You are on page 1of 24

1

«Εν κρυπτώ και παραβύστω»

Έγινε από το 1965 η Ένωση των Εκκλησιών !

του Αθαν. Σακαρέλλου

1. Η εξαπάτηση των πιστών

1. Οι Ορθόδοξοι, τα τελευταία πενήντα χρόνια, γίνονται συχνά ακροατές και θεατές των
πιο αντορθοδόξων δηλώσεων και εκδηλώσεων εκ μέρους όχι μόνον των Λατίνων, αλλά και αυτών των
ποιμένων τους, οι οποίοι έχουν αποδειχθή τέλειοι Λατινόφρονες, δηλ. αιρετικώτεροι των αιρετικών
Λατίνων.

α. Οι κακόδοξες δηλώσεις των Ορθοδόξων αυτών Πατριαρχών, Αρχιεπισκόπων, επισκόπων,


λοιπών κληρικών και θεολόγων, είναι πολλές.
Κοινός παρανομαστής τους είναι το ότι η Ορθοδοξία δεν είναι πλέον η Μία Aγία Kαθολική
και Αποστολική Εκκλησία, που ομολογούμε στο Σύμβολο της Πίστεώς μας. Πιστεύουν ότι βρίσκεται
στην ίδια κατάσταση, που είναι η «αδελφή» της Εκκλησία, ο παπισμός. Διακηρύσσουν ότι ο
πνευματικός ηγέτης του παπισμού, ο πάπας, είναι ο «πρώτος Επίσκοπος» ολόκληρης της Εκκλησίας
του Χριστού, ο «πρεσβύτερος αδελφός» τους. Και, τέλος, επαίρονται ότι η «κοινωνία» των δύο
«εκκλησιών» είναι «σχεδόν πλήρης», κατά τη διαβεβαίωση του πάπα Παύλου Στ΄, ο οποίος το 1972
δήλωσε :

«Μετά της Ορθοδόξου Εκκλησίας ευρισκόμεθα σχεδόν εις τελείαν κοινωνίαν»1 !

Με άλλα λόγια, κατά τον Πάπα Παύλο Στ΄ η ΄Ενωση έγινε, αλλά δεν είναι ακόμα «τελεία»!
Η άποψη αυτή υποστηρίζεται συνεχώς μέχρι σήμερα από τους Λατίνους και τους Λατινόφρονες
του Φαναρίου. Και είναι από μιά σκοπιά σωστή. Η αλήθεια είναι ότι όντως η Ένωση των
Εκκλησιών έγινε! Αυτό που απομένει είναι μόνο η αποκάλυψή της στους πιστούς, ως και η αποδοχή
της απ’ αυτούς. Αυτό όμως θα γίνη όταν πάπας και Πατριάρχης «κοινωνήσουν» από το «Κοινό
Ποτήριο», όπως ήδη «κοινωνούν» μετά το 1965, σε πολλές περιπτώσεις, λοιποί κληρικοί και λαϊκοί
από τις δύο «εκκλησίες» τους!
Σήμερα, μεγάλο μέρος του Ορθόδοξου λαού, φαίνεται ότι δεν ενοχλείται από το ενδεχόμενο
μιάς Ενώσεώς του με τον πάπα! Έχει αμβλυνθεί επικίνδυνα το Ορθόδοξο αισθητήριό του. Ευθύνεται
γι’ αυτό κυρίως η αδιαφορία των ποιμένων του. Δεν τον κατήχησαν και δεν τον κατηχούν σύμφωνα με
τη διδασκαλία και το αγωνιστικό παράδειγμα των αγίων Πατέρων στα θέματα πίστεως. Προφανώς, οι
ίδιοι δεν γνωρίζουν και δεν έχουν γευθεί ποτέ την Ορθοδοξία.
Με αυτά τα δεδομένα οι Λατινόφρονες Πατριάρχες, Αρχιεπίσκοποι και λοιποί ποιμένες,
παρουσιάζουν σταδιακά την Ένωση, που αποφάσισε το 1965 ο πάπας με τον Αθηναγόρα.. Πιστεύουν
ότι έτσι θ’ αποφευχθούν ανεπιθύμητες και σε βάρος τους αντιδράσεις για την προδοσία τους αυτή από
τον πιστό λαό του Θεού.

β. Οι αντορθόδοξες εκδηλώσεις των Λατινοφρόνων ποιμένων της Ορθόδοξης Εκκλησίας


είναι επίσης πολλές. Χαρακτηριστικώτερες είναι οι «συμπροσευχές»2, η μνημόνευση σε ακολουθίες

1
Ορθόδοξος Τύπος ( 176) 15.12. 1972. σ. 4.
2
Ακόμα και ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος συμπροσευχήθηκε με τον προηγούμενο πάπα Ιωάννη- Παύλο
Β΄, όταν ο
τελευταίος το 2001 επεσκέφθη την Ελλάδα. Είναι χαρακτηριστική η απάντηση, που έδωσε ο Χριστόδουλος σε εκπρόσωπο
της αγωνιστικής εφημερίδας «Ορθόδοξος Τύπος», όταν ρωτήθηκε αν είχε απαγγείλει το «Πάτερ ημών» μαζί με τον πάπα
στη νουντσιατούρα της Αθήνας. Απάντησε καταφατικά. Αλλά συμπλήρωσε, ότι δεν προσευχήθηκαν στα ελληνικά, αλλά
2
του ονόματος του πάπα, ως Ορθοδόξου επισκόπου, τα «συλλείτουργα» παπών και Πατριαρχών, η
διείσδυση της φράγκικης θεολογίας στο χώρο της Ορθοδοξίας,3 η μετάδοση των αχράντων
μυστηρίων σε πιστούς των Λατίνων, που σημαίνει «Κοινό Ποτήριο». Αυτό υπάρχει όταν από το ίδιο
άγιο Ποτήριο κοινωνούν όχι μόνο οι Ορθόδοξοι, αλλά και Λατίνοι, όπως έγινε σε πολλές περιπτώσεις,
τελευταία δε, στη Ραβέννα το 2002, όπου ο Βαρθολομαίος και ο Αναστάσιος της Αλβανίας
«κοινώνησαν» αδιάκριτα Ορθοδόξους και παπικούς!
Άλλες εκδηλώσεις των Λατινοφρόνων Ιεραρχών είναι οι διάλογοι, όπως εκείνος της «αγάπης»
και ο λεγόμενος «θεολογικός»,. Για τον τελευταίο, ο Αθηναγόρας δεν έτρεφε καμία ελπίδα και
εκτίμηση, ιδιαίτερα δε για τους δικούς του θεολόγους του4! Αλλ’ ούτε και κανένας Ορθόδοξος πιστός
είναι δυνατόν να τρέφει κάποια ελπίδα και εκτίμηση στο «Θεολογικό διάλογο», όπως γίνεται. Ούτε
επίσης είναι δυνατόν ποτέ κανένας Ορθόδοξος πιστός να τρέφει ελπίδα και εκτίμηση και στους
προσκείμενους στους Λατινόφρονες του Φαναρίου θεολόγους, αλλά για άλλους λόγους από εκείνους
του Αθηναγόρα.
Ο «θεολογικός διάλογος» του Αθηναγόρα, γίνεται, κατά παγκόσμια πρωτοτυπία (!) με βάση
τα «ενούντα» και όχι τα «διαιρούντα» την Ορθοδοξία και παπισμό θεολογικά ζητήματα. Συζητούν
δηλ. οι Λατινόφρονες θεολόγοι με τους Λατίνους «αδελφούς» τους, και αποφασίζουν ότι συμφωνούν,
στα όσα .....δεν διαφωνούν εκ των προτέρων!
Επίσης, οι κοινές συμφωνίες, όπως εκείνη του Μπαλαμάντ το 1993, με την οποία
αναγνωρίστηκε η Ουνία, ως ορθόδοξη κατάσταση.
Ακόμα, η ανταλλαγή επισκέψεων, μεταξύ Λατίνων και Λατινοφρόνων ηγετών, με κακόδοξες
φιέστες τόσο στη Κωνσταντινούπολη5, όσο και στο Βατικανό, αλλά και την Ελλάδα, την οποία για

...... στα αγγλικά!


3
Αυτό γίνεται με τη χορήγηση υποτροφιών από τους παπικούς σε Ορθοδόξους θεολόγους (και μητροπολίτες! ) να
σπουδάσουν σε παπικά πανεπιστήμια τη φράγκικη θεολογία. Τη στιγμή αυτή 80 περίπου θεολόγοι είναι σε παπικές
θεολογικές Σχολές.
Σε παπική σχολή σπούδασε και ο Βαρθολομαίος, έχοντας μάλιστα Ιησουΐτη καθηγητή, ο οποίος επέβλεψε τη
διατριβή του, για την κωδικοποίηση των Ιερών Κανόνων, για τους οποίος αποφάνθηκε ότι «άλλοι μεν εξ αυτών (των
Ιερών Κανόνων πρέπει) να τροποποιηθούν, άλλοι να συγχωνευθούν, άλλοι να συντμηθούν και άλλοι τέλος να
καταργηθούν, ίσως καθ’ ολοκληρίαν» [ Αρχιμ. (νυν Πατριάρχου ΚΠόλεως) Βαρθολομαίου Αρχοντώνη, Περί την
κωδικοποίησιν των Ιερών Κανόνων και των Κανονικών Διατάξεων εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία, Θεσ/κη 1970, σ. 15]! Ο
Βαρθολομαίος ζητά την κατάργηση ωρισμένων από τους πάνω από οκτακόσιους Κανόνες, που έχει η Ορθόδοξη Εκκλησία,
κατά το πρότυπον φαίνεται του μεν παπισμού, που έχει περί τους τριάντα, του δε προτεσταντισμού που δεν έχει κανένα!
Αποκλείεται όμως ο Βαρθολομαίος να ζητήσει την κατάργηση των Κανόνων εκείνων, που προστατεύουν τα επισκοπικά ή
πατριαρχικά «δίκαια» !
Ύστερα από αυτά, δεν πρέπει να εκπλήττεται κανένας, όταν ακούει τον Βαρθολομαίο να λέει ότι Ορθοδοξία και
παπισμός αποτελούν «το ενιαίο σώμα του Χριστού», όπως έγραψε στο μήνυμά του προς τη Μικτή Ομάδα Εργασίας
ΡΚαθολικής Εκκλησίας και ΠΣΕ ( περιοδικό Ορθοδοξία, Ιούλιος – Σεπτέμβριος 1994, σ. 444).
4
Έλεγε ο Αθηναγόρας για τους θεολόγους: «Εγώ δεν είμαι θεολόγος. Οι θεολόγοι είναι κακοί. Τους θεολόγους
τους απεχθάνομαι, διότι αυτοί λόγω των δογματικών των απόψεων, εις ας επιμένουν , ενσπείρουν την διχόνοια και
εμποδίζουν την ένωσιν των Εκκλησιών»[Ο Πατριάρχης Μάξιμος καταγγέλει τον Αθηναγόρα, Ορθόδοξος Τύπος,
(191-192) 1–15.8. 1973, σ. 1].
Επίσης έλεγε:
« Πως κρατούμε την τραγωδία της διαιρέσεως; Διότι το θέλουν οι θεολόγοι; Ποιο είναι το εμπόδιο που βλέπουν
τώρα μετά την άρση του αναθέματος; Πριν από το σχίσμα, η ένωσις Ανατολής και Δύσεως δεν ήτο διοικητικής μορφής,
Υπήρχε η ένωση βιώματος. Οι καθολικοί στην περιοχή της Δύσεως και ημείς στην περιοχή της Ανατολής. Το Κοινόν βίωμα
ήτο εκείνο το οποίον μας ήνωνε. Ούτε και σήμερα ζητείται η υποταγή της Εκκλησίας εις την άλλην ή η αφομοίωσις των
Εκκλησιών. Δεν υπάρχει δόγμα που μας εμποδίζει. Αι διαφοραί ολοέν αποχρωματίζονται. Ο αποχρωματισμός γίνεται με τη
δύναμη της αγάπης και την εξέλιξιν που παρατηρείται στη ρωμαϊκή Εκκλησία. Το πρωτείον του πάπα για το οποίο πολύ
έγινε λόγος δεν εκτείνεται πέραν από τα γεωγραφικά όρια του καθολικισμού. Είναι ανευλαβές και αναιδές να ζητούμε από
τους άλλους να αποβάλλουν, όσα αποτελούν δι’ αυτούς παράδοσιν αιώνων» [ εφημ. Βήμα, 5.4.70 , Ορθόδοξος Τύπος (120)
20.5. 1970, σ. 4].
Ακόμα, απευθυνόμενος στους θεολόγους του, και δείχνοντας την ανύπαρκτη εκτίμησή του προς αυτούς, είπε:
« Θα σας κλείσω όλους τους θεολόγους σ’ ένα νησί, θα σας ταΐζω φασιανούς, και θα σας ποτίζω ουίσκι να
μας αφήστε ήσυχους, να κάνουμε τη δουλειά μας» [ Ορθόδοξος Τύπος, (420)1.8. 80]!!!

5
Η τελευταία επίσκεψη του πάπα Βενεδίκτου 16ου στην Κωνσταντινούπολη στις 29 – 30 Νοεμβρίου 2006
προκάλεσε περισσότερο από κάθε άλλη φορά το αίσθημα του Ορθοδόξου Ελληνικού λαού, με τα όσα προδοτικά
διαδραματίστηκαν στο πάλαι ποτέ Ορθόδοξο Πατριαρχείο. Από το άλλο όμως μέρος η επίσκεψη αυτή, μέχρι στιγμής
τουλάχιστον, προκάλεσε, όπως πάντα, μόνο «πλατωνικές» διαμαρτυρίες της Ιεράς Κοινότητος του Αγίου ΄Ορους και
ορισμένων άλλων συντηρητικών κύκλων, χωρίς κάποιο εμπράγματο αντίκρισμα, που είναι μόνο η διακοπή της
«κοινωνίας»!
3
πρώτη φορά μετά το σχίσμα επισκέφθηκε ο αιρετικός πάπας. Όλα αυτά, αν συνέβαιναν σε παληότερες
εποχές, όχι μόνο οι ποιμένες της Εκκλησίας, αλλά και όλοι οι πιστοί, θα «ξεσηκώνονταν»! Θα έπαυαν
την «κοινωνία» με κάθε αιρετικό επίσκοπο και με όσους «κοινωνούσαν» μαζί του.
Αυτό σημαίνει, ότι όσοι διέκοπταν την «κοινωνία» μαζί του, αυτοί και μόνο θα παρέμειναν στην
Εκκλησία. Αντίθετα, όσοι ανάξιοι ποιμένες προσχωρούσαν στην κακοδοξία, όπως κάνουν σήμερα οι
Λατινόφρονες Πατριάρχες, Αρχιεπίσκοποι, επίσκοποι, λοιποί κληρικοί, μοναχοί και λαϊκοί, θα
εθεωρείτο ότι είχαν αποκόψει μόνοι τους τον εαυτό τους από την Εκκλησία.
Από τη στιγμή που κάποιο μέλος της Εκκλησίας, οποιαδήποτε θέση κι’ αν κατέχει στο σώμα της,
περιπέσει σε κακοδοξία, ή «κοινωνεί» με έναν από αυτούς, που έπεσαν στην αίρεση, δεν εξακολουθεί
να είναι μέλος της. Ούτε Πατριάρχης μπορεί να είναι, ούτε Αρχιεπίσκοπος ή επίσκοπος, ούτε ιερεύς ή
μοναχός, ούτε καν απλό μέλος της, ούτε μπορεί να λέγεται χριστιανός!

γ. Ο Μέγας Αθανάσιος αναφερόμενος σε όποιον έχει εκπέσει από την αλήθεια της Πίστεως
λέγει ότι αυτός δεν είναι δυνατόν να καλείται καν χριστιανός, «ούτ’ αν είη, ούτ’ αν λέγοιτο
χριστιανός»6. Ο δε άγιος Ειρηναίος λέει ότι όσοι «είναι εκτός αληθείας», αυτοί «είναι εκτός
Εκκλησιάς»7. Η αλήθεια είναι ο Χριστός8.
Πολύ περισσότερο, δεν μπορεί να είναι Πατριάρχης, Αρχιεπίσκοπος, ή άλλος κληρικός, γιατί δεν
έχει Αποστολική Διαδοχή9 και ιερωσύνη10. Τα αντίθετα πίστευε ο Αθηναγόρας. Σε μιά συνάντησή
του στη Ρώμη, στις 16.10.1967, με τον πάπα Παύλο Στ΄ του είπε:

«Είσθε φορεύς αποστολικής χάριτος και διάδοχος πλειάδος αγίων ανδρών, κλεϊσάντων τον
πρώτον τη τιμή και τη τάξει Θρόνον των ανά την Οικουμένην Εκκλησιών»11!

Ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς λέγει ότι εκβάλλονται της Εκκλησίας και αναθέματι
καθυποβάλλονται πάντες οι εκπίπτοντες της Ορθοδόξου Πίστεως και μη «ομολογούντες και
πιστεύοντες ως το πνεύμα το Άγιον προεμήνυσε δια των Προφητών, ως ο Κύριος εθέσπισε δια σαρκός
επιφανείας, ως οι Απόστολοι εκήρυξαν πεμφθέντες υπ’ Αυτού, ως οι Πατέρες ημών και διάδοχοι
εκείνων εδίδαξαν ημάς»12.

1. Οι Ορθόδοξοι σήμερα βλέπουν με ανησυχία και αγωνία τις προκλητικές δηλώσεις και
εκδηλώσεις των επισκόπων τους. Τις κάθε μιά απ’ αυτές, τις θεωρούν ως ένα περαιτέρω βήμα για
την προώθηση της Ενώσεώς τους με τον πάπα.
Η ΄Ενωση όμως δεν είναι κάτι που προετοιμάζεται να γίνει στο μέλλον. Η Ένωση έγινε! Έκτοτε,
υλοποιείται μεθοδικά, λίγο κατ’ ολίγο. Αυτή είναι μιά πρώτη εντύπωση που μπορεί να σχηματίσει
κάποιος, αν δεν γνωρίζει πως εργάζονται οι αντίθεες δυνάμεις για την ΄Ενωση των Εκκλησιών στα
πλαίσια του «παπικού Οικουμενισμού» και της «Πανθρησκείας».

