τις αναπτυγμένες, αλλά και τις αναπτυσσόμενες, χώρες.
Σημαντική είναι η επισήμανση δύο βασικών αρχών. Η πρώτη αφορά
στην προστασία και διατήρηση του περιβάλλοντος και του πλανήτη
γενικότερα. Η δεύτερη αρχή είναι αυτή του λεγόμενου «οικολογικού
χρέους». της δικαιοσύνης δηλαδή αναφορικά με τα οικολογικά βήματα
και πρότυπα που πρόκειται να εφαρμοστούν στις αναπτυγμένες και
στις αναπτυσσόμενες χώρες, κάτι στο οποίο απέτυχε η σύνοδος της
Κοπεγχάγης.
Η συνδιάσκεψη επιδίωξε να καθορίσει μια κοινή δεοντολογία και
πρότεινε τρόπους με τους οποίους αυτή μπορεί να ενσωματωθεί
αποτελεσματικότερα στο έργο των Ηνωμένων Εθνών,
συμπεριλαμβανομένων των διαφόρων αντιπροσωπειών του, αλλά και
σε άλλα διεθνή περιφερειακά όργανα, και σχετικά νομικά όργανα,
όπως τα διεθνή δικαστήρια. Τονίζονται οι αρχές της αμοιβαίας
κατανόησης, του αλληλοσεβασμού και της εθνικής και πολιτισμικής
διαφορετικότητας. Εάν αυτές γίνουν κοινώς αποδεκτές από τα μέλη
των Ηνωμένων Εθνών θα είναι ιδιαίτερα δύσκολο να χρησιμοποιείται
η θρησκεία ως βάση για πολιτικές σκοπιμότητες. Η εφαρμογή ενός
Παγκόσμιου Σχεδίου Δράσης, που θα περιέχει: (α) προγράμματα
έρευνας σχετικά με τους δύο προαναφερθέντες κινδύνους (πυρηνική
καταστροφή και κλιματική αλλαγή), (β) την ενδυνάμωση των ηθικών
αξιών και της συμβολής των θρησκειών στα φλέγοντα διεθνή
ζητήματα, και (γ) μια συντονισμένη προσπάθεια για την ενσωμάτωση
της Παγκόσμιας Διακήρυξης των Ανθρώπινων Ευθυνών (όπως συνέβη
με την Παγκόσμια Διακήρυξη των Ανθρώπινων Δικαιωμάτων) στην
Γενική Γραμματεία του ΟΗΕ, ως θέμα υψίστης σημασίας που πρέπει
να υιοθετηθεί απ’ όλους, αποτελεί μια ειλικρινή προσπάθεια για την
βελτίωση της ποιότητας της ζωής.
Π. Βασιλειάδης – Στ. Τσομπανίδης 109

