You are on page 1of 19

Κορνήλιος Καστοριάδης

ΕΞΟΥΣΙΑ, ΠΟΛΙΤΙΚΗ, ΑΥΤΟΝΟΜΙΑ


(Oμιλίες στην Eλλάδα, 1989)

Κέντρο της κοινωνίας, όπως και κέντρο της ιστορίας, είναι το ριζικό φαντασιακό της ανθρωπότητας, που
αυτοανελίσσεται και αυτοαναπτύσσεται. Αυτή η αυτοανέλιξη και αυτοανάπτυξη γίνεται μεσα σε δύο
διαστάσεις, θεμελιακές για την κοινωνία και για την ιστορία, την διάσταση του θεσμισμένου και την
διάσταση του θεσμίζοντος. Ο θεσμός, με την πρωταρχική έννοια της λέξης, είναι μια πρωταρχική
δημιουργία του κοινωνικο-ιστορικού πεδίου, δηλ. της ανώνυμης συλλογικότητας. Αυτή η δημιουργία
σαν μορφή, σαν είδος με την πλατωνική έννοια, ξεπερνάει οτιδήποτε θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς
ως παραγωγή των ατόμων ή των υποκειμένων. Το άτομο και τα άτομα εν γένει είναι και αυτά θεσμοί·
θεσμός μια για πάντα και θεσμός διαφορετικός σε κάθε διαφορετική κοινωνία. Το άτομο είναι ο κάθε
φορά καθορισμένος πόλος κοινωνικού καταλογισμού («εσύ το έκανες») και κοινωνικής κατανομής («εσύ
θα το πάρεις») κάθε φορά διακανονισμένων, και χωρίς αυτόν τον πόλο δεν μπορεί να υπάρξει κοινωνία.
Η υποκειμενικότητα ως αρχή αυτοανακλαστική ή αυτοστοχαστική και βουλευτική, δηλ. σαν σκέψη και
σαν θέληση, δεν είναι ένα φυσικό δεδομένο ούτε απλώς σύμφυτη με την βιολογική φύση του
ανθρώπου. Η υποκειμενικότητα είναι και αυτή κοινωνικο-ιστορικό πρόταγμα. Βρίσκουμε την αρχή της,
που επαναλαμβάνεται δύο φορές, στην αρχαία Ελλάδα και στην δυτική Ευρώπη, με τρόπο που
μπορούμε να την εντοπίσουμε και να την χρονολογίσουμε. Γιατί λέω ότι το άτομο όπως το εννοούμε
συνήθως είναι θεσμός και όχι φυσικό δεδομένο; Γιατί αυτό που είναι το πρωταρχικό δεδομένο και που
είναι στον πυρήνα και του συνηθισμένου κοινωνικού ατόμου και της υποκειμενικότητας με την πλήρη
έννοια, στoν πυρήνα του πολίτη που περπατάει στον δρόμο, ή στον πυρήνα του αγρίου που ετοιμάζει
το τόξο του, όπως και στον πυρήνα του Αριστοτέλη, του Πλάτωνα και οποιουδήποτε άλλου, είναι η
ψυχική μονάδα (το ασυνείδητο στα πιο βαθιά του στρώματα) που δεν μπορεί να αναχθεί στο κοινωνικο-
ιστορικό αλλά που το κοινωνικο-ιστορικό την διαμορφώνει χωρίς όρια και με έναν μόνο όρο: να μπορεί
να ικανοποιήσει ορισμένες ελάχιστες απαιτήσεις της ψυχής. Η κύρια απαίτηση ανάμεσα σ' αυτές είναι να
δοθεί στην ψυχή, στην ζωή που η ψυχή εφεξής θα διαγάγει μες στην κοινωνία, ένα ημερινό νόημα. Αυτό
η κοινωνική θέσμιση το κάνει μορφώνοντας το νεογέννητο μικρό τέρας και μορφώνοντάς το σε όλη του
τη ζωή, υποχρεώνοντάς το να επενδύσει και να δώσει νόημα για τον εαυτό του στις κοινωνικές
σημασίες, στο μάγμα των κοινωνικών σημασιών, που έχουνε κάθε φορά θεσμισθεί από την δεδομένη
κοινωνία και που συνέχουν αυτή την κοινωνία και τους ιδιαίτερους θεσμούς της.
Φυσικά το άτομο σαν τέτοιο δεν είναι τυχαίο, δευτερεύον ή ασήμαντο σχετικά με την κοινωνία.
Συγκεκριμένα η κοινωνία δεν μπορεί να υπάρξει παρά μεσω της ενσάρκωσης και της ενσωμάτωσής της
στα άτομα, ενσάρκωσης που είναι πάντα αποσπασματική και συμπληρωματική, ενσάρκωσης των
κοινωνικών θεσμών και των κοινωνικών σημασιών από τα άτομα, που ζουν, περπατούν και μιλούν. Ο
καθένας από μας νομίζει πως είναι ο εαυτός του και ο ίδιος αλλά στα 99.99% είναι ένα απόσπασμα της
κοινωνίας που περπατάει και τίποτα περισσότερο. Για να γίνει κάτι περισσότερο χρειάζονται άλλες
προϋποθέσεις για τις οποίες θα μιλήσω αργότερα. Εδώ θέλω να τονίσω ότι η κοινωνία κάθε φορά
διαμορφώνει αυτό το υλικό που είναι η ψυχή και του επιτρέπει να ζήσει, πράγμα που η ψυχή δεν θα
κατόρθωνε αλλιώς, δίνοντάς του σημασίες και δίνοντάς του κανόνες, διαμορφώνοντάς το έτσι, σ' ένα
κοινωνικό άτομο. Αλλά κάτω από μια άλλη θεώρηση των πραγμάτων η κοινωνία υπάρχει συγκεκριμένα
Κορνήλιος Καστοριάδης

και πραγματικά μόνο με τα άτομα και μεσω των ατόμων τα οποία δημιουργεί. Π.χ., η αρχαία αθηναϊκή
κοινωνία δεν είναι τίποτε έξω από τους Αθηναίους, κι αυτό φυσικά οι Αθηναίοι το ήξεραν πολύ
καλύτερα από τους σύγχρονους ανθρώπους. Χωρίς τους Αθηναίους η αρχαία αθηναϊκή κοινωνία δεν
είναι παρά ερείπια, θραύσματα μαρμάρων, υπόλοιπα ενός κατεργασμένου τοπίου, ακατανόητες
επιγραφές, αγάλματα που αλιεύονται κάπου στη Μεσόγειο και τίποτε περισσότερο. Οι Αθηναίοι όμως
δεν είναι Αθηναίοι παρά γιατί τους έκανε όπως είναι ο νόμος της πόλεως. Έχουμε εδώ μια σχέση
ανάμεσα στη θεσμισμένη κοινωνία, η οποία θεσμισμένη κοινωνία απείρως υπερβαίνει το σύνολο των
ατόμων που την συνθέτουν, αλλά δεν μπορεί να υπάρξει παρά όντας πραγματοποιημένη,
ενσωματωμένη μεσα στα άτομα που κατασκευάζει, ιδιότυπη λοιπόν σχέση ανάμεσα σ' αυτή την
κοινωνία και σ' αυτά τα άτομα. Αυτή την ιδιότυπη σχέση δεν μπορούμε να την σκεφτούμε υπό τις
κλασικές κατηγορίες του όλου και του μερους, του συνόλου και των στοιχείων, του γενικού και τού
μερικού κλπ. ∆ημιουργώντας τον εαυτό της η κοινωνία και κάθε κοινωνία δημιουργεί τα άτομα μεσω
των οποίων μπορεί να υπάρξει.
Από την πρώτη ύλη της ψυχής η θεσμισμένη κοινωνία κατασκευάζει κάθε φορά τα άτομα τα οποία,
έτσι όπως είναι κατ' αρχήν, δεν μπορούν παρά να αναπαράγουν την κοινωνία που τά έκανε. Μόνο στο
μετρο που η ριζική φαντασία της ψυχής, του συγκεκριμένου ανθρωπίνου όντος, κατορθώνει να
διαπηδήσει ανάμεσα από τα διαδοχικά στρώματα των κοινωνικών θωρακισμών που είναι το άτομο, μόνο
σ' αυτό το μετρο μπορεί να υπάρξει κατ' επιστροφή δράση του συγκεκριμένου ανθρωπίνου ατόμου
πάνω στην κοινωνία. και φυσικά μια τέτοια δράση είναι σπανιότατη και ούτως ή άλλως ανεπαίσθητη
σχεδόν σ' όλες τις κοινωνίες διότι σχεδόν σ' όλες τις κοινωνίες κυριαρχεί η θεσμισμένη ετερονομία.
Μέσα σ' αυτήν την θεσμισμένη ετερονομία το μόνο που μπορεί να κάνει το άτομο είναι να πράξει έναν
από τους κοινωνικούς ρόλους που είναι προδιεγραμμένοι: να είναι αρχηγός, πολεμιστής, σαμάνος,
μάγος, ή σήμερα, υπάλληλος, εργάτης, πρωταθλητής του μπάσκετ, πρωθυπουργός, πόρνη, υπουργός
κτλ. Πέρα απ' αυτά, οι μόνοι δρόμοι εμφανούς εκδηλώσεως της ατομικής ψυχής σε τέτοιου είδους
ετερόνομες κοινωνίες είναι η παράβαση των κειμένων νόμων και η παθολογία. Το ζήτημα γίνεται
διαφορετικό στις ελάχιστες κοινωνίες όπου η ρήξη της πλήρους ετερονομίας επέτρεψε την αρχή μιας
πραγματικής εξατομίκευσης τού ατόμου και όπου η ριζική φαντασία της ατομικής ψυχής μπόρεσε να
βρεί ή να δημιουργήσει τα κοινωνικά μεσα μιας πρωτότυπης δημόσιας έκφρασης και να συμβάλει
επώνυμα στην αυτοαλλοίωση του κοινωνικού κόσμου.

***

Κάθε κοινωνία θεσμίζεται με τον δικό της τρόπο. Κάθε κοινωνία, κάθε τύπος θεσμισμένης κοινωνίας,
αποτελεί ένα είδος, με την πλατωνική έννοια, μια μορφή που φυσικά σαν τέτοια έχει τους δικούς της
καθορισμούς, δημιουργεί τους νόμους της ύπαρξής της (όχι απλώς τους τυπικούς νόμους), και τείνει να
αναπαράγει συνεχώς τον εαυτό της. Μήπως με αυτή την άποψη θρυμματίζουμε την ιστορία σε μια
αλληλοπαράθεση κοινωνιών οι οποίες θα ήτανε άσχετες μεταξύ τους; Όχι, διότι υπάρχει ένα στοιχείο
της θέσμισης κάθε κοινωνίας που είναι κοινό σε όλες για λόγους πού αφορούν και την ανθρωπολογία
με τη βαθύτατη έννοια αλλά και την οντολογία. Κάθε κοινωνία υποχρεωτικά πρέπει να θεσμιστεί και
αυτή η θέσμιση έχει πάντα ορισμένους γενικούς χαρακτήρες. Η θέσμιση αυτή επιτελείται με δύο
αλληλένδετα και αναπόσπαστα στοιχεία: το ταυτιστικό-συνολιστικό (που εμφανίζεται συγκεκριμένα ως
εργαλειακό και λειτουργικό)· και το κυρίως φαντασιακό, το στοιχείο των φαντασιακών σημασιών, που
δεν επιδέχονται ούτε «πραγματική» εξήγηση ούτε «ορθολογική» θεμελίωση.
Το συνολιστικό-ταυτιστικό στοιχείο - που στηρίζεται και στη συνολιστική-ταυτιστική συνιστώσα του
2
Εξουσία, Πολιτική, Αυτονομία