2. Ο τρόπος, που Λατίνοι και μεγαλόσχημοι Λατινόφρονες του Φαναρίου μεθόδευσαν


την ΄Ενωση είναι πολύ χαρακτηριστικός και ύπουλος. Στηρίζονται στην εξαπάτηση και τη βία. Την
ίδια μέθοδο χρησιμοποίησαν στο παρελθόν, όπως με τις αποφάσεις των ψευδοσυνόδων τους στο
Λατερανό, στη Λυών, στην Φλωρεντία-Φερράρα. Γνωρίζουν οι διάφοροι «αγιώτατοι» και « παν-
αγιώτατοι» ότι ΄Ενωση Ορθοδοξίας με το παπισμό, δεν μπορεί ποτέ να γίνει με καθαρά και τίμια
μέσα. Την ίδια μέθοδο της εξαπάτησης και της βίας χρησιμοποιούν και σήμερα13.

6
M Αθανάσιος P.G. 26, 596A
7
Ειρηναίου, Έλεγχος και ανατροπή της ψευδωνύμου γνώσεως ΛΓ΄,7 , P.G. 7, 1076
8
Ιω. ιδ΄6.
9
Πολύ ορθά ο Χρήστος Ανδρούτσος γράφει: «Οι αιρετικοί διακόπτουν την Αποστολική διαδοχή δια της
ετεροδιδασκαλίας» (Δογματική, σ. 281, 282)
10
Ο Νικόδημος ο Αγιορείτης αποφαίνεται «κατά τον 68ο Αποστολικό κανόνα, οι αιρετικοί ιερωσύνην δεν έχουν, άρα
και τα παρ’ αυτών ιερουργούμενα μυστήρια, κοινά εισί και ουχ άγια, κατά τον μς΄ Αποστολικόν» (Πηδάλιον σ. 91).
11
Αρ. Πανώτη, Ειρηνοποιοί σ. 225.
12
παρά Ι. Καρμίρη Δογματικά και Συμβολικά μνημεία, τομ. Α΄, Αθήναι 1952, σ. 345
13
Και για μεν την εξαπάτηση θ’ αναφερθούμε πιό κάτω στη μεθόδευση της συμφωνίας για την Ένωση, που έγινε το 1965,
για δε τη βία υπενθυμίζουμε τον διωγμό από τους Λατινόφρονες του Φαναρίου της Ιεράς Μονής Εσφιγμένου, εν ονόματι
δήθεν της Ορθοδοξίας, που εκθέτει τη χώρα μας διεθνώς, αλλά και αποτελεί θείο δώρο στους Τούρκους, για να μπορέσουν
να επαναλάβουν κι’ αυτοί τα ίδια σε βάρος του Πατριαρχείου, το οποίο σήμερα, «κρίμασιν οις οίδε Κύριος», έχει πέσει
4

α. Θ’ αναφερθούμε στο τρόπο που ο Πατριάρχης Αθηναγόρας το 1963, προσπάθησε να


«ξεγελάσει» τους αγιορείτες μοναχούς, να μην αντιδράσουν στις αντορθόδοξες ενέργειές του στις
οποίες σκόπευε τότε να προβή.
Ο αείμνηστος μοναχός της Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου π. Ανδρέας έγραψε τότε:

«Τον Ιούνιο του 1963 ήλθε ο Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας εις το Άγιον Όρος, δια τον εορτασμό
της χιλιετηρίδος εις τον οποίον εορτασμό η Μονή μου δεν έλαβε μέρος θεωρήσασα τούτον ως “επιζήμιο” και πριν
φύγη η Α.Θ.Π. παρέστη εις συνεδρίασιν της Ιεράς ημών Κοινότητος, εις την οποίαν ωμίλησε και μας είπε ρητώς, ότι
“ημείς οι Ορθόδοξοι, δεν προτιθέμεθα να θυσιάσωμεν ούτε ένα ιώτα. Όποιος εξέφυγεν ας επανέλθη”! Και με
την ομιλία του αυτήν είπομεν ότι αδίκως τον συκοφαντούν»14.

Οι δε μακαριστοί Καθηγούμενοι Γαβριήλ της Διονυσίου και Βησσαρίων της Γρηγορίου σε


«Ανοικτή Επιστολή» τους συμπλήρωσαν:

«Έναγχος υπάρχει εισέτι εις τας ακοάς ημών, Παναγιώτατε, η βεβαίωσις εν ομιλία Σας εν Καρυαίς, κατά
την εορτήν της χιλιετηρίδος, ότι:“τα της Αγιωτάτης ημών Εκκλησίας, δεν επιδέχονται ουδεμίαν αλλαγήν ή
τροποποίησιν καθ’ ότι αύτη κατέχει το πλήρωμα της αληθείας εν τε τη πίστει και τη λατρεία” Εν πατρική δε
συγκαταβάσει προς την απλοϊκότητα των Αγιορειτών Πατέρων ( είπε), ότι “αν που έλθωμεν εις διάλογον μετά
ετεροδόξων και μας είπουν, επί παραδείγματι, ότι δεχόμεθα πάντα τα ιδικά σας, αλλά θέλομεν να δεχθήτε και σεις
ένα και μόνον αίτημα ιδικόν μας, να κρεμάσητε τας εικόνας ολίγον τι υψηλότερον, σας βεβαιώ από της θέσεώς μου,
δεν θα το δεχθώμεν”.
Η διαβεβαίωσις εκείνη επλήρωσε χαράς και ευφροσύνης τας καρδίας ημών και την φυλάττομεν ζηλοτύπως
εις τα βάθη της ψυχής μας.»15 !

Δεν εξαπάτησε ο Αθηναγόρας τους απονήρευτους αγιορείτες πατέρες με τα λόγια του αυτά;

β. Ένας άνθρωπος, που παρακολούθησε και παρακολουθεί με προσοχή πολλές από τις
μεθοδεύσεις των Λατίνων και των Λατινοφρόνων για το θέμα της Ενώσεως, είναι ο
πρωτοπρεσβύτερος π. Γεώργιος Μεταλληνός. καθηγητής και Κοσμήτορας της Θεολογικής Σχολής
στο Πανεπιστήμιο των Αθηνών. Αναφερόμενος ο π. Γ. Μεταλληνός στην επίσκεψη του πάπα στην
Κωνσταντινούπολη τον Νοέμβριο 2006 και την αντίστοιχη επίσκεψη του Αρχιεπισκόπου Αθηνών
Χριστοδούλου στη Ρώμη το Δεκέμβριο 2006 γράφει μεταξύ άλλων, τα εξής:

«Υπάρχουν, βέβαια, Μητροπολίται, που αντιλαμβάνονται σαφώς τα γινόμενα, αλλά σιωπούν ή


αντιδρούν χαλαρά «για διατήρηση της ενότητος» όπως μας λέγουν! Υπάρχουν και άλλοι όμως, που ή δεν
αντιλαμβάνονται την βαρύτητα των ανοιγμάτων αυτών ή δέχονται και αυτοί την Παπική «εκκλησία» ως Εκκλησία
του Χριστού, με μυστήρια και Χάρη. Γι’ αυτούς η Ένωση έχει γίνει ή ουδέποτε έπαυσε να υπάρχει»16.

γ. Ένας άλλος, εξ ίσου σπουδαίος Θεολόγος και γνώστης των τεκταινομένων στο χώρο των
Λατίνων και Λατινοφρόνων για την υποταγή της Ορθοδοξίας στον πάπα, είναι ο πρωτοπρεσβύτερος π.
Θεόδωρος Ζήσης, καθηγητής της Θεολογικής Σχολής στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Σε πρόσφατο
άρθρο του ο Π. Θεόδωρος Ζήσης γράφει για τους Λατινόφρονες, τους οποίους θεωρεί πιο επικίνδυνους
από εκείνους της Φλωρεντίας – Φεράρας.

Εκείνοι, λέγει, «εσχεδίαζαν και εχάλκευαν με κρυφές συμφωνίες την Ένωση, χωρίς να ενημερώνουν
όλα τα μέλη της αντιπροσωπείας, γιά να μην υπάρχουν αντιδράσεις, όπως δεν ενημερώνεται και σήμερα ο πιστός
λαός και δεν αντιλαμβάνεται γι’ αυτό ότι η ΄Ενωση γίνεται ήδη σταδιακά, έχει προχωρήσει ουσιαστικά με
συμπροσευχές, συλλείτουργα και αμοιβαία εκκλησιολογική αναγνώριση, εις τρόπον ώστε το κοινό Ποτήριο, όταν
έλθη επισήμως να αποτελεί απλώς μία επισφράγιση και επικύρωση της γενομένης ήδη Ενώσεως»17!

ατυχώς στα κακόδοξα χέρια τους!


14
Ορθόδοξος Τύπος Νοέμβριος 1966, σ. 4
15
Ορθόδοξος Τύπος, Φεβρουάριος 1964
π.ρωτ. π. Γεωργίου Μεταλληνού, Εάν ημείς σιωπήσωμεν, οι λίθοι κεκράξονται, Ορθόδοξος Τύπος (1672) 12.1. 2007, σ. 5
17
περιοδ. Θεοδρομία, Σεπτέμβριος 2006, σ. 460
5
Σε άλλο άρθρο του, ο π. Θεόδωρος Ζήσης αναφέρει τις πληροφορίες του Πρωτοσυγκέλου του
Μητροπολίτη Ιταλίας Γενναδίου για την Ένωση των Εκκλησιών, όπως τις μετέδωσε από τη Ναύπακτο
ο γέροντας π. Αρσένιος Κομπούγιας: Κατ’ αυτές

« Έχουν συμφωνήσει οι Ορθόδοξοι με την παπική κούρια κι’ έχουν υπογράψει την Ένωσιν. Δεν
εξαγγέλλουν όμως το γεγονός υπολογίζοντας εις τας τυχόν αντιδράσεις του πιστού λαού»18.

δ. Την ίδια άποψη εξέφρασε πριν από λίγα χρόνια και ο λόγιος Καθηγούμενος της Ιεράς Μονής
Οσίου Γρηγορίου στο Άγιο ΄Όρος π. Γεώργιος Καψάνης, ο οποίος έγραψε:

«Πάντα τα ανωτέρω δηλούν ότι το Οικουμενικόν Πατριαρχείον δεν θεωρεί πλέον τον πάπαν και
την Ρωμαιοκαθολικήν Καθολικήν Εκκλησίαν ως αιρετικούς, σχισματικούς και πλανωμένους εφόσον δέχεται την
μεν παπικήν Εκκλησίαν ως «αγίαν», τον δε επικεφαλής αυτής ως «άγιον», «μακαριστόν», υπέρ ου τελεί και
επιμνημόσυνον δέησιν.
Σημαίνουν επίσης ότι η Ένωσις σχεδόν έχει γίνει και απομένει η μεθόδευσις της τελείας μυστηριακής
κοινωνίας, προς την οποίαν ολοταχώς βαίνομεν, εφόσον ο Θεολογικός Διάλογος θα παρακάμψη τας δογματικάς
και εκκλησιολογικάς διαφοράς και θα ασχοληθή με το κεφάλαιον περί των μυστηρίων, προφανώς δια την
επιτάχυνσιν της μυστηριακής κοινωνίας»19!

ε. Εκτός από τις παραπάνω μαρτυρίες για την γενόμενη Ένωση των Εκκλησιών, που
προέρχονται από τόσο αξιόπιστα πρόσωπα, με γνωστές τις ευαισθησίες τους προς το Οικουμενικό
Πατριαρχείο, έχουμε και μιά άλλη. Προέρχεται από ένα Ορθόδοξο κι’ αγωνιστή Ιεράρχη, το
Μητροπολίτη Φλωρίνης Αυγουστίνο Καντιώτη, ο οποίος έγραψε το 1980 τα εξής:

«Η ένωσις, η ψευδοένωσις, έχει αποφασισθή. Έχει αποφασισθή εις μυστικά διαβούλια Ανατολής και
Δύσεως, διαβούλια πολιτικής, οικονομικής και θρησκευτικής φύσεως, ων εγκέφαλος ο πάπας.
Το σχέδιον προς πραγματοποίησιν του σκοπού εξελίσσεται κατά φύσεις και στάδια εν αγνοία του
Ορθοδόξου λαού, ο οποίος έκπληκτος μίαν πρωΐαν θα ακούση ότι η ένωσις επετεύχθη! Προοίμιον δε αυτής
είναι αι κοιναί προσευχαί Ορθοδόξων μετά δυτικών, τας θυσίας κατά περίεργον τρόπον θέλουν τινές να
δικαιολογήσουν. Δεν είναι υπερβολή, εάν είπωμεν ότι ευρισκόμεθα εις το κύκλωμα φοβερών ημερών δια ιην
Ορθόδοξον πίστιν. Συντελείται εις βάθος και έκταση προδοσία, την οποία δεν δυνάμεθα να φαντασθώμεν !
Ιεράρχης της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ο Μητροπολίτης Λεοντοπόλεως Νικόδημος (του Πατριαρχείου
Αλεξανδρείας) προέβη εις δηλώσεις εις τας οποίας λέγει:
“Είναι χαρακτηριστικόν ότι εις τους ενταύθα καθολικούς κύκλους λέγεται ότι τα πράγματα θα διευθετηθούν
εν κρυπτώ και παραβύστω και ερήμην των ποιμνίων των δύο Εκκλησιών. Υπό των κληρικών τούτων, τα
ποίμνια θα ευρεθούν προ τετελεσμένων γεγονότων.
Και όσον μεν αφορά εις τα ποίμνια των Δυτικών άγνωστον τι θα συμβή. Ως προς δε την παρ’ ημίν
Εκκλησίαν τρέμομεν παρά τω ευσεβή λαώ, όταν θα έλθουν εις φως αι νυν εν τω σκότει εκτυλισσόμεναι
μηχανορραφίαι και θα αποκαλυφθή ότι οι τεταγμένοι δια να προστατεύσουν την Εκκλησίαν και το
ποίμνιον εγένοντο συνένοχοι των επιβουλευομένων αυτούς”»20!

Σύμφωνα με τις μαρτυρίες των πιο πάνω καταξιωμένων προσώπων, και με τα όσα στοιχεία
διέθεταν, η ΄Ενωση με τον Πάπα σχεδιάστηκε και χαλκεύτηκε από τους νέους Λατινόφρονες στα
κρυφά, «εν κρυπτώ και παραβύστω», χωρίς καμιά ενημέρωση του Ορθόδοξου λαού, υλοποιείται δε
σταδιακά και σχεδόν έχει γίνει!

1. Ο Αθηναγόρας μνημόνευε τον πάπα!


1. Το πρώτο σημαντικό στοιχείο, που πρέπει να γνωρίζει κάθε Ορθόδοξος πιστός
είναι το ότι ο Αθηναγόρας υπήρξε ο πρώτος Πατριάρχης που μνημόνευσε τον Πάπα στην αγία
Πρόθεση και στη Θεία Λειτουργία.

18
περιοδ. Θεοδρομία,, Ιούλιος- Σεπτέμβριος 2006, σ. 329.
19
εφημ. Ορθόδοξος Τύπος (333) 20.11. 1978
20
περιοδ. Σπίθα, Μάϊος – Ιούνιος 1980.
6
Το «μνημόσυνο» των Προκαθημένων της Εκκλησίας όπως θα δούμε πιό κάτω έχει βαθύτατη
θεολογική σημασία. Συγκεκριμένα:

α. Η ενότης της Εκκλησίας είναι βασικό δόγμα της. Το ομολογούμε στο Σύμβολο της
Πίστεώς μας, λέγοντες ότι πιστεύομεν «εις μίαν αγίαν καθολικήν και αποστολικήν Εκκλησίαν».
Η ενότης αυτή της Εκκλησίας υπάρχει όταν οι Προκαθήμενοι των τοπικών Εκκλησιών, όπως
είναι οι Πατριάρχες και οι Αρχιεπίσκοποι, μνημονεύουν αλλήλους στις ακολουθίες, προπαντός στη
Θεία Λειτουργία, όπως στην αγία Πρόθεση κατά την Προσκομιδή των αγίων Δώρων. Όταν παύσει το
μνημόσυνο αυτό ενός Προκαθημένου μιάς τοπικής Εκκλησίας, δηλ. κάποιου Πατριάρχη ή
Αρχιεπισκόπου, αυτό σημαίνει «παύση κοινωνίας» της Εκκλησίας αυτής με τις λοιπές Εκκλησίες.
Αυτό σημαίνει «ακοινωνησία», δηλ σχίσμα! Θ΄ αναφέρουμε μερικές από τις γνώμες των Πατέρων και
άλλων εκκλησιαστικών ανδρών:

• Οι Πατέρες όταν απαγορεύουν την «κοινωνία» με τον οποιοδήποτε αιρετικό επίσκοπο ή


Αρχιεπίσκοπο ή Πατριάρχη, συμπεριλαμβάνουν στην απαγόρευση αυτή και το «μνημόσυνο» του
ονόματός του21.

• Ο άγιος Αλέξανδρος, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, γράφει ο π. Θεόδωρος Ζήσης,


«πιεζόταν από τον Αυτοκράτορα Κωνστάντιο, γιο του Μεγάλου Κωνσταντίνου, να δεχθεί σε κοινωνία
τον υποκριτικώς μετανοήσαντα και ζητήσαντα συγγνώμη, ΄Αρειο. Θεώρησε το πράμα τόσο σοβαρό,
να επικοινωνήσει δηλ. και να συνδιαλλαγεί με τον ΄Αρειο και να παραβεί το Ευαγγέλιο, ώστε
προσευχήθηκε στο Θεό και τον παρεκάλεσε να τον απαλλάξει από αυτήν την αποστασία με τον
θάνατο. Προτιμούσε να πεθάνει, παρά να δεχθεί σε κοινωνία τον ΄Αρειο. Και ο Θεός τον απήλλαξε
κατά άλλο τρόπο, την άλλη μέρα πέθανε ο Άρειος»22.

• Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής:

«Ει και ο βασιλεύς και ο Πατριάρχης και η Σύνοδος γράψωσι προς τον Ρώμης έγγραφον συκατάθεσιν της
πίστεως κατά το εικός, εγώ πάλιν ου κοινωνώ υμίν, επειδή εν τοις Διπτύχοις μνημονεύετε Σεργίου, Πύρρου,
Παύλου και Κύρου, οίτινες έξαρχοι κεχρηματίκασι της αιρέσεως, και ου μόνον υπό τοσούτων Συνόδων
ανεθεματίσθησαν εν Ιεροσολύμοις, εν Ρώμη και εν Αφρική, αλλά και απέθανον εν τη αιρέσει και τω χωρισμώ τω
από της καθόλου Εκκλησίας, και επειδή ημείς εκείνοις κοινωνείτε, ει και Ορθόδοξοι γένησθε, ου κοινωνώ υμίν,
επειδή κοινωνείτε τοις ακοινωνήτοις»23

• Επίσης, οι Αγιορείτες μοναχοί το 1274 διακήρυξαν:

«Ο γαρ αιρετικόν δεχόμενος, τοις αυτού υπόκειται εγκλήμασι, ..ων το


συνάντημα ει δυνατόν φύγωμεν»24.

• Ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός γράφει για το μνημόσυνο των Λατίνων:

«Φεύγετε και υμείς, αδελφοί, την προς τους ακοινωνήτους κοινωνίαν και το μνημόσυνον των
αμνημονεύτων. Ίδε, εγώ Μάρκος ο αμαρτωλός, λέγω υμίν ότι ο μνημονεύων του πάπα ως Ορθοδόξου
αρχιερέως, ένοχος εστίν πάντα τα των Λατίνων εκπληρώσαι, μέχρι και αυτής της κουράς των γενείων και ο
λατινοφρονών μετά των Λατίνων κριθήσεται και ως παραβάτης της πίστεως λογισθήσεται»25.

• Ο ιστορικός της ψευδοσυνόδου Φεράρας -Φλωρεντίας Μέγας Εκκλησιάρχης Σίλβεστρος

21
Περί αυτού ομιλεί ρητά ο 15ος Κανόνας της Πρωτοδευτέρας Συνόδου.
22
Ορθόδοξος Τύπος (1434 ) 16.11. 2001, σ.1.
23
Δοσιθέου Ιεροσολύμων, Δωδεκάβιβλος βιβλ. ζ΄, σ. 116
24
Επιστολή των Αγιορειτών Πατέρων προς τον αυτοκράτορα Μιχαήλ Παλαιολόγο
25
(Μάρκου Ευγενικού, Επιστολή προς Θεοφάνην P.G. 160, 1097D, 1100A.
7
Συρόπουλος, πιεζόμενος από τους μεσάζοντες του Αυτοκράτορα να μνημονεύει τον πάπα, απάντησε:

«Εκείνοι γαρ μνημονεύονται επ’ εκκλησίαις, όσοι εισίν ομόδοξοι και κοινωνικοί προς την
αυτήν Εκκλησίαν. Οι δε ακοινώνητοι ουδέ μνημονεύονται ουδέ έχει άδειάν τις των ιερωμένων
εύχεσθαι επ’ εκκλησίας υπέρ ακοινωνήτου. Ο δε πάπας εστίν ακοινώνητος. Πως ουν
μνημονευθήσεται ο ακοινώνητος μετά των κοινωνικών;26»

• Ο Πατριάρχης Γεννάδιος Σχολάριος γράφει:

«Η πνευματική κοινωνία των ομοδόξων, και η τελεία υποταγή προς τους γνησίους ποιμένας
εκφράζεται με το μνημόσυνο. Οι Σύνοδοι και οι άλλοι Πατέρες ορίζουν, ότι αυτών που αποστρεφόμεθα
το φρόνημα, (αυτών) πρέπει να αποφεύγουμε και την κοινωνία»27

β. Το αποκαλυπτικό «ντοκουμέντο», το οποίο είναι σχεδόν άγνωστο στους Ορθοδόξους,


είναι η ομολογία του ίδιου του Αθηναγόρα, ότι μνημονεύει τον αιρετικό πάπα, τόσο στην αγία
Πρόθεση, κατά την Προσκομιδή των αγίων Δώρων, όσο και στο άγιο Θυσιαστήριο.

Σε γράμμα, που έστειλε ο Αθηναγόρας το 1968 στον πάπα Παύλο Στ΄, για τη γιορτή των
Χριστουγέννων, γράφει:

«Εν τη κοινωνία ταύτη (της αγάπης του Χριστού) ιερουργούντες μετά της χορείας των περί ημάς Ιερωτάτων
Μητροπολιτών και υπερτίμων, μνησθησόμεθα από των διπτύχων της καρδίας ημών του τιμίου ονόματός Σου.
αδελφέ, Αγιώτατε της Πρεσβυτέρας Ρώμης Επίσκοπε, ενώπιον της αγίας αναφοράς αυτού τούτου του τιμίου
Σώματος και αυτού τούτου του τιμίου αίματος του Σωτήρος εν τη θεία του Αγιωτάτου προκατόχου ημών, Ιωάννου
του Χρυσοστόμου. Και ερούμεν τη αγία ημέρα των Χριστουγέννων ενώπιον του αγίου θυσιαστηρίου και λέγομεν
σοι: της Αρχιερωσύνης σου μνησθείη Κύριος ο Θεός, πάντοτε, νυν και αεί, και εις τους αιώνας των
αιώνων»28 !!!

γ. Η ομολογία αυτή του Αθηναγόρα είναι όντως φοβερή! Ομολογεί τη μνημόνευση στην
αγία Πρόθεση και στο άγιο Θυσιαστήριο του ονόματος του αιρετικού πάπα! Αυτό σημαίνει
αδιαμφισβήτητα ότι θεωρούσε τον εαυτό του ενωμένο με τον πάπα! Σημαίνει ότι ο Αθηναγόρας
θεωρούσε ότι έγινε η ΄Ενωση των Εκκλησιών!

Είναι δυνατόν να έγινε η Ένωση των Εκκλησιών, επειδή ο Αθηναγόρας μνημόνευε τον
πάπα;
Ασφαλώς, ναι!

Ο Αθηναγόρας δεν ήταν ένα απλό άτομο. Δεν ήταν ένα απλό μέλος της Εκκλησίας. Ήταν
Πατριάρχης της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Κι’ όταν ο Προκαθήμενος μιάς Εκκλησίας, όπως είναι το
ιστορικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, ενώνεται με τον αιρετικό πάπα, καθίστανται αιρετικοί
όχι μόνο οι «περί Αυτόν Ιερώτατοι Μητροπολίται», όπως γράφει, που τον μνημονεύουν και
συλλειτουργούν μαζί του, αλλά και όλοι οι Ορθόδοξοι, όπως

• όλοι οι υπ’ αυτόν κληρικοί, που συλλειτουργούν μαζί του ή τον μνημονεύουν.
• όλο το ποίμνιό του, που εξυπηρετείται μυστηριακά από κληρικούς του, που τον μνημονεύουν.
• όλοι οι άλλοι Πατριάρχες και Αρχιεπίσκόποι, που έχει «κοινωνία» μαζί τους.
• όλοι οι άλλοι κληρικοί των λοιπών Πατριαρχείων και Εκκλησιών, οι οποίοι συλλειτουργούν
ή μνημονεύουν τους Πατριάρχες ή Αρχιεπισκόπους τους, που «κοινωνούν» με τον Αθηναγόρα!
• ολόκληρα τα ποίμνια των Πατριαρχείων και Εκκλησιών αυτών, των οποίων οι Προκαθήμενοι
Πατριάρχες τους και Αρχιεπίσκοποι «κοινωνούν» με τον Αθηναγόρα!

26
S. Syropoulos, Les Mémoires XII, 13, Παρίσι 1971, σ. 562- 564
27
Γενναδίου Σχολαρίου, Γράμμα προς τους εκκλησιαστικούς..., περιοδικό. Ο όσιος Γρηγόριος Αγίου Όρους,
αριθμ.21, σελ. 23
28
Τόμος αγάπης σ. 525, 528 – 530, Π. Γρηγορίου, Πορεία ειρήνης, τομ. α΄, σ. 293
8

Δηλαδή, εάν ένας Πατριάρχης μιας οιασδήποτε Ορθόδοξης Εκκλησίας μνημονεύει τον πάπα,
αυτό και μόνο το γεγονός καθιστά παπικές όλες τις τοπικές Εκκλησίες, με τις οποίες έχει «κοινωνία»!

δ. Ναι, αλλά ο Αθηναγόρας πέθανε. Μετά τον Αθηναγόρα, τι έγινε; Τι στάση τήρησαν και
τηρούν οι διάδοχοί του Δημήτριος και Βαρθολομαίος;
Εξαρτάται, από τον εάν οι διάδοχοι του Αθηναγόρα μνημονεύουν και αυτοί τον Πάπα.
Τον μνημονεύουν;
Εάν είπε την αλήθεια ο καθένας τους, ο Δημήτριος και ο Βαρθολομαίος, όταν είχαν εκλεγεί
Πατριάρχες, ότι θα συνέχιζαν ν’ ακολουθούν τη γραμμή του Αθηναγόρα, την οποία ποτέ δεν
καταδίκασαν, θα δεχθούμε ότι κι’ αυτοί μνημονεύουν τον πάπα! Αυτό το έμμεσο συμπέρασμα μπορεί
να τεκμηριωθεί με αποδείξεις;
Ασφαλώς, ναι! Δεν έχει κανείς, παρά να παρακολουθήσει τα όσα έγιναν κατά την πρόσφατη,
στις 29 Νοεμβρίου 2006 επίσημη επίσκεψη του πάπα Βενεδίκτου 16ου στη Κωνσταντινούπολη. Κατά
την διάρκεια της του εσπερινού και της θείας Λειτουργίας, που παρίστατο και ο πάπας αντάλλαξε με
τον Βαρθολομαίο λειτουργικούς ασπασμούς, ευλόγησε το περιστασιακό εκκλησίασμα, του έψαλαν
«πολυχρονισμούς» και δυο τροπάρια τα οποία συνέθεσαν ειδικά γι’ αυτόν «αγιορείτες μοναχοί»29,
τέλος δε ο διάκονος του Βαρθολομαίου έκανε την εξής δέηση:

«Έτι δεόμεθα υπέρ του αγιωτάτου επισκόπου και πάπα Ρώμης Βενεδίκτου και του
Αρχιεπισκόπου και Πατριάρχου ημών Βαρθολομαίου και υπέρ του κατευθυνθήναι τα διαβήματα
αυτών εις πάν έργον αγαθόν»30!!!

Δεν είναι η δέηση αυτή «μνημόνευση επ’ εκκλησίαις» του πάπα;


Είναι δυνατόν να έχει κανείς αντίρρηση σ’ αυτό;
Το μνημόσυνο αυτό του πάπα σημαίνει ΄Ενωση των Εκκλησιών !!!

3. Το 1965 πάπας και Αθηναγόρας συμφώνησαν την ΄Ενωση !


1. Η Ένωση των Εκκλησιών, σχεδιάσθηκε από Λατίνους και Λατινόφρονες.
Αποφασίστηκε ήδη από το 1965, «εν κρυπτώ και παραβύστω» από τον πάπα Παύλο Στ΄ και
από τον Πατριάρχη Αθηναγόρα! Και αποκαλύπτεται σήμερα σιγά σιγά!
Οι Ορθόδοξοι εξαπατήθηκαν από τη μεθόδευση που τότε χρησιμοποιήθηκε. Έτσι, δεν
αντελήφθησαν ότι η Ένωση έγινε. Αυτό που απέμεινε στους Λατίνους του Βατικανού και
Λατινόφρονες του Φαναρίου είναι να παρουσιάσουν και υλοποιήσουν στους πιστούς σταδιακά
την γενομένη ΄Ενωση, για να προληφθούν τυχόν αντιδράσεις από όσους πιστούς εξακολουθούν να
παραμένουν ακόμα αφοσιωμένοι στην Ορθοδοξία!

α. Το 1965 έγινε συμφωνία από τον πάπα Παύλο Στ΄ και το Πατριάρχη Αθηναγόρα για την
Ένωση των Εκκλησιών. Η συμφωνία αυτή ανακοινώθηκε ως «Κοινή Δήλωση» πάπα και Πατριάρχη
στις 7 Δεκεμβρίου 1965, παραμονή της λήξεως των εργασιών της Β΄ Βατικανής Συνόδου των παπικών,
τόσο στη Βατικανό, όσο και στο Φανάρι. Συνδυάστηκε μάλιστα με την «άρση των αναθεμάτων».
Το πρωτότυπο κείμενο της συμφωνίας είναι γραμμένο στα γαλλικά. Δόθηκε δε στη
δημοσιότητα και «επίσημη μετάφρασή» της στα ελληνικά.
Η ανακοίνωση την ίδια μέρα της άρσεως των αναθεμάτων χρησίμευσε ως προπέτασμα καπνού,
για να μην αντιληφθούν οι Ορθόδοξοι ότι έγινε η Ένωση. Οι πιστοί των Λατίνων φαίνεται ότι
αντελήφθησαν περισσότερο τα γενόμενα. Αυτός ήταν ο λόγος, που πολλοί παπικοί έσπευσαν ( και
σπεύδουν ακόμα) στους Ορθόδοξους ναούς να κοινωνήσουν τα άχραντα μυστήρια31.

29
Η Ιερά Κοινότητα περιέργως διαψεύδει την πατριαρχική αυτή επιβεβαίωση. Πως γνωρίζει όμως η Ιερά Κοινότητα, ότι «οι
υμνογράφοι του πάπα» δεν είναι αγιορείτες;
30
περιοδικό « Άγιος Αγαθάγγελος» ( 218) Νοέμβριος- Δεκέμβριος 2006, σ. 3
31
Την πράξη τους μάλιστα αυτή χειροκρότησε ο Αθηναγόρας, ο οποίος μιλώντας το 1971 στην Κωνσταντινούπολη
σε ομάδα προσκυνητών Ελληνοαμερικανών , είπε: «Ήδη εις την Αμερική μεταλαμβάνετε πολλούς (Λατίνους)
από το άγιο Ποτήριο, και καλά κάνετε! Και εγώ εδώ, όταν έρχονται Καθολικοί και Προτεστάντες και ζητούν να
9
Και μόνο η άρση των αναθεμάτων είναι αρκετή, να θεωρηθεί ότι ήδη έγινε η Ένωση των
Εκκλησιών, τουλάχιστο κατά τη παπική αντίληψη. Οι Λατίνοι πιστεύουν, ότι η ακοινωνησία μεταξύ
αυτών και Ορθοδόξων υπάρχει, αφότου το 1054 ο καρδινάλιος Ουμβέρτος προέβη στο ανάθεμά του.

Τα δύο αυτά κείμενα, το πρωτότυπο γαλλικό και την ελληνική μετάφρασή του, παραθέτουμε
στο τέλος αυτού του άρθρου ως Παράστημα.

β. Το πρωτότυπο γαλλικό κείμενο της συμφωνίας 1965, αναφέρει ότι ο πάπας Παύλος
Στ΄ και ο Πατριάρχης Αθηναγόρας αίρουν την «ακοινωνησία», μεταξύ των δύο Εκκλησιών.
Συγκεκριμένα, η σωστή μετάφραση της παράγραφος 4, εδάφιο β΄, της συμφωνίας 1965, λέει τα εξής:

« αποδοκιμάζουσιν ωσαύτως και αίρουσιν από της μνήμης και εκ μέσου της Εκκλησίας
τας αποφάσεις ακοινωνησίας ων η ανάμνησις επενεργεί μέχρι σήμερον ως κώλυμα εις την εν
αγάπη προσέγγισιν, παραδίδουσι δε αυτάς τη λήθη»32 !

Αυτό σημαίνει ότι καταργήθηκε η «ακοινωνησία», «το σχίσμα» μεταξύ των δύο Εκκλησιών!

γ. Τονίσαμε προηγουμένως, ότι η παραπάνω μετάφραση είναι «πιστή» απόδοση του σχετικού
αποσπάσματος από το γαλλικό κείμενο της συμφωνίας 1965. Η δοθείσα στη δημοσιότητα «επίσημη
ελληνική μετάφραση» σκόπιμα το αλλοιώνει. Λατίνοι και Λατινόφρονες στο γαλλικό και ελληνικό
κείμενο «παίζουν» με τις λέξεις, στις οποίες δίνουν αυθαίρετα δικό τους περιεχόμενο.
Συγκεκριμένα, στο γαλλικό πρωτότυπο υπάρχει η λέξη excommunication. Η λέξη αυτή
αδιαμφισβήτητα σημαίνει «ακοινωνησία», αφορισμό. Η «επίσημη ελληνική μετάφραση» την
μεταφράζει με τη λέξη «ανάθεμα». Αυτό είναι σκόπιμο λάθος. Οι Γάλλοι την ελληνική λέξη ανάθεμα
την αποδίδουν με τη λέξη «anatheme». Αν, λοιπόν, το γαλλικό πρωτότυπο ήθελε να ειπεί ότι αίρονται
τα αναθέματα, θα χρησιμοποιούσε τη γαλλική λέξη «anatheme» και όχι τη λέξη «excommunication»!
Στα γαλλικά η λέξη excommunication σημαίνει «ακοινωνησία»33. Διαστέλλεται σαφώς από
τη λέξη anatheme, που σημαίνει «ανάθεμα». Οι λέξεις «ακοινωνησία», και «ανάθεμα» είναι όροι με
θεολογικό περιεχόμενο. Ο όρος «ακοινωνησία» σημαίνει χωρισμό (αφορισμό) από τα λοιπά μέλη της
Εκκλησίας. Ο όρος «ανάθεμα» σημαίνει χωρισμό από το Χριστό, παράδοση στο σατανά και στέρηση
σωτηρίας. Επομένως, οι όροι «ακοινωνησία» (αφορισμός) και «ανάθεμα» δεν ταυτίζονται. Εφόσον,
λοιπόν, στη παράγραφο 4 της συμφωνίας χρησιμοποιείται η λέξη excommunication, αυτό σημαίνει ότι
με τη συμφωνία αυτή έχει αρθεί η «ακοινωνησία», το «σχίσμα» μεταξύ των δύο Εκκλησιών!