1
Βλ. τις προτάσεις της Η΄ Γενικής Συνέλευσης για την παγκοσμιοποίηση στο
Diane Kessler (ed.), Together on the Way: Official Report of the Eighth Assembly of
the World Council of Churches, WCC Publications, 1999, pp. 177ff., 183, 258f., 260,
261. Επίσης στη μελέτη μας Εκκλησιολογία και Παγκοσμιοποίηση. Οι Εκκλησίες στην
οικουμενική πορεία για μια εναλλακτική παγκοσμιοποίηση στην υπηρεσία των
ανθρώπων και της γης, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2008. σ. 38-39.
2
Βλ. Alternative Globalization Addressing Peoples and Earth (AGAPE). A
Background Document, WCC, Geneva 2005· επίσης στο http://wcc-
coe.org/wcc/what/jpc/agape-new.pdf.
3
Βλ. Programme Book: Ninth Assembly, Porto Alegre, February 2006, WCC,
Geneva 2005, σ. 111 και στο
www.oikoumene.org/fileadmin/files/wccassembly/documents/english/programmebo
ok-e.pdf
4
Βλ. R. Mshana, Poverty, Wealth, Ecology: The Impact of Economic Globalization.
A Background to the Study Process, στο http://www.oikoumene.org/fileadmin/files/wcc-
main/2007pdfs/PWEstudy_process_background.pdf. Επίσης του ίδιου, «The AGAPE
Process: A Challenge for Transformative Mission and Ecumenism in the 21st
Century», International Review of Mission 97 (2008) 220-232. Μέλη της ομάδας
εργασίας του PWE, μαζί με άλλους ειδικούς οινονομολόγους, κοινωνιολόγους και
εκπροσώπους ιεραποστολικών ενώσεων, είναι και ο πρώην Γ.Γ. του Π.Σ.Ε καθηγητής
Konrad Raiser και ο εξ ημών Πέτρος Βασιλειάδης.
5
Βλ. το πολύ ενδιαφέρον αφιέρωμα του Ecumenical Review 63.3, October 2011,
στο θέμα: «Greed and Global Economics».
6
Βλ. Ch. Birch, «Schöpfung, Technik und Überleben der Menschheit: …und füllet
die Erde», στο H. Krüger (Hg.), Jesus Christus befreit und eint. Vorträge von Nairobi,
(BzÖR 30), Frankfurt a. M. 1976, 95 εξ., εδώ σ. 100.
7
Πολύ βασικά βιβλία για τη «Δεκαετία» είναι: της M. Kässmann, Overcoming
Violence. The Challenge to the Churches in all Places, WCC, Geneva 1998. του F.
Enns (Hg.), Dekade zur Überwindung von Gewalt 2001-2010, Frankfurt a.M. 2001·
του K. Raiser, For a Culture of Life. Transforming Globalization and Violence, WCC,
Geneva 2002. Βλ. επίσης το άρθρο του προέδρου της υπεύθυνης διεθνούς ομάδας για
τη «Δεκαετία» F. Enns και του St. Twardowski, «‘Ehre sei Gott – und Friede auf
Erden’. Das Ringen der Gemeinschaft der kirchen um friedensethische Positionen»,
στο συλλογικό τόμο: H. – G. Link / G. Müller-Fahrenholz, Hoffnungswege.
Wegweisende Impulse des Ökumenischen Rates der Kirchen aus sechs Jahrzehnten,
Frankfurt a.Μ. 2008, 348-385.
8
Βλ. «The Message of the International Ecumenical Peace Convocation»,
Ecumenical Review 63.3, October 2011, 343-347. Επίσης βλ. τη Διακήρυξη της
Διεθνούς Οικουμενικής Διάσκεψης για την Ειρήνη «An Ecumenical Call to Just
Peace», http://www.overcomingviolence.org/fileadmin/dov/files/iepc/resources
110 Η χριστιανική μαρτυρία στην εποχή της παγκοσμιοποίησης

/ECJustPeace_English.pdf. Περισσότερα για τη Διεθνή Διάσκεψη και το Μήνυμά της


στο: http://www.overcomingviolence.org/. Στην επίσημη ιστοσελίδα του ΠΣΕ, τα
κείμενα παρατίθενται στις γλώσσες εργασίας του Παγκοσμίου Συμβουλίου (αγγλικά,
γαλλικά, γερμανικά, ισπανικά).