«προ-κοινωνικού» κόσμου και, γενικότερα, κάθε υπαρκτού - φαίνεται σχετικά απλό. Σέ κάθε κοινωνία,
δύο και δύο πρέπει να κάνουν τέσσερα, κι ένας ταύρος με μια αγελάδα δεν μπορούν να γεννήσουν
παρά μοσχάρια. Αλλά και αυτό το συνολιστικό-ταυτιστικό στοιχείο είναι, παντού και πάντα, διαποτισμένο
απ' το καθαρά φαντασιακό. Π.χ. στις χριστιανικές κοινωνίες έξι μερες την εβδομάδα ένα και ένα κάνουνε
τρία και το τρία είναι διαφορετικό από το ένα. Τίς Κυριακές το πρωί όμως τρία και ένα είναι το ίδιο
πράγμα. Αυτό λέγεται το μυστήριο της Αγίας Τριάδας. Εάν πάτε σ' ένα Χριστιανό έμπορο ο οποίος
πουλάει κάτι 3.000 δρχ, του δώσετε ένα χιλιάρικο και του πείτε 1=3 δυνάμει του μυστηρίου της Αγίας
Τριάδας, όσο Χριστιανός και να είναι ο χριστιανός αυτός, θα σας γελάσει στο πρόσωπο. Τι σημαίνει αυτό;
Σημαίνει φυσικά ότι εκτός απ' αυτό το συνολιστικό-ταυτιστικό πεδίο όπου η κοινωνία αναγνωρίζει ότι
1+1+1 κάνουν τρία, υπάρχει το σημαντικότερο γι' αυτήν φαντασιακό πεδίο επάνω στο οποίο
κυριαρχούν άλλες σημασίες π.χ. θρησκευτικές σημασίες. Έτσι μπορεί σε άλλες φυλές οι αγελάδες να
είναι και ζώα που υπόκεινται στούς κανόνες της βιολογικής αναπαραγωγής και που παράγουν γάλα το
οποίο μπορεί να πιεί κανείς, αλλά ταυτοχρόνως να είναι είτε θεία όντα, είτε ενσαρκώσεις θείων όντων,
είτε σύμβολα θεία, κοινωνικά και άλλα. υπάρχει λοιπόν πάντοτε αυτή η διφυία ανάμεσα στο ταυτιστικό-
συνολιστικό και στο καθαρά φαντασιακό η οποία χαρακτηρίζει τη θέσμιση κάθε κοινωνίας. Αυτό μας
επιτρέπει ως ένα ορισμένο βαθμό μια πρώτη πρόσβαση προς τις άλλες κοινωνίες. Ξέρουμε ότι
οποιαδήποτε κοινωνία είναι υποχρεωμένη να ακολουθήσει την ταυτιστική συνολιστική λογική. Π.χ. στις
δημογραφικές ή οικονομικές έρευνες ξέρουμε ότι ορισμένα πράγματα αποκλείονται, αλλιώς αυτή η
κοινωνία δεν θα είχε επιζήσει: αυτό είναι ταυτιστική-συνολιστική λογική.Έχουμε συνεπώς ένα είδος
πυξίδας, η οποία άλλωστε πολλές φορές είναι απατηλή και συχνά έχει απατήσει τους εθνολόγους και
τους κοινωνιολόγους.
Όταν όμως θέλουμε να διεισδύσουμε στις φαντασιακές σημασίες μιας κοινωνίας, που είναι και οι
σημαντικότερες, τα πράγματα γίνονται πολύ δυσκολότερα. Θά πω μόνο αυτή τη στιγμή ότι και εκεί δεν
είμαστε άοπλοι αλλά βάζουμε μπρο στα άλλες δυνατότητές μας, τις δυνατότητες κατανόησης.
Προσπαθούμε δηλαδή να καταλάβουμε όχι πως οι παραγωγικές σχέσεις στην αρχαία Ελλάδα
εδημιούργησαν την φιλοσοφία, πράγμα που δεν έχει νόημα, αλλά πως ο Αθηναίος πολίτης και το
αθηναϊκό κοινό μπορούσαν να ζήσουν τον κόσμο τους, τι εσήμαινε η δημοκρατία γι' αυτούς, τι εσήμαινε
η πόλη, τι εσήμαινε η θρησκεία, και το ίδιο για οποιονδήποτε άλλο πολιτισμό.
Φυσικά, κατά πρώτη προσέγγιση, η πρόσβαση αυτή φαίνεται και είναι για τους περισσότερους
ανθρώπους, αδύνατη. Πώς εί-ναι δυνατόν άνθρωποι που ζούν μεσα σ' ένα κόσμο να κατανοή-σουν (και
να παραδεχθούν) ότι άλλοι άνθρωποι μπορούν να ζουν μέσα σ' έναν άλλο κόσμο;
Αντί να απαντήσω θεωρητικά σ' αυτό το ερώτημα, θα σας θυμίσω μια ιστορία που διηγείται ο
Ηρόδοτος. Περιληπτικά: ο ∆αρείος, ο Μέγας Βασιλεύς, έχει στην αυλή του μια φυλή Ινδών και μιά
ομάδα Έλλήνων. ρωτάει τους Ινδούς τι κάνουν με τους νεκρούς τους, και αυτοί απαντούν: φυσικά τους
τρώμε. ∆έν θα τους καίγατε; ρωτάει ο ∆αρείος. Ευφημεί, βασιλεύ, απαντούν οι Ινδοί, τι βδελυρή ιδέα!
Ρωτάει κατόπιν τους Έλληνες τι κάνουν τους νεκρούς τους, και οι Έλληνες απαντούν: φυσικά τους
καίμε. ∆εν θα τους τρώγατε; ρωτάει ο ∆αρείος; Τι φρικτή ιδέα σου ήρθε, βασιλεύ, απαντούν οι Έλληνες.
Το εμφανές δίδαγμα της ιστορίας είναι ότι κάθε λαός θεωρεί τους νόμους των άλλων παράλογους
και βδελυρούς. Αλλά υπάρχει και βαθύτερο δίδαγμα: αυτό το γεγονός, ο ∆αρείος το ξέρει και το
παραδέχεται - προφανώς εκ της θέσεώς του, δυνάστη απειράριθμων φυλών των οποίων πρέπει να
σεβεται τα έθιμα. Άλλά το ξέρει και το παραδέχεται ο Ηρόδοτος, που δεν είναι δυνάστης αλλά σοφός,
και το διηγείται ως μεστό νοήματος, διδακτικό μάθημα. Ο Ηρόδοτος, ως σοφός (φιλόσοφος) μπορεί να
καταλάβει α) ότι για κάθε ανθρώπινη φυλή υπάρχει μια εθιμική τελετουργία ταφής (ότι το ανθρώπινο
πτώμα δεν γίνεται ποτέ απλό φυσικό αντικείμενο, ψοφίμι) και β) ότι αυτές οι τελετουργίες δεν είναι
3
Κορνήλιος Καστοριάδης

ούτε «λογικές» ούτε «παράλογες», ούτε κατά φύσιν ούτε παρά φύσιν, γιατί άντιστοιχούν κάθε φορά στον
νόμο της δεδομένης φυλής. Σε άλλο μερος, ο Ηρόδοτος χαρακτηρίζει τον Καμβύση παράφρονα, γιατί
δεν καταλάβαινε ότι κάθε λαός έχει τους νόμους του, κι οι νόμοι αυτοί είναι καλοί γι' αυτόν. Εμείς
σήμερα μπορούμε να προσθέσουμε ενα τρίτο σημείο γ) τους νόμους αυτούς προσπαθούμε να τους
κατανοήσουμε (όχι να τους «εξηγήσουμε»), και ως ένα σημείο το κατορθώνουμε, χρησιμοποιώντας την
αναβιωτική μας φαντασία.
Όταν έχουμε να κάνουμε με άλλες κοινωνίες, προσπαθούμε να προσβούμε στον φαντασιακό
πυρήνα ο οποίος τις δενει μαζί. και εδώ μπορούμε να αντλήσουμε κάποια βοήθεια από το γεγονός ότι
υπάρχει κάτι που ξεπερνάει την λογική, το ταυτιστικό-συνολιστικό, που αφορά καθαρά την ανθρώπινη
όντολογία και που είναι υποχρεωμένη η κάθε κοινωνία να κάνει για να μπορέσουν οι θεσμοί της να
ισχύουν. ∆ιαπιστώνουμε δηλ. ότι κάθε κοινωνία είναι θεσμισμένη και ότι αυτοί οι θεσμοί ισχύουν μεσα σ'
αύτή την κοινωνία. Ότι οι θεσμοί ισχύουν σε μια κοινωνία δεν σημαίνει ότι υπάρχουν συνεχώς ρόπαλα
και φυλακές· αρκεί να υπάρχουν μάγοι και πεποιθήσεις, ή άγιοι άνθρωποι και μοναστήρια, ή τηλεόραση
και υπουργείο πληροφορήσεως. Αυτά αρκούν για να μπορούν να ισχύουν οι θεσμοί και να υπακούουν οι
άνθρωποι πού ανήκουν σε αυτή την κοινωνία, σ'αυτό που είναι κάθε φορά το κατεστημένο, χωρίς να
είναι καν προσωποποιημένο αυτό το κατεστημένο. Πώς γίνεται αυτό το πράγμα; Όταν κοιτάμε τους
θεσμούς, την θέσμιση μιας κοινωνίας, τι βρίσκουμε εκεί μεσα; Βρίσκουμε την γλώσσα. Βρισκουμε τον
ορισμό της πραγματικότητας: Τι είναι πραγματικό και τι δεν είναι πραγματικό. Βρίσκουμε τον ορισμό της
αλήθειας: τι είναι αληθινό και τι δεν είναι αληθινό. Για τους σημερινούς ανθρώπους δεν ξέρω τι είναι
αληθινό και τι δεν είναι αληθινό. Αλλά ξέρω ασφαλώς ότι για τους κλασικούς Εβραίους ή για τους
πραγματικούς Μωαμεθανούς είναι αληθινό ή δεν είναι αληθινό αυτο που είναι μεσα στην Παλαιά
∆ιαθήκη ή μεσα στο Κοράνι.
Οι τρόποι, οι πράξεις, η εργασία, ο διακανονισμός των σεξουαλικών σχέσεων, των σχέσεων των
φύλων, αυτό που επιτρέπεται και αυτό που απαγορεύεται, η επίκληση να πεθάνουμε για την φυλή ή το
έθνος, όλα αυτά ισχύουν για την κοινωνικοποιημένη ψυχή και της επιβάλλονται. Σκεφτείται
τετρακόσιους πρωτογόνους με τόξα, λόγχες κλπ. οι οποίοι σκοτώνονται. Γιατί σκοτώνονται; Γιατί η φυλή
αποφάσισε ότι θα γίνει πόλεμος εναντίον της άλλης φυλής. Πώς γίνεται όλος αυτός ο συρφετός των
πραγμάτων τά οποία όταν τα κοιτάξει κανείς από την σκοπειά της πραγματικής ψυχής, της ασυνείδητης
ψυχής, είναι τελείως ανόητα, δεν έχουν κανένα νόημα (Άλλωστε και για την μη τελείως ασυνείδητη
ψυχή πολλές φορές δεν έχουν κανένα νόημα, όπως δείχνει το γεγονός π.χ. ότι πολλές φορές οι
άνθρωποι δεν θέλουν να πάνε στον πόλεμο. Εντούτοις οι περισσότεροι πηγαίνουν, πηγαίνουν να
σκοτωθούν ενώ είναι βιολογικά όντα), πώς είναι δυνατόν λοιπόν οι θεσμοί να επιβάλλονται και να
έχουνε ισχύ;
Η απάντηση σ'αυτή την ερώτηση έχει δύο πλευρές, την ψυχική και την κοινωνική. Η ψυχική πλευρά
είναι πολύ σύντομα η ακόλουθη. ύπάρχει μια κοινωνική κατασκευή του ατόμου που είναι μια ιστορική
διαδικασία μεσα στην οποία η ψυχή καταναγκάζεται είτε με το ήμερο είτε με το άγριο (το αποτέλεσμα
είναι το ίδιο) να εγκαταλείψει τα αρχικά της αντικείμενα και τον αρχικό της κόσμο. ∆έν τα εγκαταλείπει
ποτέ τελείως, αλλά τα εγκαταλείπει «προς την χρείαν ικανώς» όπως θα έλεγε ο Αριστοτέλης. Ο όρος
αυτής της εγκατάλειψης είναι ότι ταυτόχρονα επενδύει αντικείμενα, κόσμο, κανόνες που είναι κοινωνικά
θεσμισμένοι. Αυτό είναι που πρέπει να εννοηθεί ως η πραγματική έννοια αυτού που ονομάζεται στην
ψυχανάλυση μετουσίωση. Ποιά είναι η ελάχιστη προϋποθεση για να μπορέσει να γίνει αυτή η διαδικασία
η οποία στην ουσία της είτε μαλακά γίνεται είτε βίαια, στην ουσία της είναι πάντα μια βία που
επιβάλλεται στην ψυχή, την ψυχική μονάδα; Η κοινωνία στερεί από την ψυχή αυτό που στην αρχή ήτανε
νόημα για την ψυχή, δηλαδή τον πλήρη και απεριόριστο εγωισμό και ναρκισσισμό, και της προσφέρει
4
Εξουσία, Πολιτική, Αυτονομία

ένα άλλο νόημα. Αυτό το άλλο νόημα είναι η οργάνωση του κόσμου, η πόλη, ο θεός, η αιώνια ζωή, ο
Αλλάχ, ο πλούτος, η εξουσία, η δύναμη κλπ.
Έτσι το κοινωνικό άτομο συγκροτείται εσωτερικεύοντας τον κόσμο και τις σημασίες που έχει
δημιουργήσει η κοινωνία, δηλ. εσωτερικεύοντας ρητά σημαντικά κομμάτια απ' αυτό τον κόσμο και
υπόρρητα, δυνάμει, το σύνολο του κοινωνικού κόσμου. Αυτό γίνεται με τις ατέλειωτες παραπομπές που
συνδέουν κατά μαγματικό τρόπο κάθε απόσπασμα αυτού του κόσμου με κάποιο άλλο. Σκεφτείτε τι
γίνεται όταν ένα παιδί μαθαίνει τη μητρική του γλώσσα από τη μάνα του. Πολύ πριν υπάρξουν τα
σχολεία τα παιδιά μαθαίνανε τη γλώσσα τους και πολύ καλύτερα φυσικά απ' ότι την μαθαίνουν από
τότε που υπάρχουν σχολεία. Πώς την μαθαίναν; Η μητέρα ποτέ δεν διδάσκει ολόκληρη τη γλώσσα ούτε
διδάσκει κανόνες. Το παιδί αρπάζει κομμάτια και απ' αυτά τα κομμάτια αναπτύσσει τη δυνατότητα να
καταλάβει περίπου οτιδήποτε μπορεί να λεχθεί μεσα σ' αυτήν τη γλώσσα. και το ίδιο συμβαίνει με όλο
αυτό το τεράστιο οικοδόμημα που είναι το κοινωνικό σύμπαν. Κάθε φορά αυτή η διδασκαλία είναι
αποσπασματική, αλλά δυνάμει (και αυτό είναι μια ιδιοτυπία όχι μόνο της γλώσσας αλλά και όλων των
κοινωνικών φαινομένων) περιέχει το σύνολο των σημασιών περί των οποίων πρόκειται μεσα σ' αυτη την
κοινωνία.
Από την κοινωνική πλευρά, η ίδια αυτή διαδικασία κατοχυρώνεται από το σύνολο των θεσμών μεσα
στούς οποίους βρίσκεται διαρκώς εμβαπτισμένο το ανθρώπινο όν από την γέννησή του. Φυσικά, ο
κύριος κοινωνικός εκπρόσωπος των θεσμών πλάι στο παιδί είναι η μητέρα· ο κοινωνικός άλλος,
συνήθως η μητέρα, σχεδόν πάντοτε η μητέρα, το φροντίζει και είναι ο ίδιος πάντοτε
κοινωνικοποιημένος με ένα συγκεκριμένο τρόπο και μιλάει μια συγκεκριμένη γλώσσα. ∆έν ξέρω γιατί οι
άνθρωποι όταν σκέφτονται τη μητέρα, σκέφτονται κάτι που είναι μια ιδιωτική κατ' εξοχήν σχέση. Μια
μητέρα πλάι στο παιδί της είναι 3 εκατομμύρια χρόνια εξανθρώπευσης τα οποία δρούν. και επιπλέον
είναι μια ολόκληρη κοινωνία έτσι όπως αυτή η κοινωνία μεταφέρεται με τη γλώσσα της: μην κάνεις
αυτό, μπράβο παιδί μου κάνε εκείνο. Όλα αυτά ήδη περιέχουν και το περιεχόμενο της θέσμισης και
αυτό που είναι βασικό για οποιαδήποτε θέσμιση και το οποίο φυσικά για τα βιολογικά όντα σε
προανθρώπινο επίπεδο δεν έχει κανένα νόημα: αυτό επιτρέπεται, εκείνο απαγορεύεται. Όταν μιά
μητέρα λέει όχι στο παιδί και απαγορεύει κάτι, ο θεσμός είναι δυνάμει παρών και η ικανότητα του
ανθρώπινου ατόμου να ζεί κάτω από θεσμούς, που φυσικά στην αρχή συναντά την αντίδραση του
παιδιού, δημιουργείται, μ' αυτόν τον τρόπο.
Πιο αφηρημένα, αυτή η διαδικασία κατασκευής του κοινωνικού ατόμου επιτελείται από όλους τους
θεσμούς και τις πραγματικότητες που υπάρχουν στην κοινωνία: το σχολείο, οι ταξεις ηλικίας, η γειτονιά,
ο στρατός και σήμερα ένα σωρό άλλα πράγματα. το σύνολο όλων αυτών απαρτίζει αυτό που οι
Έλληνες αποκαλούσαν παιδεία: αυτό που μεταμορφώνει την βιολογική και ψυχολογική πρώτη ύλη σ'
ένα ανθρώπινο όν που ζεί σε μια πόλη με την αρχαία έννοια της λέξεως. Η ισχύς των θεσμών βρίσκεται
κατοχυρωμένη, κατ' αρχήν πριν και πάνω από κάθε άλλο, από την ίδια τη διαδικασία δυνάμει της οποίας
αυτό το μικρό ασπαίρον τέρας ή θα καταλήξει σε ψυχωτικό αυτισμό, ευτυχώς σε ελάχιστες περιπτώσεις,
ή θα γίνει κοινωνικό άτομο. Το ανθρώπινο όν δεν μπορεί να γίνει κοινωνικό όν παρά στο μετρο που έχει
εσωτερικεύσει τους θεσμούς. και εδώ εμφανίζεται αμέσως το θέμα της εξουσίας. Τι θα ορίσουμε ως
εξουσία; Άν ορίσουμε ως εξουσία, όπως νομίζω ότι πρέπει, την ικανότητα για μια οποιαδήποτε αρχή
(όταν λέω αρχή δεν έννοώ τις κρατικές αρχές, αλλά αυτό που λένε οι Γερμανοί Instanz, ένα
οποιοδήποτε σώμα προσωπκό ή απρόσωπο που είναι θεσμισμένο), την ικανότητα λοιπόν οποιασδήποτε
αρχής να οδηγήσει κάποιον στο να κάνει ή να μην κάνει αυτό που από μόνος του δεν θα έκανε ή θα
έκανε, γίνεται αμέσως προφανές ότι η μεγαλύτερη δυνατή εξουσία, αυτή την οποία θα ονειρευότανε
κάθε τύραννος και έχουν ονειρευτεί τύραννοι, θα ήταν εκείνη που θα επέτρεπε να προδιαμορφωθούν
5
Κορνήλιος Καστοριάδης