2. Πρέπει όμως στη συνέχεια να δούμε και ωρισμένες παραμέτρους αυτής της άρσεως της
«ακοινωνησίας» μεταξύ των δύο Εκκλησιών.
Στο κείμενο της συμφωνίας αυτής αναφέρεται ότι και μετά την άρση της «ακοινωνησίας»
(excommunication), παραμένουν οι διαφορές μεταξύ των δύο Εκκλησιών. Εύλογα μπορεί να
διερωτηθή ένας πιστός, πώς είναι δυνατόν να έχει αρθή η «ακοινωνησία», δηλ. το σχίσμα, όμως να
εξακολουθούν να υπάρχουν διαφορές; Για την ακοινωνησία και το ανάθεμα θα μιλήσουμε πιό κάτω.

μεταλαμβάνουν, τους προσφέρω το Άγιο Ποτήριο! Και εις την Ρώμη το ίδιο γίνεται και εις την Αγγλία και εις
την Γαλλία». [εφημ. Ορθόδοξος Τύπος (365) 13.7. 1979].
32
Το σχετικό απόσπασμα από το γαλλικό πρωτότυπο έχει ως εξής:
«regretter également et enlever de la mémoire et du milieu de l’ Eglise les
sentences d’ excommunication
qui les ont suivis, et dont le souvenir opère jusqu’à nos jours comme un obstacle
au rapprochement dans la charité, et
les vouer à l’oubli ;» (Π. Γρηγορίου, Πορεία προς την ενότητα, Αθήνα 1978, σ. 33).
Το παραπάνω απόσπασμα στην επίσημη ελληνική μετάφραση, που δόθηκε στη δημοσιότητα από το Φανάρι στις
7.12.1965, έχει ως εξής:« αποδοκιμάζουσιν ωσαύτως και αίρουσιν από της μνήμης και εκ μέσου της Εκκλησίας τα
επακολουθήσαντα αναθέματα, ων η ανάμνησις επενεργεί μέχρι σήμερον ως κώλυμα εις την εν αγάπη προσέγγισιν,
παραδίδουσι δε ταύτα τη λήθη» (Π. Γρηγορίου, Πορεία προς την ενότητα, Αθήνα 1978, σ. 35).
33
Το ότι η γαλλική λέξη excommunication σημαίνει ακοινωνησία αποδεικνύεται και από το ίδιο το γαλλικό κείμενο
της συμφωνίας, που χρησιμοποιήθηκε δύο φορές η έκφραση la communion ecclésiastique και σημαίνει «εκκλησιαστική
κοινωνία», όπως ορθά το αποδίδει η «επίσημη ελληνική μετάφραση», και όχι «εκκλησιαστικό ανάθεμα»!
10
α. Κατά την Ορθόδοξη Παράδοση για να υπάρξει ΄Ενωση, πρέπει απαραίτητα να υπάρχει
απόλυτη ταύτιση μεταξύ της Ορθόδοξης Εκκλησίας και των Λατίνων, στα ζητήματα της Πίστεως34.
Κατά την αντίληψη όμως των Λατίνων και Λατινοφρόνων για την ΄Ενωση των Εκκλησιών δεν
είναι απαραίτητη η ταύτιση τους στα θέματα πίστεως! Μπορεί να υπάρχη ΄Ενωση και να παραμένουν
δογματικές διαφορές.
Την αντίληψη αυτή συναντάμε σε διάφορες παπικές συνόδους, που συμφωνήθηκαν
«ψευδενώσεις», όπως του Λατερανού (1215)35, της Λυών (1274)36, της Φλωρεντίας Φερράρας
(1439)37 κτλ.
Τη γραμμή αυτή υιοθέτησε και η Β΄ Βατικανή Σύνοδος (1962-1965), η οποία απεφάσισε να
γίνονται δεκτοί στο παπισμό οι Ορθόδοξοι μόνο με απλή ομολογία πίστεως, ότι δέχονται το Πρωτείο
του πάπα, χωρίς αναφορά στις άλλες δογματικές διαφορές! Συγκεκριμένα είπε:

«Από τους χωρισμένους Ανατολικούς, που κάτω από την επίδραση του Αγίου Πνεύματος προσέρχονται
στην ενότητα της Καθολικής Εκκλησίας ας μη ζητείται τίποτα περισσότερο από μιά απλή ομολογία της
καθολικής πίστης»,που είναι η αναγνώριση του πάπα, ως ποιμένα όλης της Εκκλησίας με υπερτάτη και
παγκόσμια εξουσία»38.

Για τον πάπα Ιωάννη –Παύλο Β΄ οι «διαφορές» μεταξύ των δύο Εκκλησιών φαίνεται ότι είναι
οι «δυσχέρειες»,39 που εμποδίζουν την από κοινού τέλεση της θείας Ευχαριστίας, ή «παρεξηγήσεις

34
Όταν οι Ορθόδοξοι επιμένουν σ’ αυτή την πατερική εντολή, οι Λατίνοι οι Λατινόφρονες τους κατηγορούν, ότι θέλουν έτσι
να εμποδίσουν την Ένωση (John Romanides, Orthodoxy in America, εν Θεολ. Συμπόσιον Χαριστήριον, εις τον καθηγητήν
Π. Χρήστου, Θεσ/κη 1967, σ. 514- 515). Εξ άλλου, οι υπάρχουσες, κατά τη διδασκαλία των Πατέρων, αγεφύρωτες
διαφορές μεταξύ Ορθοδοξίας και παπισμού, είναι ο λόγος που οι Ορθόδοξοι δυσκολεύονται σήμερα να πιστέψουν ότι η
΄Ενωση έγινε, ή τουλάχιστον επίκειται! Και γι’ αυτό, δυστυχώς, εφησυχάζουν!
35
Η σύνοδος του Λατερανού συνήλθε το έτος 1215. Το 1204 οι Λατίνοι, με την τέταρτη Σταυροφορία τους,
κυρίευσαν την Κωνσταντινούπολη Ο πάπας Ιννοκέντιος ο Γ΄ έστειλε στην Κωνσταντινούπολη τρεις καρδινάλιους. Αυτοί
ζήτησαν από τους Ορθόδοξους μόνο την αναγνώριση του Πρωτείου του. Άφησαν κατά μέρος τις άλλες διαφορές. Οι
Φράγκοι εκμεταλλεύτηκαν τη δύναμή τους ως κατακτητών και επέβαλλαν με τη βία στους Ορθόδοξους κληρικούς «όρκο
πίστεως» στον πάπα. Μερικοί Ρωμαίοι κληρικοί φράγκεψαν! Έδωσαν τον «όρκο» αυτό. Οι περισσότεροι όμως το
αρνήθηκαν. Πολλοί απ’ τους κληρικούς αυτούς εγκατέλειψαν την Κωνσταντινούπολη. Πήγαν στο νεοσύστατο κρατίδιο της
Νίκαιας, που τότε είχε καταφύγει ο αυτοκράτορας Θεόδωρος Α΄, ο Λάσκαρις, με τον Πατριάρχη. Ο αυτοκράτορας θέλησε
να συγκαλέσει Οικουμενική Σύνοδο στη Νίκαια για να προωθήσει την «ένωση», για να πετύχει την βοήθεια του πάπα κατά
των Τούρκων. Το σχέδιό του όμως αυτό ναυάγησε εξ αιτίας των αντιδράσεων του περίφημου τότε Μητροπολίτη
Ναυπάκτου Ιωάννου του Απόκαυκου.
Οι Ορθόδοξοι κληρικοί, που αρνήθηκαν να δώσουν το όρκο αυτό, δεν δέχονταν να λειτουργήσουν σε ναούς, που
προηγουμένως λειτούργησαν Λατίνοι. Όσους τυχόν προηγουμένως είχαν βαπτίσει Λατίνοι κληρικοί, οι Ρωμαίοι Ορθόδοξοι
τους βάπτιζαν από την αρχή. Μιά μερίδα Ορθοδόξων κληρικών στην Κωνσταντινούπολη ζητούσε τη σύγκλιση
Οικουμενικής Συνόδου για ν’ αποφασίσει. Τη σύνοδο αυτή, δήθεν «Οικουμενική», τη συγκάλεσε ο Πάπας το 1215 στο
Λατερανό της Ρώμης. Στη Σύνοδο αυτή δεν πήγε κανένας Ρωμαίος, παρά μόνο Φράγκοι, δηλ. εκπρόσωποι από τα
Λατινικά Πατριαρχεία ( Κωνσταντινούπολης, Αλεξάνδρειας, Αντιόχειας και Ιεροσολύμων), που ίδρυσαν οι σταυροφόροι
μετά την Τέταρτη σταυροφορία τους, αφού κατάργησαν τα Ορθόδοξα Πατριαρχεία.
Η σύνοδος αυτή διαπίστωσε ότι η «ένωση» ήταν ανέφικτη. Διαπίστωσε ότι οι Ρωμαίοι δεν δέχονταν σε καμιά
περίπτωση να απεμπολήσουν την Ορθοδοξία τους. Γι’ αυτό η Σύνοδος απεφάσισε να προβεί σε μερικές ανώδυνες
παραχωρήσεις προς τους Ρωμαίους. Επέτρεψε να διατηρήσουν τις διαφορές τους στη πίστη, ως εκκλησιαστικά τους έθιμα,
αρκεί ν’ αναγνωρίζουν το «πρωτείο» πάπα. Αυτό αποτέλεσε τη βάση της Ουνίας( Β. Στεφανίδη, Εκκλησιαστική Ιστορία,
Αθήνα 1970, σ. 381-382).
36
Η ψευδένωση της Λυών στηρίχθηκε στην παραδοχή από τον αυτοκράτορα Μιχαήλ Παλαιολόγο του
Πρωτείου του πάπα, του Φιλιόκβε και των αζύμων. Οι λοιπές διαφορές παρέμειναν [Β. Στεφανίδη,
Εκκλησιαστική Ιστορία, Αθήνα 1970, σ. 385-386, Ν. Πολίτη, Μία ένωσις, Ορθόδοξος Τύπος, (87) Μάϊος 1968].
37
Η Σύνοδος της Φλωρεντίας περάτωσε τις εργασίες της τον Ιούλιο 1439. Απεφάσισε την ένωση των
εκκλησιών των Φράγκων και Ρωμαίων. Οι Ορθόδοξοι δέχτηκαν το πρωτείο του πάπα! Δέχτηκαν επίσης τη
διδασκαλία για το «Φιλιόκβε». Ο Πάπας ζήτησε να δεχθούν οι Ορθόδοξοι ότι η προσθήκη του «Φιλιόκβε» στο
Σύμβολο της Πίστεως έγινε νόμιμα. Το θέμα αυτό αφέθηκε να ρυθμισθεί μετά την «ένωση». Ο λόγος που ο
Πάπας ζήτησε η Σύνοδος ν’ αποφασίσει ότι η προσθήκη του «Φιλιόκβε» έγινε νόμιμα ήταν, για να μη μπορούν να
ισχυρίζονται πλέον οι Ρωμαίοι ότι δικαιολογημένα αναθεμάτισαν τους Φράγκους το 867 και το 879, με την Η΄
Οικουμενική Σύνοδο. Δεν συμφώνησαν για το θέμα του «Καθαρτηρίου», μολονότι προ των επισήμων συνομιλιών
έγιναν μερικές προκαταρκτικές συζητήσεις, για το αν οι άνθρωποι αμέσως μετά το θάνατό τους απολαμβάνουν
την ευδαιμονία του Παραδείσου ή τις τιμωρίες της κολάσεως.» (Gill, Η σύνοδος της Φλωρεντίας, Αθήναι 1962,
σ. 315, 319)
38
Ορθόδοξος Τύπος (1615) 21.10. 2005
39
Ορθόδοξος Τύπος (341) 26. 1. 1979
11
40
και διαφωνίες» , αι οποίαι υπάρχουν ακόμη ( μεταξύ των δύο Εκκλησιών), αν όχι εν τω χώρω της
πίστεως, τουλάχιστον εν τω χώρω της θεολογικής διατυπώσεως».

β. Κατά τους Λατινόφρονες του Φαναρίου :

• Ο Αθηναγόρας θεωρεί τις δογματικές «διαφορές» μεταξύ των δύο Εκκλησιών, στις
οποίες συμπεριλαμβάνει το Φιλιόκβε, το πρωτείο και το αλάθητο, ως απλά έθιμα41!
Κατά τον Αθηναγόρα τα «έθιμα» αυτά, δηλ. το Φιλιόκβε, το πρωτείο και το αλάθητο, δεν τον
χωρίζουν από τον πάπα. Γι’ αυτό δήλωσε το 1964 προς το Ιταλικό Πρακτορείο ειδήσεων:
«Τίποτε δεν μας χωρίζει από την Καθολική Εκκλησία»42.

Γι’ αυτό το 1965 δεν βλέπει κανένα εμπόδιο για την ετοιμαζόμενη από αυτόν και τον πάπα
Ένωση, που εξήγγειλαν το 1965:

« Ημείς ουδέν βλέπομεν πρόσκομμα εις την οδόν της Ενώσεως της Εκκλησίας της Ρώμης με την Εκκλησίαν της
Ανατολής... Δεν βλέπομεν πρόσκομμα, δια τον απλούστατον λόγον, ότι τοιαύτα προσκόμματα δεν υφίστανται»43.
«Ουδέν εμπόδιο δια την ΄Ενωσιν»44 υπάρχει, λέγει. Γι’ αυτό είναι «παρά το πλευρόν του πάπα, εις όλας του τας
δηλώσεις και ενεργείας»45.

Σ’ άλλη δε ευκαιρία προσθέτει:


« Έως το 1054 είχαμε πολλάς διαφοράς. Και εις τούτο και εις το άλλο. Το Φιλιόκβε. Η
προσθήκη εις το «πιστεύω» έγινε τον 6ον αιώνα. Και το εδέχθημεν. Και τόσας άλλας διαφοράς.
Αλλά, ηγαπώμεθα. Και όταν αγαπώνται οι άνθρωποι, διαφοραί δεν υπάρχουν. Αλλά, το 1054, που
επαύσαμε να αγαπώμεθα ήλθαν όλες οι διαφορές. Ηγαπώμεθα και είχομεν το ίδιο μυστήριο. Το ίδιο
βάπτισμα, τα ίδια μυστήρια, και ιδιαιτέρως το ίδιο άγιο Ποτήριο.
Τώρα που ξαναγυρίσαμε εις το 1054, διατί δεν ξαναγυρίζομε και εις το άγιο Ποτήριο46;»

• Ο Πατριάρχης Δημήτριος προσδιορίζει περισσότερο τις «δυσχέρειες» για την


πλήρη Ένωση με την Ρώμη, ως «ιστορική και ψυχολογική κληρονομιά του παρελθόντος», λέγων:

« Αι δύο Εκκλησίαι ήρχισαν να εκκαθαρίζουν την βαρείαν ιστορικήν και ψυχολογικήν


κληρονομίαν του παρελθόντος, η οποία είχε οδηγήσει εις τον βαθύν χωρισμόν, την εχθρότητα και την
έλλειψιν εμπιστοσύνης47»!!!

• Ο καθηγητής Στ. Παπαδόπουλος, που έλαβε μέρος σε πολλές συζητήσεις του «Θεολογικού
Διαλόγου» με τους παπικούς, γράφει για τα «Κοινά κείμενα» που συντάσσουν Λατίνοι
και Λατινόφρονες., ότι σ’ αυτά πουθενά δεν αναφέρεται ότι οι δύο Εκκλησίες έχουνε δογματικές
διαφορές. Οι Ρκαθολικοί αρνούνται κάθε φορά επίμονα να γραφεί κάτι τέτοιο και οι Ορθόδοξοι
άνετα το δέχονται... Η ένταση αιώνων μεταξύ των Εκκλησιών και ο παρών Διάλογος θέλουνε
να εμφανισθεί ως μη οφειλόμενος σε δογματικές διαφορές, αλλά σε ψυχολογικές και πολιτικές,
ή το πολύ, σε διαφορές θεολογικών “σχολών”»48!

40
Ορθόδοξος Τύπος (391) 11.1.1980
41
εφημ. Έθνος 20.3. 1970, Ορθόδοξος Τύπος (118) 10.4. 1070. Σ’ άλλες δηλώσεις του ο Αθηναγόρας είπε: « Το πρωτείο
και το αλάθητο; Τι μας ενδιαφέρει; Κάθε Εκκλησία θα κρατήση τα δικά της έθιμα. Αν το θέλει η Καθολική Εκκλησία,
ας το κρατήση... Άλλωστε, όλοι θεωρούμε τον εαυτό μας αλάνθαστο. Στη δουλειά μας, στις σκέψεις μας, σε όλα.
Σε ερωτά η γυναίκα σου, πόσο αλάτι θα βάλη στο φαγητό; Ασφαλώς, όχι. ΄Έχει το αλάθητό της. Ας το έχει και
ο πάπας, άμα το θέλει..» ( εφημ. Εστία, 31.3.1970, Ορθόδοξος Τύπος (122- 123) 1 & 20 Ιουλίου 1970, σ. 4)
42
Γαβριήλ Διονυσιάτου, Θλιβερός και αντορθόδοξος ο Διάλογος, ΤΥΠΟΣ, Φεβρουάριος 1964, σ. 3
43
Ορθόδοξος Τύπος, ( 36) Ιανουάριος 1964, σ. 4
44
Ορθόδοξος Τύπος 90) Αύγουστος Σεπτέμβριος 1968, σ. 4
45
Καθολική (1596) 28.8.68.
46
Ορθόδοξος Τύπος (365) 13.7.79
47
Ορθόδοξος Τύπος (169) 1.9.1972, σ. 1
48
Στ. Παπαδοπούλου, Ορθοδόξων Πορεία- Εκκλησία και Θεολογία στην τρίτη χιλιετία, (Αθήνα) Ιούλιος 2000, σ. 130
12
γ. Είναι, λοιπόν, φανερό, ότι όταν οι Λατίνοι και Λατινόφρονες του Φαναρίου γράφουν για
διαφορές στο κείμενο της συμφωνίας του 1965 για την ΄Ενωση των Εκκλησιών, εννοούν τα «έθιμα»,
τις «παρεξηγήσεις», τις «διαφωνίες» και τα λοιπά.... «παραμυθάκια» τους!