9
Βλ. Θ. Παπαθανασίου, «Η Εκκλησία ως αποστολή. Ένα κριτικό ξανακοίταγμα
της λειτουργικής θεολογίας του π. Αλέξανδρου Σμέμαν», Θεολογία 80 (2009) 67-
108, σ.102.
10
Alternative Globalization Addressing Peoples and Earth (AGAPE), ό.π., σ. 49.
11
Στο ίδιο, σ. 5.
12
Βλ. για τη γένεση της «Λειτουργίας μετά τη λειτουργία» ή της «λειτουργικής
διακονίας» και τη συμβολή στη διατύπωσή της των Αναστασίου Γιαννουλάτου
(Αρχιεπισκόπου Τιράνων και πάσης Αλβανίας), π. Ion Bria και Α. Παπαδερού στο
S.Tsompanidis, Orthodoxie und Ökumene: Gemeinsam auf dem Weg zu Gerechtigkeit,
Frieden und Bewahrung der Schöpfung, Münster 1999, ιδίως κεφ. Γ΄.
13
Βλ. το σημαντικό αυτό κείμενο-απόφαση της Γ΄ Προσυνοδικής Πανορθόδοξης
Διάσκεψης στο Π. Βασιλειάδης, Ενότητα και Μαρτυρία, Ορθόδοξη Χριστιανική Μαρ-
τυρία και Διαθρησκειακός Διάλογος – Εγχειρίδιο Ιεραποστολής, εκδ. Επίκεντρο, Θεσ-
σαλονίκη 2007, 273-289, εδώ σ. 286-287, § 7) 2, 3, 4.
14
Βλ. Die Grundlagen der Sozialdoktrin der Russisch-Orthodoxen Kirche, J.
Thesing – R. Uertz (Hg.), Sankt Augustin 2001.
15
Βλ. για το κείμενο «A code of moral principles and rules of economic activity»,
στο http://www.mospat.ru/ text/e_news/id/6682.html ή http://orthodoxeurope.org/pa-
ge/14/39.aspx≠6.
16
Βλ. «Address given by His Holiness the Ecumenical Patriarch Bartholomew at
the 1999 annual Davos meeting of the World Economic Forum: Moral Dilemmas of
Globalisation», στο: http://www.ecupatria.org/ globalisation/davos_99.htm.
17
Βλ. «Η Διαθρησκειακή Συνάντησις των Βρυξελλών», Επίσκεψις, έτος 32, αριθμ.
603, 31.12.2001, 6-21, όπου περιλαμβάνονται η εναρκτήρια και η καταληκτική ομιλία
του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου (σ. 7-17), η Κοινή Διακήρυξη (σ. 18-21)
και σχόλια του Βλ. Φειδά, «Η Διαθρησκειακή Συνάντησις Κορυφής των Βρυξελλών»
(σ. 23-25).
18
Ενδεικτικά βλ. την Έκθεση “Called to Be ‘Craftsmen of Peace and Justice’”,
Inter-Orthodox Preparatory Consultation Towards the International Ecumenical Peace
Convocation, Leros, Greece, 15–22 September 2009:
http://www.overcomingviolence.org/fileadmin/dov/files/iepc/expert_consultations/090
921_InterOrthodoxPrepConsLerosFinalStatement.pdf. Επίσης το κείμενο της
Διάσκεψης στη Saidnaya/Συρία “An Orthodox Contribution Toward a Theology of
Just Peace”: http://www.overcomingviolence.org/fileadmin/dov
/files/iepc/expert_consultations/Saydnaya%20document%20FINAL.pdf.
Π. Βασιλειάδης – Στ. Τσομπανίδης 111

19
«Μήνυμα των Προκαθημένων των Ορθοδόξων Εκκλησιών, Κωνσταντινούπολις,
11.10.2008», Εκκλησία 85, τευχ. 10, 2008, 756-759, εδώ σ. 757-758, § 6, 8. Στην
αγγλική γλώσσα: «The Message of the Primates of the Orthodox Churches», § 6, 8,
στο: http://www.ec-patr.org/docdisplay.php?lang=en&id=995&tla=en.
20
«Report of an Inter-Orthodox Consultation on Othodox Perspectines on Justice
and Peace, Minsk, USSR, 1989», Gennadios Limouris (ed.), Orthodox Visions of
Ecumenism. Statements, Messages and Reports on the Ecumenical Movement 1902-
1992, WCC, Geneva 1994, 150-157, σ. 156, § 36.
21
Βλ. «Encyclical of the Ecumenical Patriarchate, 1920: ‘Unto the Churches of
Christ Everywhere’», Gennadios Limouris (ed.), Orthodox Visions of Ecumenism,
ό.π., 9-11.
22
Βλ. WCC, Minutes and Reports of the Twelfth Meeting of the Central
Committee, Rhodes, Greece, August 19-27, Geneva 1959, 95-97.
23
Προφανώς με βάση τη δήλωση του Παγκόσμιου Συνεδρίου της Κίνησης «Ζωή
και Εργασία» (1925) «The world is too strong for a divided Church» ο αγγλικανός
αρχιεπίσκοπος Desmond Tutu δηλωσε στην Ε΄ Παγκόσμια Συνέλευση της Επιτροπής
«Πίστη και Τάξη» στο Santiago de Compostela της Ισπανίας (Αύγουστος 1993):
«Apartheid is too strong for a divided Church» (βλ. του ίδιου, «Towards koinonia in
Faith, Life and Witness», στο: On the Way to Fuller Koinonia. Official Report of the
Fifth World Conference on Faith and Order, Th. F. Best / G. Gassmann (eds.), Faith
and Order Paper no 166, WCC, Geneva 1993, 93-102, εδώ σ. 96 και στο ίδιο έργο
«Report of Section IV: Called to common witness for a renewed world», 254-262, εδώ
σ. 254.
24
K. Raiser, «Die Ökumene in einer schweren Bewährungsprobe», Der Überblick
34 (1998) 4-8, σ. 7.

You might also like