τα άτομα έτσι που από μόνα τους να κάνουν αυτό που η αρχή θα ήθελε να κάνουν χωρίς να υπάρχει
ανάγκη καμίας καταπίεσης, καμίας καν κυριαρχίας, με την συνήθη έννοια, και καμίας ρητής εξουσίας που
θα ανάγκαζε το άτομο να κάνει ή να μην κάνει τουτο ή εκείνο. Σε μια τέτοια περίπτωση - και εδώ
μπορείτε να σκεφτείτε μερικούς μυθιστοριογράφους, τον Χάξλεϋ, στον ωραίο καινούργιο κόσμο ή τον
Όργουελ στο 1984 - επίσης προφανές ότι το άτομο που θα υπέκειτο σε μια τέτοια διαμόρφωση θα
παρουσίαζε ταυτόχρονα την επιφανειακή όψη της πληρέστατης αυθορμησίας, θα έκανε από μόνο του
ό,τι έπρεπε να κάνει και φυσικά, για έναν παρατηρητή ο οποίος θα ήξερε όλη την διαδικασία, την
πραγματικότητα της πιο απόλυτης ετερονομίας.
Αυτή την εξουσία θα έπρεπε και θα μπορούσε να ονομάσει κανείς απόλυτη εξουσία. Όπως
ξέρουμε και πρόσφατα στην ιστορία τα ολοκληρωτικά καθεστώτα, και το ναζιστικό και το σταλινικό, κάτι
τέτοιο προσπάθησαν να κάνουν. Να κάνουν τον μικρό Γερμανό ή τον μικρό Ρώσο αυθόρμητα να
πραγματοποιεί τις θελήσεις της εξουσίας, όπως ο Πιότρ Μοροζώφ κατήγγειλε τους γονείς του ως
αντισοβιετικούς σε ηλικία 10 ετών και έγινε εθνικός ήρωας. Σχετικά με αυτή την απόλυτη εξουσία κάθε
ρητή εξουσία, κάθε κυριαρχία που είναι υποχρεωμένη να πεί: κάντε τουτο, μη κάνετε εκείνο, φαίνεται
να είναι ελαττωματική και δείχνει μια ανίατη αποτυχία.
Η σχέση της θέσμισης της κοινωνίας με τα άτομα που αυτή η θέσμιση κατασκευάζει, δείχνει ότι η
θέσμιση της κοινωνίας, όποια και αν είναι, ασκεί πάνω σ' όλα τα άτομα τα οποία παράγονται μεσα σ'
αυτή την κοινωνία μια ριζική εξουσία την οποία προτείνω να ονομάσουμε μια ριζική υποεξουσία. Αυτήν
τη ριζική υποεξουσία, εκδήλωση και διάσταση του θεσμίζοντος ριζικού φαντασιακού της κοινωνίας, δεν
μπορούμε να την εντοπίσουμε. Πρίν από κάθε ρητή εξουσία, και πριν από κάθε «κυριαρχία», υπάρχει η
ριζική υποεξουσία, που δεν είναι εξουσία ούτε ενός ατόμου ούτε μιας επώνυμης αρχής. Ασκείται από το
σύνολο της θεσμισμένης κοινωνίας. Πίσω όμως από την θεσμισμένη κοινωνία, υπάρχει η θεσμίζουσα
κοινωνία. Αλλά η θεσμίζουσα εξουσία, όσο ριζική και να είναι η δημιουργία της, πάντοτε εργάζεται με
υλικό και με βάση κάτι που έχει ήδη θεσμιστεί, δηλ. βρίσκεται η ίδια πάντοτε μεσα στην ιστορία.
Συνεπώς είναι πάντοτε επίσης και ανάληψη του δεδομένου και πάντοτε υπό το βάρος μιας κληρονομιάς.
Η σημασία αυτών των διαπιστώσεων σχετικά με το πρόταγμα της αυτονομίας θα φανεί αργότερα. Εδώ
αρκεί να πούμε ότι αυτή η υποεξουσία η μη ρητή, δηλ. κατ'ουσίαν η θεσμίζουσα εξουσία, είναι
ταυτόχρονα η εξουσία του θεσμίζοντος φαντασιακού, της θεσμισμένης κοινωνίας και όλης της
προηγούμενης ιστορίας που βρίσκει σ' αυτή την κατάσταση την προσωρινή της απόληξη. ∆ηλ. με μια
έννοια είναι η εξουσία του ίδιου του κοινωνικο-ιστορικού πεδίου και θα μπορούσε να την ονομάσει
κανείς εξουσία του κανενός, του «ούτιδος» όπως έλεγε ο Οδυσσέας. Από αυτήν δεν μπορούμε να
ξεφύγουμε συγκεκριμένα και εμείς τώρα, αν μπορούμε να αλλάξουμε μερικούς απ' τους θεσμούς πού
είναι θεσμισμένοι στον τόπο και τον χρόνο που ζούμε, δεν μπορούμε να ξεφύγουμε από το γεγονός ότι
λίγοι απ' αυτούς τους θεσμούς μπορούν να γίνουν αντικείμενο ρητής αμφισβήτησης και ρητής
αναθέσμισης. Ό,τι και να κάνουμε, αυτό να το κάνουμε το 1989 και σ' ένα ορισμένο τόπο, συνεχώς όλη
η προηγούμενη ιστορία, κατά κάποιο τρόπο, όχι απόλυτα βέβαια ορίζει, αλλά περιορίζει αυτό που
μπορούμε.
Σύμφωνα μ' αυτά που είπα για τον τρόπο ισχύος της εξουσίας, εφόσον η θεσμισμένη κοινωνία
διαμορφώνει κάθε φορά τα άτομα, και τα διαμορφώνει εν όψει της συντηρήσεώς της, θα έπρεπε αυτή η
εξουσία, όπως υπάρχει, να είναι απόλυτη και να διαμορφώνει τα άτομα ώστε αιώνια να την
αναπαράγουν. και ξέρουμε ότι πραγματικά κάθε κοινωνία προσπαθεί να φτιάξει άτομα πουνά την
αναπαράγουν έτσι όπως εστί και ευρίσκεται. Εάν αυτό ήτανε 100% αλήθεια βέβαια δεν θα υπήρχε
ιστορία. Και ξέρουμε ότι ιστορία υπάρχει. Πώς το ξέρουμε είναι άλλη συζήτηση. Υπόστηρίζω ότι ιστορία
υπάρχει με μια ουσιαστική έννοια και όχι απλώς ως σειρά χρονολογιών. Αυτό σημαίνει ότι η θεσμίζουσα
6
Εξουσία, Πολιτική, Αυτονομία

κοινωνία δεν κατορθώνει ποτέ να ασκήσει την εξουσία της ως απόλυτη. Το πολύ, στις πρωτόγονες και
στις περισσότερες παραδοσιακές κοινωνίες, κατορθώνει να εγκαθιδρύει μια χρονικότητα της
φαινομενικής αέναης επαναληψης· αλλά κάτω από τη φαινομενική αέναη επανάληψη ανεπαίσθητα
εξακολουθεί να εργάζεται σε πολύ μακριές περιόδους η ανεξόριστη ιστορικότητά της. Θεωρούμενη ως
απόλυτη, η εξουσία και η υποεξουσία της θεσμισμένης κοινωνίας και πίσω από τη θεσμισμένη κοινωνία
της ιστορίας ολόκληρης είναι καταδικασμένη σε αποτυχία.
Κατά πρώτο λόγο αυτό το γεγονός δεν μπορούμε παρά να το διαπιστώσουμε, να πουμε ότι έτσι
είναι, έτσι συμβαίνει με την Αριστοτελική έννοια του όρου: συμβαίνει να υπάρχει ιστορία, συμβαίνει να
υπάρχει πλήθος διαφορετικών κοινωνιών. Αλλά μπορούμε να προσπαθήσουμε να το διαυγάσουμε. Γιατί
είναι έτσι; Συνοπτικά θα πω για τέσσερεις λόγους.
Πρώτα πρώτα κάθε κοινωνία δημιουργεί τον κόσμο της. Ο κόσμος ο δικός μας δεν είναι ο κόσμος
των αρχαίων Έλλήνων, ο κόσμος των αρχαίων Έλλήνων δεν είναι ο κόσμος των Κινέζων, ο κόσμος των
Κινέζων δεν είναι ο κόσμος των Ναμπίκβαρά. Κόσμος βέβαια δεν είναι τα τραπέζια. Σ' ένα κόσμο που
μεσα σε κάθε δενδρο ή κάθε πηγή υπάρχει μια νύμφη τα πράγματα είναι αλλιώς απ' ότι σε ένα κόσμο
όπου ένα δενδρο υπάρχει μόνο για να το κόψουμε ή να φάμε απλώς τους καρπούς του, ή μια πηγή
υπάρχει για να πλύνουμε το αυτοκίνητο όταν πάμε εκδρομή. Η κοινωνία δημιουργεί τον κόσμο της, τον
επενδύει με νόημα και δημιουργεί μια προμήθεια σημασιών που είναι προορισμένες εκ των προτέρων
να καλύψουν οτιδήποτε θα μπορούσε να παρουσιαστεί. Κάθε φορά η κοινωνία δημιουργεί τις
φαντασιακές της σημασίες κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μην μπορούν να καταληφθούν απρόοπτα και
απροετοίμαστα. Η τελειότερη κατασκευή απ' αυτή την άποψη είναι η θρησκευτική κατασκευή·
οτιδήποτε και να έχει γίνει έχει νόημα ως θέληση του Θεού. Το φρικτότερο και ωραιότερο παράδειγμα
που μας δίνει η ιστορία είναι η καταστροφή των Εβραίων στον τελευταίο πόλεμο, εννοώ το
Ολοκαύτωμα, η οποία για πολλούς πραγματικούς Εβραίους είναι και δεν μπορεί παρά να είναι η
απόδειξη του γεγονότος ότι οι Εβραίοι είναι ο εκλεκτός λαός και ένας λαός ξεχωριστός απ' όλους τους
άλλους. Αυτήν τη φρικιαστική καταστροφή, το πλήρες α-νόητο μέσα στην Ιστορία, η θρησκεία το
προικίζει με νόημα.
Ο κόσμος, ως κόσμος προκοινωνικός, επιτρέπει στην κοινωνία να εγκαθιδρύσει επάνω του ένα
πρώτο στρώμα ταυτιστικών και συνολιστικών σχέσεων και προσφέρεται σ' αυτό. Γι' αυτό ο Αριστοτέλης
έλεγε συνεχώς «άνθρωπος άνθρωπον γεννά». Υπάρχουν κανονικότητες οι οποίες δεν εξαρτώνται από
την φιλοσοφική συνείδηση ούτε από τη νκοινωνική θέσμιση, και αν δεν υπήρχαν αυτές οι κανονικότητες
δεν θα μπορούσε να υπάρξει φιλοσοφική συνείδηση ούτε κοινωνική θέσμιση. Εάν οι πέτρες έπεφταν
και κάποτε ανέβαιναν στο ταβάνι δεν θα μπορούσε να υπάρξει ούτε κοινωνία, ούτε σκέψη. Πέρα απ'
αυτό, ο κόσμος είναι χάος. Πέρα απ' αυτήν τη λογική-ταυτιστική κανονικότητα σε διάφορα στρώματα,
δεν προσφέρει ταξη και δεν έχει κανένα νόημα. Το γεγονός ότι ο κόσμος, το όν συνολικά, δεν έχει
νόημα είναι η απαραίτητη προϋπόθεση για να μπορούν οι διάφορες κοινωνίες να τού δίνουν η κάθεμία
το νόημα που θέλει. Εάν το νόημα του κόσμου υπήρχε και περπατούσε εις τα δάση, ή εμφανιζόταν από
καιρού εις καιρό πάνω στο όρος Σινά, λέγοντας «εγώ ειμί ο ών και εγώ ειμί το νόημα του κόσμου»
δεν θα υπήρχε καμία συζήτηση, ούτε φιλοσοφία, ούτε πολλές και διάφορες θρησκείες, ούτε
διαφορετικές κοινωνίες. Αυτό το α-νόητο του κόσμου, το χαώδες τού κόσμου από καιρό σε καιρό
εισβάλλει ως πραγματικό γεγονός μες την κοινωνία. Από εκείνη τη στιγμή, το παρόν πλέγμα και μάγμα
των σημασιών μπορεί να υποστεί μια θανάσιμη προσβολή. Αυτός είναι ο πρώτος λόγος για τον οποίο η
εξουσία δεν μπορεί ποτέ να είναι απόλυτη.
Ο δεύτερος λόγος είναι ότι το πρώτο υλικό από το οποίο η κοινωνία κατασκευάζει τα άτομα είναι η
ψυχή. Εδώ δεν ξέρει κανείς τι να θαυμάσει περισσότερο, την σχεδόν πλήρη πλαστικότητα της ψυχής
7
Κορνήλιος Καστοριάδης