Επομένως, το ότι το κείμενο της συμφωνίας μνημονεύει την ύπαρξη «διαφορών» αυτό, κατά
τους πρωτεργάτες της Ενώσεως, δεν αναιρεί την γενόμενη «άρση της ακοινωνησίας!

3. Η συμφωνία αυτή του 1965 μεταξύ του πάπα Παύλου Στ΄ και Πατριάρχη Αθηναγόρα
παρουσιάζει μιά αντινομία. Και θέλει να διατηρήσει κρυπτή τη γενομένη συμφωνία για την Ένωση των
Εκκλησιών, αλλά και την αποκαλύπτει, έστω και κατ’ αυτόν τον αδέξιο τρόπό, που είδαμε. Πώς
εξηγούνται όλα αυτά;
Και για μεν την διατήρηση της μυστικότητος, ο λόγος είναι προφανής. Θέλησαν να
προλάβουν τυχόν αντιδράσεις, από τους διαφωνούντες, μέχρις ότου αμβλυνθεί το θρησκευτικό του
αίσθημα και παύσουν να ενδιαφέρονται για τα θέματα της Ορθοδοξίας.
Η δυσκολία υπάρχει στη δικαιολόγηση της έμμεσης αποκαλύψεως, ότι ο πάπας και ο
Πατριάρχης αποκάλυψαν την «άρση της ακοινωνησίας», δηλ. την ένωση των Εκκλησιών!

Τη μόνη εξήγηση, που μπορεί να δώσει ένας Ορθόδοξος είναι δύο τινά:

Ή, ότι από τη στιγμή που ο πάπας Παύλος Στ΄ και ο Πατριάρχης Αθηναγόρας «έκλεισαν» τη
συμφωνία τους για την ΄Ενωση των Εκκλησιών, έπρεπε να υπάρχει αυτό το γραπτό κείμενο, για να μην
αμφισβητηθεί η συμφωνία αυτή στο μέλλον από κανένα διάδοχό τους, ή και από τις ίδιους, αν κάποιος
από αυτούς άλλαζε γνώμη.

΄Η, ότι οι δύο πρωτεργάτες της συμφωνίας αυτής θέλησαν να συνδέσουν το όνομά τους, με το
γεγονός αυτό, ώστε αυτοί να εισπράττουν τις επευφημίες σκοτεινών κύκλων ή οπαδών τους, στις
επόμενες γενεές, κατά το πρότυπο του Λατινόφρονα Βησσαρίωνα!

Βέβαια, κάθε Ορθόδοξος, με «νορμάλ» και αδιατάρακτη προσωπικότητα, ποτέ δεν ήθελε να
συνδέσει τ’ όνομά του με την επαίσχυντη αυτή συμφωνία! Για την προσωπικότητα όμως του
Αθηναγόρα, τίποτε δεν είναι περίεργο, αν έχουμε υπ’ όψη μας τα όσα έγραψε γι’ αυτόν ο τότε
Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρυσόστομος Β΄, ο οποίος υποστήριξε:

«Ο Αθηναγόρας ο Α΄ ουδέν` πρεσβεύει, εις ουδέν πιστεύει, ει μη μόνω εαυτώ δουλεύει και
την αποθανάτισιν του ονόματός του επιδιώκει. έστω και κατά Ηρόστρατον δια της καταστροφής
της Εκκλησίας»49!

4. Πρέπει ν’ απαντηθεί κι’ ένα ακόμα εύλογο ερώτημα, που πιθανόν να γεννηθεί σ’ ένα πιστό:

Οι προσωπικές απόψεις και πράξεις ενός Πατριάρχη ή Αρχιεπισκόπου δεσμεύουν την Ορθόδοξη
Εκκλησία; Έγινε η ΄Ενωση των Εκκλησιών, επειδή οι Πατριάρχες μνημονεύουν στις ακολουθίες τον
πάπα ή επειδή ο Αθηναγόρας συμφώνησε την ΄Ενωση;

Ήδη, για το θέμα αυτό μιλήσαμε και πιό πάνω. Οι απόψεις που έχει κάθε Ορθόδοξος, ακόμη και
Πατριάρχες, εφόσον εκφράζονται δημόσια, πρέπει να εξετάζονται εάν και κατά πόσον είναι σύμφωνοι
με την παραδοθείσα Πίστη από τους Προφήτες, τους Αποστόλους και τους Αγίους Πατέρες. Εάν είναι
διαφορετικές απ’ αυτή, ο άνθρωπος αυτός, που τις εξέφρασε, δεν είναι Ορθόδοξος, δεν είναι μέλος της
Εκκλησίας. Με τον άνθρωπο αυτό, έστω και αν είναι Πατριάρχης ή Αρχιεπίσκοπος, ή άλλος κληρικός,
οι Ορθόδοξοι είναι υποχρεωμένοι να μην έχουν εκκλησιαστική «κοινωνία». Γιατί όποιος «κοινωνεί» μ’
αυτόν, ταυτίζεται μαζί του.
΄Ένας Ορθόδοξος είναι υποχρεωμένος όχι μόνο να μη «κοινωνεί» με αιρετικούς κληρικούς,
αλλά και να καταδικάζει τις πλάνες και αιρέσεις του, για να μη θεωρηθεί, ότι συνευδοκεί με τη σιωπή
του. Ο Κικέρων έλεγε ότι η αλήθεια προδίδεται και δια της σιωπής. Γι’ αυτό, ο Ιωσήφ Βρυέννιος λέγει:

49
Πεπραγμένα Χρυσοστόμου Β΄ 15 Ιουλίου 1963- 15 Ιουλίου 1964, σελ. 197
13
« πας ο δυνάμενος λέγων την αλήθευαν και μη λέγων κατακριθήσεται υπό του Θεού. Και ταύτα ένθα
πίστις εστί το κινδυνευόμενον και της όλης Εκκλησίας των Ορθοδόξων η κρηπίς. Το γαρ εφησυχάζειν εν τοις
τοιούτοις αρνήσεως ίδιον. το δε λέγειν. ομολογίας ειλικρινούς»50

Είναι φανερό, λοιπόν, ότι αν ένας Πατριάρχης, όπως ο Αθηναγόρας δεχθεί την ΄Ενωση των
Εκκλησιών, αυτό και μόνο το γεγονός, μπορεί να μεταδοθεί σ’ όλα τα μέλη της Εκκλησίας, λόγω της
«κοινωνίας» τους μαζί του, και να θεωρηθεί ότι έγινε για όλους τους πιστούς η ΄Ενωση!

Αυτός είναι ο λόγος, που οι Πατέρες είναι ιδαίτερα αυστηροί στο θέμα της «κοινωνίας» των
πιστών με αιρετικό επίσκοπο. Θα σημειώσουμε ελάχιστα απ’ τις απόψεις τους:

• Ο άγιος Μάρκος Ευγενικός51 λέγει:

«Ο λατινοφρονών μετά των Λατίνων κριθήσεται και ως παραβάτης της Πίστεως λογισθήσεται»52.

Επίσης, ο αυτός άγιος λέγει:

«Όλοι ανεξαιρέτως οι διδάσκαλοι της Εκκλησίας, όλες οι θείες Γραφές, μας προτρέπουν να
φεύγομε τους ετερόφρονες και να μη έχουμε κοινωνία με αυτούς» 53

Και προσθέτει ο ίδιος:

« Ούτε βούλομαι, ούτε δέχομαι την αυτού, ή την μετ’ αυτού κοινωνίαν, το παράπαν, ουδαμώς… ώσπερ
ούτε γεγονυίαν ένωσιν και τα δόγματα λατινικά, άπερ εδέξατο αυτός και οι μετ’ αυτού….
Πέπεισμαι γαρ ακριβώς, ότι όσον αποδιίσταμαι τούτου και των τοιoύτων, εγγίζω τω Θεώ και πάσι τοις
πιστοίς και αγίοις Πατράσι. Και ώσπερ τούτων χωρίζομαι, ούτως ενούμαι τη αληθεία και τοις αγίοις
πατράσι τοις θεολόγοις της Εκκλησίας» 54

• Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, γράφει:

«Ο Θεός εκλεξάμενος, εξήγειρεν Αποστόλους, και Προφήτας, και Διδασκάλους, προς τον καταρτισμόν των
αγίων. Ο δε διάβολος, ψευδαποστόλους και ψευδοπροφήτας, και ψευδοδιδασκάλους κατά της ευσεβείας
εκλεξάμενος εξήγειρεν, ώστε τον παλαιόν πολεμηθήναι νόμον και τον ευαγγελικόν. Ψευδαποστόλους δε, και
ψευδοπροφήτας και ψευδοδιδασκάλους μόνους νοώ τους αιρετικούς. ων οι λόγοι και οι λογισμοί
διεστραμμένοι εισίν. Ώσπερ ουν ο τους αληθείς Αποστόλους και Προφήτας, και Διδασκάλους δεχόμενος, Θεόν
δέχεται. ούτως και ο τους ψευδαποστόλους, και ψευδοπροφήτας, και ψευδοδιδασκάλους δεχόμενος, τον
διάβολον δέχεται»55

• Ο Μέγας Αθανάσιος εξανίσταται κατά των αιρετικών, που επέμειναν να παραμένουν μέλη της
Εκκλησίας:

«Πως της καθολικής Εκκλησίας εισίν, οι την αποστολικήν αποτιναξάμενοι πίστιν και κακών εφευρεταί
γενόμενοι, οι τα μεν των θείων Γραφών λόγια καταλείψαντες τας δε θαλείας Αρείου σοφίαν καινήν ονομάζοντες»56;

• Ο άγιος Γερμανός ο νέος, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, σε επιστολή του προς τους

50
Ιωσήφ Βρυεννίου, Τα ευρεθέντα έργα, τόμος Β΄, Θεσσαλονίκη 1990, σελ. 18.
51
Τούτον εγκωμιάζει ο άγιος Νικόδημος Αγιορείτης σε ψαλλόμενο κοντάκιό του, ούτω: «Πανοπλίαν άμαχον
ενδεδυμένος
θεόφρον, την οφρύν κατεσπάσας, της δυτικής ανταρσίας, όργανον του Παρακλήτου γεγενημένος, πρόμαχος της Ορθοδοξίας
προβεβλημένος, διά τούτο σοι βοώμεν: Χαίροις ω Μάρκε, ορθοδόξων καύχημα»! (βλ. Ωρολογιον το Μέγα, Αποστολικής
Διακονίας, Αθήναι 1986, σ.300).
52
Μάρκου Ευγενικού, «Τοις απανταχού της γης και των νήσων ευρισκομένοις Χριστιανοίς» παρ.6 & 7. P.G. 160, 172B &
201CD
53
P.G. 160, 1097AB, 105C
54
P.G. 160, 536CD
55
Μαξίμου Ομολογητού, Περί των πραχθέντων εν τη πρώτη αυτού εξορία, ήτοι εν Βιζύη, παρ. Ι΄, P.G. 90, 144D – 145A.
56
Μ. Αθανασίου, Κατά Αρειανών Α΄, 4. ΒΕΠΕΣ 30, 125.
14
Κυπρίους, όταν οι Φράγκοι κυρίευσαν το νησί τους και έδιωξαν τους Ορθοδόξους κληρικούς, έγραψε:

«..Όθεν και επισκήπτομαι πάσι τοις εν Κύπρω λαϊκοίς, όσοι της Καθολικής Εκκλησίας εστέ
` τέκνα γνήσια, φεύγειν όλω ποδί από των υποπεσόντων ιερέων τη λατινική υποταγή, και μηδέ εις
Εκκλησίαν τούτοις συνέρχεσθαι, μηδέ ευλογίαν εκ των χειρών αυτών λαμβάνειν την τυχούσαν.
Κρείσσον γαρ εστίν εν τοις οίκοις υμών τον Θεόν προσεύχεσθαι κατά μόνας, ή επ’ Εκκλησίαις
συνάγεσθαι μετά των λατινοφρόνων, ει δ’ ουν, την αυτήν αυτοίς υφέξετε κόλασιν»57.

• Ο Γεννάδιος Σχολάριος, μαθητής και διάδοχος του αγίου Μάρκου Ευγενικού στον ανθενωτικό
αγώνα και πρώτος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως μετα την άλωση, γράφει:

«Τους επισκόπους υμών επιτηρείτε ίνα ώσιν Ορθόδοξοι, και μη διδάσκουσι δόγματα εναντίον της
Ορθοδόξου Πίστεως, μηδέ τοις αιρετικοίς, ή τοις απεσχισμένοις συλλειτουργώσι. Τα δε άλλα, ή της αγνοίας
αυτών εισί και της του καιρού κακίας και εισί συγγνωστοί, ή της προαιρέσεως αυτών και αυτοί μόνοι
απολογήσονται τω Θεώ»58

• Τέλος, η Ζ΄ ΟΙκουμενική Σύνοδος αποφαίνεται:

«Τοις κοινωνούσιν εν γνώσει ( τοις καινοτόμοις) ανάθεμα»59

5. Τι είναι η «ακοινωνησία» και τι είναι το «ανάθεμα»; Τι σημασία έχει αν στο κείμενο της
συμφωνίας υπάρχει η λέξη «ακοινωνησία», ή η λέξη «ανάθεμα»;

α. «Ακοινωνησία» είναι η έλλειψη εκκλησιαστικής επικοινωνίας ανάμεσα στους πιστούς και


τους απίστους. Ανάμεσα στους Ορθοδόξους και κακοδόξους, όπως είναι οι Λατίνοι..
Τόσο οι άγιοι Πατέρες, όσο και οι Ιεροί Κανόνες της Εκκλησίας, απαγορεύουν ρητά σ’ ένα
Ορθόδοξο να έχει πνευματική «κοινωνία» με οποιονδήποτε αιρετικό, ή με άλλα άτομα που
«κοινωνούν» με αιρετικούς». Αιρετικός, με τον οποίο απαγορεύεται να έχει κοινωνία» ένας
Ορθόδοξος, μπορεί να είναι ακόμα και ο επίσκοπός του, ο Αρχιεπίσκοπος, ο Πατριάρχης, ή άλλος
κληρικός.
Όταν λέμε δεν πρέπει ένας Ορθόδοξος να έχει «πνευματική κοινωνία» με ένα αιρετικό
επίσκοπο, εννοούμε ότι δεν μπορεί να εκκλησιάζεται σε ναούς που ιερουργεί ο επίσκοπος αυτός, ή
άλλοι κληρικοί, που μνημονεύουν το όνομα του αιρετικού αυτού επισκόπου. Δεν μπορεί δηλ. ένας
πιστός να εξυπηρετείται μυστηριακά από αιρετικούς κληρικούς. Όταν, λοιπόν, οι Κανόνες και οι
Πατέρες αναφέρονται στην «ακοινωνησία», εννοούν ότι ένας ή περισσότεροι πιστοί, κληρικοί είναι
υποχρεωμένοι να μην επικοινωνούν πνευματικά με κανένα αιρετικό επίσκοπο, γιατί αλλιώς
ταυτίζονται μαζί του.
Αλλά, και ολόκληρη η Εκκλησία περαιτέρω έχει την ίδια υποχρέωση. Καμιά τοπική Εκκλησία
δεν μπορεί να έχει «κοινωνία». με αιρετικά πρόσωπα, όπως επισκόπους, ακόμα κι’ αν αυτοί αποτελούν
κάποια τοπική Εκκλησία, όπως είναι π.χ. ένα Πατριαρχείο. Τέτοιο Πατριαρχείο ήταν μέχρι το 1009 το
Πατριαρχείο της Παλαιάς Ρώμης, όταν κατελήφθη από τους αιρετικούς Φράγκους.
Την «ακοινωνησία» δηλ. θέσπισε η Εκκλησία για να προστατεύσει τα πιστά και Ορθόδοξα
μέλη της , ακόμα και τον ίδιο τον εαυτό της από τις αιρέσεις. Οι Κανόνες κι’ οι Πατέρες καθορίζουν
υποχρεωτικά τη στάση των Ορθοδόξων, αλλά και ολόκληρης της Ορθόδοξης Εκκλησίας έναντι των
αιρετικών, προπαντός δε έναντι των αιρετικών επισκόπων. Ως εκ τούτου, η «ακοινωνησία» σημαίνει το
«σχίσμα», που δημιουργείται κατ’ αυτό τον τρόπο ανάμεσα στις δυό αυτές καταστάσεις των
ανθρώπων, τους Ορθοδόξους και τους αιρετικούς.

