Professional Documents
Culture Documents
ΣΤΟΥΣ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ
ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ
ΣΤΟ ΟΝΕΙΡΟ
Μ Ε Λ Ε Ν Ε
Ν Α Ζ Λ Ι
ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΟΛΛΕΓΙΟ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
Λ Ο Γ Ο Τ Ε Χ Ν Ι Κ Η Ε Κ Δ Ο Σ Η Λ Ο Γ Ο Τ Ε Χ Ν Ι Κ Η Ε Κ Δ Ο Σ Η
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
ΠΡΟ
* * Πρόσφυγας ονομάζεται, σύμφωνα με τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951, όπως
αναθεωρήθηκε από το Πρωτόκολλο της Νέας Υόρκης του 19671, κάθε άνθρωπος που
βρίσκεται εκτός της χώρας καταγωγής του ή του τόπου κατοικίας του, έχει δικαιολογη-
ΣΦΥ
μένο φόβο δίωξης για λόγους φυλής, θρησκείας, εθνικότητάς, συμμετοχής σε ορισμένη
κοινωνική ομάδα ή λόγω πολιτικών πεποιθήσεων και εξαιτίας αυτού του φόβου δίωξης
αδυνατεί ή δεν επιθυμεί να απολαμβάνει την προστασία αυτής της χώρας ή την επιστροφή
σ’ αυτήν. Από τη στιγμή που ένας άνθρωπος χαρακτηρίζεται πρόσφυγας, τότε δικαι-
ούται αμέσως ένα ειδικό διαβατήριο, με το οποίο έχει δικαίωμα να ταξιδέψει ελεύθερα
και νόμιμα σε κάθε μια από τις χώρες που έχουν υπογράψει τη Σύμβαση2. Μέχρι να του
ΓΑΣ
αναγνωρισθεί νομικά η ιδιότητα του πρόσφυγα από μία χώρα, ένας άνθρωπος μπορεί να
βρίσκεται υπό το καθεστώς του «αιτούντος άσυλο».
1
http://www.ohchr.org/EN/HRBodies/CEDAW/Pages/Introduction.aspx
2
Π. Νάσκου Περράκη και άλλοι, «Πρόσφυγες και αιτούντες άσυλου»,
Εκδόσεις Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη 2017
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
βαιναν από το πουθενά. Τη μια μέρα καταστρεφό- ρολόι για τους νεκρούς… Γύρισε σπίτι με βουρ-
ταν ένα σπίτι, την επόμενη ένα μαγαζί, μια γέφυ- κωμένα μάτια. Με κοίταξε βαθιά στα μάτια και μου
ρα, ένα σχολείο. Ακόμα και το βιβλιοπωλείο της είπε ΄΄ Μη φοβάσαι! Τα πράγματα θα γίνουν κα-
μητέρας μου είχε καεί άπειρες φορές. Κανένα μέ- λύτερα. Στο υπόσχομαι... Θα σας πάρω από εδώ.
ρος δεν ήταν ασφαλές. Κανείς δεν ήταν ασφαλής. Θα πάμε σε έναν καλύτερο τόπο όπου θα είστε
ασφαλείς .΄΄
Η οικογένειά μου προσπαθούσε να συ-
νεχίσει τη ζωή της, αλλά ήμασταν συνεχώς Δεκάδες ερωτήματα και σκέψεις βομβάρδιζαν
αγχωμένοι. Οι νύχτες ήταν το χειρότερο, γιατί ανελέητα το μυαλό μου. Αισθανόμουν το κεφά-
ο φόβος μας δυνάμωνε. Κάποια βράδια άκουγα λι μου βαρύ, έτοιμο να εκραγεί και τα συναισθή-
τη μητέρα μου να κλαίει και κάποια άλλα καθό- ματά μου τόσο μπερδεμένα, σχεδόν μου έκοβαν
ταν ξύπνια ως αργά, μ’ έσφιγγε στην αγκαλιά της την ανάσα. Δεν ήξερα αν έπρεπε να χαρώ ή να
και προσευχόταν πάνω από το κεφάλι μου. Κατα- κλάψω. Ήξερα μόνο ότι ο πατέρας μου ήταν ο
Οι νύχτες ήταν το χειρό- λάβαινα ότι το θάρρος του πατέρα μου είχε αρ- βράχος μας. Χάρη σ’ αυτόν κρατούσαμε γερά τα