που προσφέρεται σ' οτιδήποτε της επιβάλλει η κοινωνική θέσμιση ή την ικανότητά της να διασώζει τον
μοναδικό της πυρήνα και την ριζική της φαντασία, προκαλώντας έτσι την μερική, τουλάχιστον, αποτυχία
της διαρκούς διαμόρφωσης που υφίσταται από την κοινωνία. Ο καθένας εδώ είναι ενδεχομένως
περήφανος για το ό,τι είναι, και για το ότι είναι Έλληνας· αλλά αν κατά τύχη είχε γεννηθεί στην Τουρκία
θα ήτανε περήφανος γιατί είναι Τούρκος. Αυτό σημαίνει πλαστικότητα της ψυχής. Απ' την άλλη μεριά, η
μοναδικότητα της ψυχής πάντα εκδηλώνεται κατά κάποιον τρόπο, όσο στεγανή και στέρεη να είναι η
δόμηση της θεσμισμένης κοινωνίας. Εκδηλώνεται ως όνειρο, ως ψυχική αρρώστια, ως παράβαση, ως
διαφωνία· εκδηλώνεται επίσης και ως ατομική συμβολή, που σπανίως μπορούμε να την εντοπίσουμε
στις παραδοσιακές κοινωνίες, στην βαθμιαία σιγανή αυτοαλλοίωση της κοινωνίας.
Τρίτο σημείο, η κοινωνία δεν είναι σχεδόν ποτέ μόνη της και απομονωμένη. Συμβαίνει να υπάρχουν
άλλες κοινωνίες και να τις γνωρίζει όπως και οι άλλες την γνωρίζουν· υπάρχει ένα απροσδιόριστο
πλήθος ανθρωπίνων κοινωνιών, υπάρχει συγχρονική συνύπαρξη και επαφή. Αυτό δημιουργεί μια
θανάσιμη απειλή για την θέσμιση κάθε κοινωνίας. Όχι διότι απολήγει κατ' ανάγκην σε πόλεμο. Αλλά
διότι αυτά που για μας είναι ιερά και όσια για τους άλλους είναι βδελυρά. Αυτά τα οποία εμείς τρώμε,
για τους άλλους είναι σιχαμερά. Ο τρόπος με τον οποίο παντρευόμαστε, ο τρόπος με τον οποίο
κηδευόμαστε, ο τρόπος με τον οποίο μορφωνόμαστε είναι, για τους άλλους, κατά κανόνα, εξωφρενικοί
και απεχθείς - και αντίστροφα. Από αυτήν την άποψη οι άλλες κοινωνίες σημαίνουν κάθε φορά έναν
θανασιμο κίνδυνο για τις θεσμισμένες σημασίες.
Τέταρτο και τελευταίο, η κοινωνία δεν μπορεί ποτέ να ξεφύγει από τον εαυτό της. Η θεσμισμένη
κοινωνία πάντοτε υφίσταται την υποχθόνια κατεργασία της θεσμίζουσας κοινωνίας, και κάτω από το
θεσμισμένο κοινωνικό φαντασιακό διαρκώς τρέχει ο ρούς τού ριζικού θεσμίζοντος φαντασιακού. Αυτό
το ριζικό φαντασιακό, το θεσμίζον φαντασιακό, μας επιτρέπει να δώσουμε ένα ουσιαστικό νόημα σ'
αυτό που είπα προηγουμένως, ότι συμβαίνει να υπάρχει ιστορία, συμβαίνει να υπάρχουν πολλές
κοινωνίες. ∆ηλ. συμβαίνει οι διαφορές ανάμεσα στις κοινωνίες να μην ανάγονται σε βιολογικές
διαφορές, όπως οι διαφορές των ειδών μελισσών, και συμβαίνει οι κοινωνίες σήμερα να μην είναι όπως
ήτανε πριν από 50 χιλιάδες χρόνια. Το ότι υπάρχει ουσιαστική πληθυκότητα συγχρονική και διαχρονική
των κοινωνιών σημαίνει ότι υπάρχει θεσμίζον φαντασιακό.
Όλες οι άμυνες που η θεσμισμένη κοινωνία μπορεί να αντιτάξει στούς κινδύνους που η θέσμισή
της διατρέχει μπορούν να αποτύχουν και κατά κάποιο τρόπο είναι μοιραία καταδικασμένες να
αποτύχουν στο τέλος. Πάντα μπορεί να υπάρχει έγκλημα, βίαια διαφωνία, φυσική καταστοφή, πόλεμος·
αυτό είναι μια από τις ρίζες της ύπαρξης ρητής εξουσίας. Πάντα θα υπάρχει, οτιδήποτε και να
φανταστούμε και να θέλουμε για το μελλον, μια διάσταση της θέσμισης της κοινωνίας που θα είναι
φορτισμένη με αυτή την ουσιαστική λειτουργία: να αποκαταστήσει την ταξη, όχι με την έννοια της
«τάξης και της ασφάλειας», να αποκαταστήσει την ταξη με έννοια της ταξεως του κόσμου, να ασφαλίσει
την ζωή και την λειτουργία της κοινωνίας απέναντι σ' οτιδήποτε μπορεί έργω ή δυνάμει να τις
απειλήσει. Υπάρχει μια δεύτερη ρίζα εξίσου σημαντική της ύπαρξης της ρητής εξουσίας. Η θέσμιση της
κοινωνίας και οι φαντασιακές σημασίες που ενσαρκώνονται μεσα σ' αυτήν θέσμιση είναι κάτι πολύ
περισσότερο από απλές παραστάσεις και ιδέες. Η θέσμιση της κοινωνίας, δηλ. οι θεσμισμένες
φαντασιακές σημασίες, είναι ταυτόχρονα και παραστάσεις και αισθήματα και προθέσεις. Κάθε κοινωνία
δεν έχει μόνο τον κόσμο της με την έννοια μιας εικόνας του κόσμου και μιας ιδέας για τον κόσμο και τις
αξίες, έχει μια βασικά αισθηματική σχέση απέναντι στη ζωή και στον κόσμο, αυτό που οι Γερμανοί λένε
Stimmung· επίσης, κι αυτό μας ενδιαφέρει περισσότερο εδώ, έχει πάντοτε προθεσιακά βέλη, τείνει
προς κάτι. Οι χριστιανικές κοινωνίες σε μια ορισμένη εποχή έτειναν να λατρεύουν τον Θεό και να
διαδίδουν τον χριστιανισμό· η καπιταλιστική κοινωνία τρέχει να επεκτείνει τις παραγωγικές δυνάμεις ή
8
Εξουσία, Πολιτική, Αυτονομία

τείνει προς την ορθολογική κυριαρχία της φύσεως και των ανθρώπων. Κάθε κοινωνία παρουσιάζει κατ'
αναγκην αυτό που μπορεί να ονομάσει κανείς μια βασική ώση ή ώθηση ή ορμή· αφηρημένα θα
μπορούσαμε να πουμε ότι στο μίνιμουμ είναι η ώθηση ή ώση προς την αυτοσυντήρησή της, αλλά στην
πραγματικότητα δεν είναι ποτέ η απλή της αυτοσυντήρηση. Μέσω αυτής της ώθησης και της ορμής το
παρελθόν και το παρόν της κοινωνίας βρίσκεται κατοικημένο από ένα μελλον που πάντα πρέπει να
ποιηθεί· αυτή η ώθηση και ορμή δίνουν νόημα στο ερωτηματικό το πιο μεγάλο απ' όλα, στο
ερωτηματικό που αφορά αυτό που δεν είναι ακόμα αλλά θα γίνει. Μέσω αυτής της ώθησης και της
ορμής αυτοί που ζούν έχουν τον τρόπο να συμμετάσχουν στη συγκρότηση και στην διατήρηση ενός
κόσμου ο οποίος θα προεκτείνει ιδεατά επ' άπειρον τα εγκαιδρυμένα και θεσμισμένα νοήματα. και αυτή
η ώθηση και η ορμή κάνει το σύνολο των δραστηριοτήτων μιας κοινωνίας να ξεπερνάει πάντα το
επίπεδο της απλής βιολογικής συντήρησης και να υπόκειται σε μια ιεράρχηση, όχι κατ' ανάγκην
ιεράρχηση ανθρώπων και ταξεων, αλλά ιεράρχηση σκοπών, πράγμα πολύ πιο σημαντικό.
Από τη στιγμή που υπάρχει ώση, ώθηση και ορμή μεσα σε μια κοινωνία εισάγεται μεσα εις τον
κοινωνικό κόσμο ένα άλλο είδος αταξίας. ∆ιότι και μεσα στα πιο επαναληπτικά και στα πιο άκαμπτα
κοινωνικά πλαίσια υπάρχει πάντοτε άγνοια και αβεβαιότητα σχετική με το μελλον και ουδέποτε είναι
δυνατόν να κωδικοποιηθούν πλήρως εκ των προτέρων οι αποφάσεις. Συνεπώς η ρητή εξουσία
εμφανίζεται ως ριζωμένη επίσης μες στην αναγκαιότητα να αποφασισθεί κάτι σχετικά με αυτό που
πρέπει να γίνει ή να μη γίνει σε σχέση με τους σκοπούς, ρητούς ή λιγότερο ρητούς, που η ώθηση, η
ορμή της κοινωνίας έχει δώσει στον εαυτό της.
Αυτά που ονομάζουμε νομοθετική εξουσία και εκτελεστική εξουσία μπορούν να μείνουν
καταχωμένα και κρυμμένα μεσα στην υπάρχουσα θέσμιση, π.χ. ως ήθη· οι πρωτόγονες φυλές δεν έχουν
γραπτούς νόμους,έτσι γίνεται, αυτό το κάνουμε έτσι γιατί έτσι το βρήκαμε από τους πατεράδες μας, και
για να εκτελεστεί αυτός ο κανόνας δεν χρειάζεται να είναι γραμμένος, έτσι γίνεται. Αλλά σε καμία
κοινωνία δεν μπορεί να μην υπάρχει, ρητά θεσμισμένη, μια δικαστική εξουσία και μια κυβερνητική
εξουσία με οιαδήποτε μορφή. ∆ηλαδή, το θέμα του νόμου ως τέτοιου και το θέμα της κατά κάποιον
τρόπο μηχανικής του εφαρμογής (αυτο που κακώς λέγεται εκτελεστική εξουσία ) μπορεί κατά κάποιο
τρόπο να συγκαλυφθεί από μια κοινωνία. Αλλά το θέμα της δίκης και το θέμα του τέλους δεν μπορεί να
συγκαλυφθεί.
Συνεπώς όποια και να είναι η ρητή διάρθρωση της εξουσίας δεν μπορούμε ποτέ να σκεφτούμε την
εξουσία μόνο ως την αντίθεση φίλου εχθρού, όπως ήθελε ο Κάρλ Σμίτ. ούτε μπορούμε να σκεφτούμε
την εξουσία και ούτε καν την κυριαρχία ως το μονοπώλιο της νόμιμης βίας. Πριν και επάνω απ' το
μονοπώλιο της νομίμου βίας υπάρχει το μονοπώλιο του νομίμου λόγου. και το μονοπώλιο του νομίμου
λόγου το ίδιο δεσπόζεται από το μονοπώλιο της νόμιμης σημασίας. Ο Κύριος των σημασιών έχει τον
θρόνο του πιο ψηλά από τον Κύριο της βίας. Μόνο όταν τα κτίρια των θεσμισμένων σημασιών αρχίζουν
να καταρρέουν μέσα στον πάταγο και τον θόρυβο αυτής της κατάρρευσης, μόνον τότε μπορεί να
αρχίσει να ακούγεται πραγματικά η φωνή των όπλων. Και ακόμα για να μπορέσουν τα όπλα να
επέμβουν χρειάζεται ο λόγος, πρέπει δηλαδή η επιταγή της υπάρχουσας εξουσίας ή αυτού που
αντιτίθεται στην υπάρχουσα εξουσία να επιβάλλεται πάνω στις περίφημες ομάδες ενόπλων ανθρώπων.
Ο τέταρτος λόχος τού συντάγματος Παυλόφσκι, σωματοφυλάκων της Αυτού Μεγαλειότητος του
Τσάρου, και ολόκληρο το σύνταγμα Σεμενόφσκι ήταν τα πιο ισχυρά στηρίγματα του θρόνου έως τις
καταπληκτικές εκείνες ημέρες της 26ης και 27ης Φεβρουαρίου 1917, όπου συναδελφώθηκαν με τα
πλήθη και γύρισαν τα τουφέκια τους εναντίον των αξιωματικών τους. Ο ισχυρότερος στρατός του
κόσμου δεν θα σας προστατεύσει εάν δεν σας είναι πιστός, και το έσχατο θεμέλιο της πίστης του είναι η
φαντασιακή του πεποίθηση, η πεποίθηση που τρέφει σχετικά με την φαντασιακή σας επίσης νομιμότητα
9
Κορνήλιος Καστοριάδης