57
Ιωσήφ Βρυεννίου, Τα ευρεθέντα έργα, τόμος Β΄, Θεσσαλονίκη 1990, σελ. 26. , P. G. 140, 620 A
58
Πατριάρχου Νεκταρίου, Επιτομή Ιεροκοσμικής Ιστορίας, Εκδόσεις Ιεράς Μονής Σινά, Αθήναι 1980, σ.231
59
P.G. 13, 128.
15
β. Αντίθετα, το «ανάθεμα» αναφέρεται είτε στους εχθρούς της Εκκλησίας γενικά60, όπως
είναι οι διάφοροι αιρετικοί, είτε στις αιρέσεις και κακόδοξες διδασκαλίες61. Οι ανωτέρω έπαυσαν να
είναι ζωντανά μέλη της. ΄Οσοι πιστοί παύουν να είναι ζωντανά μέλη της Εκκλησίας, είναι επικίνδυνα
για τα άλλα μέλη της. . Συμβαίνει το ίδιο που συμβαίνει με ένα σάπιο μήλο μέσα σ’ ένα καλάθι με γερά
μήλα, τα οποία κάποια στιγμή θα σαπίσουν κι’ αυτά. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι Κανόνες και
οι Πατέρες «αναθεματίζουν» τα παραπάνω άτομα. Με τον «αναθεματισμό» η Εκκλησία αποκόπτει
αυτά τα άτομα από το σώμα της και τα παραδίδει στο σατανά. Αυτό, φαίνεται ότι είναι ένα σκληρό
μέτρο. Όμως είναι αναγκαίο, τόσο για τον αναθεματισθέντα, που ίσως κάποτε συγκλονισθή απ’ τον
αναθεματισμό του και μετανοήσει, όσο και για τους πιστούς, που δεν μπορεί πλέον να έχουν οιαδήποτε
«κοινωνία» μαζί του. ΄Ετσι, κανένας πιστός δεν μπορεί να προφασίζεται ότι δεν έπαυσε την
«κοινωνία» μαζί τους επειδή δεν γνώριζε ότι τα αναματισθέντα αυτά άτομα είναι αιρετικοί και εχθροί
της Εκκλησίας.
Το «ανάθεμα», λοιπόν, αναφέρεται στα εκπεσόντα μέλη της Εκκλησίας, όπως είναι οι αιρετικοί,
ή σε άλλους εχθρούς της Εκκλησίας.
Αυτό είναι μιά η βασική διαφορά μεταξύ «ακοινωνησίας» και «αναθεματισμού».

γ. Τη διαφορά αυτή την καταλαβαίνουμε καλύτερα, αν έχουμε υπ’ όψη μας την ιστορική
διαδρομή της «ακοινωνησίας» και του «αναθεματισμού» στη ζωή της Εκκλησίας, ιδίως στις σχέσεις
των Ρωμαίων (Ορθοδόξων) και Φράγκων (αιρετικών). Γι’ αυτό, με πολύ λίγα λόγια θα θίξουμε το θέμα
αυτό.
Οι Ρωμαίοι. όταν πληροφορήθηκαν τον 8ο αιώνα, ότι οι Φράγκοι δέχτηκαν την κακοδοξία του
Φιλιόκβε, έπαυσαν την «κοινωνία» μαζί τους. Το 808 μάλιστα, όταν στα Ιεροσόλυμα μερικοί
προσκυνητές Φράγκοι μοναχοί απήγγειλαν στο ναό, που εκκλησιάστηκαν, το «Πιστεύω» με το
«Φιλιόκβε», οι Ορθόδοξοι (Ρωμαίοι) μοναχοί τους «πέταξαν έξω» από την Εκκλησία. Το 867 ο Φώτιος
καταδίκασε το αιρετικό Φιλιόκβε, η δε Η΄ Οικουμενική Σύνοδος το 879 καταδίκασε τους Φράγκους ως
αιρετικούς. Αυτό σημαίνει, πως δεν υπήρχε από το 767 «κοινωνία» μεταξύ Ορθοδόξων και
Φράγκων.
Οι Φράγκοι το 1009 κατόρθωσαν να ανεβάσουν στον παπικό θρόνο της Παλαιάς Ρώμης, τον
Φραγκόφιλο πάπα Σέργιο Δ΄, ο οποίος δέχονταν το Φιλιόκβε. Οι υπόλοιποι Πατριάρχες της Ανατολής
τον θεώρησαν αιρετικό. Αρνήθηκαν ως εκ τούτου να δεχτούν «κοινωνία» μαζί του. Αυτό είναι
«ακοινωνησία», δηλ. «σχίσμα»! ΄Έκτοτε, η «ακοινωνησία» αυτή, το σχίσμα, υπάρχει μέχρι σήμερα
μεταξύ Ορθοδόξων και Λατίνων, χωρίς να έχει αρθή ποτέ!

δ. Το 1054 οι Λατίνοι αναθεμάτισαν τους Ορθοδόξους με αστείες και ψευδείς αιτιάσεις. Στο
έγγραφο του «αναθεματισμού» τους, το λεγόμενο «λίβελλο», έγραφαν, μεταξύ άλλων, ότι οι Ρωμαίοι
είναι σιμωνιακοί, ότι επιτρέπουν το γάμο στους κληρικούς των, ότι απέκοψαν το Φιλιόκβε από το
Σύμβολο της Νικαίας, ότι τρέφουν γένεια και μαλλιά, ότι θεωρούν ως έγκυρα μόνο τα δικά τους
μυστήρια, ότι δεν δέχονται σε «κοινωνία» τους Λατίνους κληρικούς, κ.ά.!
Αυτό που πρέπει ιδιαίτερα να προσεχθεί εδώ είναι, το ότι οι Λατίνοι αναγνωρίζουν στον
αναθεματισμό τους, ότι οι Ορθόδοξοι (Ρωμαίοι) και προ του 1054, (δηλ. από το 1009) δεν είχαν
«κοινωνία» μαζί τους!

ε. Στις 7 Δεκεμβρίου 1965 ο πάπας Παύλος Στ΄ και ο Αθηναγόρας ανακάλεσαν τα


αναθέματα αυτά. Δεν θα θίξουμε εδώ το θέμα το εάν και κατά πόσον ο Αθηναγόρας, χωρίς την
συγκατάθεση των άλλων Πατριαρχείων και Εκκλησιών είχε το κανονικό δικαίωμα να προβή
στην ενέργεια αυτή.

Εδώ, μας ενδιαφέρει τι έγινε το 1965 με την «ακοινωνησία», δηλ. το σχίσμα.

60
« είτις ου φιλεί τον Κύριον Ιησούν Χριστόν, ήτω ανάθεμα, μαράν αθά (= ο Κύριος εγγύς)» ( Α΄ Κορ. ιστ΄22)
Ο Ιωάννης Χρυσόστομος, λέγει ο Θεόδωρος Στουδίτης, «εχθρούς του Θεού ου μόνον τους αιρετικούς,
αλλά και τους τοιούτοις κοινωνούντας μεγάλη τη φωνή απεφήνατο». (P.G. 99, 1049A)
61
Γαλ. 1, 8-9
16
Το πρωτότυπο της συμφωνίας, που είναι γραμμένο στη γαλλική γλώσσα, ρητά αναφέρει, ότι
«ήρθη η ακοινωνησία», δηλ. το σχίσμα! Το ελληνικό κείμενο της μετάφρασης όμως δεν αναφέρει
τίποτα για την «ακοινωνησία». Τη λέξη «excommunication» του γαλλικού πρωτοτύπου οι
Λατινόφρονες του Φαναρίου φρόντισαν να μεταφραστεί λανθασμένα με τη λέξη «αναθέματα».
΄Ετσι, οι Ορθόδοξοι της Ελλάδος μέχρι σήμερα νομίζουν ότι το 1965 ανακλήθηκαν μόνο τα
αναθέματα, οι δε Λατινόφρονες διακηρύττουν, πως με την άρση των αναθεμάτων επανήλθαμε στην προ
του 1054 περίοδο. Πως ήταν όμως αυτή η περίοδος;
Την απάντηση δίνει το ίδιο το κείμενο του «αναθεματισμού» των Λατίνων του 1054. Αναφέρει
ότι οι Λατίνοι αναθεμάτισαν τους Ορθόδοξους, επειδή θεωρούσαν ως έγκυρα μόνο τα δικά τους
μυστήρια και ότι δεν τους δέχονταν σε «κοινωνία». Άρα, ομολογούν οι ίδιοι οι Λατίνοι, ότι από την
πλευρά των Ορθοδόξων υπήρχε «ακοινωνησία». Υπήρχε σχίσμα! Ήταν ειλικρινείς οι Φράγκοι το
1054, όταν ομολογούσαν ότι προ του 1054 υπήρχε «ακοινωνησία».

στ΄ Ως εκ τούτου, πρέπει να εξετάσουμε τις επιπτώσεις που έχει για την Ορθόδοξη
Εκκλησία, τόσο το πρωτότυπο γαλλικό κείμενο, που λέει ότι το 1965, πάπας και πατριάρχης «ήραν όχι
μόνο τα αναθέματα, αλλά και την ακοινωνησία», όσο και την «επίσημη» ελληνική μετάφραση της
αυθεντικής συμφωνίας, που λέει ότι «ήραν μόνο τα αναθέματα».

Οι Λατίνοι πιστεύουν ότι το 1054 το ανάθεμά τους επέφερε και την «ακοινωνησία» των δύο
Εκκλησιών, οπότε θεωρούν ότι οι λέξεις «ακοινωνησία» και «ανάθεμα» θεολογικά έχουν σχεδόν την
ίδια έννοια. Γλωσσικά βέβαια αυτό δεν ισχύει, γιατί άλλο πράγμα σημαίνει στη γαλλική γλώσσα η λέξη
«excommunication» και άλλο η λέξη «anatheme», όπως είδαμε. Εξ άλλου δεν είναι κανένας
υποχρεωμένος να εξετάζει το τι έχουν στο μυαλό τους οι Λατίνοι, για το πότε αυτοί έπαυσαν την
«κοινωνία» με την Ορθόδοξο Εκκλησία, όταν μάλιστα, όπως θα δούμε πιο κάτω, οι Ορθόδοξοι
Ρωμαίοι τρεις αιώνες προηγουμένως τους είχαν καταστήσει «ακοινώνητους»62!

6 Όταν η συμφωνία του 1965 λέει ότι «ήρθη η ακοινωνησία», σημαίνει ότι έχει αρθή το
σχίσμα.

α. Το ότι έγινε η Ένωση των Εκκλησιών το δέχονται ακόμη και ετερόδοξοι θεολόγοι,
όπως ο Γερμανός καθηγητής της Παλαιοκαθολικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Βόννης
Κούππερς, ο οποίος σε διάλεξή του το 1971 στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης μεταξύ άλλων τόνισε:

« Σήμερον δύναται να θεωρηθή πραγματική η ένωση Ανατολικής και Δυτικής Καθολικής


Ορθοδοξίας εις πείσμα παντός σκεπτικισμού»63

β. Για την επιχειρηθείσα εξαπάτηση των Ορθοδόξων από τους Λατινόφρονες του
Πατριαρχείου είναι χαρακτηριστική επίσης η μαρτυρία του Μητροπολίτη Ελευθερουπόλεως
Αμβροσίου, ο οποίος με τα όσα στοιχεία είχε υπ’ όψιν του, σε αναπάντητη επιστολή του προς τον
Πατριάρχη Δημήτριο, έγραψε:
ην
«Η κατά την 7 Δεκεμβρίου 1965 γινομένη άρσις των αναθεμάτων εκ μέρους του Οικουμενικού
Πατριαρχείου της Κωνσταντινουπόλεως και άρσις της ακοινωνησίας εκ μέρους της Ρώμης έχει
δημιουργήσει σύγχυσιν…
Εκείνο το οποίον, επίσης χρήζει ιδιαιτέρας προσοχής είναι η διαφορά Διατυπώσεως εις τα δύο
κείμενα, τα σχετικά με την άρσιν των αναθεμάτων. Ούτω, το μεν λατινικόν κείμενον ( εννοεί το
πρωτότυπον της συμφωνίας, που είναι στη γαλλική γλώσσα) ομιλεί περί «άρσεως ακοινωνησίας», το δε
ελληνικόν περί «άρσεως αναθεμάτων».
Η εκ της διαφοράς ταύτης επελθούσα σύγχυσις προκάλεσε και εξακολουθεί να προκαλή πολλήν
ζημίαν»64 .

62
Γι’ αυτό το λόγο, στην παράγραφο 2 του γαλλικού πρωτοτύπου, που γίνεται αναφορά στα αναθέματα του
1054, χρησιμοποιείται ύποπτα η λέξη excommunication, αντί της λέξεως anatheme, προφανώς
ως κάποιο προηγούμενο για παραπλάνηση των Ορθοδόξων με την εις την παράγραφο 4, εδάφιο β΄ ορολογία.
63
εφημ. Ορθόδοξος Τύπος (137) 1.4.1971, σ. 2
17

3. Επιπτώσεις στην Ορθοδοξία από τη συμφωνία του 1965

1. Ύστερα από όλα αυτά πρέπει να εξετάσουμε τις επιπτώσεις που έχει για την Ορθόδοξη
Εκκλησία, τόσο το πρωτότυπο γαλλικό κείμενο, που λέει ότι το 1965, πάπας και πατριάρχης
«ήραν όχι μόνο τα αναθέματα, αλλά και την ακοινωνησία», όσο και τη «επίσημη» ελληνική
μετάφραση της αυθεντικής συμφωνίας, που λέει ότι «ήραν μόνο τα αναθέματα».

α. Στην πρώτη περίπτωση του γαλλικού πρωτοτύπου της συμφωνίας, που δεσμεύει και τα
δύο μέρη , τους παπικούς και τους λεγόμενους Ορθοδόξους ( δηλ. τους Λατινόφρονες) και λέει ότι
έγινε η άρση της «ακοινωνησίας»:
Η συμφωνηθείσα «άρση της «ακοινωνησίας» σημαίνει ότι ο πάπας Παύλος ο Στ΄ και ο
Πατριάρχης Αθηναγόρας συμφώνησαν την άρση του σχίσματος. Το σχίσμα αυτό υπήρχε από το 767
μεταξύ Ρωμαίων και Φράγκων, και από το 1009 μεταξύ των τεσσάρων Πατριαρχείων των Ρωμαίων της
Ανατολής (ΚΠόλεως, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων) και του Πατριαρχείου της Παλαιάς
Ρώμης, που τότε έπεσε στα χέρια των Φράγκων. Αυτό σημαίνει ότι η Ένωση των Εκκλησιών έγινε!
Αυτό που υπολείπεται ακόμα είναι το να πεισθούν οι Ορθόδοξοι, τα μέλη της Εκκλησίας να δεχθούν
την ΄Ενωση αυτή και να μην αντιδράσουν. Γι’ αυτό αποκαλύπτουν και υλοποιούν τη γενομένη ΄Ενωση
σταδιακά, για να μη προκαλούν τους Ορθοδόξους.

Η υλοποίηση της συμφωνίας του 1965 για την ΄Ενωση των Εκκλησιών έχει μεθοδευτεί και
γίνεται με πολλούς τρόπους, όπως:

• με τον ανόητο «διάλογο αγάπης»65


• με τον αφελή «θεολογικό διάλογο»66
• με τις ανταλλαγές επισκέψεων των ηγετών των Λατίνων και των Λατινοφρόνων67
• με συμπροσευχές και συλλείτουργα.
• με κακόδοξες διακηρύξεις68
• με τη μετάδοση της θείας κοινωνίας στους Λατίνους69
• με Οικουμενικές λειτουργίες με συμμετοχή Ορθοδόξων και παπικών κληρικών70

64
εφημ. Ορθόδοξος Τύπος (432 ) 21.11. 80
65
Έλεγε ο Αθηναγόρας σε ομάδα Ελληνοαμερικανών που τον επεσκέφθη το 1971 στο Φανάρι: «Εγώ προτιμώ τον
διάλογο της αγάπης. Να αγαπηθούμε! Και τι γίνεται σήμερα; Πνεύμα μέγα αγάπης εξαπλώνεται υπέρ τους
χριστιανούς Ανατολής και Δύσεως. ΄Ηδη αγαπώμεθα. Ο πάπας το είπε: απέκτησα έναν αδελφόν και του λέγω σ’
αγαπώ! Το είπα και εγώ: Απέκτησα έναν αδελφόν και του είπα σ’ αγαπώ»!!! (Ορθόδοξος Τύπος 365/ 13.7.79)
66
Το πόσο «αστείος» είναι ο «θεολογικός διάλογος» φαίνεται από το γεγονός ότι επί πολλά έτη γίνονταν πάνω στα
κοινά σημεία, που νομίζουν ότι συμφωνούν παπικοί και Ορθόδοξοι και όχι εκεί που διαφωνούν, όπως είναι το
Φιλιόκβε, πρωτείο, κτλ.. Αλλά, ούτε οι ίδιοι οι Λατινόφρονες του Φαναρίου έχουν εμπιστοσύνη στο Διάλογο αυτό.
Ο Αθηναγόρας είπε το 1971:
«Ο Θεολογικός Διάλογος. Και έχομεν τους θεολόγους εκατέρωθεν οι οποίοι μελετούν το ζήτημα της επανόδου εις
τα παλαιά. Και επειδή δεν έχω πολλές ελπίδες από τον θεολογικόν διάλογον- δεν έχω, να με συγχωρήσετε οι θεολόγοι, είσθε
κάμποσοι θεολόγοι εδώ μέσα,- δι’ αυτό εγώ προτιμώ τον διάλογο της αγάπης» (Ορθόδοξος Τύπος 365/ 13.7.79).
Παρά ταύτα, καρπός του Διαλόγου αυτού υπήρξε η αντορθόδοξη συμφωνία του Μπαλαμάντ το 1993, με την οποία
αναγνωρίσθηκε η Ουνία, ως πρότυπο της Ενώσεως!
67
Τέτοιες επισκέψεις πραγματοποίησαν στην Κωνσταντινούπολη ο πάπας Παύλος Στ΄ , ο πάπας Ιωάννης –
Παύλος Β΄ , ο Βενέδικτος 16ος και στην Αθήνα ο Ιωάννης – Παύλος Β΄ το 2001. Επίσης αντίστοιχες επισκέψεις
πραγματοποίησαν στο Βατικανό οι πατριάρχες Αθηναγόρας , ο Δημήτριος, ο Βαρθολομαίος, και ο Αρχιεπίσκοπος
Αθηνών Χριστόδουλος .
68
Όπως «τίποτε δεν μας χωρίζει» από τους Λατίνους ( Αθηναγόρας), ότι είμεθα μία και αυτή Εκκλησία κτλ.
69
Ο Αθηναγόρας ομολόγησε το 1971 στην ομάδα Ελληνοαμερικανών, που τον επεσκέφθη στο Φανάρι: «Ήδη εις την
Αμερικήν μεταλαμβάνετε πολλούς από το Άγιον Ποτήριον και καλά κάνετε! Και εγώ εδώ, όταν έρχωνται
Καθολικοί ή Προτεστάνται και ζητούν να μεταλάβουν, τους προσφέρω το Άγιον Ποτήριον! Και εις την Ρώμην το
ίδιο γίνεται και εις την Αγγλίαν και εις την Γαλλίαν» [Ορθόδοξος Τύπος (365) 13.7.79]. Η μετάδοση της θείας
Ευχαριστίας (Intercommunio) γίνεται έκτοτε σε πολλές περιπτώσεις, όπως στη Ραβέννα το 2002, από τον
Βαρθολομαίο και τον Αναστάσιο της Αλβανίας, που κοινώνησαν Λατίνους!
18
• με ψευδολογίες και διαστρεβλώσεις ιστορικών γεγονότων71
• με διαχριστιανικά και διαθρησκευτικά συνέδρια, συμπόσια, κρουαζιέρες κλπ
τεχνάσματα, με τα οποία οι αρχιτέκτονες της Ενώσεως αλλοιώνουν το Ορθόδοξο
αισθητήριο του λαού, για να μη αντιδρά στην αποδοχή της Ενώσεως.