τερο, γιατί ο φόβος μας χίσει να εξασθενεί. Είχε μια εξαιρετική θέση ως πόδια μας στην γη, πιστεύαμε στην ελπίδα. Εκεί-
δυνάμωνε. Κάποια βρά- διερμηνέας στην Αμερικάνικη Πρεσβεία και το νο όμως το πρωινό ήταν η τελευταία φορά που
δια άκουγα τη μητέρα τελευταίο διάστημα δεχόταν απειλές λόγω της τον είδα να διαβαίνει την πόρτα στο κατώφλι του
μου να κλαίει και κάποια δουλειάς του. σπιτιού. Λίγες ώρες αργότερα μας τηλεφώνησαν
άλλα καθόταν ξύπνια ως από το κρατικό νοσοκομείο για να μας πουν ότι
αργά, μ’ έσφιγγε στην Ένα βράδυ μια λευκή λάμψη άστραψε στον παρά τις προσπάθειες των γιατρών ο πατέρας
αγκαλιά της και προ- ουρανό. Η γη κουνήθηκε συθέμελα. Νόμιζα πως μου δεν έπασχε πλέον από το σύνδρομο της
σευχόταν πάνω από το θ’ άνοιγε στα δύο και θα μας κατάπινε όλους. Το ζωής. «Έκρηξη βόμβας, μας είπαν, λίγα μέτρα
κεφάλι μου. ρεύμα κόπηκε, έπιπλα έτρεμαν, παράθυρα έτρι- από το σημείο όπου βρισκόταν.» Ο δικός μου άν-
ζαν, πράγματα έσπασαν. Μ΄έπιασε πανικός. Έτρε- θρωπος, ο πατέρας μου, που έρανε τη ζωή μου
μα σύγκορμη. Χώθηκα στην αγκαλιά του πατέρα με αγάπη, που μου χάριζε απλόχερα δύναμη και
μου. Δεν θυμάμαι πόση ώρα κράτησε ο χαλα- κουράγιο να συνεχίζω να χαμογελώ και να ελπί-
σμός. Δεν ήθελα να κοιμηθώ, τα μάτια μου όμως ζω… δεν υπήρχε πια στο πλάι μου. Ένα αγκάθι
γλάρωναν και μ’ έπαιρνε ο ύπνος. Την ίδια στιγμή ένιωσα στην καρδιά. Χάθηκε το φως… Ξε-
το κορμί μου σπαρταρούσε και άνοιγα τα μάτια μάκρυνε η χαρά και σύννεφα βαριά έφεραν
μου τρομαγμένη. Τα δόντια μου χτυπούσαν λες στη ζωή μου μοναξιά..
και είχα πυρετό… Βούλωσα τα αυτιά μου και ψέλ-
λιζα προσευχές… Φανταζόμουν ότι οι προσευχές Δάκρυα κυλούσαν και από τα μάτια της μητέ-
μου θ’ ανέβαιναν στον ουρανό και θ’ άγγιζαν τον ρας μου και μούσκευαν τα μάγουλά της. Ένα κλά-
Θεό. Το επόμενο πρωί θαρρείς και ο αέρας ήταν μα σιωπηλό που μου σπάραζε την καρδιά. Ήμουν
ασάλευτος. Ξύπνησα σαν να έβγαινα από ένα ατε- μουδιασμένη. Ήθελα να κλάψω, να βγάλω όλη
λείωτο και ανήσυχο όνειρο. Ο πατέρας μου βγήκε την πίκρα, τον πανικό και την απελπισία που είχαν
να δει τι είχε συμβεί. Γκρεμισμένα κτήρια, σωροί στριμωχτεί μέσα μου. Χώθηκα βαθιά στην αγκα-
από ερείπια, καμένα αυτοκίνητα, θρήνος και μοι- λιά της και χόρτασα κλάμα…
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
Κατά καιρούς η μητέρα μου κι εγώ μετακινού- Δύο ολόκληρα χρόνια μόνο πληγές προλάβαι-
μασταν από πόλη σε πόλη σε κάθε καταφύγιο ναν να χαραχτούν στην παιδική μου ψυχή. Ανα-
που βρίσκαμε. Δεν είχαμε εγκαταλείψει τον αρ- σφάλεια και απειλή από κάτι που δεν μπορείς να
χικό στόχο που είχαμε δυο χρόνια πριν, δηλαδή αναμετρηθείς μαζί του. Ήταν σωστή κόλαση. Μέ-
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3