και ισχύ.
Συνεπώς θα υπάρχει πάντα ρητή εξουσία μεσα σε μια κοινωνία, εκτός αν αυτή η κοινωνία
κατορθώσει να μετατρέψει τα άτομα σε αυτόματα που έχουν τελείως εσωτερικεύσει την θεσμισμένη
τάξη και να κατασκευάσει μια χρονικότητα η οποία εκ των προτέρων επικαλύπτει οτιδήποτε μπορεί να
συμβεί στο μελλον, πράγματα αδύνατα.
Αυτή η διάσταση της θέσμισης της κοινωνίας που αφορά την ρητή εξουσία δηλ. την ύπαρξη αρχών
που μπορούν να εκφέρουν κυρώσιμες επιταγές, αυτή η διάσταση είναι η διάσταση του πολιτικού (όχι
του πολιτικού ανδρός, του πολιτικού όπως λέμε το πολιτικό, το κοινωνικό, το οικονομικό, το
φιλοσοφικό, το οντολογικό κλπ.). Αυτές οι αρχές μπορεί να είναι ολόκληρη η φυλή, μπορεί να είναι οι
γέροντες, μπορεί να είναι οι πολεμιστές, μπορεί να είναι ένας αρχηγός, μπορεί να είναι ο δήμος, μπορεί
να είναι ένας γραφειοκρατικός μηχανισμός, μπορεί να είναι ένας δημαγωγός, μπορεί να είναι οτιδήποτε
άλλο. Αυτό που είναι οντολογικά ουσιαστικό χαρακτηριστικό της κοινωνίας όπως την ξέρουμε είναι η
εξουσία μ'αυτή την έννοια.
Αυτή η εξουσία δεν είναι κράτος· κράτος σημαίνει κάτι τελείως διαφορετικό. Ο δήμος των
Αθηναίων δεν ήταν κράτος. Κράτος υπαρχει εκεί που υπάρχει κρατικός μηχανισμός χωριστός από την
κοινωνία και στην πράξη ανεξέλεγκτος, όπως τον βλέπουμε σήμερα ακόμα και στις λεγόμενες
δημοκρατικές χώρες, δηλ. τις χώρες όπου ισχύει ένα καθεστώς φιλελεύθερης ολιγαρχίας.
Ένα δεύτερο σημείο είναι η σύγχυση που δημιουργείται τελευταία με την διόγκωση του όρου
«πολιτικού», κυρίως στη Γαλλία μα και αλλού. Το πολιτικό πρέπει να το κρατήσουμε για αυτό πού
ονόμασα διάσταση της πολιτικής εξουσίας που υπάρχει σ' όλες τις κοινωνίες. Υπάρχει και μια τρίτη
σύγχυση πάνω στην οποία πρέπει να επιμείνουμε. Πολλές φορές στο έξωτερικό ακούει κανείς
ανθρώπους και συγγραφείς σοβαρούς να λένε: οι Έλληνες ανακάλυψαν το πολιτικό. Μπορούμε να
πιστώσουμε τους Έλληνες, φυσικά εννοώ τους Αρχαίους, με πολλά πράγματα και ιδίως με άλλα
πράγματα από αυτά που συνήθως τους πιστώνουμε αλλά ασφαλώς όχι με την ανακάλυψη ή την
δημιουργία της θέσμισης της κοινωνίας ή καν της ρητής εξουσίας. Οι Έλληνες δεν ανακάλυψαν το
πολιτικό με την έννοια της διαστάσεως ρητής εξουσίας, που είναι πανταχού παρούσα στη θέσμιση κάθε
κοινωνίας· αυτό που ανακάλυψαν ή μάλλον δημιούργησαν είναι κάτι τελείως άλλο, είναι η πολιτική.
Πολλές φορές γίνεται συζήτηση (υπάρχει περίπου ανάλογη περίπτωση για την φιλοσοφία ) αν υπήρχε
πολιτική πριν από τους Έλληνες. Αυτή η συζήτηση είναι μάταιη, οι όροι είναι ασαφείς, και οι σκέψεις
συγκεχυμένες. Πρίν από τους Έλληνες, όπως και μετά από τους Έλληνες, υπήρχαν εξουσίες, υπήρχαν
δολοπλοκίες, υπήρχαν συνωμοσίες, υπήρχαν δολοφονίες, υπήρχαν και σκάνδαλα, υπήρχε ένας
καταπληκτικός τρόπος διαχειρίσεως της εξουσίας ή ακόμα και βελτίωσής της, π.χ. στην Κίνα. Όλοι οι
Ευρωπαίοι πολιτικοί ανθρωποι φαίνονται αφελείς σε σχέση με την πολιτική τέχνη των ευνούχων των
Κινέζων αυτοκρατόρων. Αλλά σε όλες αυτές τις περιπτώσεις δεν υπάρχει πολιτική διότι δεν υπάρχει
αμφισβήτηση της θεσμισμένης εξουσίας και γενικότερα της θέσμισης της εξουσίας. Βέβαια συναντάμε
στην ιστορία φορές όπου υπάρχουν αλλαγές ρητές και αποφασισμένες ορισμένων θεσμών και μερικές
φορές μάλιστα ριζικές αναθεσμίσεις, π.χ. ο «Μωυσής» ή ο Μωάμεθ. Αλλά σ' αυτές τις περιπτώσεις ο
νομοθέτης επικαλείται μια θεσμιστική εξουσία που είναι θείω δικαιω· είτε προφήτης, είτε ως θείω δικαίω
βασιλεύς επικαλείται ή παρουσιάζει ιερά βιβλία. Όμως αν οι Έλληνες μπόρεσαν να δημιουργήσουν την
πολιτική, την δημοκρατία, την φιλοσοφία είναι επίσης επειδή δεν είχαν ιερά βιβλία, δεν είχαν
αποκαλυμμένη αλήθεια και δεν είχαν προφήτες. Είχαν ποιητές, είχαν φιλοσόφους, είχαν νομοθέτες και
είχαν πολίτες. ∆εν υπήρχε κανένας που να έλεγε: εδώ σταματάει η έρευνα διότι αυτά λέει το ταδε
εδάφιο του ∆ευτερονομίου. Των εδαφίων αυτών μπορείτε να κάνετε ερμηνεία, αλλά πάντως όχι
ανασκευή, δεν είναι έτσι;
10
Εξουσία, Πολιτική, Αυτονομία

Η πολιτική, όπως δημιουργήθηκε από τους Έλληνες, ήταν η θέση υπό αμφισβήτηση, υπό ρητή
αμφισβήτηση, της θεσμισμένης κοινωνίας. Αυτό προϋποθέτει - και αυτό ελέχθη ρητά ήδη τον 5ο αιώνα -
ότι τεράστια τμήματα αυτής της θέσμισης της κοινωνίας δεν έχουν τιποτε το ιερό ούτε το φυσικό αλλά
ανήκουν ακριβώς σ' αυτό που οι Έλληνες έλεγαν με τη βαθύτερη και πλατύτερη σημασία του όρου
νόμος. ∆έν θα προσπαθήσω να ερμηνεύσω την καταπληκτική αυτή λέξη, αλλά στους Έλληνες είναι
καθοριστική η αντίθεση ανάμεσα στον νόμο και στην φύση. Οι Έλληνες έχουν τον νόμο τους, οι Πέρσες
έχουν άλλο νόμο, τέτοιος είναι ο νόμος των Αιγυπτίων λέει ο Ηρόδοτος. Ο νόμος είναι αυτό που κάθε
κοινωνία δημιουργεί για να ρυθμίσει την ύπαρξή της και την συνολική συνύπαρξη των ανθρώπων. και
χρειαζόταν αυτή φυσικά η φαντασιακή σημασία η οποία τυγχάνει να είναι αληθινή δηλ. ότι όλοι οι
θεσμοί είναι ανθρώπινα δημιουργήματα και όχι απόρροια φυσικών νόμων ή θείων επιταγών, για να
μπορέσει να αρχίσει αυτή η καταπληκτική πολιτική και φιλοσοφική δημιουργία που άρχισε στην Αρχαία
Ελλάδα. Η δημοκρατική κίνηση, το δημοκρατικό κίνημα στην Αρχαία Ελλάδα δεν προσβάλλει μόνον την
ρητή εξουσία προσπαθώντας να την αναθεσμίσει, αλλά προσπαθεί να αναθεσμίσει πολύ πλατύτερους
τομείς της κοινωνίας, και αυτό συμβαίνει κατ' εξοχήν στην Αθήνα. Φυσικά αυτό το δημοκρατικό κίνημα
δεν επιτυγχάνει παντού· τουλάχιστον στις μισές αρχαίες πόλεις αποτυγχάνει ή δεν κατορθώνει καν να
ξεκινήσει. Αυτό όμως δεν εμποδίζει την ανάδυσή του να ασκεί μια βαθιά επιρροή σε όλες τις πόλεις,
ακόμη και σ' αυτές που δεν εγιναν δημοκρατικές, έστω και μόνον διότι τα ολιγαρχικά ή τα τυραννικά
καθεστώτα είναι υποχρεωμένα απέναντι στο δημοκρατικό κίνημα να εμφανιστούν σαν αυτό που είναι
και να ονομαστούν ολιγαρχικά ή τυραννικά. Το κίνημα αυτό αφορά την συνολική αναθέσμιση της
κοινωνίας και συμπεριλαμβάνει την δημιουργία της φιλοσοφίας η οποία (και για αυτό ακριβώς μπορούμε
να πούμε ότι γεννιέται στην Ελλάδα) δεν είναι πλέον ούτε σχολιασμός, ούτε ερμηνεία παραδοσιακών
κειμένων, ιερών κειμένων, αλλά είναι ipso facto επερώτηση της σημαντικότερης διάστασης της
θέσμισης της κοινωνίας, δηλ. των παραστάσεων και των κανόνων κατά τους οποίους ζεί η φυλή και
ακόμα και της ίδιας της έννοιας της αλήθειας. Φυσικά αλήθεια κοινωνική και κοινωνικά θεσμισμένη
υπάρχει παντού και πάντοτε, αλλιώς δεν θα μπορούσε να υπάρξει κοινωνία. Σε κάθε κοινωνία πρέπει να
υπάρχει η ιδέα ότι αν κάποιος λέει ότι είδε ένα λιοντάρι στο ταδε σημείο της σαβάνας ενώ δεν υπήρχε
λιοντάρι, αυτός ψεύδεται· αλλά αυτού τού είδους την αλήθεια είναι σωστότερο να την ονομάσουμε
απλώς ορθότητα, ξαναπαίρνοντας μια διάκριση του Γερμανού φιλοσόφου Λάσκ. Αυτό που οι Έλληνες
δημιούργησαν πέρα απ' αυτή την κοινωνική ορθότητα, δηλ. την συμφωνία με τους κοινωνικούς κανόνες
που καθορίζουν ότι κάτι λέγεται σω στα και ανταποκρίνεται σ' αυτό που η κοινωνία έχει ορίσει κάθε
φορά ως πραγματικότητα, είναι η αλήθεια ως ατελείωτη κίνηση της σκέψης, η οποία διαρκώς θέτει υπό
δοκιμασία τα όριά της και επιστρέφει επάνω στον εαυτό της, αυτό που ονομάζω ανακλαστικότητα ή
αναστοχασμό. Έτσι δημιουργούν την φιλοσοφία ως δημοκρατική φιλοσοφία. Η φιλοσοφία στην Αρχαία
Ελλάδα δεν είναι υπόθεση των ραβίνων, των ιερομονάχων, των θεολόγων, των αυλικών ή των ερημιτών
- αλλά των πολιτών, που θέλουν να συζητήσουν μεσα σ' ένα δημόσιο χώρο που δημιουργείται απ' αυτό
το ίδιο το κίνημα.
Η ελληνική πολιτική όπως και η πολιτική κατά τον ορθόν λόγον μπορούν συνεπώς να οριστούν ως
η ρητή συλλογική δραστηριότητα που θέλει τον εαυτό της διαυγασμένο, δηλ. ανακλαστικό,στοχαστικό
και βουλευτικό, και που έχει ως αντικείμενο την θέσμιση της κοινωνίας ως τέτοιας. Συνεπώς αντιστοιχεί
με την εμφάνιση στο φώς της ημέρας, βέβαια μόνον μερική, αυτοπροσώποτού θεσμίζοντος
φαντασιακού. Αυτή η εμφάνιση στο φώς τηςημέρας του θεσμίζοντος φαντασιακού απεικονίζεται
δραματικά,άν όχι αποκλειστικά, στις στιγμές που ονομάζουμε επανάσταση. Η πολιτική δημιουργείται
όταν η θεσμισμένη κοινωνία τίθεται υπό αμφισβήτηση σαν τέτοια και σε διάφορες όψεις και διαστάσεις
της· αυτό συνεπάγεται αμέσως ότι η αλληλεγγύη των διαφόρων όψεων και διαστάσεων της κοινωνίας
11
Κορνήλιος Καστοριάδης

γίνεται εμφανής και ταυτοχρόνως ότι μια άλλη σχέση δημιουργείται ανάμεσα στο θεσμίζον και στο
θεσμισμένο. Αρκεί να σκεφτεί κανείς την διαφορά ανάμεσα στη ρήτρα με την οποία αρχίζουν τόσα
εδάφια της Παλαιάς ∆ιαθήκης: «και είπεν ο Θεός», και στη ρήτρα με την οποία αρχίζουν οι αθηναϊκοί
νόμοι: «έδοξε τη Βουλη και τω ∆ήμω». Ο νόμος είναι η δόξα μας και ξέρουμε ότι είναι η δόξα μας.
Συνεπώς όχι μόνο τον εκάναμε αλλά αν σκεφτούμε εύλογα, στοχαστικά και βουλευτικά ότι πρέπει να
τον αλλάξουμε, μπορούμε να τον αλλάξουμε, δεν είμαστε αποξενωμένοι απ' την ίδια μας την
δημιουργία.
Η δημιουργία από τους Έλληνες της πολιτικής και της φιλοσοφίας είναι η πρώτη ιστορική ανάδυση
του προτάγματος της ατομικής και συλλογικής αυτονομίας. Εάν θέλουμε να είμαστε ελεύθεροι πρέπει
να κάνουμε οι ίδιοι τους νόμους μας. Οι ίδιοι σημαίνει οι ίδιοι· δεν σημαίνει μεσω βουλευτών. Εάν
θέλουμε να είμαστε ελεύθεροι, κανένας δεν μπορεί να τολμήσει να μας πεί τι πρέπει να κάνουμε και τι
να σκεφτόμαστε.
Αλλά ελεύθεροι ως που καί κατά ποιό τρόπο; Αυτό είναι το ερώτημα της πραγματικής πολιτικής το
οποίο σήμερα συσκοτίζεται, μεσα στο όλο καρναβάλι της εποχής, από τις ψευτοφιλοσοφικές συζητήσεις
για το πολιτικό ή για τα ανθρώπινα δικαιώματα ή για το φυσικό δίκαιο.
Όλες οι κοινωνίες περίπου έζησαν μεσα σε μια θεσμισμένη ετερονομία. Αυτό σημαίνει ότι υπήρχε
πάντοτε μια εξάρτηση της θεσμίζουσας διάστασης της κοινωνίας, μια συγκάλυψη του φαντασιακού
θεσμίζοντος από το θεσμισμένο φαντασιακό κι αυτό πάντοτε συμβαδίζει, ακόμα και σήμερα, με την
κατασκευή ατόμων πού θα μπορούσαμε να τα ονομάσουμε συμμορφωμένα, ατόμων πού σκέφτονται
τον εαυτό τους και τον ζουν μες στην επανάληψη, των οποίων η ριζική φαντασία είναι χαλινωμένη, και
τα οποία στην πραγματικότητα δεν είναι καν εξατομικευμένα. Ένα μικρό παράδειγμα: αν πάρουμε τις
υψηλότερες εκδηλώσεις παλαιών πολιτισμών π.χ. της Αιγύπτου ή της Κίνας, αν πάρουμε αγαλματίδια ή
άλλα προϊόντα της 12ης φαραωνικής δυναστείας, και αιγυπτιολόγοι να είμαστε, δεν μπορούμε να πουμε
ότι αυτό το έκανε ο ταδε και το άλλο το έκανε ο δείνα. Το πολύ, υπάρχει ένα στυλ της ταδε δυναστείας,
όπως και σε κάθε φολκλόρ. Στήν Ελλάδα, ήδη γύρω στο 700, αδύνατο να κάνετε σύγχυση ανάμεσα σ'
ένα στίχο της Σαπφούς και σ' ένα στίχο του Αρχιλόχου. Αυτό θα πεί εξατομίκευση του ατόμου,
πραγματική εξατομίκευση, ύπαρξη του ατόμου όχι σαν αριθμού κοινωνικού αλλά σαν κάτι που μπορεί
να δώσει έκφραση στην ατομική του ριζική δημιουργική φαντασία. Η ακόμα στη δυτική Ευρώπη, γύρω
στο 1700, υπάρχουν δύο τεράστιοι μουσικοί, Γερμανοί και οι δύο, σε αντιστικτικό στίλ γράφουνε και οι
δύο· εάν καταλαβαίνετε ελάχιστα από μουσική, είναι αδύνατο να κάνετε σύγχυση ανάμεσα σε τέσσερα
μετρα του Μπάχ και σε τέσσερα μετρα του Χέντελ. Αυτό θα πει εξατομίκευση, πραγματική εξατομίκευση
των ατόμων. Η ετερόνομη κατάσταση εκ των προτέρων προϋποθέτει ότι έχει εξορισθεί κάθε επερώτηση
για το ύστατο θεμέλιο των παραστάσεων της φυλής, για το ύστατο θεμέλιο των νόμων της, συνεπώς
και για την νομιμότητα της ρητής εξουσίας που υπάρχει. Εδώ σημειώνω παρενθετικά ότι ο όρος της
νομιμότητας της κυριαρχίας που εισήγαγε ο τεράστιος Μαξ Βέμπερ όταν εφαρμόζεται σε παραδοσιακές
κοινωνίες είναι τελείως αναχρονιστικός, είναι ευρωπαϊκοκεντρικός ή το πολύ σινοκεντρικός. στις άλλες
κοινωνίες δεν μπαίνει καν ζήτημα νομιμότητας. Παράδοση σημαίνει ότι το ζήτημα της νομιμότητας της
παράδοσης εξ ορισμού δεν μπορεί να τεθεί. Από τη στιγμή που λέμε «α, μα αυτό είναι απλώς και μόνο
παράδοση», έχουμε πάψει να ζούμε μεσα σε μια παραδοσιακή κατάσταση.
Η αυτονομία ως σπέρμα, διότι ποτέ ως τώρα δεν επραγματοποιήθηκε όσο μπορεί να
πραγματοποιηθεί, αναλύεται ως ρητή και απεριόριστη ερώτηση και επερώτηση η οποία δεν αφορά
γεγονότα αλλά τις ίδιες τις κοινωνικές φαντασιακές σημασίες και το ενδεχόμενο θεμέλιό τους. Είναι μια
στιγμή δημιουργίας, η οποία εγκαινιάζει ένα άλλο είδος κοινωνίας (είδος πάλι με την βαριά πλατωνική
έννοια) και ένα άλλο είδος ατόμου. Αυτό που δημιουργείται στο ατομικό πεδίο και στο κοινωνικό πεδίο
12
Εξουσία, Πολιτική, Αυτονομία