Αυτό, που απομένει για την υλοποίηση της γενομένης Ενώσεως είναι το «Κοινό
Ποτήριο». Πάπας και Πατριάρχης δηλ. να τελέσουν να κοινωνήσουν από το ίδιο Ποτήριο. Δεν
γνωρίζουμε, εάν στα κρυφά γίνεται αυτό. Ο αείμνηστος π. Ιωάννης Ρωμανίδης το θεωρούσε
πάρα πολύ πιθανό. « Δεν αμφιβάλλω, έλεγε, ότι πάπας και πατριάρχης κοινωνούν στα
κρυφά από το ίδιο Ποτήριο»! Όταν θα γίνη και αυτό δημοσίως τότε η γενομένη Ένωση θα
είναι πλήρης. Γι’ αυτό τώρα Λατίνοι και Λατινόφρονες λένε ότι η Ένωση δεν είναι ακόμα
«τελεία»72

β. Στη δεύτερη περίπτωση, εάν υποτεθή ότι η συμφωνία του 1965 μιλάει μόνο
για άρση των αναθεμάτων του 1054, και πάλι πρέπει να θεωρηθή ότι έγινε η Ένωση, όπως
παραδέχονται πολλοί.
Ο Καθηγούμενος της Ιεράς Μονής Γρηγορίου Αγίου ΄Ορους π. Γεώργιος
Καψάνης έχει γράψει:

«…Πρέπει να γίνη γνωστόν ότι το σχέδιον του Βατικανού δια την «ένωσιν» των Ορθοδόξων μετά της
Ρώμης συνίσταται εις την δια της καλλιεργείας εκατέρωθεν καλών σχέσεων, επαφών, συμποσίων,
συμπροσευχών, και χρησιμοποιήσεως της μυστηριακής κοινωνίας εις περιωρισμένην κατ’ αρχήν κλίμακα
άμβλυνσιν του Ορθοδόξου φρονήματος των Ορθοδόξων, ώστε να συνηθίσουν οι Ορθόδοξοι να κοινωνούν εις
τας εκκλησίας των Ρ/Καθολικών.
Όταν θα έχη γίνη αυτό, θα έχη γίνη και η ένωσις.
Διότι τι άλλο είναι η ένωσις από το να κοινωνώμεν εις τας εκκλησίας αλλήλων Αυτό είναι ο
λεγόμενος λαϊκός οικουμενισμός, διότι η ένωσις δεν θα γίνη από τους επισκόπους και τους θεολόγους,
αλλά από τον λαόν , ο οποίος δι’ όλων αυτών των μέσων θα προετοιμασθή ψυχολογικώς δια να μην
αντιδράση, ή και να επιβάλη εκ των κάτω την ένωσιν. ...»73.

Εις άλλο δημοσίευά του ο π. Γεώργιος Καψάνης, έγραψε:

«Πληροφορηθέντες εκ των εφημερίδων ότι επίσκοποι τινές της Εκκλησίας της Κρήτης, κατά
την τελευταίαν εκεί επίσκεψιν του καρδιναλίου Βίλλεμπρανς υπεδέχθησαν αυτόν μετά χαρμόσυνων
κωδωνοκρουσιών και δοξολογιών, αφήκαν αυτόν να ευλόγηση τον λαόν από του παραθρονίου κατά την

70
Χαρακτηριστική περίπτωση αναφέρομεν στο άρθρο μας «Η Νέα Εποχή», [ Ορθόδοξος Τύπος (1665) 17.11. 2006]
στο οποίο ο καθηγητής – ιερεύς Κ. Μπέης μας πληροφορεί για μιά τέτοια Οικουμενική λειτουργία, που έγινε το
1995 στη Σύρο.
71
Είναι χαρακτηριστικοί οι ψευδείς και ανιστόρητοι ισχυρισμοί του Αθηναγόρα, ο οποίος το 1971 έλεγε: «Εδώ την
15ην Ιουλίου 1054 ένας καρδινάλιος Ουμβέρτος κατέθηκεν εις την αγία Τράπεζα της Αγιάς Σοφίας ένα λίβελλο
κατά του Πατριάρχου Μιχαήλ Κηρουλαρίου. Και ο Κηρουλάριος απήντησε, δεν ηξεύρω αν έκανε καλά να
απαντήση ή όχι, αλλ’ εν πάση περιπτώσει απήντησε. Αυτοί οι δύο λίβελλοι, αυτά τα δύο γράμματα,
ονομάστηκαν σχίσμα. Σχίσμα ουδέποτε εκηρύχθη, μήτε από την Ρώμη, ούτε από την Ανατολή, αλλά το εζήσαμεν
900 χρόνια ... Έως το 1054 είχαμε πολλάς διαφοράς. Και εις τούτο και εις το άλλο. Το Φιλιόκβε. Η προσθήκη εις
το «πιστεύω» έγινε τον 6ον αιώνα. Και το εδέχθημεν επί τόσους αιώνας. Και τόσας άλλας διαφοράς. Αλλά,
ηγαπώμεθα. Και όταν αγαπώνται οι άνθρωποι, διαφοραί δεν υπάρχουν. Αλλά, το 1054, που επαύσαμε να
αγαπώμεθα ήλθαν όλες οι διαφορές. Ηγαπώμεθα και είχομεν το ίδιο μυστήριο. Το ίδιο βάπτισμα, τα ίδια
μυστήρια, και ιδιαιτέρως το ίδιο άγιο Ποτήριον» [Ορθόδοξος Τύπος (365) 13.7.79].
Αν τα παραπάνω λόγια τα έλεγε κάποιος άλλος, θα λέγαμε ότι είναι αγράμματος. Ο Αθηναγόρας ήξερε την ιστορική
αλήθεια, την διέστρεφε όμως για να παραπλανήση τους πιστούς. Και το πέτυχε! Και το πετυχαίνουν μέχρι σήμερα οι
διάφοροι Λατινόφρονες με τα όσα λένε, χωρίς να αντιδρά όπως πρέπει ο λαός!
72
Ο πάπας Παύλος Στ΄ είπε: «Μετά της Ορθοδόξου Εκκλησίας ευρισκόμεθα σχεδόν εις τελείαν κοινωνίαν και αι
δυνατότητες ποιμαντικής συνεργασίας είναι ανάλογοι του στενού συνδέσμου, ο οποίος μας ενώνει».
Αναφερόμενος εις την καταβαλλομένην προσπάθειαν της ενώσεως είπεν ότι «όσο μεγαλώνει η ομοφωνία
μας, τόσο περισσότερο αναπτύσσεται και η συνεργασία μας» [ Ορθόδοξος Τύπος ( 176) 15.12. 1972, σ. 4 ]
73
Γ. Καψάνη, Η ένωση των «εκκλησιών» Ορθόδοξος Τύπος (143)1.7.1971. σ. 2
19
τέλεσιν της θείας λειτουργίας και να τελέση τρισάγιον εις την Μονήν Αρκαδίου και έψαλλον τον
πολυχρονισμόν του πάπα, ησθάνθημεν πολλήν οδύνην και απεφασίσαμεν να γράψωμεν ολίγας γραμμάς
δια να εκφράσωμεν την βαθείαν ανησυχίαν μας, δια τας ανεπιτρέπτους αυτάς ενεργείας και δια να
ζητήσωμεν την παρέμβασιν της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος προς προστασίαν του
πληρώματος της Ελλαδικής Εκκλησίας, το οποίον εκ των τοιούτων ενεργειών σχηματίζει την
εντύπωσιν ότι η Ένωσις έχει ήδη συντελεσθή ή τουλάχιστον ότι μεταξύ ημών και των ετεροδόξων δεν
υφίστανται ουσιώδεις διαφοραί»74

Και εις ένα άλλο ακόμα δημοσίευμά του ο π. Γεώργιος Καψάνης έχει γράψει:

« Επειδή κατά τον προσεχή εορτασμόν της μνήμης του αγίου ένδοξου Αποστόλου Ανδρέου, θρονικήν
εορτήν του Πατριαρχείου ΚΠόλεως είναι πολύ πιθανόν, ως συνέβη μέχρι σήμερον και έχει καθιερωθή ως τυπικόν,
να παραστή παπική αντιπροσωπεία προς συνεορτασμόν, να ανταλλαγή ασπασμός κατά το «αγαπήσωμεν
αλλήλους», και να απαγγελθή η Κυριακή προσευχή υπό των παπικών τελουμένης της θείας Λειτουργίας, ταπεινώς
φρονούμεν ότι δέον να γράψωμεν επειγόντως εις το σεπτόν Οικουμενικόν Πατριαρχείον, όπως πάση θυσία
αποφευχθούν αι ενέργειαι αύται ως αντικανονικαί, ως ανατρέπουσαι τα Ορθόδοξα δόγματα και την
Ορθόδοξον Εκκλησιολογίαν, ως προκαλούντα βαρύτατον σκανδαλισμόν εις τους πιστούς Ορθοδόξους
χριστιανούς επί ζημία του κύρους του σεπτού Οικουμενικού θρόνου και ως αυξάνουσα τας πιθανότητας σοβαρού
τραυματισμού της ενότητος της Εκκλησίας.
Το ότι αι ενέργειαι αύται δεν γίνωνται τυχαίως, ούτε έχουν εθιμοτυπικήν, αλλά εκκλησιαστικήν και
κανονική σημασίαν και αποβλέπουν να δημιουργήσουν προϋποθέσεις προωθήσεως της μυστηριακής μετά των
παπικών κοινωνίας χωρίς προηγουμένην συμφωνίαν εις τα ζητήματα της πίστεως πιστούται και εξ όσων λέγουν
αυτοί οι πρωτεργάται των πράξεων αυτών.

Ούτως, ο σεβ. Χαλκηδόνος κατά την εορτήν Πέτρου και Παύλου εν Ρώμη συνεορτάζων μετά
των Παπικών και ανταλλάξας τον ασπασμόν εν τη λειτουργία αυτών είπε τα εξής:
« Ο συνεορτασμός ούτος δεν είναι της κατά κόσμον εθιμοτυπικής τάξεως. Είναι συνεορτασμός
εκκλησιαστικός, υποδηλούμενος δια της εκκλησιαστικής παρουσίας της ταπεινότητος ημών, των
εκπροσώπων της Κπόλεως»75

Εις το κοινόν σχέδιον δια την έναρξιν του Διαλόγου, όπερ δεν εδόθη εις την δημοσιότητα,
γράφονται μεταξύ άλλων και τα εξής:

«Επιβάλλεται όμως, όπως αι ιστορικαί εξελίξεις του παρελθόντος τεθούν υπό το φως τόσον των νεωτέρων
θεολογικών εξελίξεων, όσον και της προσφάτου εκκλησιαστικής πράξεως εν τη Ρκαθολική και τη Ορθοδόξω
Εκκλησία. Υπό το φως τούτο δύνανται, ωσαύτως, τα διαφοροποιούντα τας Εκκλησίας ημών σημεία να
αντιμετωπισθούν και δια νέου τρόπου.
Ελπίζεται ότι θα καταστή και ούτω δυνατόν να καταργηθούν βαθμιαίως και διαδοχικώς τα συγκεκριμένα
εμπόδια, τα οποία παρεμβάλλονται εις την επανέναρξιν της κοινής ζωής μεταξύ των δύο Εκκλησιών» 76
Τα ανωτέρω σημαίνουν ότι όλαι αι αντικανονικαί πράξεις, αι οποίαι λαμβάνουν χώραν εσχάτως και δη
από της εποχής του Πατριάρχου Αθηναγόρου, χωρίς προηγουμένην Συνοδικήν έγκρισιν της καθόλου Ορθοδοξίας,
ως αι συμπροσευχαί, κοινοί συνεορτασμοί των Εκκλησιών Ρώμης και ΚΠόλεως, ως «αδελφών Εκκλησιών»,
δημιουργούν εθιμικόν δίκαιον, έχουν ισχύ ιερών Κανόνων και ως τοιαύται δέον να έχουν αποφασιστικήν σημασίαν
και προσδιοριστικόν χαρακτήρα εις τας σχέσεις των δύο Εκκλησιών. Δια του τρόπόυ αυτού καταργούνται όσοι ιεροί
Κανόνες της Εκκλησίας εμποδίζουν την μετά την αιρετικών κοινωνίαν…..

Την παραθεώρησιν των Ιερών Κανόνων των εκφραζόντων την Ορθόδοξον Εκκλησιολογίαν και
εμποδιζόντων τας προς τους παπικούς παραχωρήσεις συνέστησεν εκθύμως και ο πάπας κατά την επίσκεψίν του εις
τον Πατριαρχικόν Ναόν του Φαναρίου:
«Δεν πρέπει να φοβούμεθα να αναθεωρήσωμεν, εκατέρωθεν και εν συσκέψει μετ’ αλλήλων, τας κανονικάς
εκείνας διατάξεις, αι οποίαι καθιερώθησαν εις καιρούς κατά τους οποίους η συνείδησις της κοινωνίας ημών -

στενής ήδη, καίπερ εισέτι ατελούς –ήτο ακόμη εσκοτισμένη, διατάξεις αι οποίαι ίσως δεν ανταποκρίνονται πλέον
προς τα αποτελέσματα του διαλόγου της αγάπης και προς τας δι’ αυτών δημιουργηθείσας δυνατότητας.
Είναι σημαντική δια τους πιστούς εκατέρωθεν, η συνειδητοποίησις της επιτευχθείσης προόδου, θα
ήτο δε ευκταίον όπως οι υπεύθυνοι του διαλόγου φροντίσουν να εξαγάγουν τα πορίσματα της μελλοντικής
προόδου δια την ζωήν των πιστών»77

74
Αντικανονικαί αι ενέργειαι των επισκόπων Ορθόδοξος Τύπος (146) 14.9.1971
75
Επίσκεψις (234) 1.6.80, σ. 4.
76
Ορθόδοξος Τύπος (423 )19.9. 80, σ. 4).
20
Είναι χαρακτηριστικόν ότι ο τοιαύτα συνιστών Πάπας εν τη ιδία ομιλία του όχι μόνον ουδεμίαν
ποιείται παραχώρησιν εις το Κανονικόν Δίκαιον του παπικού θεσμού, αλλά και απροκαλύπτως και χωρίς
εντροπήν ή δισταγμόν διακηρύττει εν τω πανσέπτω Κέντρω της Ορθοδοξίας την εμμονήν του εις τα
προκαλέσαντα το σχίσμα αντιχριστιανικά «δόγματα» του πρωτείου και του αλαθήτου, τα υπ’ αυτών
θεμελιούμενα εις το δήθεν πρωτείον του Απ. Πέτρου: «Ο Πέτρος, ο αδελφός του Ανδρέου, είναι ο
κορυφαίος των Αποστόλων. Χάρις εις την έμπνευσιν του Πατρός, ανεγνώρισε πλήρως τον Χριστόν, τον
Υιόν του Θεού του ζώντος, εν τω προσώπω του Ιησού ( πρβλ. Ματθ. 16,16), ένεκα της πίστεως αυτού
ταύτης έλαβε το όνομα Πέτρος ίνα η Εκκλησία στηριχθή επί τη Πέτρα ταύτη ( πρβλ. Ματθ. 16, 18).
Αντιθέτως εις αυτόν ανετέθη η διασφάλισις της αρμονίας του αποστολικού κηρύγματος. Αδελφός μεταξύ
αδελφών, έλαβεν αποστολήν να τους στηρίξη εν τη πίστει (Ιούδα 3).Εν τω πνεύματι τούτω και εμπνεόμενος από τα
αισθήματα ταύτα ο διάδοχος του Πέτρου ηθέλησε, κατά την ημέραν ταύτην, να επισκεφθή την Εκκλησίαν, ήτις έχει
ως πάτρωνα τον άγιον Ανδρέαν…» 78

Είναι λυπηρόν ότι και αυτή η Ορθόδοξος εν τω διαλεχθέντι εν Ρόδω Διαλόγω αντιπροσωπεία
υιοθέτησεν εμμέσως τας μετά των παπικών λειτουργικάς συμπροσευχάς και ασπασμούς. Ιδού το σχετικόν
απόσπασμα του κοινού ανακοινωθέντος:
« Κατά τας εργασίας επρυτάνευσε πνεύμα περισυλλογής και ελευθέρας συζητήσεως. Όλα τα μέλη της
Μικτής Επιτροπής διαπίστωσαν ότι κάθε εμβάθυνσις σκέψεως επί της πνευματικής κληρονομίας της
Εκκλησίας θα παρέμεινε στείρα, αν δεν συνωδεύετο από ζώσαν εμπειρίαν της κληρονομίας ταύτης, και
ούτως έδωσαν μείζονα έμφασιν εις την προσευχήν.
Οι πλέον κατάλληλοι ναοί της Ρόδου ήσαν χώροι μιάς πανηγυρικής Ρκαθολικής λειτουργίας το
εσπέρας του Σαββάτου και μιάς πανηγυρικής Ορθοδόξου λειτουργίας την πρωΐαν της Κυριακής.
Αι λειτουργία αύται ετελέσθησαν αμοιβαίως υπό των μελών της Επιτροπής παρουσία των αδελφών
της άλλης πλευράς»79.