μπορούμε να το χαρακτηρίσουμε ως την απεριόριστη επερώτηση δηλ. την αυτοανακλαστικότητα ή


αυτοστοχαστικότητα με την πλήρη έννοια. Αυτό το οποίο γίνεται θέμα ερωτήσεως και επερωτήσεως στο
κοινωνικό πεδίο είναι: Είναι οι νόμοι μας καλοί και σωστοί; Είναι δίκαιοι; Ποιούς νόμους θα έπρεπε να
κάνουμε; και στο ατομικό πεδίο: Αυτό που σκέφτομαι είναι αληθινό; Μπορώ ξέρω εάν αυτό που
σκέφτομαι είναι αληθινό και πώς μπορώ να το ξέρω; Αυτές οι δυο ερωτήσεις χαρακτηρίζουν την
ταυτόχρονη γέννηση της δημοκρατίας και της δημοκρατικής πολιτικής και της φιλοσοφίας.
Γιατί μιλάω για αυτονομία; Άς σκεφτούμε την ετυμολογία της λέξης: αυτός-νόμος, δίνω στον
εαυτό μου τους νόμους μου. Φυσικά - η διευκρίνιση σχεδόν περιττή μετά από αυτά που ελέχθησαν -
δίνω στον εαυτό μου τους νόμους μου ξέροντας ότι αυτό κάνω. Αλλά με ποια έννοια μπορώ πράγματι
να δώσω στον εαυτό μου τους νόμους; Εδώ χρειάζεται μια μικρή παρένθεση, διότι έχει υπάρξει μια
μεγάλη σύγχυση με τη λέξη αυτονομία. Αυτονομία, όπως το δείχνει η ίδια η λέξη, σημαίνει το τελείως
αντίθετο απ' το «κάνω ό,τι μου καπνίσει». Σημαίνει δίνω στον εαυτό μου ένα νόμο κι εδώ αρχίζει μια
άλλη συζήτηση, για το τι σημαίνει αυτός ο νόμος, πώς είναι δυνατόν ο καθένας να δίνει τον νόμο στον
εαυτό του και όλοι μαζί να έχουμε νόμο συνόλου, ή έστω απλώς να συνυπάρχουμε ή να μην
αλληλοσκοτωνόμαστε. Θά έλθουμε σύντομα σ' αυτό το ζήτημα.
Το ζήτημα της αυτονομίας παρουσιάζει δύο πλευρές. Η μια πλευρά είναι εσωτερική, πάνω στην
οποία δεν μπορώ να επεκταθώ. Θα πω μόνο πολύ σύντομα ότι στον πυρήνα του ατόμου υπάρχει η
ψυχή, η ασυνείδητη ψυχή για την οποία δεν τίθεται ζήτημα ούτε να την αποβάλει κανείς, ούτε να την
κυριαρχήσει, ούτε καν, όπως σε μια ατυχή έκφραση είπε ο Φρόιντ να την αποξηράνει όπως οι Όλλανδοί
τη Ζούντερ-Ζε. Επιπλέον καθένας από μας κουβαλάει μαζί του και μεσα του μια ιστορία την οποία ούτε
μπορεί ούτε πρέπει να αποβάλει δεδομένου ότι και τα χειρότερά του αλλά και τα καλύτερά του είνια
προϊόντα αυτής της ιστορίας.
Σε τι συνίσταται η αυτονομία του ατόμου σε σχέση με την ψυχή του; Στό ότι έχει κατορθώσει να
εγκαθιδρύσει μια νέου είδους σχέση ανάμεσα στην στοχαστική και βουλευτική αρχή της ψυχής του και
στις άλλες ψυχικές αρχές, όπως επίσης ανάμεσα στο παρόν του και στην ιστορία εκ της οποίας και μεσω
της οποίας έγινε αυτό που είναι. Σχέση που του επιτρέπει να αποφύγει την υποδούλωση στην
επανάληψη, που του επιτρέπει να επιστρέφει στον εαυτό του, να σκέπτεται τον λόγο των σκέψεών του
και τα κίνητρα των πράξεών του, οδηγημένος από την βλέψη της αλήθειας και την διαύγαση της
επιθυμίας του. Ξέρουμε ότι μια τέτοια αυτονομία μπορεί να υπάρξει και ότι μεσα σ' αυτήν φτάνουμε σε
μιά πραγματική ελεθερία, με την έννοια ότι το υποκείμενο μπορεί να διαλέξει ανάμεσα στα νοήματα
που του προσφέρονται ως οδηγοί για την πράξη του.
Η έξωτερική άποψη της αυτονομίας μας ρίχνει στη μεση του κοινωνικο-ιστορικού ωκεανού. Φυσικά
είναι τρελό να νομίζει κανείς ότι μπορεί να είναι ελεύθερος μόνος του. Επίσης είναι τρελό να νομίζει
κανείς ότι μπορεί να είναι ελεύθερος μεσα σε οποιαδήποτε κοινωνία. ∆εν μιλώ απλώς για την έλλειψη
τυπικού ή υλικού εξαναγκασμού ή καταπίεσης. Μιλάω για το γεγονός ότι ο καθένας αναπότρεπτα
πρέπει να εσωτερικεύσει την κοινωνική θέσμιση χωρίς την οποία δεν μπορεί να υπάρξει. Συνεπώς
πρέπει να επενδύσει ψυχικά αυτό που υπάρχει. Αλλά για να επενδύσει την ελευθερία και την αλήθεια
πρέπει η ελευθερία και η αλήθεια να υπάρχουν ήδη σαν κοινωνικές φαντασιακές σημασίες. και
ταυτοχρόνως για να μπορέσουν αυτόνομα άτομα να υπάρξουν πρέπει ο κοινωνικό-ιστορικός χώρος να
έχει ήδη αυτοαλλοιωθεί κατά τέτοιο τρόπο ώστε να έχει ανοίξει ένας χώρος απέραντης διερώτησης
όπου δεν υπάρχουν αυθεντίες, όπου δεν υπάρχει π.χ. θεσμισμένη θεία αποκαλυψη. Για να μπορέσει
κάποιος να βρεί μεσα του τα ψυχικά εφόδια και γύρω του τα μεσα να σηκωθεί και να πει: «Οι νόμοι μας
είναι άδικοι», «Οι Θεοί μας είναι ψευδείς» χρειάζεται ήδη να έχει υπάρξει μια αυτοαλλοίωση του
κοινωνικο-ιστορικού χώρου που δεν μπορεί παρά να είναι το έργο του θεσμίζοντος φαντασιακού. Πρέπει
13
Κορνήλιος Καστοριάδης

ο θεσμός να έχει γίνει τέτοιος πού να ανέχεται, να επιτρέπει την αμφισβήτησή του από την κοινότητα
την οποία κάνει να υπάρχει και στην οποία ανήκουν τα άτομα που τον αμφισβητούν. Αλλά, όπως είπαμε
πριν, η συγκεκριμένη ενσάρκωση του θεσμού είναι αυτά τα ίδια τα άτομα που περπατάνε, μιλάνε,
τρώνε, κοιμούνται, πεθαίνουν, κλπ. Πρέπει λοιπόν ταυτοχρόνως να αναδυθούν, και αναδύονται
πράγματι, στην Ελλάδα αρχίζοντας από τον 8ο αιώνα, στην δυτική Ευρώπη αρχίζοντας από τον 12ο-13ο
αιώνα, ένα καινούργιο είδος κοινωνίας και ένα καινούργιο είδος ατόμου που βρίσκονται σε αμοιβαία
αλληλεξάρτηση και προϋπόθεση. ∆έν μπορεί να υπάρξει φάλαγγα χωρίς οπλίτες και δεν μπορούν να
υπάρξουν οπλίτες χωρίς φάλαγγα. Ο οπλίτης της φάλαγγας δεν είναι ομηρικός ήρωας. Είναι αυτός που
μάχεται μαζί με τον παραστάτη του. Αυτό σημαίνει ένα άλλο είδος ατόμου. Θυμηθείτε τον Σπαρτιάτη
εκείνο που χωρίς να το θέλει είχε επιζήσει στις Θερμοπύλες, συνεπώς στην Σπάρτη ήταν άτιμος, και ο
οποίος κατόπιν στις Πλαταιές για να δικαιωθεί και για να εξαγορασθεί επολέμησε σαν λυσσασμένος και
σκοτώθηκε. Παρ' όλα αυτά οι Σπαρτιάτες δεν του απένειμαν τις τιμές της νίκης γιατί είχε πολεμήσει
κατά ατομικό τρόπο. Η φάλαγγα συμβαδίζει με τη δημοκρατία, και η δημοκρατία προϋποθέτει
δημοκρατικούς πολίτες· ο δημοκρατικός πολίτης είναι αυτός που βλέπει σε κάθε άλλο πολίτη ένα
ενδεχόμενο παραστάτη τη στιγμή του θανάτου. Αυτό μπορείτε να το συγκρίνετε με τους σημερινούς
πολίτες. Ο Αρχίλοχος παινεύεται γύρω στα 700 ότι πέταξε την ασπίδα του φεύγοντας από τη μάχη (ήταν
μισθοφόρος) και λέει ότι η ζημιά είναι μικρή διότι υπάρχουνε τεχνίτες απ' τους οποίους μπορεί να
αγοράσει μια άλλη, καλύτερη ασπίδα. Ρίψασπις ήταν η χειρότερη ατιμία για έναν Έλληνα. ∆εν μπορεί
να υπάρξει ένας τέτοιος Αρχίλοχος, η ύπαρξή του είναι αδιανόητη σε χωρίς την ακόλουθη διπλή
προϋπόθεση. Πρέπει να υπάρχει μια κοινωνία πολιτών πολεμιστών η οποία βάζει πάνω από κάθε τι άλλο
την ανδρεία, διότι αλλιώς ο στίχος του Αρχιλόχου δεν έχει κανένα νόημα, ούτε καν ως πρόκληση, και η
οποία ταυτοχρόνως είναι ικανή να εκτιμήσει ένα μεγάλο ποιητή ο οποίος για μια φορά διακωμωδεί και
εξευτελίζει την ανδρεία λέγοντας: πέταξα την ασπίδα μου, αλλά το Μοναστηράκι είναι γεμάτο ασπίδες.
Αυτή η αναγκαια συγχρονία των δύο στοιχείων, δηλ. η αλλαγή της κοινωνίας και η αλλαγή των ατόμων
δημιουργεί για την κληρονομημένη σκέψη και λογική του καθορισμού μια κατάσταση τελείως
ακατανόητη. Οποιοσδήποτε λογικός άνθρωπος θα πεί ότι μια αυτόνομη κοινωνία δεν μπορεί να
συγκροτηθεί παρά από αυτόνομα άτομα, και αυτόνομα άτομα δεν μπορούν να δημιουργηθούν παρά
από μια αυτόνομη κοινωνία: κότα, αυγό κλπ. Συνεπώς δεν μπορούσε να υπάρξει Αρχαία Ελλάδα ή δεν
μπορούσε να υπάρξει μοντέρνα Ευρώπη. Η μετάβαση απ' την παραδοσιακή ετερονομία κοινωνίας και
ατόμων στα πρώτα σπέρματα της αυτονομίας εμφανίζεται ως αδύνατη. Το γεγονός ότι παρ' όλα ταύτα η
μετάβαση αυτή συνέβη αποδεικνύει ότι κάτι δεν πάει καλά μ' αυτήν την κατά παράδοση λογική, την
ταυτιστική.
Υπάρχει λοιπόν αυτή η απόλυτη αλλυλεγγύη του ατόμου του κοινωνικά κατασκευασμένου και της
κοινωνικής θέσμισης. το ερώτημα της αυτονομίας παραπέμπει αμέσως το άτομο στον κοινωνικό κόσμο.
Αυτός που λέει «θέλω να είμαι ελεύθερος αλλά οι θεσμοί δεν με ενδιαφέρουν ή η πολιτική δεν με
ενδιαφέρει» πρέπει να ξανασταλεί στο δημοτικό σχολείο. Αλλά η ίδια αλληλουχία παρουσιάζεται αν
ξανασκεφτούμε την έννοια του νόμου. το να θέσω τον νόμο μου για μενα δεν έχει νόημα παρά για
ορισμένες διαστάσεις της ζωής μου, το πολύ όταν είμαι μόνος μου, και κανένα νόημα για άλλες
διαστάσεις, όχι μόνο εκεί που συναντώ τους άλλους αλλά ιδίως εκεί που συναντώ την κοινωνία σαν
τέτοια. Πώς μπορώ να πω ότι είμαι αυτόνομος όταν ζω σε μια κοινωνία; Μπορώ να το πω σε μια και μόνο
σε μια περίπτωση: Εάν μπορώ να πω διαυγασμένα και αυτοστοχαστικά, αυτοανακλαστικά, ότι αυτός ο
νόμος είναι επίσης δικός μου. Για να μπορώ να πω ότι είναι δικός μου δεν είναι απαραίτητο να
επιδοκιμάζω το συγκεκριμένο περιεχόμενό του. Αρκεί να μου έχει δοθεί η πραγματική δυνατότητα
ενεργού συμμετοχής στην διαμόρφωση και στην λειτουργία του νόμου. Εννοώ φυσικά άμεση
14
Εξουσία, Πολιτική, Αυτονομία

συμμετοχή, όχι μεσω «αντιπροσώπων». Σ' αυτή την περίπτωση μπορώ να πω πράγματι ότι ο νόμος είναι
δικός μου, έστω και αν ενδεχομένως εκείνη την ημέρα είμαστε 20% που διαφωνούμε απέναντι στα 80%
που θέλαν τον νόμο. Μέχρι νεωτέρας διαταγής ακολουθώ αυτόν το νόμο, είναι πράγματι δικός μου.
Γιατί είναι δικός μου; Γιατί βασικά αναγνωρίζω αυτή την κοινότητα, αυτήν τη συλλογική οντότητα σαν
κοινότητα και οντότητα που απαρτίζεται από άτομα ισότιμα και ισοδύναμα με εμένα. Αυτό προϋποθέτει
φυσικά την πλήρη συμμετοχή ή την πλήρη και πραγματική δυνατότητα συμμετοχής όλων στην
διαμόρφωση και στη λειτουργία των νόμων. Φυσικά εάν δέχομαι την ιδέα της αυτονομίας μ' όλη της την
δύναμη, και όχι απλώς διότι η αυτονομία είναι καλή για μενα, το γεγονός ότι υπάρχει ένα ακαθόριστο
πλήθος ατόμων που ανήκουν στην κοινωνία με οδηγεί αμέσως στην ιδέα της δημοκρατίας, της άμεσης
δημοκρατίας ως πραγματικής δυνατότητας ίσης συμμετοχής όλων και στις θεσμίζουσες δραστηριότητες
και στην ρητή εξουσία. Ότι η ιδέα της πραγματικής δυνατότητας ίσης συμμετοχής όλων και στην ρητή
εξουσία και στην θεσμίζουσα εξουσία δείχνει ότι, όταν σκεφτεί κανείς πραγματικά τις ιδέες της ελευθε-
ρίας και της ισότητας, καθεμία από τις δύο αυτές ιδέες οδηγεί στην άλλη, αυτό μου φαίνεται
αυτονόητο. ∆έν μπορεί δηλ. να υπάρξει ελευθερία χωρίς πραγματική ισότητα και δεν μπορεί να υπάρξει
πραγματική ισότητα χωρίς ελευθερία. Συνεπώς όλες οι ανοησίες περί δημοκρατίας σε χώρες όπου οι μεν
κατέχουν την εξουσία και οι άλλοι τους ψηφίζουν κάθε πέντε χρόνια, ή όπου οι μεν κατέχουν τα μεσα
μαζικής πληροφόρησης και οι άλλοι τ' ακούν και αφιονίζονται με αυτό, ή όπου οι μεν κατέχουν τα
εργοστάσια και οι άλλοι δουλεύουν σε αυτά τα εργοστάσια, αυτές οι ανοησίες μπορεί να είναι χρήσιμες
ως δημαγωγίες, αλλά δεν στέκονται ούτε μια στιγμή άμα τις σκεφτεί κανείς.
Εντούτοις φαίνεται να έχουμε φτάσει εδώ σ' ένα είδος αντινομίας. Όπως είπαμε πριν, η
θεμελιώδης εξουσία μεσα σε μια κοινωνία, η πρώτη εξουσία από την οποία απορρέουν όλες οι άλλες,
και την οποία ενέταξα μεσα σ' αυτό που αποκαλώ ριζική υποεξουσία, είναι η θεσμίζουσα εξουσία. και αν
πάψουμε να έχουμε συνταγματικές αυταπάτες αυτή η θεσμίζουσα κοινωνία δεν μπορεί ούτε να
εντοπιστεί ούτε να τυποποιηθεί. Μίλησα για συνταγματικές αυταπάτες, επιτρέψτε μου να κάνω μια
παρένθεση. το ελληνικό σύνταγμα του 1927 ήταν, λεκτικά τουλάχιστον, ένα ωραιότατο σύνταγμα
(νομίζω ότι ο μακαρίτης ο Παπαναστασίου είχε παίξει μεγάλο ρόλο στην σύνταξή του) και τελείωνε
μ'ένα ωραιότατα διατυπωμένο άρθρο, το 111 ( που έγινε κατόπιν το 114). Μιλάμε για τα συντάγματα και
τις τυπικές κατοχυρώσεις της δημοκρατίας. Τόν καιρό εκείνο δεν είχε παρά 111 άρθρα το σύνταγμα,
τώρα έχει περισσότερο, και φυσικά όσο χειρότερα πάμε τόσο περισσότερα άρθρα θα έχει αυτό το
σύνταγμα. Αυτό το σύνταγμα του 1927, λοιπόν, έλεγε πως πρέπει να γίνεται τουτο και κείνο και τις
ελευθερίες και τα δικαιώματα του πολίτη και τού ανθρώπου, και τις εξουσίες και τους περιορισμούς των
εξουσιών, όλα ωραία και καλά, και κατέληγε στο άρθρο 111: «η τηρησις του συντάγματος επαφίεται εις
τον πατριωτισμόν των Έλλήνων». Το 1935 και 1936 αυτόν τον πατριωτισμό τον ψάχναμε με τον φακό
εις τους δρόμους και δεν τον βλέπαμε. Όχι ότι οι Έλληνες είναι ιδιαίτερα λιγότερο πατριωτικοί από τους
άλλους· αλλά από την στιγμή κατά την οποία η κοινότητα δεν θέλει να δώσει μάχη για τους θεσμούς
της, τους δημοκρατικούς υποθέτουμε, το σύνταγμα είναι ένα κομμάτι χαρτί. Επανέρχομαι στο θέμα μου.
Η βασική εξουσία είναι, όπως είπα, αυτή που δεν δέχεται εντοπισμό και που δεν μπορεί καν να
τυποποιηθεί. Π.χ. η γλώσσα από την οποία εξαρτώνται τόσα πολλά. Η οικογένεια, τα ήθη, οι ιδέες, ένα
άπειρο πλήθος άλλων πραγμάτων παίζουν τεράστιο ρόλο στην κοινωνική ζωή και πολύ βαρύτερο από
τα επιφανειακά πολιτικά φαινόμενα. Αυτά κανένας δεν τα θεσμίζει επώνυμα και ούτε θα μπορούσε να
τα θεσμίσει. Όταν γίνονται παρεμβάσεις νομοθετικές γίνονται εκ των υστέρων π.χ. το οικογενειακό
δίκαιο ακολουθεί συνήθως με πενήντα χρόνια καθυστέρηση την εξέλιξη των ηθών. Επιπλέον, στο μετρο
που η θεσμίζουσα δραστηριότητα, σ' αυτούς τους τομείς, είναι μεθέξιμη, όλοι μετέχουν σ' αυτήν. Όλοι
οι άνθρωποι μετέχουν στην θέσμιση της γλώσσας, της οικογένειας των ηθών κλπ.
15
Κορνήλιος Καστοριάδης

Σε τι συνίσταται λοιπόν, η ριζικότητα της δημιουργίας της πολιτικής απ' τους αρχαίους Έλληνες;
Πρώτα πρώτα ένα μερος από την θεσμίζουσα εξουσία έγινε ρητό και τυποποιήθηκε: Το μερος που
αφορά την νομοθεσία με την κυρίως έννοια, και το δημόσιο και το ιδιωτικό δίκαιο. και δεύτερον, εξίσου
σημαντικό, δημιουργήθηκαν ειδικοί επί τουτου θεσμοί για να υποβάλουν την ρητή εμφανή πλευρά της
εξουσίας μαζί με την πολιτική εξουσία για την οποία μιλούσα προηγουμένως, μεθέξιμη, τέτοια που να
μπορούν να συμμετέχουν όλοι οι πολίτες, όλα τα μελη του πολιτικού σώματος στον καθορισμό του
νόμου (οι νόμοι ψηφίζονται από την εκκλησία), στην δίκη (τά δικαστήρια είναι λαϊκά δικαστήρια όπου οι
δικαστές ορίζονται με κλήρο) και εις το τέλος, δηλαδή στην πραγματική κυβέρνηση των Αθηνών. Όταν
οι Αθηναίοι πρόκειται να αποφασίσουν εάν θα κάνουν ή δεν θα κάνουν πόλεμο, δεν τον αναθέτουν σε
καμία Βουλή ούτε σε κανένα πρόεδρο της κυβερνήσεως. Συζητούν στην εκκλησία και ψηφίζουν άν θα
κάνουν ή δεν θα κάνουν πόλεμο, διότι αυτοί θα πάνε στον πόλεμο και όχι ο πρόεδρος της
κυβερνήσεως.
Από την στιγμή κατά την οποία ετέθη έτσι το ζήτημα η πολιτική καταβροχθίζει, αν μπορώ να πώ, το
πολιτικό με την έννοια πού όρισα προηγουμένως. Η δομή και η άσκηση της ρητής εξουσίας έγιναν
τουλάχιστον κατ' αρχήν τόσο στις αρχαίες δημοκρατίες, στην Αθήνα, όσο και στην ευρωπαϊκή δύση
αντικείμενο συλλογικής διαβούλευσης και απόφασης· ή τουλάχιστον ετέθη το ζήτημα. Αλλά επίσης,
ακόμα πιο σημαντικό, αυτή η θέση υπό αμφισβήτηση της συνολικής θέσμισης της κοινωνίας έγινε
δυνάμει ριζική και απεριόριστη. και ασφαλώς, τουλάχιστον στις προθέσεις και στα λόγια, πολύ
περισσότερο στην μοντέρνα Ευρώπη απ' ό,τι στην Αρχαία Ελλάδα. Αλλά αυτό που έχει την κύρια
σημασία είναι η αρχή ότι δεν υπάρχουν κοινωνικοί θεσμοί οι οποίοι να είναι ιεροί.
Ο Κλεισθένης βρήκε τις αθηναϊκές φυλές σε μια παραδοσιακή κατανομή και άλλαξε την κατανομή
τους κατά τρόπο φαινομενικά τελείως αυθαίρετο αλλά πολύ λογικό και πολύ οργανικό. Ο Κλεισθένης
δεν είναι Πόλ Πότ να παίρνει τους ανθρώπους και να τους βάζει σε χωριά, διότι έτσι το επιβάλλει το
σχέδιο του κόμματος. Άλλαξε την κατανομή των φυλών για να επιφέρει μια πιο ισορροπημένη
διάρθρωση του πολιτκού σώματος απ' την άποψη της σχέσεως των αστών, των αγροτών και των
θαλασσινών. Ίσως αυτό είναι αρχαία ιστορία. Εγώ μιλάω τώρα για την ριζικότητα της αναθέσμισης.
Υποτίθεται ότι ζούμε σε δημοκρατία, τουλάχιστον έτσι λένε οι άρχοντες και οι κυριαρχούντες.
Φαντάζομαι ότι μια δημοκρατία χρειάζεται δημοκρατική εκπαίδευση. Μπορεί κανείς να μου πεί που
αρχίζει και η δημοκρατική εκπαίδευση και που τελειώνει; ∆έν πρόκειται μόνο για τα σχολεία. Αυτά που
δίνει η τηλεόραση ή που γράφουν οι εφημερίδες αποτελούν τμήμα της εκπαίδευσης του κόσμου, ίσως
πολύ σημαντικότερο απ' ό,τι τα σχολεία. ∆έν λέω φυσικά ότι οι υπάρχουσες πολιτικές αρχές θα έπρεπε
να ελέγχουν ακόμα περισσότερο και την τηλεόραση και τις εφημερίδες κλπ. Λέω απλώς ότι δεν μπορεί
να υπάρξει θέσμιση της κοινωνίας που να μη λάβει υπόψιν της το γεγονός ότι η εκπαίδευση των
πολιτών αρχίζει απ' την γέννηση και είναι συνεχής ως τον θανατο. Όπως έλεγε ωραιότατα ο Πλάτων και
οι ίδιοι οι τοίχοι της πόλεως εκπαιδεύουν τους πολίτες. και φυσικά άλλη εκπαίδευση έπαιρνε κανείς
βλέποντας την Ακρόπολη όπως υπήρχε και άλλη μάλλον εκπαίδευση παίρνει βλέποντας τους τοίχους
των σημερινών Αθηνών. Λένε επίσης ότι υπάρχει σήμερα δημοκρατία. Πώς είναι δυνατόν να υπάρξει
δημοκρατία, δηλαδή ίση δυνατότητα συμμετοχής όλων στην πραγματική πολιτική εξουσία, μεσα σε μια
κοινωνία η οποία πολιτικά κυριαρχείται από κόμματα καθαρά γραφειοκρατικά, που εκτοπίζουν τελείως
οποιαδήποτε πολιτική έκφραση των πολιτών, και η οποία οικονομικά κυριαρχείται από πόλους
οικονομικής εξουσίας η οποία αμέσως μεταφράζεται φυσικά σε πολιτική εξουσία; Λένε ότι ζούμε μεσα
σε δημοκρατική κοινωνία· αν γινόταν εδώ συζήτηση μετά απ' αυτήν την ομιλία φαντάζομαι ότι θα
ακουγα το συνηθισμένο τροπάριο για τους σκλάβους και τις γυναίκες στην αρχαία Αθήνα. Μπορεί κανείς
να εγείρει το ερώτημα για τις γυναίκες στις δημοκρατικές μας κοινωνίες, και να υπενθυμίσει ότι στις
16
Εξουσία, Πολιτική, Αυτονομία