Κατά την ταπεινή ημών γνώμην δικαιολογείται σοβαρωτάτη ανησυχία δια τους εξής λόγους:

Κατά την διεξαγωγήν του διαλόγου και έπ’ ευκαιρία αυτού, καθιερούνται λειτουργικαί
πράξεις, δημιουργούσαι κανονικάς συνεπείας και προάγουσαι την de facto ένωσιν.
Οι Ορθόδοξοι αντιπρόσωποι, πλην της αξιεπαίνου διαμαρτυρίας των εκπροσώπων της Ελλαδικής
Εκκλησίας, δεν διεχώρισαν υπευθύνως την στάσιν των εις τα ζητήματα αυτά.

Οι παπικοί επέβαλον την παρουσίαν των Ουνιτών. Η ασθενής διαμαρτυρία των Ορθοδόξων
ουδόλως ελήφθη υπ’ όψιν υπό των παπικών. Τώρα, συζητούμεν με τους Ουνίτας, τους εξωμότας της
Ορθοδοξίας.

Ο διάλογος διεξάγεται ερήμην της Ιεραρχίας και του Ορθοδόξου πληρώματος. Ως ανέγραψε ο
Τύπος, τα πρακτικά θα τηρηθούν μυστικά.

Τα θέματα του Διαλόγου δεν φαίνονται εκ πρώτης όψεως αντορθόδοξα. Είναι όμως
πρωτάκουστον εις την ιστορίαν της Εκκλησίας να συζητούνται τα ενούντα τους Ορθοδόξους και
παπικούς και όχι τα διαφοροποιούντα, ήτοι αι αιρέσεις»80

2. Δεν θα επεκταθούμε περισσότερο, μολονότι υπάρχουν πολλές παράμετροι ακόμη του θέματος
της Ενώσεως των Εκκλησιών, που θα μπορούσαμε να θίξουμε στο άρθρο μας αυτό. Υπάρχουν στο
ανέκδοτο εισέτι βιβλίο μας με τον τίτλο «Η Ενωση των Εκκλησιών».

Κατόπιν των παραπάνω είναι βέβαιο ότι η ΄Ενωση των Εκκλησιών έγινε το 1965, υλοποιείται δε
και αποκαλύπτεται σταδιακά, γιατί υπάρχουν ακόμα μερικά εμπόδια. Τα εμπόδια αυτά τα προσδιόρισε το
2005 ο Μητροπολίτης Αιγιαλείας Αμβρόσιος, ο οποίος είπε ότι αυτά είναι:

Η αρνητική στάσις Μονών του Αγίου Όρους,

77
Επίσκεψις ( 221), 1.12. 1979, σ. 14.
78
Επίσκεψις ( 221), 1.12. 1979, σ. 13.
79
Επίσκεψις (233), 15, 6. 1980, σ. 24 .
80
Ορθόδοξος Τύπος (438 ) 2.1. 1981
21
Των μοναχών γενικώτερον,
μερίδος του ιερού κλήρου,
των Πανεπιστημιακών διδασκάλων
και των πιστών της Εκκλησίας της Ελλάδος,
εις τους οποίους πρέπει να προστεθούν και όσοι ασπάζονται το Παλαιόν
εορτολόγιο αποτελούν ανασταλτικό παράγοντα της επικοινωνίας μας»81.

Διερωτώμεθα, γιατί ο Μητροπολίτης Αιγιαλείας Αμβρόσιος δεν ανέφερε μεταξύ των


άλλων εμποδίων για την υλοποίηση της Ενώσεως και τους αρχιερείς της Εκκλησίας της Ελλάδος;

ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Κ. ΣΑΚΑΡΕΛΛΟΣ
οδός Παπαφλέσσα 5- Αθήναι 157 72
τηλ. 27410. 59201
e –mail : asakar @ acn. gr

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Παραθέτουμε στη συνέχεια το πρωτότυπο γαλλικό κείμενο της συμφωνίας και


την επίσημη ελληνική μετάφρασή του, όπως έχουν καταχωρισθή στο βιβλίο του
Π. Γρηγορίου στο βιβλίο του «Πορεία προς την ενότητα», τόμος Β΄, Αθήνα 1978,
σελ. 30 – 37.

DECLARATION COMMUNE DE L’ EGLISE CATHOLIQUE


ROMAINE ET DE L’ EGLISE ORTHODOXE DE CONSTANTINOPLE

1. Pénétrés de reconnaissance envers Dieu pour la faveur que, dans sa miséricorde, il leur
a faite de se rencontrer fraternellement aux lieux sacrés où, par la mort et la résurrection du
Seigneur Jésus, a été consommé le mystère de notre salut et, par l’effusion du Saint-Esprit, a
été donné naissance à l’ Eglise, le pape Paul VI et le patriarche Athénagoras Ier n’ont pas
perdu de vue le dessein qu’ils ont conçu dès lors, chacun pour sa part, de ne rien omettre
désormais des gestes qu’inspire la charité et qui puissent faciliter le développement des
rapports fraternels ainsi amorcés entre l’ Eglise Catholique Romaine et l’ Eglise Orthodoxe
de Constantinople. Ils sont persuadés de répondre ainsi à l’appel de la grâce divine qui porte
aujourd’hui l’ Eglise Catholique Romaine et l’ Eglise Orthodoxe ainsi que tous les chrétiens
à surmonter leurs différends afin d’être à nouveau « un » comme le Seigneur Jésus l’a
demandé pour eux à son Père.

2. Parmi les obstacles qui se trouvent sur le chemin du développement de ces rapports
fraternels de confiance et d’ estime, figure le souvenir des décisions, actes et incidents
pénibles, qui ont abouti en 1054, à la sentence d’excommunication portée contre le
patriarche Michel Cérullaire et deux autres personnalités par les légats du siège romain,
conduits par le cardinal Humbert, légats qui furent eux-mêmes ensuite l’objet d’une sentence
analogue de la part du patriarche et du synode constantinopolitain.

3. On ne peut faire que ces évènements n’aient pas été ce qu’ils ont été dans cette période
particulièrement troublée de l’histoire. Mais aujourd’hui qu’un jugement plus serein et plus

81
Ορθόδοξος Τύπος (1593) 15.4. 2005
22
équitable a été porté sur eux, il importe de reconnaître les excès dont ils ont été dans cette
période particulièrement troublée de l’histoire. Mais aujourd’hui qu’un jugement pous serein
et plus équitable a été porté sur eux, il importe de reconnaître les excès dont ils ont été
entachés et qui ont amené ultérieurement des conséquences dépassant, autant que nous
pouvont en juger, les intentions et les prévisons de leurs auteurs dont les censures portaient
sur les personnes visées et non sur les Eglises et n’entendaient pas rompre la communion
ecclésiastique entre les sièges de Rome et de Constantinople.

1. C’est pourquoi le pape Paul VI et le patriarche Athénagoras Ier en son synode,


certains d’exprimer le désir commun de justice et le sentiment unanime de charité de
leurs fidèles et se rappelant le précepte du Seigneur : « Quand tu présentes ton
offrande à l’autel, si là tu te souviens d’un grief que ton frère a contre toi, laisse là ton
offrande devant l’autel et va d’abord te réconcilier avec ton frère » (Mt. 5,23-24),
déclarent d’un commun accord :
2.
a) regretter les paroles offensantes, les reproches sans fondement, et les gestes
condamnables qui, de part et d’autre, ont marqué ou accompagné les tristes événements de
cette époque ;
b)regretter également et enlever de la mémoire et du milieu de l’ Eglise les sentences
d’excommunication qui les ont suivis, et dont le souvenir opère jusqu’à nos jours comme un
obstacle au rapprochement dans la charité, et les vouer à l’oubli ;
c) déplorer, enfin, les fâcheux précédents et les événements ultérieurs qui, sous
l’influence de divers facteurs, parmi lesquels l’incompréhension et la méfiance mutuelles, ont
finalement conduit à la rupture effective de la communion ecclésiastique.

5. Ce geste de justice et de pardon réciproque, le pape Paul VI et le patriarche


Athénagoras Ier avec son synode sont conscients qu’il ne peut suffire à mettre fin aux
différends, anciens ou plus récents, qui subsistent entre l’ Eglise Catholique Romaine et l’
Eglise Orthodoxe et qui, par l’action de l’Esprit-Saint, seront surmontés grâce à la
purification des coeurs, au regret des torts historiques ainsi qu’à une volonté efficace de
parvenir à une intelligence et une expression commune de la foi apostolique et de ses
exigences.
En accomplissant ce geste, cependant, ils espèrent qu’il sera agréé de Dieu, prompt à nous
pardonner lorsque nous nous pardonnons les uns les autres, et apprécié par le monde chrétien tout
entier, mais surtout par l’ensemble de l’ Eglise Catholique Romaine et l’ Eglise Orthodoxe comme
l’expression d’une sincère volonté réciproque de réconciliation et comme une invitation à
poursuivre, dans un esprit de confiance, d’estime et de charité mutuelles, le dialogue qui les
amènera, Dieu aidant, à vivre de nouveau, pour le plus grand bien des âmes et l’avènement du règne
de Dieu, dans la pleine communion de foi, de concorde fraternelle et de vie sacramentelle qui exista
entre elles au cours du premier millénaire de la vie de l’ Eglise »

3. Ολόκληρη η παραποιημένη επίσημη ελληνική μετάφραση είναι η ακόλουθη:

« Κοινή Δήλωσις

1. Έμπλεοι ευγνωμοσύνης προς τον Θεόν, διά την εν τω ελέει Αυτού δοθείσαν αυτοίς χάριν της
αδελφικής αυτών συναντήσεως εν τοις Τόποις, ένθα, δια του θανάτου και της αναστάσεως του Κυρίου
Ιησού ετελειώθη το μυστήριον της σωτηρίας ημών, και, δια της χορηγίας του Αγίου Πνεύματος,
συνεστήθη η Εκκλησία, ο πάπας Παύλος ο Στ΄ και ο πατριάρχης Αθηναγόρας ο Α΄ δεν απέστησαν της
έκτοτε προθέσεως αυτών, έκαστος εν τω εαυτού μέρει, όπως μη παραλείψωσιν εφ’ εξής πάσαν
χειρονομίαν, υπό της αγάπης εμπνεομένην και δυναμένην ίνα διευκολύνη την ανάπτυξιν των αδελφικών
σχέσεων, των ουτωσί εγκαινιασθεισών μεταξύ της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας και της Ορθοδόξου
Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως. Ούτω δ’ ενεργούντες πεποίθασιν, ότι ανταποκρίνονται εις την
23
κλήσιν της Θείας Χάριτος, ήτις οδηγεί σήμερον την Ρωμαιοκαθολικήν Εκκλησίαν και την Ορθόδοξον
Εκκλησίαν, ως και άπαντας τους χριστιανούς, εις υπερνίκησιν των διαφορών αυτών, ίνα και αύθις
γένωνται «εν», ως Κύριος Ιησούς ήτήσατο τούτο δι’ αυτούς παρά του Πατρός Αυτού.

2. Μεταξύ των κωλυμάτων, άτινα εύρηνται επί της οδού της προαγωγής των αδελφικών τούτων
σχέσεων εμπιστοσύνης και τιμής, προβάλλει η ανάμνησις των λυπηρών αποφάσεων, ενεργειών και
γεγονότων, των αποληξάντων εν έτει 1054, εις το ανάθεμα, το εξενεχθέν κατά του πατριάρχου Μιχαήλ
του Κηρουλαρίου και δύο ετέρων προσώπων, υπό των απεσταλμένων του Ρωμαϊκού Θρόνου, υπό την
ηγεσίαν του καρδιναλίου Ουμβέρτου, απεσταλμένων οίτινες και υπεβλήθησαν εν συνεχεία αναλόγω
αναθέματι από μέρους του πατριάρχου και της Συνόδου της Κωνσταντινουπόλεως.

3. Και τα μεν γεγονότα ταύτα υπήρξαν κατά την ιδιαζόντως τεταραγμένην περίοδον εκείνην της
ιστορίας. Σήμερον όμως κρινόμεθα (sic) ταύτα εν πνεύματι μείζονος ηρεμίας και δικαιοσύνης, άγουσιν
εις αναγνώρισιν των υπερβολών, δι’ ων ταύτα επεβαρύνθησαν και αίτινες ωδήγησαν ακολούθως εις
συνεπείας υπερβαινούσας, καθ’ όσον δυνάμεθα να κρίνωμεν, τας προθέσεις και προβλέψεις των
εργασμένων ταύτα, ων αι καταδίκαι ανεφέροντο εις τα υπ’ όψιν πρόσωπα και ουχί εις τας Εκκλησίας,
δεν απεσκόπουν δε εις την διακοπήν της εκκλησιαστικής κοινωνίας μεταξύ των Θρόνων Ρώμης και
Κωνσταντινουπόλεως.

4. Όθεν ο πάπας Παύλος ο Στ΄ και ο πατριάρχης Αθηναγόρας ο Α΄ μετά της περί αυτόν Συνόδου, εν τη
πεποιθήσει ότι εκφράζουσι την κοινήν επιθυμίαν δικαιοσύνης και το ομόθυμον αίσθημα αγάπης των
πιστών αυτών, μιμνησκόμενοι δε της εντολής του Κυρίου ειπόντος: «εάν προσφέρης το δώρον σου επί
το θυσιαστήριον, κακεί μνησθής ότι ο αδελφός σου έχει τι κατά σου, άφες εκεί το δώρον σου
έμπροσθεν του θυσιαστηρίου, και ύπαγε πρώτον διαλλάγηθι τω αδελφώ σου» ( Ματθ. ε΄ 23-24), από
συμφώνου δηλούσιν:

α. αποδοκιμάζουσι τους προσβλητικούς λόγους, τας αβασίμους κατηγοράς και τας


αξιοκατακρίτους χειρονομίας, άτινα εκατέρωθεν εχαρακτήρισαν ή συνώδευσαν τα θλιβερά γεγονότα
της εποχής εκείνης.

β. αποδοκιμάζουσιν ωσαύτως και αίρουσιν από της μνήμης και εκ μέσου της Εκκλησίας τα
επακολουθήσαντα αναθέματα, ων η ανάμνησις επενεργεί μέχρι σήμερον ως κώλυμα εις την εν
αγάπη προσέγγισιν, παραδίδουσι δε ταύτα τη λήθη.

γ. εκφράζουσι, τέλος την θλίψιν αυτών δια τα λυπηρά προηγούμενα και τα μεταγενέστερα
γεγονότα, άτινα, υπό την επίδρασιν διαφόρων παραγόντων, εν οις και η αμοιβαία έλλειψις
κατανοήσεως και εμπιστοσύνης, ωδήγησαν τελικώς εις την πλήρη διάσπασιν της
εκκλησιαστικής κοινωνίας.

5. Ο πάπας Παύλος ο Στ΄ και ο Πατριάρχης Αθηναγόρας ο Α΄ μετά της περί αυτόν Συνόδου
συνοίδασιν, ότι η χειρονομία αύτη δικαιοσύνης και αμοιβαίας συγγνώμης δεν δύναται να εξαρκέση εις
τερματισμόν των διαφορών, παλαιών και νεωτέρων, των υφισταμένων μεταξύ της Ρωμαιοκαθολικής
Εκκλησίας και της Ορθοδόξου Εκκλησίας, αίτινες, τη ενεργεία του Αγίου Πνεύματος, θα
υπερπηδηθώσι διά της καθάρσεως των καρδιών, της αποδοκιμασίας των ιστορικών σφαλμάτων, ως και
δια της αποτελεσματικής θελήσεως του καταντήσαι εις την κοινήν κατανόησιν και διατύπωσιν της
αποστολικής πίστεως και των αιτημάτων αυτής.

Πραγματοποιούντες την χειρονομίαν ταύτην ελπίζουσιν, ουχ ήττον, ότι αύτη έσται ευάρεστος
τω Θεώ, ετοίμω ίνα αφήση ημίν όταν αφίεμεν αλλήλοις, και εκτιμηθήσεται αύτη υφ’ ολοκλήρου του
Χριστιανικού κόσμου, αλλ’ ιδία υπό του συνόλου της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας και της Ορθοδόξου
Εκκλησίας, ως έκφρασις αμοιβαίας ειλικρινούς θελήσεως προς καταλλαγήν και ως πρόσκλησις προς
επιδίωξιν, εν πνεύματι αμοιβαίας εμπισοσύνης, εκτιμήσεως και αγάπης, του Διαλόγου, όστις οδηγήσει
αυτάς, Θεού ευδοκούντος, ίνα επαναβιώσωσιν, επί μείζονι ωφελεία των ψυχών και προς έλευσιν της
24
βασιλείας του Θεού, την πλήρη κοινωνίαν της πίστεως, της αδελφικής ομονοίας και της μυστηριακής ζωής,
ήτις υφίστατο μεταξύ αυτών διαρκούσης της πρώτης χιλιετηρίδος της ζωής της Εκκλησίας»82.

82
Τόμος Αγάπης, σ. 279, 281, 283, Π. Γρηγορίου, Πορεία προς την ενότητα, τόμ. β΄ σ. 34- 36.

You might also like