περισσότες από τις δημοκρατικές χώρες δικαιωμα ψήφου οι γυναίκες απαίτησαν το 1945; και ότι στην
πράξη, σ' όλες αύτές τις κοινωνίες αν κοιτάξει κανείς την κλίμακα μισθολογίων και στην κατανομή
θέσεων στην εξουσία και αλλού, οι γυναίκες εξακολουθούν να είναι παθητικοί πολίτες, όπως ήταν το
1820 όλοι οι άνθρωποι στην Γαλλία ή στην Αγγλία που δεν είχαν εισόδημα πάνω από τόσες δεκάδες
χιλιάδες φράγκα ή λίρες; Παθητικοί πολίτες, αυτή είναι η δημοκρατία η σημερινή. Αυτοί οι νόμοι της
ατομικής ιδιοκτησίας, αυτός ο θεσμός των κομμάτων όπως υπάρχουν, αυτή η ανδροκρατία, πρέπει να
μείνουν ιεροί και άθικτοι, έπεσαν απ' τον ουρανό, τους βρήκαμε στο Σινά μαζί με τις άλλες ρήτρες του
δωδεκαλόγου;
Στην αυτοθέσμιση της κοινωνίας δεν υπάρχουν και δεν μπορούν να υπάρξουν όρια. Η πολιτική
είναι πρόταγμα αυτονομίας· είναι μια συλλογική δραστηριότητα διαυγασμένη και αυτοστοχασμένη που
αποβλέπει στην συνολική θέσμιση της κοινωνίας ως τέτοιας. Για να το πω με άλλα λόγια, η πολιτική
αφορά όλα όσα μεσα στην κοινωνία είναι μεθέξιμα και κατανεμητά. Φαίνεται συνεπώς ότι αυτή η
δραστηριότητα δεν γνωρίζει και δεν επιδέχεται, τουλάχιστον κατ' αρχή, κανένα όριο. ∆έν μιλάω φυσικά
για τα όρια που μας επιβάλλουν οι νόμοι οι φυσικοί ή οι βιολογικοί. Μπορούμε να σταθούμε σ' αυτό; Η
απάντηση είναι όχι, για δύο σειρές λόγους. Τήν πρώτη σειρά λόγων θα την παραλείψουμε διότι δεν έχει
πολιτικό ενδιαφέρον. ∆ηλαδή ότι και να κάνει η θέσμιση της κοινωνίας δεν μπορεί ποτέ να ξεφύγει απ'
το γεγονός ότι βρίσκεται μεσα σε μια ιστορία, ότι και αν ακόμα θέλει να κάνει μια tabula rasa θα
προσπαθήσει να την κάνει με τα υλικά που βρίσκονται πάνω σ' αυτήν την tabula. και η πιο ριζική
επανάσταση είναι υποχρεωμένη να δουλέψει ξεκινώντας απ' αυτό που υπάρχει. Όπως έλεγε ο
μακαρίτης ο Κάρολος Μάρξ, η μνήμη των πεθαμένων γενεών βαραίνει πολύ στην σκέψη των ζώντων.
Χρησιμοποιούσε επίσης μια γαλλική νομική φράση, «le mort saisit le vif, ο νεκρός συλλαμβάνει τον
ζωντανό», επί παραδείγματι τις υποχρεώσεις που είχε ο νεκρός οι άνθρωποι που τον κληρονομούν είναι
υποχρεωμένοι να τις αναλάβουν. Εάν ο νεκρός δεν συνελάμβανε τον ζωντανό, ο ζωντανός δεν θα ήταν
ζωντανός, διότι δεν θα είχε πρόγονο. Αλλά αν ο νεκρός συνελάμβανε 100% τον ζωντανό, ο ζωντανός
επίσης δεν θα ήταν ζωντανός. Ξέρω λοιπόν πάντοτε ότι έχω επάνω μου, κάτω μου, πίσω μου τους
νεκρούς. Τί πολιτική μπορώ να βγάλω απ' αυτό; Αυτός είναι ένας οντολογικός περιορισμός από τον
οποίο δεν μπορώ να βγάλω απολύτως κανένα πολιτικό συμπέρασμα. Ακόμα και η πιο τρελή πολιτική
π.χ. του Χίτλερ ή του Στάλιν, η οποία θα ήθελε τελείως να εξαλείψει το παρελθόν, θα ήτανε τρελή
φυσικά ως πολιτική, μπορεί να αποτύγχανε, όχι όμως κατ' ανάγκην. Ο Χίτλερ νικήθηκε, συνέβη να
νικηθεί ο Χίτλερ, αλλά δεν υπάρχει καμία ιστορική αναγκαιότητα σ' αυτό το γεγονός. Μια τέτοια
πολιτική θα ήταν τρελή, θα ήτανε όμως υπαρκτή. Το γεγονός ότι υπάρχουν οντολογικοί περιορισμοί σε
οποιαδήποτε πολιτική το ξέρουμε και πρέπει να το ξέρουμε συγκεκριμένα, αλλά πολιτικά δεν μας
βοηθάει σε τίποτε.
«Ο νεκρός συλλαμβάνει τον ζωντανό». Πρέπει λοιπόν να διδάσκουμε στα παιδιά τα αρχαία
ελληνικά; Υπήρξε φαίνεται ένας επιφανής γλωσσολόγος τα τελευταία χρόνα στην Ελλάδα, ο οποίος
είπε, πάνω στις συζητήσεις τις σχετικές με την γλώσσα, ότι τα νέα ελληνικά δεν έχουν καμία σχέση με
τα αρχαία ελληνικά, το οποίο φυσικά είναι εξωφρενικό. Αλλά το γεγονός ότι τα νέα ελληνικά είναι
καθαρή συνέχεια και συνέπεια των αρχαίων ελληνικών μόνο του δεν λέει τίποτε για την διδασκαλία των
αρχαίων ελληνικών. Για να πάμε στην διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών της οποίας είμαι
ενθερμότατος οπαδός, πρέπει να σκεφτούμε ένα σωρό άλλα πράγματα· πρέπει να σκεφτούμε, π.χ., όλη
τη σημασιακή διάσταση της γλώσσας, τον αναγκαιο εμπλουτισμό της, το γεγονός ότι αν δεν ξέρουμε
αρχαία ελληνικά δεν μπορούμε καν να καταλάβουμε τους δικούς μας ποιητές και πεζογράφους, τον
Κάλβο, τον Καβάφη, τον Ροϊδη, τον Παπαρρηγόπουλο, τον Παπαδιαμάντη, και τόσους άλλους. Όλα αυτά
για να πω ότι δεν υπάρχει καμία άμεση συνέπεια που να οδηγεί απ' το τι ήταν το παρελθόν στο τι,
17
Κορνήλιος Καστοριάδης

πολιτικά, πρέπει να αποφασίσουμε.


Τα πράγματα αλλάζουν τελείως εάν σκεφτούμε πολιτικά, δηλαδή όχι προς το πάνω ρέμα αλλά
προς το κάτω ρέμα. Από την στιγμή που παραδεχτήκαμε την αρχή της αυτονομίας, ατομικής και
συλλογικής, αρχίζουν και απορρέουν μια σειρά συνέπειες ουσιαστικές. Βέβαια την αρχή αυτή πρέπει να
την θέσουμε, δεν μπορούμε να την αποδείξουμε λογικά. Αλλά μια και την εθέσαμε μπορούμε να την
υπερασπίσουμε και να την δικαιολογήσουμε εύκολα, αναφερόμενοι σε όσα συνεπάγεται και σε όσα την
συνοδεύουν, και δείχνοντας τις συνέπειές τους. Αλλά μπορούμε επίσης αυτή την αρχή της αυτονομίας
να την αναπτύξουμε και να την αναπτύξουμε ρητά, και από κεί βγαίνουν αναρίθμητες ουσιαστικές
συνέπειες που δίνουν περιεχόμενο στην πολιτική της αυτονομίας και ταυτοχρόνως της επιβάλλουν
περιορισμούς. Στό περιεχόμενο αναφέρθηκα ήδη προηγουμένος. Εάν λέμε ότι είμαστε δημοκράτες, εάν
λέμε ότι θέλουμε μια δημοκρατική κοινωνία, ση-μαίνει ότι θέλουμε την ίση δυνατότητα συμμετοχή
όλων στα κοινωνικά πράγματα. Το τι σημαίνει αυτό είναι νομίζω αρκετά εμφανές. Μεταξύ άλλων,
σημαίνει ένα σωρό πράγματα στο οικονομικό πεδίο, στην διάρθρωση των οικονομικών σχέσεων, των
σχέσεων παραγωγής κλπ. Σημαίνει όμως επίσης και περιορισμούς. ∆ιότι για να υπάρξει μια δημοκρατική
κοινωνία θέλουμε να ελευθερωθεί όσο γίνεται περισσότερο το κοινωνικό ριζικό φαντασιακό, το
θεσμίζον, θέλουμε επίσης να ελευθερωθεί όσο γίνεται περισσότερο η ριζική φαντασία των ατόμων.
Αλλά, αυτό δεν πρέπει ποτέ να το ξεχνάμε, ούτε η φαντασία των ατόμων, ούτε το κοινωνικό
φαντασιακό ως τέτοια δεν είναι καλά ή κακά. Μπορούν να είναι κάλλιστα ή κάκιστα στο πιο ακραίο
σημείο. Ο Παρθενώνας είναι δημιούργημα του ανθρώπινου φαντασιακού, αλλά το Άουσβιτς και το
Γκούλαγκ είναι επίσης δημιουργήμα του ανθρώπινου φαντασιακού. Ουδεμία φυλή χιμπατζήδων θα
δημιουργούσε το Άουσβιτς. Πρέπει να είσαι άνθρωπος πλασμένος κατ' εικόνα κάι ομοίωση του Θεού,για
να μπορέσεις να το φτιάξεις. το Άουσβιτς είναι δημιουργία, χρειάζεται αρκετή φαντασία και αρκετή
λογική. Το φαντασιακό ως τέτοιο δεν είναι άξιο, το άξιο αρχίζει από την στιγμή όπου στοχαζόμαστε,
επιστρέφουμε, αντανακλούμε αυτά που είναι και ζητούμε τι μπορεί να ισχύει και γιατί να ισχύει.
Συνεπώς η δημοκρατία είναι το καθεστώς της στοχαστικότητας και της αυτοστοχαστικότητας. ∆ηλαδή
είναι το καθεστώς όπου η κοινότητα μπορεί να συλλογίζεται τι θέλει, πώς το θέλει, γιατί το θέλει, πώς
θα το κάνει και γιατί θα το κάνει· η κοινότητα, όχι ένα άτομο ούτε ένα κόμμα, η κοινότητα. Για να μπορεί
να γίνει αυτό χρειάζονται φυσικά θεσμοί που ενσαρκώνουν αυτή την αυτοστοχαστικότητα. Οι συνέπειες
αυτού είναι αναρίθμητες. Αφορούν την ύπαρξη πραγματικού δημοσίου χώρου, αφορούν τις
δυνατότητες όλων προσβάσεως σ' αυτόν τον δημόσιο χώρο κλπ, αλλά αφορούν επίσης την μόρφωση
και την διαμόρφωση των ατόμων. ∆ιότι ένας δημόσιος δημοκρατικός αυτοστοχαστικός χώρος δεν είναι
νοητός αν η κοινωνία αυτή δεν διαμορφώνει αυτοστοχαστικά άτομα. Τά άτομα δεν μπορούν να
συμμετάσχουν στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό στην δημόσια ζωή εάν δεν έχουν προσλάβει από την
κοινωνική τους μόρφωση τα μεσα για να το κάνουν και εάν ταυτοχρόνως δεν έχουν την μεγαλύτερη
δυνατή σφαίρα ατομικής αυτόνομης δράσης. Κανένας δεν μαθαίνει κολύμπι χωρίς να μπεί στην
θαλασσα και αυτό ισχύει τόσο για την ατομική όσο και για την συλλογική αυτονομία. και πάνω σ' αυτήν
τη βάση μπορούμε πλέον να δικαιολογήσουμε, να στηρίξουμε, και ακόμα αν θέλετε να θεμελιώσουμε
ένα σωρό ιδέες και θεσμούς, συμπεριλαμβανομένων και των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Επιπλέον
μπορούμε να διαπιστώσουμε ποιός πρέπει να είναι ο σκοπός μιας πολιτικής της αυτονομίας και μιας
αυτόνομης αυτοθέσμισης.
Κάθε άτομο σ' οποιαδήποτε κοινωνική κατάσταση είναι κατά ένα μεγιστο μερος κοινωνικά
προσδιορισμένο. Φυσικά ένα αρχαίος Έλληνας ή ένας δυτικός Ευρωπαίος είναι λιγότερο κοινωνικά
προσδιορισμένος απ' ότι ένας Κινέζος ή ένας Ινδός ή ένας Εβραίος ή ένας πρωτόγονος, αλλά
εξακολουθεί να είναι κοινωνικά προσδιορισμένος και πάντοτε οι άνθρωποι θα εξακολουθούν να είναι
18
Εξουσία, Πολιτική, Αυτονομία

κοινωνικά προσδιορισμένοι. Μέσα σε αυτό τον κοινωνικό προσδιορισμό προσπαθούμε να


δημιουργήσουμε αυτόνομα άτομα και μια αυτόνομη κοινωνία. Τα άτομα γίνονται άτομα
εσωτερικεύοντας τους κοινωνικούς θεσμούς, πράγμα που δημιουργεί μια φαινομενική αντίφαση με την
ιδέα της αυτονομίας.
Η απάντηση είναι ότι ο σκοπός της πολιτικής μπορεί να διατυπωθεί μ' αυτόν τον τρόπο από την
άποψη που συζητάμε: να δημιουργηθούν οι θεσμοί που, μια και εσωτερικευθούν από τα άτομα,
ευκολύνουν στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό την άνοδό τους στην ατομική τους αυτονομία και τους
δίνουν την μεγαλύτερη δυνατότητα πραγματικής συμμετοχής σε κάθε ρητή εξουσία που υπάρχει μεσα
στην κοινωνία.
Αυτή νομίζω είναι μια από τις ουσιαστικές διατυπώσεις των σκοπών μιας επαναστατικής πολιτικής
σήμερα και νομίζω ότι με αυτή την διατύπωση βλέπουμε αμέσως αυτό που κατά ένα άλλο τρόπο είναι
μια ταυτολογία, ότι η αύτονομία είναι ipso facto αυτοπεριορισμός. Όπως έλεγα προηγουμένως
αναφερόμενος στα συντάγματα, κάθε περιορισμός της δημοκρατίας δεν μπορεί να είναι, τόσο de facto
όσο και de jure, τόσο κατ' αρχήν όσο και στην πράξη, παρά αυτοπεριορισμός. Αυτή είναι η ελευθερία
τηύς δημοκρατίας, αυτό είναι το μεγαλείο της και αυτό είναι φυσικά ο τραγικός της χαρακτήρας. ∆ιότι
μια πραγματική δημοκρατική κοινωνία κανένας δε μπορεί να τη σώσει ως δημοκρατική κοινωνία εάν η
ίδια δεν μπορεί να σώσει τον εαυτό της. Εάν κάποιος την σώσει θα την σώσει ως προστάτης ή ως
τύραννος. Αυτός ο αυτοπεριορισμός μπορεί να είναι κάτι άλλο και κάτι περισσότερο από απλή
εποικοδομητική ηθικολογία και παρότρυνση, εάν εναρκώνετα στην δημιουργία ελεύθερων και
υπεύθυνων ατόμων. Καμία εγγύηση δεν υπάρχει για την πραγματική δημοκρατία· όλες οι εγγυήσεις που
μπορεί να σκεφτεί κανείς είναι σχετικές και αβέβαιες. Η λιγότερο σχετική απ' όλες βρίσκεται στην
πραγματικήπαιδεία, με την αρχαία ελληνική έννοια, των πολιτών, στην μόρφωση και στην διαμόρφωση,
που είναι πάντα κοινωνική, ατόμων πού έχουν εσωτερικεύσει την ανερώτηση, την αυτοστοχαστικότητα,
την βουλευτική ικανότητα και την ελευθερία.
Έτσι η αυτονομία είναι το πρόταγμα να έρθει στο φώς της ημέρας και να γίνει ρητά
αυτοστοχαστική η θεσμίζουσα εξουσία και να απορροφηθεί το πολιτικό ως ρητή εξουσία από την
πολιτική ως βουλευμένη και διαυγασμένη δραστηριότητα που έχει για αντικείμενό της την ρητή θέσμιση
της κοινωνίας και την λειτουργίας της ως νόμου, δίκης και τέλους, ως νομοθεσίας, δικαιοσύνης και
κυβέρνησης, εν όψει των κοινών σκοπών και των κοινών έργων που βουλευμένα η κοινωνία στοχάζεται
και στοχεύει.

19

You might also like